Καλυψώ
Η καημένη η Καλυψώ!
Πώς εννοούσε την αθανασία
και σε ποιον την πρόσφερε;
σ’ αυτόν που στους αιώνες θα μείνει αθάνατος,
σύμβολο μέσα σε στίχους
όσο υπάρχουνε νοσταλγικές πατρίδες;
Απ’ το παράθυρό της έβλεπε
το άσπρο καραβόπανο ν’ απομακρύνεται.
Η μοναξιά έθλιβε την καρδιά της
σαν μαρμάρινη πλάκα.
Τον αγαπούσε.
«Έλα πίσω, θα γίνω εγώ θνητή για το χατίρι σου»,
μπορεί να φώναξε.
Αυτός δεν άκουσε, γιατί δεν ήθελε ν’ ακούσει.
Σκεφτόταν τις ρυτίδες τής γυναίκας του,
αν μοιάζουνε με τις δικές του,
αν είναι πόνος κι έρωτας παντοτινός.
Η Καλυψώ αναλογίστηκε
τις αναμνήσεις που της άφηνε,
δύο θαλασσινά ονόματα,
ενώ επάνω στο τραπέζι μαραινόταν
ένα μπουκέτο αγριοβιολέτες.
Παιδικό τραγουδάκι
(στην Αποστροφία Αφροδίτη)
Μην παίρνεις του πατέρα σου
τα όπλα, μικρέ Άρη,
γιατί θε να ’ρθει η Έμπουσα
στο σκότος να σε πάρει.
Θα ’ρθει με τη μορφή σκυλιού
και θα σου αλυχτάει
όπως ο άγριος Κέρβερος
που τους νεκρούς φυλάει.
Όμως μπορεί να ’ρθει, παιδί,
και σαν μεγάλο βόδι
ή σαν γυναίκα λάμπουσα
με γαϊδουρίσιο πόδι
και τ’ άλλο πόδι χάλκινο,
έτοιμο να κλοτσήσει,
να τερματίσει άπονα
του καθενός τη ζήση.
Λέγω αυτά μη θέλοντας,
μικρέ, να σε φοβίσω,
αλλά γιατί τον δαίμονα
ποθώ να τον ξορκίσω:
Έμπουσα, φοβερό στοιχειό,
σκόρπα στους πέντε ανέμους,
ο Άρης είναι φρόνιμος,
δεν παίζει με πολέμους.