της πόλης
Είχα να πάω είκοσι χρόνια. Δεν ήταν μακριά, αλλά δεν έτυχε, δεν το επιδίωξα κιόλας. Αυτή τη φορά, χωρίς να το καταλάβω παρέσυρα την παρέα κι άρχισα να περπατάω τριγύρω. Μου χτύπησε τη μύτη η μυρωδιά και προδόθηκα. Έτσι γλυκά μυρίζει το χορτάρι μετά τη βροχή, είπα – είχε βρέξει χτες – όμως έκανα λάθος γιατί έτσι μ’ αυτή την απαλή ηρεμιστική γλύκα κουβεντιάζει ο πλάτανος, που βρέχεται στα φύλλα, στον κορμό και στις ρίζες του βαθιά, με διόρθωσαν αμέσως και αυθόρμητα, άλλοι νεότεροι και – όπως φάνηκε – ξύπνιοι. Ο μεγάλος πλάτανος στην πλατεία, που δεν μου έφερνε καμιά ανάμνηση, πριν είκοσι χρόνια αν υπήρχε, θα ήταν μόνο ένα μικρό αδύναμο κλαράκι.
Ξέκοψα τότε από τους άλλους κι άλλαξα σχέδιο. Δεν ήταν ασφαλής οδηγός η όσφρηση. Οι μυρωδιές, κολλημένες στον πάτο του αυλακιού της μνήμης, σαν τις χρωματιστές χαλκομανίες που ξεβάφουν, μόνο αναμνήσεις φέρνουν διάχυτες, διάσπαρτες. Δεν δείχνουν τον τόπο, τον δρόμο, τις αληθινές καταστάσεις. Η αλήθεια τους υποκειμενική, έωλη.
Ούτε οι εικόνες οδηγούν όμως, αφού τα δέντρα μεγάλωσαν, τα κτίρια τα παλιά γκρεμίστηκαν, χτίστηκαν καινούρια, φουντώσανε οι θάμνοι, πλατύνανε οι δρόμοι.
Αποφάσισα να εμπιστευτώ την αίσθηση του χώρου και να ακολουθήσω την κατεύθυνση, εκείνη την καθημερινή συνήθεια των κινήσεων, όπως είχε αποθηκευτεί πίσω από άλλες, καινούριες και παλιές, πολύ παλιές έστω.
Έφερα τη διαδρομή στο νου μου, έτσι όπως την ακολουθούσα τα δυο χρόνια που δούλευα στην περιοχή. Ερχόμουν από την ανατολή. Μισή ώρα μέσα στην κυκλοφοριακή ζούγκλα και τη μυρωδιά του καυσαερίου. Εκείνη η μυρωδιά τώρα λιγόστεψε, άλλες πήραν τη θέση της, όμως το σημείο το ανατολικό, είναι το ίδιο. Ο δρόμος μεγαλύτερος, με καινούρια άσφαλτο, αλλά δεν άλλαξε η κατεύθυνση. Από ανατολικά προς τα δυτικά. Υποψιαζόμουν τη θάλασσα προς το νότο, αριστερά έτσι όπως απλωνότανε η πεδιάδα. Βόρεια, δεξιά κατά την άδεια θέση του συνοδηγού, ο λόφος. Και στο βάθος, πέρα από την πεδιάδα κι ο άλλος λόφος.
Κρατώντας τη δεξιά λωρίδα, χωνόμουν στη στενή είσοδο της πόλης, μετά άναβα φλας, έστριβα δεξιά πάλι.
Πήρα λοιπόν την κατεύθυνση αυτή. Το σπίτι που έψαχνα – και είχε τώρα, όπως μου είπαν, το μαγαζί ο γνωστός μου – θυμάμαι στόλιζε την είσοδο της πόλης, μια δίπατη κατοικία, με μπαλκόνι, αυλή και με δέντρα καλοκουρεμένα, ταχτικά. Την οικογένεια που το χαιρότανε, τη θαύμαζα. Χαλαρή, με ρυθμούς αργούς, έμοιαζε να ψάχνει την ομορφιά στη ζωή.
Περπάτησα στο πεζοδρόμιο με τη σκιά, κάτω από τα δεντράκια που απλώνανε τα κλαδιά τους ανακουφιστικά, όμως με κλόνιζαν οι αλλαγές. Το βενζινάδικο, το σουπερ μάρκετ είχαν άλλα μεγέθη από αυτά που θυμόμουν. Πλησίασα μια πωλήτρια που είχε πιάσει τη δροσιά. Άρχισα να εξηγώ. Ξύπνια, κοινωνική η πωλήτρια.
«Ένα παλιό πράμα. Θα το δεις.»
Φανταζόμουν το κατάστημα στον κήπο του σπιτιού ή στο ισόγειο, μεγάλο με προβολείς, φωτεινές επιγραφές, βαμμένες πόρτες, καθαρή πρόσοψη, καλοφτιαγμένα, περιποιημένα παρτέρια, αλλά η φαντασία μου – σαν την όσφρηση – με είχε προδώσει.
Έπεσα πάνω του, έτσι καθώς περπατούσα διαλέγοντας τη σκιά. Το βρήκα. Ήταν εδώ ακόμη. Όμως, ξεφτισμένοι οι τοίχοι του, άβαφτα τα κάγκελα του μπαλκονιού, μεγάλα πολύ τα δέντρα, που είχαν ψηλώσει και το πλακώνανε από παντού, όπως σ’ εκείνο το παραμύθι με την κοιμισμένη βασιλοπούλα. Όμως εδώ καμιά βασιλοπούλα δεν κοιμότανε ούτε υπήρχαν βασιλόπουλα που ψάχνανε να τη φιλήσουν. Το σπίτι στεκότανε γερασμένο, όπως και οι ένοικοί του, που τους είδα από μακριά μαζί, καθώς περνούσαν τον δρόμο να φτάσουν στην πόρτα τους. Εκείνος είχε ακόμη το μούσι – άσπρο, κάτασπρο – κι εκείνη τα ξανθά της μαλλιά άβαφτα γκρίζα και το ροδαλό πρόσωπο ρυτιδιασμένο.
Δεν τους μίλησα.
Γύρισα στην παρέα κι έβαλα στο ποτήρι μου παγωμένη μπύρα. Όλα έχουν αλλάξει, είπα απαντώντας στις ερωτήσεις τους.
Ελένη Γ.
Share this Post