Ημερολόγιο 99: Μεξικό ΙV. Στο αρχαιότερο μπαρ/ Βατερλό με γαλλίδες | Δημήτρης Τζουμάκας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

15.11. 18 Ο Χρήστος επανήλθε δριμύτερος και το ζει: Πάμε, πάμε φωνάζει σαν τρελός. Μόλις τρώμε γκολ χειροκροτάμε, λέει. «Έπεσε το ξένο κορίτσι κάτω Αγγελική, δώστου το χέρι. Έλα, έτσι μπράβο. Μπράβο, μπράβο Αγγελική, πάμε, πάμε». Κι εμείς πάμε τσάρκα μία με τη Χρύσα στα πέριξ.

Τα παζάρια, η καλύτερή μου. Οι τιμές είναι καλές. Κρίμα που δεν μπορούμε να πάρουμε έξτρα βάρος επιστρέφοντας. Στον ύπνο μου έβλεπα ένα περουβιανό κάκτο και ήθελα να τον πάρω μαζί μου στο αεροπλάνο, αλλά δεν χωρούσε. Τίποτα δεν χωράει στα αεροπλάνα ούτε η θλίψη μας. Θα τον πάρω όμως τον κάκτο μαζί μου, θα τον έχω στο μυαλό μου.

Τι πουλάνε; Κυρίως νεκροκεφαλές σε χίλια χρώματα. Ακόμη καλύτερα για μένανε, χάσαμε βέβαια την εθνική γιορτή των Νεκρών. Τριγυρίζοντας η Χρύσα λέει θα πιούμε τελικά καμιά τεκίλα ή δεν θα πιούμε; στο Μεξικό είμαστε. Ωραία θα πιούμε.

13:30 Στο Potosina που χωνόμαστε διαπιστώνουμε ότι είναι το αρχαιότερο μπαρ του Μέξικο Σίτυ, μία τρύπα είναι, την ώρα που ο μοναδικός μπάρμαν και ιδιοκτήτης καθαρίζει αυγά, από το 1863 είμαστε εδώ λέει. Ένας πελάτης εκ δεξιών στη γωνία πίνει μπύρες και εξ ευωνύμου ένας γεροντάκος κάτι άγνωστο γευματίζει. Πίνουμε τεκίλα εκατό χρόνων και το γυρίζουμε σε μπύρα Modelo ενώ εμφανίζονται τρία μικρόσωμα γεροντάκια του κουτιού, βγάζουν μικρές κιθάρες από τις θήκες κι αρχίζουν να άδουν με πάθος πάνω από ένα ευτραφές ζευγάρι που τους «ταΐζει» με πέσος. Ο γάτος που είναι αραγμένος στο ταμείο δείχνει να απολαμαβάνει τη μουσική σίγουρος ότι δεν θα προκύψει παραφωνία. Τραγουδάνε τη Μαλαγκένια que bonitos ojos tienes τι όμορφα μάτια έχεις χαριτωμένη Μαλαγκένια. «Linda melodia. Essa música éeternal» μονολογεί ο μπάρμαν, «αυτή η μουσική είναι αιώνια, είναι αθάνατη».

Η Χρύσα μου μιλάει για την αποστολή στην Ουγκάντα και στην Τανζανία με τους ασφαλιστές. Μεγάλη εμπειρία αυτή. Η κατάσταση είναι καλή, αλλά θα ήταν καλύτερη αν ήταν και η Ευρυδίκη εδώ, μια γυναίκα που δυστυχώς δεν μπορώ να έχω. Καθόμαστε αρκετά, ο μπάρμαν μιλάει αγγλιστί για την κόρη του στο Δουβλίνο, έχει δυο χρόνια να την δει θα την επισκεφτεί τα Χριστούγεννα, εγώ μιλάω για την κόρη μου στο Σύδνεϋ, η Χρύσα για τα παιδιά της στα Πατήσια. Έτσι γίνεται σε όλα τα μπαρ του κόσμου και σε όλες τις συναθροίσεις σε χώρους αναψυχής. Οι άνθρωποι λένε την κουβέντα τους και θέλουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής, μια δουλειά που να μην τους αγχώνει, ένα μικρό εισόδημα να πραγματοποιούν κάποιες επιθυμίες και νάχουν ηρεμία στο σπίτι, ’κανα ταξιδάκι που και που, αλλά η ταξική ανισότητα γίνεται όλο και πιο άνιση κι η τεχνολογία είναι στα χέρια μιας ελάχιστης ελίτ που μας κάνει όλους, λίγο πολύ, φτωχούς-φαιδρούς- μικρούς καταναλωτές.

16:00 Έχουμε να κάνουμε και μία υποχρεωτική επίσκεψη στο αθλητικό Μουσείο, που ανήκει στον πολυεκατομμυριούχο σπόνσορα των αγώνων γι αυτό μαζευόμαστε και μετριόμαστε όλοι. Το Μουσείο αυτό μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι είναι το Μουσείο του Κιτς. Μια αμερικανιά εικονογραφημένη. Μισό ριγκ, όπου ανεβήκανε οι δικοί μας και κάνανε τσαμπουκάδες καθώς δεν είναι μαζί μας ο Χρήστος και ο Γιάννης, μισό κουλουάρ που τρέχεις δέκα μέτρα και σε χρονομετρούν, ένα καλάθι τις πυρκαγιάς που ρίχνεις κάποιες μπάλες και παριστάνεις τον Τζόρνταν ή τον Αντεντοκούμπο, ξεχαρβαλωμένο ποδήλατο ενόργανης γυμναστικής, φωτογραφίες παγκοσμίων πρωταθλητών του μποξ κι άλλες αηδίες. Στην επιστροφή φοβερό μποτιλιάρισμα, δρόμοι που διασταυρώνονται υπογείως και εναερίως όπου όλοι καταλήγουν σε ένα σημείο και κολλάνε. Τα οχήματα βγάζουν φτερά μετά και πετάνε.

19:00 Ο Χρήστος και η Γιάννης πήγανε και τα τσούξανε, θα πάμε κι εμείς λέει ο Σάκης. Πού να τρέχουμε ρε Σάκη μέσα στη νύχτα στο Μεξικό λέω, άλλωστε εγώ με τη Χρύσα κάτι δοκιμάσαμε. Τότε θα πάω μόνος μου λέει ο Σάκης. Έρχομαι, του λέω. Πού πάμε; ρωτάω το συγκάτοικο; Θα δεις, εδώ κοντά, μου τόπε ο Γιάννης. Μπαίνουμε σ’ ένα υποτυπώδες μπαράκι, όλα είναι μικρά. O μικρόσωμος Πάμπλο σερβίρει ιεροτελεστικά την τεκίλα. Έρχεται ένας πιτσιρικάς, βγάζει από μία θήκη μικρή κιθάρα και παίζει ωραία ένα τραγούδι κι αμέσως φεύγει πάνω σ’ ένα ρόλινγκ σκέιτ. Περιπλανώμενοι μουσικοί. Αν τον ακολουθήσεις αυτόν θα μάθεις τα κατατόπια και τα κόλπα της νύχτας, λέει ο Σάκης.

20:00 Οι γαλλίδες. Δεν μπορεί να τάχεις όλα. Και ποτά και ξενύχτια και γυναίκες. Μιλάνε γαλλικά πίσω σου, λέει ο Σάκης. Μπα, μπράβο Σάκη, στήνω αυτί και ναι, έχει δίκιο. Γυρίζω και βλέπω δύο ωραιότατες νεαρές κυρίες. Δεν φοβάστε τέτοια ώρα που κυκλοφορείτε στο επικίνδυνο Μεξικό; λέω στη γλώσσα του Μολιέρου που λατρεύω. Pas dutout. (Kaθόλου)

–Ο φίλος μου είναι ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, επιμένω.

–Άντε καλέ, διαδίδονται πολλές βλακείες. Υπάρχουν βέβαια κάποιες περιοχές επικίνδυνες αλλά μέσα στην πόλη όχι. Είναι καθηγήτριες γαλλικών σε ευθυμία ευρισκόμενες πέντε χρόνια στη χώρα. Εμείς ούτε πέντε μέρες. Να πάτε στο Γαριβάλδη: Quest ce que cest Garivaldi? Εκεί που παίζουν μουσικές. Ας βγούμε να καπνίσουμε. Μου δίνουνε και μένανε νικοτίνη και γίνομαι συνένοχος και φλύαρος. Τι κάνετε εδώ; ρωτάνε. Αθλητισμό!

Υo soi periodista (είμαι δημοσιογράφος) λέω για να εντυπωσιάσω σε άπταιστα ισπανικά κι ο φίλος μου από δω είναι προπονητής της εθνικής αστέγων που συγκρούεται με τις άλλες εθνικές του κόσμου. Έχουνε πάει στην Ελλάδα πριν δέκα χρόνια. La Greceincomparable! Τι ζωή τι άνθρωποι! Η Σαντορίνη! Εφκαριστώ σουβλάκι! Μπαίνει στη συζήτηση κι ο Σάκης στ’ αγγλικά αυτή τη φορά. Αλλά κι εδώ υπάρχει ζωή λένε οι κοπέλες, αν θέλετε μπορούμε να πάμε μαζί, τώρα, να δείτε τι γίνεται στη Γαριβάλδη. Τώρα; Τώρα. Να τελειώσουμε πρώτα το τσιγάρο μας και το ντεζέρ, προσθέτουν. Καθόμαστε στα σκαμνάκια μας. Θέλεις να πάμε; λέω στο Σάκη, έχουν όρεξη για γλέντια, αλλά έχω μόνο ευρώ μαζί μου. Δεν είναι εκεί το θέμα, έχω προπόνηση αύριο κι αμέσως ματς μετά. Τι ώρα; Στις εννιά το πρωί, λέει και δεν θα κοιμηθούμε άμα μπλέξουμε. Πάμε δεν βαριέσαι… Ωραία απόφαση, μια ζωή την έχουμε, αφού γουστάρουν τα girls. H Κοκό και η Κική. Το πολύ πολύ να μας μαχαιρώσουν στα μεξικανικά Τρίκαλα στα δυο στενά. Οι κοπέλες τελειώνουν το γλυκό τους κι έρχονται και μας εναγκαλίζονται θερμά και μας φιλάνε σταυρωτά: «Πρέπει να φύγουμε είμαστε κουρασμένες χαρήκαμε για τη γνωριμία». «Τελικά δεν θα πάμε;» «Όχι δουλεύουμε πρωί αύριο». Γαμώ την ατυχία μου. Bien qu’toute la vie elles fassent l’amour/ Qu’elles se marient vingt fois par jour/ La noce est jamais pour leur fiole/ Parole, parole. Φεύγουμε με κατεβασμένα κεφάλια. Τουλάχιστον τα κορίτσια μας τρώνε τα γκολ στο γήπεδο και το πανηγυρίζουν, εμείς όπως όλα τα αγόρια, εντελώς απαρηγόρητοι. Χάσαμε τα χορευτικά ολέ ολέ και τα καν καν του Γαλιβάλδη με τις αιθέριες υπάρξεις, δεν πήγαμε στο Κανκούν, στο Ακαπούλκο και στις πυραμίδες του Τεοτιχουακάν, ούτε καν στο Ανθρωπολογικό Μουσείο. Άλλη φορά. Ποια φορά; Ωραία περάσαμε λέει ο Σάκης, δεν μπορεί να τάχεις όλα τζουμάκα. Για την ακρίβεια, δεν μπορεί να έχεις τίποτα, λέω.

 

Δημήτρης Τζουμάκας

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία