14.11.18 Τετάρτη. Μέξικο Σίτυ. Βρέχει ασταμάτητα. Με τον εθελοντή Αντριάνο σταματάμε σε όλα τα κιόσκια και ρωτάμε για αδιάβροχα. Η απόσταση από τα γήπεδα είναι μεγάλη και δεν βρίσκουμε τίποτα. Αγοράζω τελικά μία ομπρέλα, όταν πια είναι αργά. Μπαίνουμε σ’ ένα exchange για να χαλάσουμε ολίγα ευρώπουλα. Ένα ευρώ 22 πέσος, δίνω 60 ευρώ και μου γράφει η Στριφνή σ’ ένα χαρτάκι 1110. Αυτό είναι 50 ευρώ της λέω και της δείχνω το ταμπλό. Πόσο μπορεί να είναι η προμήθεια; Το μουτζουρώνει αμέσως και ξαναγράφει 1320. Α. τώρα τα λες καλά, η δεύτερη σκέψη είναι η καλύτερη. Αετονύχις η γηραιά Στριφνή. Φτάνουμε στα αποδυτήρια και παρ’ όλη την κακοκαιρία υπάρχει τρελό κέφι, κάθε ομάδα ακούει τη δική του μουσική κι εμείς το αιώνιο συρτάκι, η Δώρα ηγείται με την γαλανόλευκη στην πλάτη, οι άστεγοι ποδοσφαιριστές χορεύουν στη βροχή ένα μπουλούκι άγγλοι, γάλλοι, πορτογάλοι κουτσοί, στραβοί στον άγιο Παντελεήμονα. Αναλαμβάνω μαζί με τη Μαρία τη δημοσιογράφο να βρούμε αδιάβροχα καθώς δεν φρόντισαν οι διοργανωτές, ξέρουν όμως οι μικρές εθελόντριες που πάνε μπροστά σαν στρατιωτάκια. Πώς λένε στα ισπανικά το αδιάβροχο ; Ιμπερμεάμπελε όπως το ινπερμεάμπλ το γαλλικό. Αλλά οι μικρές δεν έχουν ψωνίσει ποτέ στη ζωή τους, είναι σαν τους ξένους που δεν καταλαβαίνουν τις τιμές. Θέλουμε είκοσι αδιάβροχα. Οι πωλητές μας ζητάνε έξι ευρώ για το ένα και μας το αφήνουν πέντε που είναι ακριβά για τιμές Μεξικό, μιλάμε για ένα απλό διαφανές νάιλον. Περπατάμε ενώ η καταιγίδα δυναμώνει. Φτάσαμε στην άλλη μεριά του πόλης, αν και δεν νομίζω ότι έχει άλλη μεριά η πόλη αυτή, σε κάτι απίθανα μέρη που θυμίζουν ψιλικατζίδικα της παλιάς Αθήνας, της παλιάς Καρδίτσας και τίποτα δεν βρίσκουμε. Θα χάσουμε και τα ματς και τα μουσεία. Δεν μπορεί να τάχεις όλα. Έχουμε γίνει παπάκια. Φοράω πάνινα παπούτσια κι είμαι βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο. Κι αυτή η βροχή δεν λέει να κόψει με τίποτα. Η Χρύσα που είναι πολύ υποστηρικτική έμεινε στο ξενοδοχείο με υπόταση και γλίτωσε τα τσαλαβουτήματα. Σε μία γωνία βλέπουμε έναν τύπο που πουλάει αδιάβροχα. Θέλουμε είκοσι. Περιμένετε λέει και πηγαίνει σε μία απίθανη τρύπα, φέρνει ένα πακέτο αδιάβροχα όλα με πέντε ευρώ! Επιστρέφουμε μέσα σε πλατς πλουτς και η Βιριδιάνα με τρέχει σε μία δημόσια τουαλέτα. Δίνω πέντε πέσος αλλά θέλουν έξι. Ψάχνει η Βιριδιάνα του Μπονιουέλ ψάχνω κι εγώ, είμαι μπροστά σε μία περιστρεφόμενη είσοδο βρεγμένος και κατουρημένος, ο τύπος δεν μ’ αφήνει να μπω για ένα ρημάδι πέσος, ψάχνομαι, πουθενά ψιλά, μόνο κάτι κέρματα ευρωπαϊκά, βρίσκω τελικά ένα κατοστάρικο, πηγαίνω στην τουαλέτα χοροπηδώντας, ένας μου δίνει ένα χαρτί –τι να το κάνω;– άλλος περιμένει να ρίξει νερό με τον κουβά, βγαίνω και παίρνω τα ρέστα μου σαν βρεγμένη κυρία. Δίνω κι ένα φιλί στη Βιριδιάνα. Τα κορίτσια φορέσανε τα αδιάβροχα τους είναι σαν στρουμφάκια. Αγοράζουμε κάλτσες αλλά όχι παπούτσια, μου φάνηκαν ακριβά. Έχω ήδη κρυώσει, δεν θέλω και πολύ. Γυρίζω μόνος μου στο ξενοδοχείο. Το εστιατόριο είναι κλειστό τα μεσημέρια, παίρνω ένα σάντουιτς απ’ τα Star Bucks του ξενοδοχείου και ανεβαίνω στο δωμάτιο να στεγνώσω και να δουλέψω την υπόλοιπη μέρα. Παίρνω το πιστολάκι των μαλλιών και κάνω μια γαϊδουριά με τα πάνινα παπούτσια προσπαθώντας να τα στεγνώσω. Πενιχρό το αποτέλεσμα.
Ανοίγω την τηλεόραση για πρώτη φορά. Όπως όλες οι τηλεοράσεις του κόσμου δείχνει συνέχεια διαφημίσεις. Αλλά και ειδήσεις με πλημμυρισμένους δρόμους καθώς πλάκωσαν οι πρώτες καταιγίδες. Primera tormeda invernal. Επίσης οι ορδές των κολασμένων που έχουν ξεκινήσει την άνοδο των μυρίων, οι πιο πολλοί από την Ονδούρα, γυναίκες με παιδιά μέσα στη λάσπη έφτασαν στην Τιχουάνα στα σύνορα Μεξικό-ΗΠΑ, όπου τους σταμάτησαν οι σιδερόφραχτοι ιππότες του Τραμπ, να μην απειληθεί η ασφάλεια της χώρας. Γυρίζω κανάλι, πέφτω στο κρεβάτι και πέφτω σε τένις που δεν ξέρω που λαμβάνει χώρα. Μου κάνει εντύπωση ένα τελετουργικό: Εκτός από τα boys ball – τα παιδάκια δηλαδή που μαζεύουν τις μπάλες και τις δίνουν στους παικταράδες – υπάρχει και το παιδάκι που δίνει την πετσέτα στο τενίστα, αυτός σκουπίζει τον ιδρώτα με τον οποίο βγάζει το ψωμί του και την δίνει στο παιδάκι που με τη σειρά του τρέχει και την απλώνει σαν τραχανά και μετά στέκεται με χορευτική πιρουέτα μπροστά στο τραπέζι και κοκαλώνει, σαν τσολιάς στον άγνωστο στρατιώτη, χάριν της τηλεόρασης και του φιλοθεάμονος κοινού. Ο παίκτες βέβαια είναι άξιοι του μισθού τους καθώς σερβίρουν με 135 μίλια την ώρα δηλαδή χτυπάνε το μπαλάκι τόσο δυνατά που το κάνουν να τρέχει προς το αντίπαλο τερέν με 200 χλμ ωριαίως στη δική μας γλώσσα. Μέσα στο δωμάτιο έχει 24 βαθμούς, έξω ακόμη βρέχει με 13 βαθμούς, η ώρα Μεξικό είναι τέσσερις το απόγευμα, στην Αθήνα έχουν μεσάνυχτα, στο Σύδνεϋ εννιά το πρωί, η σφαίρα γυρίζει κι εγώ ζαλίζομαι.
Συζητώντας στο δείπνο του ξενοδοχείου για τα ματσάκια με άλλα μέλη της αποστολής λέω ότι δεν έχουμε παρατηρήσει κάτι εγκληματικό ή τουλάχιστον μεμπτό, κάτι που να σου δημιουργεί φόβο στο ιστορικό κέντρο. Θα ήθελα να δω τις φτωχογειτονιές γιατί εκεί χτυπάει η αληθινή καρδιά της πόλης. Είμαι δειλός αλλά μ’ αρέσει ο κίνδυνος. Έχει βέβαια παντού αστυνομία, ακόμη και στρατό σαν σε κατάσταση πολιορκίας. Ελπίζω να μη δέρνουν, μου λέει η ποδοσφαιρίνα Δώρα, δίπλα μου όπως με δείρανε εμένα οι μπασκίνες. Πότε; πού; Εντάξει θα σου πω γιατί φαίνεσαι ωραίος τύπος, γύρισα όλες τις φυλακές της Ελλάδας. Γιατί; Για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και σύσταση συμμορίας. Έλα ρε τι λες; Ευτυχώς, άλλαξε ο νόμος την ημέρα που δικαζόμουν αλλιώς την είχα πουτσώσει. Ο σύντροφος, όχι ο ερωτικός, έφαγε 18 χρόνια. Στα λέω γιατί είσαι δικός μας, ήμουνα σε όλα τα μπάχαλα και με είδα σε όλες τις φωτογραφίες και τις κάμερες μετά. Εντάξει, της λέω, εγώ είμαι της θεωρίας περισσότερο, είμαι λουλού αναρχικός, εσύ ήσουν ακτιβίστρια απ’ ό,τι καταλαβαίνω. Την τύφλα μου ήμουν, είχα μπλέξει με ένα κάθαρμα του χώρου και τραβιόμουνα μαζί του πέντε χρόνια, ότι ήθελε τούκανα που σήμερα το παίζει υπεράνω, ευαίσθητος περιβαλλοντολόγος κι είναι στο φέις μπουκ με χιλιάδες να τον ακολουθούν. Με τσάκισε στο ξύλο, μία φορά όλη κι όλη δηλαδή, παρά λίγο να με σκοτώσει και χωρίσαμε, με πέταξε από 40 σκαλιά κι έσπασα τα πλευρά μου. Στην αστυνομία μου σπάσανε το χέρι.
Θυμάμαι με πήγανε σε κατάσταση ελεεινή στο διοικητή με σπασμένο χέρι και φάνηκε να με λυπάται «παιδί μου σε χτυπήσανε;», με ρώτησε πονετικά κι εκεί έσπασα, έβαλα τα κλάματα. «Σε χτύπησε η Αστυνομία;», ναι του λέω, «Έλα δώσου μου το χεράκι σου», του το δίνω, με κρατάει και μου δίνει μια γροθιά στο σαγόνι και με ξετινάζει. Τώρα σε χτύπησε η Αστυνομία, μου λέει. Στη φυλακή οι πιο «ξηγημένοι» είναι οι πυρήνες, συνεχίζει η Δώρα, η Ρούπα απλησίαστη και τον Σάββα τον φωνάζουν σαραβαλάκι. Εγώ στο κελί έμεινα με το Γάτο και στην αρχή τα χρειάστηκα, είναι τριακόσια κιλά και λεσβία, δεν θα με πηδήξεις της λέω είμαι για τρομοκρατία, στο τέλος γίναμε κολλητές. Πώς τα κατάφερες; με ρωτάγανε οι άλλες. Πού να με βλέπανε και με τη σημαία τώρα οι σύντροφοι!
Με σοκάρισε η αφήγηση της Δώρας, όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει λέει ο σεφ, θα πρέπει να μιλήσω με το Χρήστο. Πότε λέμε αλήθεια και πότε λέμε ψέματα;
Συγκεντρωνόμαστε μετά στο χωλ του ξενοδοχείου για ανάλυση συμπεριφοράς και αγώνων, είμαστε όλοι σαν βρεγμένες γάτες.
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post