«Ουίσκι τέσσερα ευρώ και ταξιτζήδες», ήταν η μόνη περιγραφή που μου έδωσε. Κατάλαβα πως ήταν αυτό που ζητούσα. Κάτι για νταλικέρηδες του είχα πει αρχικά, αλλά στο νησί εθνικές οδοί και νταλίκες δυστυχώς δεν υπήρχαν. «Το πιο τελειωμένο που θα βρεις είναι αυτό. Θα γουστάρεις», με είχε διαβεβαιώσει.
Το επόμενο βράδυ, γύρω στις τρεις, άνοιγα την πόρτα και έμπαινα μέσα στο μαγαζί. Βρισκόταν σε κεντρικό αν και σκοτεινό σημείο της πόλης, σκαρφαλωμένο σε κάτι πέτρινα σκαλιά, με είσοδο κάτω από μια ροδιά και μια παλιομοδίτικη κίτρινη πλαστική επιγραφή στο υπέρθυρο: Bella Napoli. Πριν την είσοδο, στο χαλάκι, είχαν χέσει περιστέρια.
Παραμέρισα τη χάντρινη κουρτίνα και προχώρησα. Με υποδέχτηκε το άγαλμα μιας ημίγυμνης θεάς –η θεά Αφροδίτη αυτοπροσώπως, όπως έμαθα μετά. Στα πόδια της κασπό με πλαστικά τριαντάφυλλα καρφωμένα σε πράσινο σφουγγάρι αντί για χώμα και γυάλινα τασάκια με φίρμες ποτών. Το κεφάλι της θεάς έλουζε ένας πράσινος προβολέας που με τη βοήθεια της ασημένιας ντισκόμπαλας την έκανε να μοιάζει με χορεύτρια βγαλμένη κατευθείαν από τα 80’s, τότε που μεσουρανούσαν οι ΑΒΒΑ και οι Boney M. Ή με παράλογη τρισδιάστατη εικόνα, δεν γινόταν να αποφασίσω. Άπλωσα το χέρι και ακούμπησα το γόνατο της θεάς, όπως κάνω πάντα παράνομα, όποτε μπαίνω σε μουσείο.
Φτηνή κολώνια, τσιγαρίλα και αλκοολίλα το άρωμα του ναού. Και μια υποψία υγρασίας. Προχώρησα προς το βάθος ενώ κάτι που έμοιαζε πολύ με ευτυχία έσταζε στάλα στάλα στην ψυχή μου. Η Ωραία Νάπολη ήταν φιλόξενη και σαγηνευτικά οικεία. Σαν αμνιακός σάκος ή σαν ένοχη απόλαυση που παραμένει για πάντα ανομολόγητη και απαραίτητη για κάποιον.
Στα σκαμπό του μπαρ παρατήρησα πως κάθονταν εναλλάξ κάτι κουρασμένοι αλλά πείσμωνες κοιλαράδες, ιδρωμένοι μεσήλικες και κατάξανθα κορίτσια με γυαλιστερά φορέματα. Πούλιες, κεντήματα και περμανάντ. Κίτρινα μαλλιά σε όλες τους τις αποχρώσεις. Μελαχρινή ούτε για δείγμα. Πρόσωπα βαμμένα και σοφά. Βλέμματα ερευνητικά και άφοβα. Νύχια αετίνας σε εγρήγορση. Ο τύπος γυναίκας που θαυμάζω. Οι άντρες ατρόμητοι εργάτες. Το ήξερα εξαρχής πως η φάτσα μου δεν ταίριαζε και πολύ με το περιβάλλον, ίσως ούτε η εμφάνισή μου, αλλά δεν με ένοιαζε καν. Το είχα μέσα μου και μου αρκούσε. Εξάλλου δεν ήταν και η πρώτη μου φορά.
Κάθισα σε ένα σκαμπό και ζήτησα μια μπύρα. Η μπαργούμαν άφησε μπροστά μου ένα σουβέρ Άμστελ και μου σέρβιρε αμέσως μια παγωμένη Χάινεκεν και κάτι στραγάλια. Έδωσα πίσω το ποτήρι και πήρα στο χέρι το μπουκάλι μου. Άναψα τσιγάρο και στράφηκα μπροστά να χαζέψω τα συνηθισμένα.
Η κακογουστιά είχε τη γιορτή της εκεί μέσα. Τα παράθυρα του μαγαζιού ήταν καλυμμένα με κόκκινες βαριές κουρτίνες που κατέληγαν σε ένα χρυσό ξεφτισμένο κρόσσι. Βελούδινες σε κάποια άλλη εποχή. Τώρα πια έμοιαζαν απλώς με αξιέραστα κουρέλια. Στο πάτωμα σέρνονταν γόπες και χνούδια στρογγυλά σαν άνθη βαμβακιού. Το ταβάνι ήταν στολισμένο με ανάγλυφα γύψινα αγγελούδια με άρπες στα χέρια και οι τοίχοι ντυμένοι ως τη μέση με κάτι ξύλινες σανίδες που ενώνονταν μεταξύ τους με πρόκες, εν είδει ντεμί ταπετσαρίας. Η αισθητική του χώρου οπισθοχωρούσε επικίνδυνα στα 70’s σε κάποια σημεία. Βρήκα αυτή τη λεπτομέρεια συγκλονιστική. Ένιωσα ευγνωμοσύνη.
Πάνω από την ξύλινη ταπετσαρία ο τοίχος γινόταν μπλε σαγρέ και διακόπτονταν πού και πού από κάτι καδραρισμένες φωτογραφίες με τοπία του νησιού. Τέτοια κάδρα έβλεπα συχνά στα παλιατζίδικα, στο Μοναστηράκι. Ρουφούσα τις λεπτομέρειες σαν αχόρταγο παιδί που όσο και να’ χει θέλει κι άλλο. Το κάθε τι που έβλεπα με συνάρπαζε και με γέμιζε με μια άγρια χαρά, με ένα αίσθημα του ανήκειν. Σπάνια κατάσταση πλήρους αρμονίας. Χάιδευα με το βλέμμα τις διακοσμητικές λεπτομέρειες, προσπαθούσα να θυμηθώ σε ποιο μαγαζί είχα δει και τι, και αν η Κέρκυρα -παρότι δεν είχε εθνικές οδούς και κουρασμένες νταλίκες, είχε έστω κάτι καινούριο να μου δείξει στον τομέα των λούμπεν κωλόμπαρων που τόσο λαχταρούσα.
Ρίτα Σακελλαρίου, Νατάσσα Θεοδωρίδου, Τερζής και Καζαντζίδης έπεφταν αδιάκοπα στο μουσικό μενού. Ένας ισχνός και μάλλον επί μέρες ξενυχτισμένος πιτσιρικάς έπαιζε βινύλια πίσω από μια σκοτεινή κονσόλα. Βινύλια. Το ήξερα πως είχα μπει σε μαγαζί περιωπής. Οι λεπτομέρειες έρχονταν σιγά σιγά να επιβεβαιώσουν την αίσθησή μου. Κάθισα καλύτερα και παρατήρησα το χώρο. Μέσα μου φυσούσε ένα αεράκι ανακούφισης.
Η λιπαρή ξανθιά που σηκώθηκε πρώτη στην πίστα φορούσε μπλε ελεκτρίκ μίνι φουστάνι, κολλητό μέχρι θανάτου, χάντρινο κολιέ και κάτι τρομακτικές ασημένιες γόβες με δεκαοχτάποντο τακούνι φελιζόλ, από κείνες που πουλάνε στην Αθηνάς, στα είδη ενδύσεως για καμπαρέ και τέτοια. Ανέκαθεν θαύμαζα τις ηρωικές μπαλαρίνες που κατορθώνουν να κάνουν ακροβατικά πάνω σε κείνους τους κοθόρνους με τόση μαεστρία. Ακολουθούσε μαλλί σγουρό ως τη μέση, άστατες καμπύλες και μπράτσα με κυτταρίτιδα. Αέρας Αλίκης Βουγιουκλάκη με στοιχεία από Σπεράντζα Βρανά και Μπέμπα Μπλανς στα καλύτερά της. Μούρη γυαλιστερή, κόκκινο κραγιόν, μαύρη μάσκαρα, απλόχερο ρουζ στα μήλα. Χοντρά δαχτυλίδια και αλυσίδες στον καρπό. Άριστη παρουσία. Στολιδάκι.
Άρχισε να λυγιέται φιδίσια με τα χέρια απλωμένα σε στάση επίκλησης προς το μέρος ενός ναυαγισμένου με πατομπούκαλα στα μάτια και τέσσερα κουμπιά ανοιχτά στο στήθος. Εκείνος της έγνεφε στην υγειά σου και κατέβαζε τις γουλιές σα νεροφίδα χωρίς να ξεκολλάει το βλέμμα από πάνω της. Μου φάνηκε ειλικρινής. Τη γούσταρε όσο έδειχνε, και μάλλον δεν θα της χάλαγε κανένα χατίρι. Η θεά ήξερε πως τον είχε μαγέψει και του έδινε να καταλάβει στα κουνήματα και στις ματιές με νόημα και σημασία. Ένιωσα πως το ρεύμα ανάμεσά τους ήταν ικανό να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ποτέ δεν μπόρεσα να αντισταθώ σε κάτι τέτοιες μαρτυριάρες κινήσεις από κείνες που φανερώνουν πόσο επιθυμεί ένας άνθρωπος έναν άλλο. Ένιωσα συγκίνηση και μεγάλο θαυμασμό. Μπορεί και λίγη ζήλεια.
Όταν τέλειωσε το τσιφτετέλι της η γυναίκα έφυγε σφαίρα για το μπαρ, απ’ όπου γύρισε με ένα χαμηλό ποτήρι στο χέρι κι ένα χαμόγελο που έμοιαζε με σανίδα σωτηρίας για το συνοδό της. Ο ναυαγισμένος την αγκάλιασε από τη μέση και έχωσε το πρόσωπο στα μαλλιά της. Σκέφτηκα πως όσο χόρευε του έλειπε, και τώρα που του είχε ξαναγυρίσει ο κόσμος ήταν δικός του ξανά. Με το άλλο του χέρι κρατούσε ένα πράσινο μπουκάλι με το στόμιο γυρισμένο προς τα κάτω. Κατάλαβα πως μάλλον είχε κατεβάσει ολόκληρο το Vat 69 για χάρη της. Αυτό το κάτω μάλλον δεν είχε τέλος γι’ αυτούς. Η γυναίκα ξαφνικά μου φάνηκε πως έμοιαζε με καμαρωτό παγώνι.
Τέλειωσα τη Χάινεκεν και ακούμπησα το μπουκάλι στον πάγκο. Πριν προλάβω να γυρίσω μπροστά η σερβιτόρα είχε αφήσει ένα ποτήρι μπροστά μου. Πήρα το ποτό και το έφερα στη μύτη. Ουίσκι των τεσσάρων ευρώ, χωρίς αμφιβολία. Στο καπάκι, ένας δίμετρος γύρω στα πενήντα με προεξέχουσα κοιλιά και σπαστά μαύρα μαλλιά κόπιασε δίπλα μου και κάθισε στο σκαμπό χαμογελώντας. Αναρωτήθηκα τι στο διάολο σκέφτηκε ο μεθυσμένος γίγαντας και αποφάσισε να ξοδέψει τέσσερα ευρώ και κάμποσο σάλιο για χάρη μου. Οι γυαλιστερές γυναίκες του μαγαζιού θα ήταν σίγουρα πολύ πιο μπασμένες στο τριπάκι του από μένα. Παρόλα αυτά δεν πτοήθηκα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που σε μαγαζί του είδους με πλησίαζε άνθρωπος. Πολλοί ποντάρουν στο λάθος της στιγμής, στην άγνοια ή και στην οινοπνευματώδη τύφλωση, που ενίοτε παίζει μεγάλο ρόλο.
“Σπύρος τάδε”, μου συστήθηκε με ονοματεπώνυμο. Μετά πρόσθεσε και το επάγγελμα: “Δικηγόρος”. Ανήκει στη σφαίρα της διανόησης ο τύπος, σκέφτηκα, γι’ αυτό και μέσα στο κωλόμπαρο πλησιάζει και καλά την πιο άσχετη με το χώρο γυναίκα. Αναρωτήθηκα αν θα του πήγαινε ποτέ ο νους πως, στα βασικά ζητήματα, τις ξανθιές με τα λαμέ μίνι κι εμένα με το κοντοκουρεμένο κεφάλι και το τζιν δεν μας χώριζε σχεδόν τίποτα. Στο μεταξύ η πίστα είχε γεμίσει χορευτές που τα έδιναν όλα με μια παλιά Λίτσα Διαμάντη. Καλησπέρισα κι εγώ εγκάρδια τον Σπύρο και συνέχισα να κοιτάζω τα μεθυσμένα ζευγάρια με μια γλυκιά, νοσταλγική διάθεση μέσα μου, ίδια με κείνη που άφηνε το γλειφιτζούρι κοκοράκι όταν έλιωνε στη γλώσσα.
«Όνομα; Επάγγελμα;», με ρώτησε τότε σκύβοντας λίγο περισσότερο από το κανονικό προς το μέρος μου. «Είσαι ξένη έτσι; Παντρεμένη; Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ». Άρα ήταν θαμώνας. «Μαρία», του συστήθηκα αποφεύγοντας να μπω σε άλλες λεπτομέρειες. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και κοιτάξαμε μαζί προς την πίστα. Το ουίσκι μου τρύπησε σαν άκουα φόρτε τον ουρανίσκο. Τα ρουθούνια μου άναψαν.
Απέναντί μας, μια εξηντάρα με κόκκινες ανταύγειες σα μαστίγια πάνω στο ξανθό μαλλί χόρευε χορό της κοιλιάς κι έβαζε φωτιά στα πατώματα σπάζοντας τη μέση ως το τέρμα, ενώ τα κρόσσια του φουστανιού της στριφογύριζαν γύρω της σαν κορδελάκια του λούνα παρκ. Δυο τύποι με καδένες και επίχρυσα ρολόγια την αποθέωναν φωνάζοντας τα λόγια του τραγουδιού και βογγώντας. Πιο κει, ένας φαλακρός με ελβιέλες και πόλο μπλουζάκι από εκείνα τα σιχαμερά χούφτωνε στα ίσα τον πισινό μιας χορεύτριας που του τριβόταν περιπαθώς αφήνοντάς τον να κάνει κουμάντο. Η Μαρινέλλα πήρε πάνω της το πρόγραμμα ξεσηκώνοντας ένα νέο κύμα χορευτών.
«Σήκω να χορέψουμε», με πρόσταξε ξαφνικά ο Σπύρος τραβώντας με από το μπράτσο. Αναπήδησα δίπλα του και ένιωσα νάνος. Μου φάνηκε θεόρατος. Ήταν ήδη ο μισός στην πίστα. Τον ακολούθησα αμίλητη και αρχίσαμε να χορεύουμε τσιφτετέλι ανάμεσα στους κοιλαράδες και τις αρτίστες τους. Κανείς δεν έδωσε σημασία. Ο ενθουσιασμός μου με έκαιγε κάθε δευτερόλεπτο που περνούσαμε στην πίστα μαζί. Κάθε νότα του τραγουδιού με ξεσήκωνε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Σκέφτηκα πως αυτή ήταν μια πίστα-τοστιέρα και πως κάποιος έβαζε και τραβούσε κάθε τόσο την πρίζα στέλνοντάς μου θερμά ρίγη συγκίνησης που εναλλάσσονταν με δροσερές εικόνες.
Κάθε τόσο η παλάμη του Σπύρου κατέβαινε επικίνδυνα από τη μέση μου, κίνηση από την οποία ξεγλιστρούσα φέρνοντας απλώς άλλη μια στροφή. Δεν με πρόσβαλε ούτε με ενόχλησε η διάθεσή του. Πήγαινε σετάκι με την ατμόσφαιρα του μαγαζιού και της κατάστασης εξάλλου. Γούσταρα πολύ τη φάση. Κάθε τι που συνέβαινε πρόσθετε μέσα μου λίγη ακόμα ζάχαρη. Συνεχίσαμε με λικνιζόμαστε μέχρι να τελειώσει το τραγούδι και λίγο πριν επιστρέψουμε στις θέσεις μας μπούκαραν στο μαγαζί κάτι φιλαράκια του καβαλιέρου μου, τα οποία είχα την τιμή να συστηθώ επίσης με ονοματεπώνυμο και επάγγελμα, όπως και τον ίδιο προηγουμένως.
Καθίσαμε όλοι μαζί στο μπαρ, ο δικηγόρος, ο σιδεράς, ο ξυλουργός και ο “έχω καφετέρια στα Μουράγια”. Ταξιτζής κανένας. Απλοχέρηδες και χαρούμενοι, έτρωγαν φιστίκια και κατέβαζαν τα ουίσκια σα νεράκι. Ούτε που ήθελαν να ακούσουν πως θα έβαζε γυναίκα το χέρι στην τσέπη για ποτό. Το μάτι τους έπαιζε όπως παίζει κανονικά το μάτι του κυνηγού στη ζούγκλα. Αυτοί οι άνθρωποι μου φάνηκαν θεϊκά φυσιολογικοί. Απέπνεαν μια πολύτιμη υγεία. Θαύμαζα και το παραμικρό βλεφάρισμά τους. Εκείνοι μιλούσαν ακατάπαυστα κι εγώ παρατηρούσα τις λειψές οδοντοστοιχίες και τα πρόσωπά τους, που εκείνη την ώρα φάνταζαν σαν έργα τέχνης μπροστά μου. Μου άρεσαν πολύ αυτοί οι άνθρωποι. Όλα πάνω τους ήταν ωραία. Η πρώην τσάκιση στο τσαλακωμένο παντελόνι, λίγος ιδρώτας στη μασχάλη, ένα τσουλούφι πιο γκρίζο από τα άλλα, μια ρυτίδα στο μέτωπο, τα φουσκωμένα δάχτυλα με τις ολόχρυσες βέρες. Ένα παχύ λάμδα, ένας ελαφρύς αλληθωρισμός. Με σαγήνευαν.
Κάπως πιο μετά προστέθηκε και μια κοπέλα στην παρέα, γνωστή γνωστού του σιδερά, ντόπια που όμως ήθελε με την πρώτη ευκαιρία να κατέβει στην πρωτεύουσα να κάνει προκοπή, γιατί εδώ στο νησί «οι ευκαιρίες απλώς δεν υπάρχουν». Μιλήσαμε για διάφορα, επανήλθαν οι ερωτήσεις από πού κρατάει η σκούφια μου, τι είμαι και τι κάνω. Απαντούσα περιληπτικά, φαίνονταν να ικανοποιούνται.
Χορέψαμε με την κοπέλα ένα σμυρναίικο τραγούδι μετά, πότε στριφογυρίζοντας και πότε πιασμένες από τη μέση, η μια καρφωμένη στα μάτια της αλληνής σα να μην υπήρχε γύρω μας ψυχή. Κορυφαία στιγμή της νύχτας. Η παρέα άφριζε και χτυπιόταν μέχρι και την τελευταία νότα του τραγουδιού. Ζητούσαν κι άλλο. Δεν δώσαμε. Λίγο πριν επιστρέψουμε στο μπαρ, κανονίσαμε πως το επόμενο βράδυ θα πηγαίναμε στο πανηγύρι του Πέλεκα, που θα είχε κλαρίνα και νταούλια, και έναν τραγουδιστή με στολή λευκό κοστούμι και μαύρο πουκάμισο, που κάθε χρόνο τραγουδάει κάτι απίθανα δημοτικά, και όπως ανακαλύψαμε μας κρατούσε εδώ και μερικά καλοκαίρια σκλαβωμένες και τις δύο.
Μισόλογα, πιώματα και χοροί για το υπόλοιπο της βραδιάς. Ο μικρός στην κονσόλα του ήχου κάπνιζε κάτι ευωδιαστό και έπαιζε πια βαρύ ρεπερτόριο, ζεϊμπεκιές και χασαποσέρβικα. Παρόλο που τη δουλειά του την έκανε καλά, από το βλέμμα του μου φάνηκε λιγάκι τραυματισμένος.
Οι κοπέλες λυγιόντουσαν σαν κλαράκια στη μέση του μαγαζιού, οι θαμώνες χτυπούσαν τα χέρια σα να ήθελαν να πετάξουν σπίθες πάνω στα κορμιά και να τα κάψουν όλα εκεί μπροστά τους. Ένας βαρύμαγκας άφησε ξέπνοο το μαγαζί με το χορό του. Μια καλλονή περασμένων μεγαλείων γονάτισε κατάχαμα και του χτυπούσε παλαμάκια κοιτώντας τον κατάματα μέχρι το τέλος του τραγουδιού. Θεώρησα πως αυτή ήταν σοβαρή ένδειξη αναγνώρισης και σεβασμού από μια σπουδαία γυναίκα σαν εκείνη. Η μπαργούμαν παράτησε σύξυλο το μπαρ και έραινε τον χορευτή με πλαστικά τριαντάφυλλα, γυμνώνοντας το άγαλμα της θεάς Αφροδίτης από τον διάκοσμό του. Στο παρά τρίχα αποφύγαμε κατά το τέλος έναν καυγά, γιατί ο ναυαγισμένος με τα μυωπικά πατομπούκαλα κάτι νόμισε πως έγνεψε ο χορευτής στη δικιά του –μπορεί και να είχε δίκιο– και εκείνος δεν τα σήκωνε αυτά. Ήταν ερωτευμένος, κτητικός και πολύ αξιοπρεπής με όσα ένιωθε πως μετράνε.
Η παρεξήγηση λύθηκε στο τσακ λίγο πριν έρθουν στα χέρια οι άντρες, όταν για πρώτη φορά εμφανίστηκε στην πίστα η κυρά του μαγαζιού, που τους έκανε καλά με λίγες μόλις λέξεις. Έπειτα εξαφανίστηκε ανέκφραστη πίσω στο μαγαζί, σε μια πολυθρόνα α λα Εμμανουέλλα, που μέχρι τότε δεν είχα δει καν ότι υπήρχε. Η κυρά μου θύμισε μια ηθοποιό που μου διαφεύγει το όνομά της, και που στα “Κόκκινα φανάρια” έπαιζε την κακή τσατσά που βασάνιζε την Καρέζη και την Ανουσάκη και τελικώς πέθανε στην ψάθα χωρίς έναν άνθρωπο δίπλα της. Μου άρεσε πολύ όμως, όπως και όλα στο μαγαζί της.
Οι δικοί μου είχαν παρακολουθήσει τη σκηνή στα μουγκά. «Ποτέ δεν μπλέκεσαι σε καυγά αν πρώτα δεν ακούσεις και τις δύο πλευρές». Καλή ξήγα, σκέφτηκα ακολουθώντας τους πιστά σε μια διαγωγή κοσμιωτάτη. Η ντισκόμπαλα στριφογύριζε σαν τρελή, η μουσική χτυπούσε στους τοίχους, για να μιλήσεις πια ξελαρυγγιαζόσουν. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν γύρω μας με μια φυσικότητα και μια χάρη παραδείσια που μαρτυρούσε ευεξία και χαλαρότητα. Έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον, και στις μεταμεσονύκτιες εκτιμήσεις μου σπανίως πέφτω έξω. Η Ωραία Νάπολη ήταν ένας ερωτικός, κρυφός κόσμος με μισάνοιχτες πόρτες, μια σκοτεινή μυστική σπηλιά που μέσα της αναγεννιόντουσαν σπάνια πουλιά και άγρια ζώα. Τα ουίσκια των τεσσάρων ευρώ με είχαν κάνει κουδούνι. Ήξερα πως το επόμενο πρωί στο κεφάλι μου θα αντηχούσαν καμπάνες. Δεν με ένοιαζε μία.
Βγαίνοντας λίγο πριν το πρώτο φως στο καντούνι, ο Σπύρος με συνόδευσε μέχρι το επόμενο στενό. Δεν θέλησα να πάμε πάρα κάτω. Σε ένα χαρτάκι σημείωσε το τηλέφωνό του και μου το έχωσε στην παλάμη θέλοντας και μη. «Πάρε με οπωσδήποτε. Κι αν θες να με βρεις, στα Δικαστήρια είμαι όλη μέρα», μου είπε. Έσκυψε προς το μέρος μου για ασπασμό, τον οποίο απέφυγα με μια εγκάρδια χειραψία. Γέλασε και κούνησε το κεφάλι του στυλ «Παίζεις εσύ, αλλά εγώ θα σε κανονίσω κάποια μέρα». Γύρω μας το νησί ξυπνούσε. «Κατά λάθος ξεπέζεψες εκεί μέσα;», με ρώτησε κάπως πειρακτικά πριν φύγει. «Κάθε άλλο», του απάντησα απολύτως ειλικρινά. «Τα πανηγύρια, τα κωλάδικα και οι εθνικές οδοί είναι ο κρυφός καημός μου».
Μαρία Πετρίτση