Στο Θαυμαστό Νέο Κόσμο, που προέβλεπε ο βρετανός συγγραφέας Aldus Huxley το 1932, όλα λειτουργούν τυποποιημένα και αδιατάρακτα. Μπορεί να υπάρξει τέχνη σε συνθήκες μαζικής παραγωγής του τεχνοκρατικού πολιτισμού; Και στον τρέχοντα αιώνα πώς λειτουργεί η τέχνη στο φιλελεύθερο πλαίσιο της αφθονίας των ερεθισμάτων και της μηχανικής κατανάλωσής τους; πώς, όπως και η επικοινωνία, στο ψηφιακό περιβάλλον; Δυο-τρία ερωτήματα για μακροσκελείς απαντήσεις… Την εποχή των εικόνων και των παρενδύσεων στο δικό μας μικρόκοσμο, την εποχή των μασκαράδων, όπου ξένοι θεσμοί υποκατέστησαν την εθνική κυβέρνηση, αγανακτισμένοι ντύθηκαν πολιτικοί, «Ανεξάρτητοι Έλληνες» υπουργοί και η αυτοπροσδιοριζόμενη ως «πρώτη φορά Αριστερά» εξουσία, ποια θέση έχει η τέχνη και ποια μορφή; ποια επιρροή; Οι «μετοχές» της, δεύτερη δεκαετία πια μετά το …εκσυγχρονιστικό 2000 και το …ολυμπιακό 2004, είναι στα πάνω ή τα κάτω τους; Κι οι καλλιτέχνες, πόσοι σήμερα πρωτοστατούν σε συλλαλητήρια και πλατείες, όπως μέχρι το 2015, πόσοι ζουν από αυτή και πόσοι ζουν για αυτή –με άλλα λόγια δεν την καπηλεύονται; Αν όχι μόνο επίκαιρο, αλλά διαχρονικό, το ερώτημα παραμένει και απαιτεί πριν ακόμα από τους προσδιορισμούς της τέχνης (σαν τον ακαδημαϊκό συρμό της εποχής για την ποίηση των «μέτρων λιτότητας» και της «αριστερής μελαγχολίας», θέμα άλλης συζήτησης, όμως, αυτό…), την επιβεβαίωση της ύπαρξής της: πρώτα απ’ όλα υφίσταται; και ύστερα, που ενδημεί; επιδρά, και αν ναι, πώς, με οικείους ή καινούργιους τρόπους;
«Γαμάτε γιατί χανόμαστε, χανόμαστε», κραύγαζε από τη δεκαετία του 1980 ο Τζίμης Πανούσης, αντιδρώντας με τη libido στην απώλεια. Συνειρμικά το ρεφραίν του φτάνει μέσω της ηδονής του σεξ έως τη σημασία της αναπαραγωγής, που, εκτός από τη δημογραφική ανανέωση –άλλη συζήτηση και αυτή, επίκαιρη στο γερασμένο τόπο μας- ιδανικά μπορεί να προσφέρει στους γεννήτορες μια ευκαιρία αναζωογόνησης και ελευθερίας: να ξαναδούν τον κόσμο με παρθένα μάτια, να επαναπροσεγγίσουν όλα τα πράγματα με πρωτόγνωρες αισθήσεις, εάν τολμήσουν να αναθεωρήσουν την ενήλικη οπτική, να υπερβούν το χρόνο προς τα πίσω, να αφεθούν στην ανεπιτήδευτη εμπειρία. «Μαζί με το βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα», λοιπόν, από την κύηση κιόλας έως το λίκνο και από το πάρκο και την παιδική χαρά μέχρι τα πρώτα βήματα σε θέατρα, μουσεία, πολιτιστικά ιδρύματα κτλ. Η αγορά που αφορά το παιδί παρέχει θεάματα, προγράμματα, εργαστήρια για μωρά, βρέφη, προνήπια, νήπια κ.ο.κ. Ως αγορά, όμως, απευθύνεται με τους νόμους της στους ενήλικες και όσοι δε γονατίζουν στο ύψος των παιδιών και δε μιλούν τη γλώσσα του σώματος και των αισθήσεων εκείνων προσελκύονται από παράγοντες αδιάφορους για τα ίδια, κατευθυνόμενοι από το δικό τους «μεγάλο αδερφό» των σύγχρονων οθονών και ηλεκτρονικών μέσων χωρίς φίλτρα προστασίας, με άλλα λόγια, δηλαδή, χωρίς κατάλληλα κριτήρια. Τα ερωτήματα της πρώτης παραγράφου για την τέχνη τίθενται πάλι αμείλικτα. Επιτελείται στους χώρους που είναι προορισμένοι για τις μικρές ηλικίες, υπηρετείται από τους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται εκεί, πρωτoαγγίζει τα παιδιά, ή, ανελεύθερα αυτά, αποτελούν μεταφερόμενο κοινό, απαραίτητο διακοσμητικό στα εμπορικά προγράμματα των μισθοφόρων και των τυχοδιωκτών της τέχνης και του πολιτισμού; Ένα μόνο, μικρό, αλλά ενδεικτικό, πόσο περιττό και παράταιρο είναι στο πλαίσιο ενός έργου για παιδιά να κλείνουν οι δημιουργοί το μάτι στους συνοδούς τους με παρένθετες αναφορές που είναι εύληπτες μόνο από μεγάλους, μια προσφορά της παραγωγής στους χρηματοδότες πελάτες, «η προμήθειά σας που φέρατε τα μικρά σας»…
Έχοντας την τύχη να βρεθώ ανάμεσα στο παιδικό κοινό τα τελευταία 5-6 χρόνια βίωσα θεάματα και δραστηριότητες για την προσχολική ηλικία και αναρωτιέμαι αν γίνεται συζήτηση για την ουσία τους. Συστηματική κριτική δεν ξέρω να ασκείται, από επικοινωνία άλλο τίποτα, εκτός από την παραδοσιακή διαφήμιση, διαμέσου πια και των ηλεκτρονικών πρακτορείων εισιτηρίων, αλυσίδων καταστημάτων και υπηρεσιών, στο πολλαπλάσιο δε με προωθήσεις, κοινοποιήσεις, μονολεκτικά like, καρδούλες, φρου-φρου και αρώματα, τρίχες κατσαρές… Κι όμως, έξω από το εικονικό περιβάλλον στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν καλλιτεχνικές παραγωγές, όπως και εκπαιδευτικά προγράμματα, που διαθέτουν την κατάλληλη αισθητική και πνευματική υπόσταση για τα παιδιά και επίσης ανθρώπους αισθαντικούς και ταγμένους να την εκφράσουν και να τη μεταδώσουν. Η επισήμανση όλων τους είναι χρήσιμη ως παράδειγμα, αλλά και οφειλή στους δημιουργούς και τους συντελεστές τους. Μία πλήρης καταγραφή τους, όμως, δε χωρά στο παρόν κείμενο, ούτε αποτελεί κίνητρό του. Απαιτείται ολόκληρη στήλη, ειδική, τακτική, για την κριτική αποτίμηση των δημόσιων θεαμάτων και των οργανωμένων δραστηριοτήτων για τις μικρές ηλικίες, όπως και των παιδικών βιβλίων, οι περιστασιακές παρουσιάσεις δεν επαρκούν.
Δειγματοληπτικά, όχι ως charts, αλλά ως εμπειρίες που εντυπώνονται και επανέρχονται αβίαστα στη μνήμη και αυτή η μακροχρόνια λειτουργία τους κάτι ουσιαστικό σημαίνει, ξεχωρίζουν για την προσέγγισή τους στα παιδιά τα σαββατιάτικα προγράμματα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού χάρη στη δομή τους και ανεξαιρέτως τις μουσειοπαιδαγωγούς που τα υλοποιούν· εφάμιλλο είναι και το έμψυχο δυναμικό του Παιδικού Μουσείου, από το 1994 στην Πλάκα, δυο χρόνια τώρα στο Ωδείο Αθηνών, η Ιωάννα Σκοτίδα και οι συνάδελφοί της, τις οποίες πλαισιώνει μετά από άρτια εκπαίδευση που προσφέρει ο ίδιος χώρος προσωπικό εθελοντών, γι’ αυτό και ιδιαίτερα αξιέπαινο και αυτό. Φρέσκο και ήδη με απήχηση στις μικρές ηλικίες το θερινό πρόγραμμα που φιλοξενείται στην έδρα του Μανδραγόρα στον Κολωνό, εμπνεύστηκαν και υλοποιούν ο ζωγράφος Γιάννης Αλεξάκης και η φιλόλογος Έλενα Ψαρρέα, μέλη της συντακτικής ομάδας του περιοδικού. Από τους ανθρώπους που τις εμψυχώνουν κρίνονται οι αντίστοιχες δραστηριότητες για παιδιά που προσφέρουν όλοι οι χώροι, Μέγαρο Μουσικής, μουσεία, όπως Ακρόπολης, Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, Θεοχαράκη, Κυκλαδικής Τέχνης κ.α., εκεί όπου δεν υπάρχει, όμως, ομοιογένεια στο προσωπικό τους, η ποιότητα των προγραμμάτων τους κυμαίνεται ανάλογα με τους συνεργάτες που τα εισηγούνται και τα εκτελούν κάθε φορά και γι’ αυτό οι εντυπώσεις διαφοροποιούνται ακόμα και στο ίδιο μέρος. Μια Κυριακή στο Μέγαρο υπήρξε προσέγγιση στην κλασική μουσική με οπτική προβολή κινουμένων σχεδίων με τα …στρουμφάκια και παιδάκια βγήκαν κλαίγοντας στη Βασιλίσσης Σοφίας, αν όχι για την αισθητική της εικόνας, από φόβο, όπως τα ίδια εξέφρασαν, για το μάγο Δρακουμέλ… Για τη διαχείριση των συναισθημάτων, ευτυχώς, προσφέρεται το ομώνυμο μουσείο, Συναισθημάτων Παιδικής Ηλικίας
Μοναδική προετοιμασία του βρεφικού και νηπιακού σώματος για τη θεατρική έκφραση και υψηλή αισθητική εμπειρία προσφέρει η χορεύτρια, χορογράφος, κινησιολόγος Μάρθα Κλουκίνα στο Εργαστήρι του θεάτρου Πόρτα. Η παράσταση, πάντως, για το μικρότερο ηλικιακά κοινό «Άκου» που ανέβηκε στη σκηνή της Μεσογείων δεν κάλυψε ανάλογες προσδοκίες. Άλλες ξεχώρισαν στον ίδιο χώρο, όπως το απευθυνόμενο σε μεγαλύτερα παιδιά «Πιάνω Παπούτσι πάνω στο Πιάνο» των Patari Project για τα παλλόμενα από τη μουσική του Prokofiev σώματα και σκηνικά. Για τα βρέφη πιο επιτυχημένη παράσταση παραμένει η «Καληνύχτα Μέρα» της ομάδας Artika στο Studio Μαυρομιχάλη, από όλες όσες ακολούθησαν, και της «Κάτι σαν κήπος», δηλαδή, της ίδιας πάλι ομάδας. Στο Studio φιλοξενήθηκε η θεατρική ομάδα Τόπι, που με πρωτεργάτη το Δημήτρη Πλειώνη αποτελεί πρότυπο αφαιρετικής σκηνοθεσίας, υψηλής αισθητικής και βαθιάς ευαισθησίας, οι αναπαραστάσεις των αρχαίων μύθων (Ίκαρος και Δαίδαλος, Ορφέας και Ευρυδίκη, Ηχώ και Νάρκισσος, Βασιλιάς Μίδας) είναι αξεπέραστες και οι ερμηνείες του Κωνσταντίνου Δανίκα εμπνέουν τα παιδιά. Όπως το πέτυχε και αυτή του Δημοσθένη Φίλιππα στο ρόλο του πρίγκιπα Ιωάννη στο συναρπαστικό ανέβασμα του «Ρομπέν των δασών» στο Θέατρο Τέχνης. Στη Μαυρομιχάλη πάλι, λίγα νούμερα απόσταση από το Studio, σταθερή η παιδική σκηνή του θεάτρου Φούρνος με παραστάσεις συμβατικές και διαδραστικές («Μήλα, ζάχαρη, κανέλα»), όλες τους, πάντως, με αγαθές προθέσεις, καθόλου δεδομένες ακόμη και αυτές στην αγορά θεαμάτων γι’ αυτό και επίσης αξιέπαινες. Από τις μεγάλες παραγωγές σε αντίστοιχους χώρους, Ακροπόλ, Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, Παλλάς, στα «Ψηλά Βουνά» η σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου με μουσική Mode Plagal και 3d animation ανέδειξε τους διαχρονικούς κοινούς τόπους που μπορούν να ανακαλύψουν σε ένα κείμενο της ελληνικής παράδοσης τα σύγχρονα παιδιά, ενώ το «Φωτεινό Δωμάτιο» που εμπνεύστηκε η Ντίνα Σταματοπούλου από το Μαθητευόμενο μάγο του Goethe τα συνεπήρε με την πληθωρικότητά του, όπως και ο «Δον Κιχώτης» σε διασκευή του ποιητή Στρατή Πασχάλη και στίχους του ομότεχνου Μιχάλη Γκανά. Τη μουσικότητα του λόγου καλλιεργεί συστηματικά επί σκηνής η ομάδα Κοπέρνικος των Άγγελου Αγγέλου και Έμης Σίνη με εμβληματική ανάμεσα σε πολλές άλλες δικές της την παράσταση με τον ‘κόντρα τίτλο’ «Απαγορεύεται η μουσική» στο Μέγαρο Μουσικής.
Αφορμή για όλες αυτές τις αναμνήσεις, σκέψεις και διατυπώσεις είναι αλήθεια ότι αποτέλεσε η εμπειρία μιας ανυποψίαστης βραδιάς στη Ραφήνα δύο εβδομάδες πριν τον όλεθρο στο Μάτι και την πένθιμη υπενθύμιση για το κράτος μας ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός και οι ράφτες του είναι ψεύτες», όπως φώναζε ήδη από παλιά ο θαρραλέος μικρός στο παραμύθι του Hans Christian Andersen. Το Ανοιχτό Θέατρο του Γυμνασίου και Λυκείου της Ραφήνας, όπως και το Αθλητικό & Πολιτιστικό Πάρκο Νέας Μάκρης, ήταν μία από τις στάσεις της καλοκαιρινής περιοδείας του Circo Cachivache σε υπαίθριους χώρους. Τη μία μέρα οικογένειες διασκέδαζαν, τις επόμενες καίγονταν, πνίγονταν, θρηνούσαν -μετά την ύβρη της επικοινωνιακής διαχείρισης των πολιτικών επί πτωμάτων και αγνοούμενων, το μόνο που απομένει στον πολίτη είναι να δει πώς θα κρίνει η δικαιοσύνη ότι λειτούργησε η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία, η δημόσια διοίκηση και οι κρατικές υπηρεσίες…
Παρασκευή 6 Ιουλίου, λοιπόν, το απόγευμα η Γαλλία είχε αποκλείσει την Ουρουγουάη με 2-0 και περίμενε στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018, το οποίο, μάλιστα, θα κατακτούσε στο τέλος, τη Βραζιλία ή το Βέλγιο που αγωνίζονταν μεταξύ τους για την πρόκριση λίγο αργότερα το ίδιο βράδυ. Προλάβαινε, δηλαδή, κανείς να δει μόνο το πρώτο ματς, εάν επέλεγε την ώρα του δεύτερου να πάει στην παράσταση του circo. Υποδεχόμενοι οι δύο παλιάτσοι «Σπαγγετόνι» και «Chumi» (Μανώλης Καρυωτάκης και Alvaro Ramirez Marquez) τους θεατές, μία από τις πρώτες κουβέντες που τους έλεγαν ήταν για την προτεραιότητα της τέχνης έναντι της μπάλας. Χρήσιμη υπενθύμιση όχι μόνο προς τους ποδοσφαιρόφιλους η ιεράρχηση για το τι και το γιατί αξίζει στη ζωή. Η φιλοσοφική διάθεση των παλιάτσων δεν προκύπτει μόνο από τη μουντιαλική περίσταση, αλλά είναι συνειδητή σε πολλά σημεία της πρόζας της παράστασης και κορυφώνεται στο νούμερο όπου ο Μανώλης Καρυωτάκης πρώτα περπατά πάνω σε ένα σκοινί που ίπταται και μετά ισορροπεί μέσα σε ένα στεφάνι που κυλά πάνω στο σκοινί. Περιγράφοντας τη δοκιμασία στο κοινό επικαλείται τη βοήθεια που προσφέρει ο Λάο Τσε και όλοι οι κινέζοι σοφοί της αρχαιότητας. Η φιλοσοφία συμφύεται με τη σκηνική δράση και αποφορτίζεται με το χιούμορ. Ο Καρυωτάκης συστήνεται ως …Fu Manchu και αφηγείται πως έρχεται από πολύ μακριά και έχει τη δύναμη της ζωής, ξεκίνησε από την Ανατολή, πήγε στη Δύση, στο Νότο και συνάντησε την ομορφιά. Μνημονεύει έναν αρχαίο κινεζικό στοχασμό: ο νους είναι σαν τον τροχό, όταν γυρνά ελεύθερος κινεί την άμαξα, όταν σκαλώνει, κολλά, με την κίνηση πάνω – κάτω θα γυρίσει ο τροχός…
Ακόμα και χωρίς τη συνοδεία πρόζας, όμως, τα μέλη του Circo Cachivache, κυριολεκτικά ενσωματώνουν στα νούμερά τους το φιλοσοφικό στοχασμό για τα όρια, την αναστολή, την ανάταση του ανθρώπου, όπως και άλλες συνθήκες και καταστάσεις, το μετεωρισμό, την ταλάντευση, την περιδίνηση. Ο «Άγγλος» της παράστασης (Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης), συμπλέκοντας το κορμί του με ένα στεφάνι κάλυψε ολόκληρος από άκρο σε άκρο τη διάμετρό του και περιστρέφοντας μαζί σώμα και στεφάνι αφέθηκε στο στροβιλισμό της κίνησης, τη μία στιγμή ίπτατο και την άλλη γειωνόταν. Και στα εναέρια ακροβατικά και ζογκλερικά της Αντωνίας Σωτηροπούλου και της Χρύσας Τραϊκοπούλου, όπως και της Angie (Αγγελικής Μερεντίτη) και του Luigi (Πολυχρόνη Τόμπορη), όπου οι δοκιμασίες κλιμακώνονται και φτάνουν μέχρι τα άκρα, τα σώματα δίνουν την εντύπωση ότι υπερβαίνουν την υλική τους υπόσταση και διαχέουν το πνεύμα τους στο χώρο. Αγγίζοντας μια κορυφή, εκτεθειμένα στο κενό, διαχειριζόμενα τα εμπόδια, ισορροπώντας στο μεταίχμιο εκπέμπουν στο κοινό σήματα – σύμβολα για την κίνηση του κορμιού και της ψυχής ως εκκρεμούς, τα άκρα και τα ενδιάμεσα σημεία της ενέργειάς του.
Σε απόσταση αναπνοής με τα νούμερα συνάδει η ζωντανή ορχήστρα του Circo Cachivache. Και μόνο η ακρόασή της προκαλεί ψυχική ευφορία και αποτελεί προσφορά της παράστασης στη μουσική καλλιέργεια των μικρών θεατών. Δυτικότροποι, jazz ήχοι συνοδεύουν την απογείωση της Αντωνίας Σωτηροπούλου, θαρρείς μαγικά ως το φεγγάρι, και της Χρύσας Τραϊκοπούλου, τυλιγμένης με τα κόκκινα πανιά. Δεν πρόκειται για ηχητική υπόκρουση, αλλά αυτόνομη έκφραση, αυτοσχεδιαστική, πρωτότυπη, με ανάμειξη θεμάτων σαν το «Υakety sax», hit σαξοφώνου του 1963, γνωστού από τη μουσική τέλους του τηλεοπτικού Benny Hill Show, σαν το «Mission: Impossible» του 1967, σύνθεση του Αργεντινού Lalo Schrifin επίσης γνωστής από τις μικρές και μεγάλες οθόνες, σαν τους ανατολίτικους και βαλκανικούς ρυθμούς, όπως στο ομαδικό νούμερο με τις φωτιές, όπου ένας από τους μουσικούς συμμετέχει ισότιμα με τον «Chumi» και τον «Άγγλο» στη σκηνική πράξη.
Από τη θερινή παράσταση του Circo Cachivache δεν έλειπαν μια-δυο άτυχες στιγμές, ένα στεφάνι γλίστρησε από σχοινοβάτη, δυο μπαλάκια ή κορίνες ξέφυγαν από ζογκλέρ, με φυσικό τρόπο αποκαλυπτικές για το υλικό υπόβαθρο του καλλιτεχνικού έργου, ανθρώπινα τα όρια και οι ατέλειες. Επίσης ένα-δυο νούμερα, δραματικά σκετς, ήταν πιο αδύναμα, μια-δυο παρωδίες συγκεκριμένα, μάλλον, παράταιρες με αμήχανα γκαγκ. Η αλήθεια είναι ότι αξεπέραστη παραμένει ακόμα η παράσταση που είχε δώσει ο ίδιος θίασος τη σαιζόν 2016-2017 στο θέατρο Παλλάς με τίτλο «Το όνειρο της Μόλυ», διαφορετικού μεγέθους παραγωγή, βασισμένη σε άλλου είδους concept. Οι συντελεστές οι ίδιοι με λίγες προσθαφαιρέσεις σε σχέση με το καλοκαίρι του 2018: Ουσιαστική η συνδρομή στη σκηνοθεσία πριν ενάμιση χρόνο της Μεξικανής Esther Andre Gonzalez, πολύπειρης στο θέατρο και κοσμογυρισμένης καλλιτέχνιδας, όπως και του Χρήστου Κωνσταντέλλου στα σκηνικά. Και οι δύο μέλη του θιάσου Théâtre du Soleil της Ariane Mnouchkine, εκτός από την Ευρώπη, έχουν καλλιεργήσει την τέχνη τους στη Νότιο Αμερική και την Ασία. Επίσης, στη χειμερινή εκείνη παράσταση περιλαμβάνονταν εννέα πρωτότυπα τραγούδια σε ρυθμούς από swing έως βαλς με στοιχεία από κλασική μουσική έως punk και χιπ-χοπ· ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μανώλης Καρυωάκης, συνεργάστηκε στους στίχους με την ερμηνεύτρια Ερμιόνη Δόβα. Τη μουσική επιμέλεια είχε ο Μιχάλης Στεφανίδης και την ορχήστρα αποτελούσαν οι Άγγελος Αργυρόπουλος, Βαγγέλης Κρητικός, Σπύρος Μάστορας, Δημήτρης Μπακόπουλος και Νίκος Μπακόπουλος, όλοι με βαθιά μουσική παιδεία και συνεχή εκφραστική αναζητήση, αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρεις πρώτοι εξασκούν και την τέχνη του circo.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το Circo Cachivache αποτελεί μία σύμπραξη καλλιτεχνών του δρόμου. Νέοι που εκθέτουν ο καθένας την τέχνη του και τον εαυτό του στο δημόσιο χώρο με όλες τις δυσκολίες που συνεπάγεται η τόλμη τους – ενδιαφέρον είναι πόσο και ποιο κοινό δεν τους προσπερνά και πώς ανταποκρίνεται στην έκφραση και προσφορά τους. Το θέαμα στο πάρκο, την πλατεία, τη διάβαση πεζών, το φωτεινό σηματοδότη αποτελεί συνέχιση μίας παράδοσης του ανθρώπινου πολιτισμού από την αρχαιότητα. Όσον αφορά το circo πρόκειται για εξέλιξη της ιταλικής comedia del’ arte από το Μεσαίωνα, η σύγχρονη εκδοχή του διαμορφώνεται ευτυχώς πια χωρίς την εκμετάλλευση των ζώων και με σύζευξη τεχνών όπως η μουσική, ο χορός και το θέατρο.
«Το όνειρο της Μόλυ» υπήρξε έργο τέχνης του Circo Cachinache· προσοχή, ε! όχι συρραφή από κωμικά, ακροβατικά, ζογκλερικά, ταχυδακτυλουργικά νούμερα, όχι ανέβασμα στη σκηνή του Παλλάς με τη σειρά του ο καθένας, όπως τα ονόματα στις μεγάλες πίστες της μεταμεσονύχτιας διασκέδασης, των αντίστοιχων καλλιτεχνών του δρόμου, κλόουν, ισορροπιστών κτλ., όχι, δηλαδή, «αρπαχτή», ας σημειωθεί ακόμα κι αυτό, γιατί κυκλοφορεί στην αγορά της τέχνης. Ήταν το ίδιο ένα αυθεντικό ποίημα, γι’ αυτό ακριβώς και σπάνια έκπληξη για το κοινό της πλατείας. Η συγχώνευση των επιμέρους στοιχείων που έχουν διαφορετική μορφή και προέλευση σε ένα καινοφανές και ομοιογενές σύνολο αποτελεί γνώρισμα της πρωτότυπης δημιουργίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, η αφομοίωση των τεχνών του δράματος και της μουσικής από το circo. «Το όνειρο της Μόλυ» δεν ήταν θέαμα, παράσταση μίας σαιζόν, αλλά είναι ποίημα, έργο αθάνατο, γι’ αυτό και σήμερα παραμένει ζωντανό και αξεπέραστο στο είδος του. Στην αληθινή, όχι κατ’ επίφαση, ποίηση η έμπνευση του δημιουργού από το ερέθισμα αλληλοσυμπλέκεται με την έκφρασή του -πρωτόφαντη, απρόβλεπτη αυτή, πρέπει να ξαφνιάζει ακόμα και τον ίδιο εάν υπηρετεί έντιμα και θαρρετά το βίωμα και την τέχνη του. Από βαθιές και ανεπιτήδευτες διεργασίες γεννιέται το ακέραιο και διακριτό ποίημα. Έτσι ακριβώς και «το όνειρο της Μόλυ» αποτέλεσε μια άρτια και διαυγής παράσταση για το παιδικό κοινό. Η λειτουργία του ονείρου, όπως και του παιχνιδιού και της ποίησης, ως πύλης για το ασυνείδητο έχει αναδειχθεί από την ψυχανάλυση και τον υπερρεαλισμό. Η πρωταγωνίστρια Μόλυ βιώνει μέσα στο ορφανοτροφείο τη στέρηση των γονιών και της ελευθερίας της και το όνειρο που βλέπει επί σκηνής της αποκαλύπτει την εσωτερική επιθυμία και δύναμη για συντροφικότητα και ευτυχία. Μέσα από την ασυνείδητη ζωή που εξελίσσεται στον ύπνο της, η ηρωίδα ανακαλύπτει τον αληθινό εαυτό της. Την εμπειρία αυτή μεταφέρει η παράσταση του Circo Cachivache ως ποίημα υπαρξιακό -και φιλοσοφικό. Η αυτοπραγμάτωση προϋποθέτει εσωτερική διαδικασία τόσο ψυχής όσο και συνείδησης: Στην αρχή του έργου, λοιπόν, τρεις κουκουβάγιες μοιράζονται τη σοφία τους «όποιος δει με σελήνη στρογγυλή κι ύστερα αποκοιμηθεί, ό,τι όνειρο κι αν δει θα πραγματοποιηθεί, θα πραγματοποιηθεί», αλλά στην ερώτηση της Μόλυ από σκηνής πώς γίνεται να ζήσει το όνειρό της, ο «Σπαγγετόνι» δίνει την πλήρη απάντηση: «Σύμφωνα με το δάσκαλο Fu Manchu υπάρχουν πέντε στάδια. Κατ’ αρχήν χρειάζεσαι μία ιδέα. Έπειτα την ιδέα σου την κάνεις πράξη. Την πράξη που την επαναλαμβάνεις ξανά και ξανά σου γίνεται συνήθεια. Οι συνήθειές σου διαμορφώνουν το χαρακτήρα σου. Και ο χαρακτήρας καθορίζει τον τρόπο που ζεις.» Ηθικό και πραγματιστικό συνάμα το δίδαγμα, που ενισχύεται από τους στίχους του τρίτου και του πέμπτου τραγουδιού του έργου: «Mια ιδέα μπορεί να σου’ ρθει τόσο μα τόσο ξαφνική […] και τη ζωή που θες να ζήσεις σαν μια εικόνα να τη δεις» («Με τα φτερά της φαντασίας»), μα «πρόσεξε καλά μια ιδέα δεν φτάνει […] Χρειάζεται ο καθένας και πράξη να κάνει. […] είν’ αυτή που’ χει τη δύναμη τα πάντα ν’ αλλάξει […] μην αφήνεις τον χρόνο να περάσει, ανάλαβε δράση/κάνε πράξη και δες τι έχει αλλάξει./Μέσα σου και γύρω σου κάτι έχει αλλάξει.» («Η πράξη ιστορία θα γράψει») Η ταλάντευση ανάμεσα στον ιδεαλισμό και το ρεαλισμό είναι φιλοσοφημένη, γι’ αυτό κοινή και στο έβδομο τραγούδι της παράστασης «Του έρωτα τα βέλη»: «Αν τον ουρανό κοιτάζεις και τα σύννεφα θωρείς/και ιπτάμενες καρδούλες σχηματίζονται θαρρείς […] η αγάπη ένα ταξίδι είναι σ’ άγνωστα νερά […] Οι καλοκαιρίες όμως ξέρεις πάντα δεν βαστούν/τρικυμίες και φουρτούνες κάποτε θα εμφανιστούν».
To «όνειρο της Μόλυ», βαθύ και ευεργετικό για την ομώνυμη ηρωΐδα, γίνεται πραγματικότητα. Όπως αναφωνεί η Αντωνία Σωτηροπούλου, που ψυχή τε και σώματι την υποδύεται επάξια στην παράσταση, ανταποκρινόμενη στη διδασκαλία του Fu Manchu: «Από το τίποτα μου ήρθε μία ιδέα, χα-χα, και την έκανα πράξη, μου έγινε συνήθεια και άλλαξε ο χαρακτήρας μου, τώρα μπορώ να ζήσω το όνειρό μου». Η ευχή του «Σπαγγετόνι» «ελπίζουμε κι άλλα παιδιά να ακολουθήσουν το παράδειγμά της για τέτοια τσιρκοόνειρα» επίσης πραγματοποιείται, ας μην έχει καμία αμφιβολία. Το Circo Cachivache λειτουργεί ακριβώς όπως υποδηλώνει το όνομά του. Στο πλήρες και καλαίσθητο πρόγραμμα της παράστασης, που το μόνο που του έλειπε ήταν μια φιλολογική επιμέλεια, θα αποφεύγονταν έτσι τα εκ παραδρομής ορθογραφικά μικρολαθάκια, ο Μανώλης Καρυωτάκης επισημαίνει ότι η λέξη cachicache είναι δύσκολο να μεταφραστεί από την αργκό της ισπανόφωνης νότιας Αμερικής στα ελληνικά. Εξηγεί ότι σημαίνει το παλιό που δεν ξεπερνιέται, χαραγμένο βαθιά, διατηρείται ως ανάμνηση που συγκινεί αληθινά. Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, και από την ερμηνεία της ονομασίας του ότι η ουσία του circo που υπηρετεί ο Καρυωτάκης με τα αδέρφια του τσιρκολάνους, μουσικούς, καλλιτέχνες του δρόμου είναι η ποίηση, ατόφια και γενναιόδωρη. Σύμφωνα με τα δικά του ακριβώς λόγια για το Circo Cachivache: «Bρήκαμε λοιπόν ταιριαστή την συγκεκριμένη λέξη με την έννοια ότι η ομάδα θέλει να δημιουργήσει ένα Cachivache στο κοινό, ένα είδος δηλαδή υπόμνησης. Με την ελπίδα να διατηρηθεί ανέπαφη στο υποσυνείδητό του και να ευεργετεί τον θεατή απρόσμενα, με ανέλπιστους τρόπους, για μεγάλο διάστημα.» To «όνειρο της Μόλυ» το πέτυχε και το σημείωμα το οποίο ενέπνευσε και δεν είναι τυχαίο ότι δημοσιεύεται ενάμιση χρόνο μετά στο Μανδραγόρα, δηλαδή, ένα «Περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή», όπως δηλώνει ο δικός του υπότιτλος, αποτελεί ένα μόνο, μικρό, μπορεί προσωπικό, αλλά αναφαίρετο σημάδι.
Share this Post