Δύο Ποιήματα | Σταύρος Μίχας

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 

 

Ο δολοφόνος παρουσιαστής της τηλεόρασης

Ο δολοφόνος μπήκε στην πόλη πρωί
αφού περιπλανήθηκε όλη τη μέρα
με το καινούργιο του κουστούμι
και το ματωμένο του μαχαίρι
από σφαγμένα όνειρα
το βράδυ επέστρεψε στο λημέρι του*.

Στις οκτώ ακριβώς
διάβασε το δελτίο ειδήσεων
είπε για μια σειρά από φόνους
μπροστά στα υπνωτισμένα μάτια των τηλεθεατών
και ότι ο δράστης παραμένει ασύλληπτος.

Ο θάνατος μας κοίταζε
με το μάτι της κάμερας

χαμογελούσε.

 

Ένα ατέλειωτο κενό

Περπατώ δίχως να προχωρώ
σ’ αυτό το ατέλειωτο κενό.
Με κυκλώνουν άρρωστα λόγια.

Σώνεται η ψυχή.
Ο αέρας στριφογυρνά μες στ’ άδειο μου κρανίο.
Βρίσκομαι σ’ έναν κόσμο
εγκαταλειμμένο απ’ τη χάρη.
Γυροφέρνω μέσα στον εαυτό μου.
Συναντώ άγνωστα πρόσωπα
και μένα τον ίδιο δε με συναντώ.
H ιστορία αυτή δεν είναι δική μας
κάποιοι άλλοι ζουν τη ζωή μας.

Όλοι παίζουμε σ’ ένα παιχνίδι
που κανείς δεν κερδίζει.
Όλοι αγνοούν τους κανονισμούς
κι οι κανονισμοί μας αγνοούν.
Όλα γίνονται ερήμην μας.

Η ιστορία ένας σκουπιδότοπος
και σπασμένα ουράνια τόξα.
Κανείς δεν ακούει τον πρώτο λόγο
κανείς δε θ’ ακούσει τον στερνό.

Παντού νυχτώνει
ένας αγέρας άγριος χτυπάει την πόρτα
φοβάται κανείς
ακόμη και να κλείσει τα μάτια.

*Λημέρι: Το κρησφύγετο, το άντρο, ο σταθμός των δολοφόνων ληστών με «μηχανές» και μηχανεύματα και με το ψυχρό ερπετικό τους βλέμμα, που σκότωναν και σκοτώνουν διαχρονικά το σώμα, τις ψυχές και τα όνειρά μας.