Εικόνες | Αγαπητέ μου αδελφέ…

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

 

Το ανέσυρα στο τελευταίο ξεσήκωμα, πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα. Ξεχείλιζε πια το σπίτι από το χαρτομάνι, πήρα να ξεσκαρτάρω, να κρατήσω, να φυλάξω, ξέθαψα και τα κουτιά του πατέρα. Πρώτα το παλιό τεφτέρι που έγραφε τα κιλά τις ελιές, τα σακιά τα λιπάσματα, την τιμή της σταφίδας, την τιμή του λαδιού και όλα όσα ακόμη και στην εποχή των Μυκηναίων βρήκαμε να σημειώνουν. Οι λίστες των ανθρώπων.

Πίσω από τις λίστες ήτανε και το σφιχτοδεμένο κουτί. Γυρισμένος ο σπάγκος πολλές φορές, κόμποι και θηλειές. Ένα χαρτονένιο κουτί με ξεθωριασμένα χρώματα, ρηχό ορθογώνιο – κάποιο πουκάμισο θα είχε άλλοτε μέσα, όλο πουκάμισα φέρνανε στον πάτερα οι συγγενείς. Πουκάμισα και πουλόβερ ή ζιλέ για τη γιορτή των Χριστουγέννων.

Αγαπητέ μου αδελφέ,

Σου γράφω απόψε γιατί αύριο πλέον δεν θα είμαι στο έδαφος της πατρίδος…

Γράμματα με μελάνι. Από πένα σε κοντυλοφόρο! Είχε πατηθεί το φ περισσότερο απ’ τα άλλα και το Α ήταν επιβλητικό κι ευχάριστο. Ανήγγελλε ο αδερφός την απόφασή του να φύγει απ’ τον τόπο. Και όχι δεν ήταν ο λόγος το προξενιό που δεν έστρεξε. Φεύγουμε μαζί με τον Φώτη. Και κείνο το Φ πιο έντονα πατημένο, μεγάλο και στρογγυλό… Γκλιγκ! στη μνήμη και στον σκουριασμένο τροχό της.

Κοιμόμουν. Κουκουλωμένη σφιχτά. Έκανε κρύο και έβρεχε όλη τη νύχτα. Ένας κουβάς στη μέση του δωματίου μάζευε το νερό, που έσταζε από τη σκεπή – κάποιο κεραμίδι θα είχε μετατοπιστεί ή θα ήτανε βουλωμένο – τσακ-τσακ-τσακ! Εγώ όμως καλά σκεπασμένη ευχαριστιόμουνα τον ύπνο. Θα ξημέρωνε η παραμονή των Χριστουγέννων και με τέτοια βροχή δεν θα πήγαινε κανείς στο χωράφι. Ούτε για ελιές ούτε για τις γίδες, που θα μένανε κι αυτές κλεισμένες στον «Κήπο». Και επίσης θα μπορούσαμε να συγυρίσουμε το σπίτι με τη μητέρα χωρίς μεγάλες φούριες. Θα στρώναμε τις καινούριες κουβέρτες στα κρεβάτια, τα καθαρά καλοσιδερωμένα σεμέν στα έπιπλα του σαλονιού και θα γεμίζαμε το βάζο με φρέσκα λουλούδια. Αυτά που θα τα κόβαμε από τις γλάστρες μας, φτέρες και κανένα αγιοδημητριάτικο αν επιβίωνε πουθενά στην αυλή. Μετά το μεσημέρι, μπορεί να με στέλνανε μένα για να ταΐσω το γουρούνι με τα αποφάγια μας ανακατεμένα με τα πίτουρα μέσα στον τσιμεντένιο του κορίτο. Δική μου δουλειά ήταν επίσης να βγάλω και να σκουπίσω καλά όλα τα ποτήρια που θα χρησιμοποιούσαμε στη γιορτή. Θα τα άπλωνα στο τραπέζι πάνω στο καθαρό άσπρο τραπεζομάντηλο να περιμένουν τους επισκέπτες.

Δε βιαζόμουνα λοιπόν να σηκωθώ, χουζούρευα στο κρεβάτι μου νομίζω ευτυχισμένη. Στην κυβέρνηση είχανε κατσικωθεί οι συνταγματάρχες, αν κρίνω από τις ψιθυριστές κουβέντες του πατέρα και το δάχτυλο στα χείλη της γιαγιάς «τσιμουδιά». Η σταφίδα πρέπει να είχε έξι ή εφτά δραχμές. Ζούσαμε την αρχαία ζωή που λέει και η Φακίνου[i]. Ούτε ρεύμα δεν είχαμε ακόμη, ούτε νερό τρεχούμενο. Πιάναμε το βρόχινο στο μεγάλο καζάνι και χαιρόμασταν μετά την ωραία σαπουνάδα. Η γιαγιά έλουζε μ’ αυτό τα πλούσια άσπρα μαλλιά της, αφού τα έλυνε πρώτα απ’ τις σφιχτές της κοτσίδες. Καθαρίζει έλεγε. Ούτε για όξινη βροχή, για δηλητήρια στον αέρα, για ραδιενέργεια και τέτοια γνωρίζαμε, μόνο το ντι ντι τι αργότερα απαγορεύτηκε. 

Εκείνος λοιπόν ο άντρας είχε μπει στο σπίτι μας, τότε μαζί με τις σταγόνες τσακ-τσακ. Τον άκουγα που ψιθύριζε στη γιαγιά πρώτα και μετά, όταν όλοι μαζί μιλούσανε σιγά για να μην ξυπνήσουνε εμάς τα παιδιά. Εγώ όμως κουκουλωμένη, ζεστή με τις κουβέντες και τους ψιθύρους δεν έτρεφα πια αμφιβολίες.

Είχε χαλάσει το προξενιό του θείου και τώρα ο προξενητής, παραμονή Χριστουγέννων, ήθελε να λογαριαστούνε. Έπρεπε να το ήξερε το κουσούρι του γαμπρού έλεγε. Να μην εκτεθεί έτσι. Καθάριζα τα αυτιά μου, κρατούσα την αναπνοή μου να καταλάβω το κουσούρι του θείου που ανάγκασε την υποψήφια νύφη – ή μήπως τους συγγενείς της; – να κάνουνε πίσω, αλλά δεν το λέγανε με το όνομά του. Άκουγα το νερό τσακ-τσακ και την ποτιστική βροχή στα κεραμίδια, όμως κουβέντα για το πρόβλημα. Μόνο κατηγορούσε ο ξένος άντρας τη γιαγιά και τον πατέρα. Ότι τον κορόιδεψαν και να τον ξεχάσουν από δω και πέρα, ότι εκεινού ποτέ δεν του είχε χαλάσει προξενιό και βέβαια δε μπορούσε μόνος  του να την προβλέψει αυτή την εξέλιξη, αφού όλοι στην οικογένειά σας, έλεγε, ήσαστουνε ήσυχοι και νοικοκύρηδες.

Μισό αιώνα σχεδόν μετά – ούτε βροχή, ούτε κουβάς στο δωμάτιο, ούτε πατέρας ούτε γιαγιά – κοίταζα το γράμμα και η καρδιά μου βούλιαζε μπερδεμένη. Μεγάλωσα με την εντύπωση ότι ο θείος είχε φύγει κυνηγημένος για τις ιδέες του τη σκοτεινή εκείνη εποχή. Αυτό πίστευα. Όμως να που τώρα τούτα τα καλλιγραφικά ψηφία σα να μη δένουν με τις βεβαιότητές μου. Δεν ήξερα για τον Φώτη. Ούτε για τα χρόνια τα πέτρινα της ξενιτιάς. Έσυρα το δάχτυλό μου πάνω στο κιτρινισμένο χαρτί. Το φ πατημένο λίγο πιο δυνατά, μια ιδέα παραπάνω, σαν να το φρόντισε ο θείος το όνομα και την αναφορά. Σα να ήθελε κάτι να αφήσει να εννοηθεί με τούτο το γράψιμο. Κάποιο σημάδι που ο αδερφός του θα καταλάβαινε. Ο αδελφός του.  

Μάζεψα το δάχτυλο, το χέρι και το μυαλό μου.

Λες και δεν ήξερα πια – με τόσα διαβάσματα και τόση εμπειρία – ότι πίσω από τις ιδέες είναι οι άνθρωποι και οι σχέσεις τους. Λες και δεν είχα πια πειστεί τελείως ότι δεν στέκονται οι ιδέες χωρίς νεύρα και χωρίς ψυχή. Ότι αν δεν υπάρχει ψυχή καμιά ιδέα δεν ανθίζει πουθενά.

Έκλεισα το κουτί και το έδεσα πάλι με το σπάγκο του. Το έχωσα βαθιά στο ντουλάπι και βγήκα από το δωμάτιο. Μαζί μου όμως σα να είχα τώρα μια αύρα ζωηρή. Κάτι αόρατο και οικείο που με τύλιγε προστατευτικά. Λιγόστευε το άγχος και η μοναξιά μου. Ίσως να είχα ζωντανέψει με τούτο το ανασκάλεμα το Πνεύμα των Χριστουγέννων[ii], σκέφτηκα χαμογελώντας. Το δικό μου πνεύμα που βγήκε απ’ το κιτρινισμένο γράμμα, το τσακ-τσακ της βροχής στον κουβά, τον ήχο του νερού στα κεραμίδια. Κι αν δεν έχω λίρες να σκορπίσω όπως ο Εμπενέζερ Σκρουτζ, έχω όμως ακόμη τη μνήμη και τη ζωή, αναπήδησα. Χρόνο και εικόνες, πρόσωπα και πράξεις μπορώ να μοιραστώ με τους άλλους. Δεν είναι και λίγα πλούτη ο χρόνος και η μνήμη όταν δεν τα κρατάμε τσιγκούνικα για τον εαυτό μας. Μόνο τον τρόπο να βρω. Ένα τρόπο, μάλλον, στο μονοπάτι της καρδιάς.

ΣΗΜ. Η πλοκή της εικόνας είναι προϊόν μυθοπλασίας.

Ελένη Γ.




[i] Ευγενία Φακίνου, Έρως Θέρος, Πόλεμος, Καστανιώτης, 2003, σελ. 35
[ii] Αναφορά στη γνωστή «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Κάρολου Ντίκενς.