14 Κοτσύφια ανάμεσά μας Έκθεση της Βασιλικής Πανταζή στο βιβλιοπωλείο Λεμόνι

In Εικαστικά, ΤΕΧΝΕΣ by mandragoras



Στον πεζόδρομο της Ηρακλειδών 22, Θησείο, στο Λεμόνι, εκθέτει τη νέα δουλειά της η Βάσω Πανταζή με 14 κοτσύφια και όχι μόνον, αφού φίλοι και γνωστοί ενσωματώνονται δημιουργικά στα έργα της (ωραίος ο πίνακας με τον Αυγουστίνο). Το βιβλιοπωλείο παραμένει ανοικτό μέχρι τις 9.30μμ και είναι πάντα φιλόξενο για τους επισκέπτες του.

Την Βάσω Πανταζή πρωτογνώρισα πριν πολλά χρόνια από τον φίλο ποιητή Γιώργο Κορδώνη (φιλ. ψευδ. Γιώργος Άλμης) που συνυπηρετούσαν, εκείνη ως φιλόλογος κι ο Κορδώνης ως φυσικός, στο Λύκειο της Ακαδημίας Πλάτωνος με τον επίσης αγαπητό φίλο ποιητή και ξεχωριστό φιλόλογο Απόστολο Ζώτο. Η Β. Πανταζή φιλοτέχνησε τα εξώφυλλα δύο βιβλίων του Γιώργου Κορδώνη που εκδώσαμε στον Μανδραγόρα. Την εποχή εκείνη σπούδαζε στην Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τον, επίσης αγαπητό και πρόωρα χαμένο, Γιάννη Βαλαβανίδη, τον Μιχάλη Μανουσάκη και τον Πάνο Χαραλάμπους.  Γεννημένη στις Σέρρες, η Βάσω Πανταζή αποφοίτησε από το Τμήμα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Είχαμε την τύχη να δούμε δουλειά πριν χρόνια και στην Πάτρα. Αν θυμάμαι καλά στα έργα της τότε πρωταγωνιστούσαν σχολικά αντικείμενα: ξύστρες, γομολάστιχες, μολύβια, χάρακες… Τελάρα ζωντανά με απαλά αλλά καθαρά χρώματα με κυρίαρχο το γκρι μπλε, έκδηλη επιρροή της pop art που καθιστούν προσφιλή, ευανάγνωστα και οικεία, στον θεατή, τα θέματά της.

Διαβάζουμε από το σχετικό κείμενο του Απόστολου Ζώτου για την συγκεκριμένη έκθεση:

Το στήθος του κότσυφα και η ευθεία ρέμβη των φτερών εφηύρε την αθωότητα του τοπίου της παιδικής μου ηλικίας.

Το μαύρο χιόνι του Tσέλαν, ακαριαία το κίτρινο του Πικάσο του Μπουζιάνη. Ίσως παραλλαγή από την ώχρα της Σαλώμης. Είδα και άκουσα την κρύπτη του βαθυπράσινου κισσού τον λαξευθέντα κελαηδισμό του, αναθρώσκοντα πόθο για την καλή του. Μου δώρισε τον μαύρο και τον ακαριαίο λόγο που δημιουργεί την απελπισία και τον κόσμο. Όπως μια στροφή του Κάλβου.

Τώρα η επιστήθια φίλη μου, Βασιλική Πανταζή, νοστεί τον κότσυφα με την απελπισία του κυπαρισσιού και την αίγλη του βατόμουρου στην πόλη. Αναπαριστά τις ελάχιστες λεπτομέρειες της ουτοπίας που ούτε βλέπει ούτε ακούει κανείς εύκολα. Θέλει άσκηση ηδονής και λαγνείας, αλήθεια και όνειρο να ζεις και να μετέχεις πέραν των άψυχων αντικειμένων. Κι όμως εδώ καταρκυθμεύει ο έρως και η ψυχή.

Χωρίς τον κότσυφα, τίποτα στον Γράμμο και το Κάμενικ δεν θα υπήρχε.