Τελικά δεν τον αλλάξαμε τον κόσμο
στις μεταμεσονύκτιες συνεδριάσεις
του Ρήγα χημικών στην Πάτρα.
Αυτός άλλαξε μόνος του.
Το πείραμα απέτυχε.
Εκείνα τα στοιχεία που αναμείξαμε
δεν είχαν τη σωστή δοσολογία.
Μόνο μικρές εκρήξεις στον δοκιμαστικό
ρουβίδια νικέλια
σπαστά μαρξιστικά στο αμφιθέατρο.
Και ξημέρωνε πάντα./ Μόνο μια φορά
φτάσαμε πολύ κοντά/ στον θάνατο στην επανάσταση.
Αν δεν έκανε το κλείσιμο η καθοδήγηση
αν έμενες λίγο ακόμη
αν δεν ξημέρωνε.
Γιάννης Ζαρκάδης (από τη συλλογή: «Ο λύκος και άλλα αντισώματα»)
…οι υπόλοιποι υπομένουν τις αναπόφευκτες (εκ θεού) καταστροφές, εστιάζουν περισσότερο φόβους παρά ελπίδες σ’ έναν θερμό Σεπτέμβρη, κι όλοι μαζί προσμετράμε ήττες που ’ναι τόσες πολλές ώστε χάνουμε το λογαριασμό, και αποκτούμε αντοχή επιλήσμονα και φλέγμα καταστραμμένου. Το ξέρω πως ένας γνήσιος αριστερός δεν επιτρέπεται να δειλιάζει, δεν μπορεί να λυγίσει. Οφείλει πιστός στη νομοτελειακή δικαίωση, υπέρμαχος του μεταφυσικού πολιτικού λόγου, να δίνει (νικηφόρες) μάχες στο όνομα και για λογαριασμό του λαού. (Που ως γνωστόν τα τελευταία εκατό χρόνια προχωρά από νίκη σε νίκη). Όπως και υποχρεούται, ακόμα και να συμπορεύεται στη ΓΣΕΕ με τον Παναγόπουλο, γιατί στο τέλος μπορεί και να βρεθεί στο ίδιο μετερίζι (κατά την αλησμόνητη λέξη του Κύρκου).
Στις υποχρεώσεις του αριστερού βρίσκονται επίσης, διαχρονικά, η διατύπωση προτάσεων (επί της διαδικασίας, καταστατικού, επιτροπών, εκλογής οργάνων), οι συνεργασίες –ακόμη και με τον εαυτό σου (βλ. ΚΚΕ), η δευτερολογία και το κλείσιμο (που συνήθως συμπίπτει με το άνοιγμα).
Οι συνεργασίες είναι δυο ειδών: οι τυπικά, με όρους ιστορικούς, αριστερές συνεργασίες περί τον άξονα του κόμματος, όπως συνέβαινε για παράδειγμα στην εκκλησία του Αγίου Κων/νου Κολωνού όπου στη μεταπολίτευση το ΚΚΕ είχε στήσει δεκατρείς (γρουσούζικο αλλά αληθινό) οργανώσεις. Και οι σύγχρονες συνεργασίες που αποφασίζονται σε κεντρικό προσωπικό επίπεδο μεταξύ παραγόντων της πολιτικής, πνευματική, καλλιτεχνικής, κοινωνικής εν γένει σκηνής. Στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται μια σχετική ελαστικότητα που θα καταστήσει άθραυστες τις αρχές μας, αφού βαραίνει η προστιθεμένη αξίας της εκλογικής πελατείας και της απήχησης του υποψηφίου προς συνεργασία.
Τα του ΣΥΡΙΖΑ μου θύμισαν και τη δική μου συμμετοχή σε δύο συνέδρια, το 1978 –ναύτης στις Μουρνιές, σύνεδρος από τη νεοσύστατη τότε οργάνωση του ΚΚΕ εσωτ. Χανίων, και το άλλο αρχές του ’80, φέρελπις συνδικαλιστής, να κάθομαι άκρη άκρη στο τιμητικό προεδρείο. Τόσο άκρη που παραλίγο να πέσω. (Ίσως γι’ αυτό έκτοτε παρέμεινα ανέστιος).
Ως σημαντικότερη εμπειρία καταχώρησα τη συνύπαρξη και συνομιλία μου δίπλα δίπλα με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, Κυριακή πρωί στον εξώστη του θεάτρου Βρετάνια επί της Πανεπιστημίου, στη διάρκεια προτάσεων και εκλογής για την Κεντρική Επιτροπή. Το νεαρό της ηλικίας μου και το δέος δεν μου επέτρεψαν να αξιοποιήσω την ευκαιρία για επόμενες ουσιαστικότερες συναντήσεις. Θανατοποινίτης το 1949 ως γραμματέας της ΕΠΟΝ –χρόνια μετά γνώρισα μια συγκρατούμενή του για την ίδια υπόθεση, την επίσης Θεσσαλονικιά Ναυσικά Κατάκη πρώτη σύζυγο του Ηλία Πετρόπουλου–, έφτασε να κατηγορηθεί ως παρακμίας του αστισμού, από τον σύντροφό του (στο ίδιο κόμμα) Μάρκο Αυγέρη. Που σημείωνε μεταξύ άλλων: «Όσο για τον επικριτή μας της Θεσσαλονίκης θα μπορούσαμε πριν μερικά χρόνια να τον προσέξουμε, αν η πνευματική του σύγχυση κι η πτωχαλοζονία του περιοδικού του (σ.σ. περιοδικό Κριτική που ο Αναγνωστάκης εξέδιδε στη Θεσσαλονίκη τη περίοδο 1959-1961), δε δείχνουν αρκετά το χάος, όπου σήμερα κινείται […] Από πολύν καιρό τώρα έχουμε παρατηρήσει πως η σκέψη του κυριαρχείται ολοένα και περισσότερο από τη γενική αστική κρίση, ώστε να μη μας ενδιαφέρουν οι γνώμες του». (Μάρκος Αυγέρης, εφ. Η ΑΥΓΗ 24.11.1960).
Ήταν τα χρόνια που η αντιπαράθεση αφορούσε τουλάχιστον ιδέες, με άξονα ακόμα και τα θέματα τέχνης. Διαμάχες που σήμερα θα προκαλούσαν θυμηδία. Είτε γιατί η αριστερά (όχι απλώς έσπασε αλλά τίναξε στον αέρα τα τείχη της) εκσυγχρονίστηκε και εναρμονίστηκε, μετά και την κατάρρευση του υπαρκτού, προς την τρέχουσα πολιτική ηθική της επικοινωνίας και την αισθητική των τηλεοπτικών παραθύρων και πάνελ, είτε γιατί το διακύβευμα της επιβίωσής μας σε ένα καπιταλιστικό σύστημα αποδεικνύεται ισχυρότερο, των ανέφικτων ονείρων ανατροπής του.
Πάντως, για να επανέλθουμε στα Συνέδρια, από τότε απορούσα με την αγωνιώδη προσπάθεια επικράτησης μέσα από ομαδοποιήσεις, στοιχίσεις, συμφωνίες. Πολλώ δε μάλλον όταν είναι γνωστό από κείνα, αλλά και από παλιότερα χρόνια, πως «την ιστορία γράφουν οι στενές παρέες» και όχι τα όργανα. Η απορία μου μεγάλωνε μάλιστα καθώς το ΚΚΕ εσωτ. ήταν ένα κόμμα ασήμαντου πολιτικού βάρους. (Τουλάχιστον σήμερα διακυβεύονται συμφέροντα).
«Όλα τόσο μακρινά, τόσο θαμπά, τόσο ανεπίστρεπτα/ σα νάζησε τη ζωή μου ένας άλλος, και μένα δε μου δόθηκε, παρά μονάχα η χάρη να πεθάνω», γράφει στο ποίημα Τετέλεσται, από τη συλλογή «Ποιήματα (1958-1964) ο Τάσος Λειβαδίτης που με το στίχο του επίσης «Κι η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια, που την ανακαλύπτεις ύστερα από χρόνια,/ όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα», δίνει κλειδιά ερμηνείας και των δικών μας αισθημάτων. Δικαιολογεί την αμηχανία και την αδυναμία μας να διατυπώσουμε προτάσεις, να ανιχνεύσουμε την ελπίδα να αισθανθούμε το βάλσαμο μιας προοπτικής. Καθώς ακόμα ηχεί στα αυτιά μας η μαρτυρική φωνή μιας μάνας «Γιατί μας το ’κανες αυτό παιδί μου;», με την κόρης της άνεργη (γυναίκα επίσης ανέργου) και μάνα τριών παιδιών να πηδά στο κενό απέναντι από τα δικαστήρια της Δράμας, καταλαβαίνουμε πως η ζωής μας βρίσκεται απελπιστικά αίολη, ασήμαντη, υποταγμένη. Τέτοιες ώρες καταφεύγουμε λοιπόν στην ποίηση, όχι για να μιλήσουμε, αλλά για να κρύψουμε το πρόσωπό μας, όπως λέει ο Αναγνωστάκης.
Κώστας Κρεμμύδας
.