16.10.19 Τετάρτη Πηγαίνω σε συνάντηση Culture through Politics που διοργανώνει η Μυρσίνη στις εξήμιση στο Καφέ των εκδόσεων Γαβριηλίδη «για να μοιραστούμε τα νέα μας, να ανανεώσουμε τη φιλία μας και να συζητήσουμε ελεύθερα ιδέες για την κρίσιμη σχέση «πολιτισμού, τέχνης και πολιτικής» και ό,τι αυτό σημαίνει για τον καθένα και την καθεμιά μας». Ωραία αλλά με πίεση χρόνου γιατί είναι μία μοναδική ευκαιρία στις οκτώ η ώρα να ακούσω επιτέλους τον σπουδαίο Άγγλο ποιητή Sean Bonney που απαγγέλλει στο Καφέ Λοκομοτίβα, στα Εξάρχεια.
Φτάνω με πέντε λεπτά καθυστέρηση στο καφέ των Εκδόσεων ΓΑΒ γιατί αγόρασα και μπανάνες από τον υπαίθριο στο Μοναστηράκι και δεν βλέπω καθόλου κόσμο στο Καφετέρια, ούτε στην αυλή. Περίεργο, τι έγινε η Μυρσίνη; Εντάξει πάω τουαλέτα γιατί έχω πιει τσάγια, έχει αρχίσει στο μεταξύ να τρέχει και η μύτη μου από τις άπειρες γυροβολιές που κάνω, άλλωστε ανήκω στις «ευπαθείς ομάδες» πια. Ξεφυλλίζω για λίγο τις ωραίες εκδόσεις μέσα στο Καφέ αλλά νάτος πάλι ο χυδαίος ρεαλισμός. Απολαύστε τίτλο μυθιστορήματος της «συγγραφέως» Μαρίας Κούλη: «Βρε άντε και σιχτίρ». Ναι, ναι, ακριβώς, αυτό που διαβάσατε. Βρε άντε και σιχτίρ ! Ο ψαγμένος εκδότης με την ωραία καφετέρια και τις λαμπρές εκδηλώσεις, φαίνεται ότι θέλει και κάτι πιασάρικο και κάτι γαργαλιστικό. Τουλάχιστον ο Χαριτόπουλος, δεν το συζητάμε, είναι γραφιάς, έχει άποψη (που μπορεί να μη μας αρέσει και να διαφωνούμε κάθετα) ,αλλά είναι της πιάτσας, είναι ροκ, έχει γράψει και για τους άτακτους του Βελουχιώτη. Αυτή η καϋμένη τι είναι εδώ; Ξεφυλλίζω το πόνημά της κι είναι ακόμη χειρότερο από τον τίτλο. Ρωτάω την κοπελίτσα στο ταμείο: Ήτανε να γίνει μία συνάντηση εδώ στις εξήμιση, ναι, μου λέει έχει αρχίσει στον πρώτο όροφο. Όχι ρε γαμώτο, έχει και πρώτο όροφο ο Γαβριηλίδης; Κάνω ότι ξέρω την Αθήνα και δεν ξέρω τίποτα.
Ανεβαίνω ενοχικά βγάζω την κεφαλή μου σαν στρουθοκάμηλος και βλέπω μία ομάδα γυναικών να συζητάει ησύχως. Μπα, άστο Τζουμάκα, πάμε στον ποιητή. Χάνουμε τη Μυρσίνη.
Το παίρνω με το πόδι, άλλωστε έχω αρκετό χρόνο για να πάω στην εκδήλωση των Εξαρχείων.
Στην πλατεία Εξαρχείων ακούγονται από μακριά ντάμπα ντούμπα με χιπ χοπ μουσική για συμπαράσταση σε απολυμένο ντελιβερά από το σύλλογο με τα δίκυκλα. Το πιο λούμπεν κοινό της Αθήνας εδώ, συγκινητικά τρισάθλιο, ζωντανά πτώματα και βαποράκια, ένα άρρωστο σκυλί κι ένας χλωμός ασπρομάλλης συνδικαλιστής διακινεί το έντυπο του συλλόγου. Τα ηχεία παίζουν «γουρουνάκι στη Γάστρα» και κατεβαίνω την οδό Σολωμού μέσα σε κίτρινα φώτα, το σύνθημα στο τοίχο λάμπει «Στη σκιά επιβιώνω και μέσα στη φωτιά ζω», σκουπίδια σκορπισμένα μπροστά σε κατεβασμένα ρολά με σπουδαία γκράφιτι που φωτογραφίζω. Μια πολυκατοικία είναι βαμμένη ζούγκλα με ελέφαντες και υπερμεγέθη πτηνά, λίγο πιο κάτω από το γνωστό υπόγειο ΑΝ που συνάντησα παλιά την Πρόξενο σε συναυλία των Χειμερινών κολυμβητών κι ήπιαμε μετά καφέ στα Δυο Περιστέρια, μου διηγείτο το δράμα της με τον πρέσβη και τη δύσκολη ζωή στη χώρα με τα κουνούπια.
Προς το τέλος της Σολωμού έχουν ανοίξει δυο τρία ωραία μπαράκια με κατάληξη το μπαρ Λοκομοτίβα.
Ο Sean Bonney θα παρουσιάσει το ποιητικό του έργο, θα διαβάσει ποιήματα, θα μιλήσει για «τις μέρες του σφοδρότερου θυμού μας», για την «εξέγερση που αντικαταστάθηκε απ’ το κελάηδισμα», για τα φωνήεντα που βρίσκονται στα χέρια του εχθρού. Θα μας θυμίσει γιατί είναι σημαντικό να τα πηγαίνουμε καλά με τους γείτονές μας, θα μας εξηγήσει γιατί «ο παράδεισος είναι καταστροφή». Όλα αυτά ακούγονται υπέροχα, αλλά «Θα αργήσουμε να ξεκινήσουμε», λέει μία κοπέλα που οργανώνει το χώρο, μετά τις εννιά. Ωχ, ακόμη ούτε οκτώ δεν πήγε, τι κάνω τώρα που τρέχει η μύτη μου. Κάθομαι απέξω είναι ζεστή βραδιά για Οκτώβρη μήνα αλλά μάλλον κρυώνω και εντούτοις ξεφυλλίζω Παρίες ανάμεσα στους παρίες της Κατερίνας Μάτσα που αγόρασα στο μπαρ –οι διάφοροι τίτλοι παρέπεμπαν σε τροτσκισμό. Δεν έρχεται ακόμη κανείς να ακούσει Bonney, έχω τη Φρανσουάζ Ντολτό στο σακ βουαγιάζ Για τη μοναξιά και βάζω μέσα στην τσάντα τη Μάτσα.
Ποιος θα πει τη μοναξιά των εραστών καθώς εγκλωβίζονται στην αδυναμία της επικοινωνίας των αδιαφανών σωμάτων τους μετά την περίπτυξη που τους κατευνάζει.
Ποιος θα πει τη μοναξιά μιας μητέρας μπροστά στον ύπνο του παιδιού της που προμηνύει το άγνωστο, τη μοναξιά του πατέρα μπροστά στην τυφλή εμπιστοσύνη του παιδιού στη γυναίκα.
Ποιος θα πει τη μοναξιά του πλούσιου που έχει και όλοι τον φθονούν, τη μοναξιά του πένητα που ντρέπεται επειδή επιθυμεί και δεν έχει τίποτα να προσφέρει, τη μοναξιά του παιδιού που το περνούν για παιχνίδι, τη μοναξιά του ανάπηρου, του άρρωστου, των ηλικιωμένων κλπ Φρανσουάζ Ντολτό
Εντάξει, δεν μπαίνουν όλες οι «μοναξιές» στο ίδιο τσουβάλι, ειδικά πλούσιος και πένητας, μαζί νύχτα και μέρα, φίλη Ντολτό.
Όταν έρχεται ο ποιητής κι ακολουθούν αγγλομαθείς κι επήλυδες με κόκκινες γενειάδες έχει περάσει η ώρα, έχω αρχίσει να βήχω κιόλας. Μόλις αρχίζει η περφόρμανς αποχωρώ και το Πεδίον του Άρεως μου φαίνεται συρματόπλεγμα στο λαιμό.
Δημήτρης Τζουμάκας