Το πρόσωπό της είναι οβάλ με αδρά χαρακτηριστικά. Μαζεμένα πίσω τα μαλλιά, όπως ήταν η μόδα τότε, με χωρίστρα στη μέση. Ούτε τρίχα δεν πετάει. Ντροπαλή, ήσυχη, στοχαστική.
Μια φωτογραφία μόνο όταν πήγαινε ακόμη στην Ακαδημία. «Δεν θα με πιστεύατε χωρίς αυτήν;».Αρνιόταν να φωτογραφηθεί.
Αρνιότανε κι άλλα. Όχι χωρίς πόνο και σπαραγμό, όπως φαίνεται. Στο τέλος, όταν σταμάτησε να βγαίνει από το σπίτι, το έκανε γιατί ένιωθε άσχημα εκεί έξω με τους ανθρώπους. Κλεισμένη στο δωμάτιό της συνδιαλεγόταν με την αιωνιότητα, γράφοντας λέξεις:Οι λέξεις για την Έμιλυ ήταν λουλούδια εξωτικά, και σαν σπάνια λουλούδια τις χρησιμοποιούσε. […] «Η Λέξη πεταμένη απρόσεχτα στην σελίδα….. παράγει νόσημα στην πρόταση…»(σελ 100). Έγραφε και κρατούσε τα ποιήματα στο δωμάτιό της.
Τα παραπάνω αφορούν την Έμιλυ Ντίκινσον, που έγινε ηρωίδα μυθιστορήματος στη μυθιστορηματική βιογραφία της Δέσποινας Λάλα-Κριστ Έμιλυ Ντίκινσον -θεά του Ηφαιστείου, Σμίλη, 2018.
Η μεγάλη ποιήτρια, γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1830 στην πόλη Άμχερστ της Μασαχουσέτης. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά του δικηγόρου Έντγουαρντ Ντίκινσον και της λιγομίλητης Έμιλυ Νόρκρος. Ένα χρόνο νωρίτερα είχε γεννηθεί ο αδερφός της Ώστεν, ενώ ύστερα από τρία χρόνια γεννήθηκε η Βίνη.
Ο πατέρας της βουλευτής στην Ουάσιγκτον και ευεργέτης του τόπου του θέλει η κόρη του να λάβει τη μόρφωση που αυτός θεωρεί κατάλληλη και της αρνείται την ενασχόληση με την ποίηση«Οι αποφάσεις του Έντγουαρντ για τα παιδιά του ήταν τετελεσμένο γεγονός. Έπρεπε να εκτελεστούν. Ερωτήσεις ή αντιρρήσεις περίσσευαν. (σελ. 99). Για τη μητέρα της η ποιήτρια γράφει: «δεν είχα ποτέ μητέρα. Υποθέτω μητέρα είναι αυτή που πλησιάζει κανείς όταν βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Εγώ ως παιδί, αν κάτι μου τύχαινε, έτρεχα στο σπίτι προς το δέος….» σελ 328.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε κεφάλαια ενώ στο τέλος έχει φωτογραφικό άλμπουμ. Ενταγμένα μέσα στην αφήγηση και τη μυθοπλασία είναι ποιήματα ή τίτλοι ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον. Ο ποιητικός λόγος παρατίθεται στην αυθεντική του μορφή συνοδευόμενος από ελληνική μετάφραση[i][ii]. Άνθρωποι, ιδέες και ποιήματα αλληλοεμπλέκονται, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοφωτίζονται. Άλλωστε η συγγραφέας από τον πρόλογο κιόλας μας έχει ήδη προειδοποιήσει, για τη βιωματική σχέση της με την ποιήτρια και για τη μυθοπλασία. Συναντά τη φίλη της Σου, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο σπίτι, στο δωμάτιο, στην κουζίνα, παρατηρεί το τζάκι, περπατά στον κήπο, στους δρόμους της πόλης όπου συρρέουν ακόμη οι προσκυνητές. Βυθίζεται στην καθημερινότητα του 19ου αιώνα και φέρνει κοντά μας όλα τα πρόσωπα με τις διαστάσεις που έχουν οι άνθρωποι.
Μας γνωρίζει τη Σοφία Χόλλαντ(σελ 81), τη μικρή φίλη που πέθανε και άφησε την Έμιλυ στη σιωπή. Τον όμορφο δικηγόρο Μπέντζαμιν Νιούτον, που ξυπνάει τα ερωτικά συναισθήματα της νεαρής Έμιλυ και την μυεί στην ποίηση. Όταν ο πατέρας της απαγορεύει στον Μπέντζαμιν να επισκέπτεται την κόρη του και κείνος αιφνιδιαστικά αναχωρεί από το Άμχερστ, η Έμιλυ αδειάζει. Διαβάζουμε ακόμη για τον Τσαρλς Γουάντσγουερθ (Charles Wadsworth),τον χαρισματικό ιερέα, που γνωρίζει η νεαρή Έμιλυ στη Φιλαδέλφεια και συζητάει μαζί του τα βαθιά ερωτήματα της πίστης που την απασχολούν. Είναι και ο Σάμιουελ Μπόουλς (Samuel Bowles)διευθυντής και ιδιοκτήτης της μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδας της περιοχής The Daily Republican of Springfield, που μπαίνει στην οικογένεια Ντίκινσον και γίνεται ο καλύτερος τους φίλος. Όμως δεν του εμπιστεύεται ποιήματά της να τα δημοσιεύσει στην εφημερίδα του και απογοητεύεται όταν εκείνος υπογράφει ένα άρθρο για τη «Λογοτεχνία της μιζέριας». Μετά από αυτή την απογοήτευση, η συγγραφέας παρατηρεί:
Η Έμιλυ αποσυρόταν. Η παραμονή στο δωμάτιο με ενασχόληση την ποίηση ήταν πιο σημαντική από την ασταθή συναισθηματική επικοινωνία φίλων. (σελ 270) Τα βράδια του χειμώνα, όταν το χιόνι το επέτρεπε, φίλοι επισκέπτονταν το Αρχοντικό για τσάι και για χαρούμενες κουβέντες. Η Βίνη κελαηδούσε και γελούσε, η Έμιλυ, στην αρχή της απόσυρσής της, δισταχτικά και από συνήθεια, κατέβαινε από το δωμάτιο να χαιρετήσει και να διαπιστώσει ακόμα μια φορά ότι «οι άνθρωποι μιλάνε για τα θεία δυνατά και ανόητα, και ντροπιάζουν τον σκύλο μου», και αποσυρόταν (σελ. 271).
Είναι ακόμη και ένας άλλος φίλος οΤόμας Γουέντγουορθ Χίγκινσον. Αρθρογράφος, επαναστάτης και υπερασπιστής της ελευθερίας των γυναικών και των σκλάβων, με τον οποίο αλληλογραφεί ως το τέλος της ζωής της. Στα ημερολόγιά του γίνεται φανερό ότι ενώ ένιωθε τη δύναμη της ποίησης, που έγραφε η Έμιλυ, δεν μπορούσε να συλλάβει τις διαστάσεις της: το 1873, ο Χίγκινσον την επισκέφτηκε για τελευταία φορά. Σ’ αυτή την επίσκεψη μπόρεσε να της κάνει την ερώτηση που χρόνια τον βασάνιζε: «Πώς περνάτε την ημέρα σας χωρίς να έχετε κάτι να κάνετε;» Ρώτησε με γλυκιά αθώα φωνή, και η Έμιλυ ανταποκρίθηκε με το ποίημα (#783): Τα πουλιά αρχίζουν στις τέσσερις το πρωί», εμπνευσμένο από περιγραφές του ίδιου.
Χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατό της και όταν το έργο της είχε ωριμάσει, ο ευγενέστατος μα αφελής κύριος Χίγκινσον σκεπτόταν την ερώτηση νιώθοντας ντροπή και τότε θυμήθηκε ακόμα μια φράση από αυτές που του είχε ψιθυρίσει: «η Μνήμη είναι μια παράξενη καμπάνα – μεγάλης εορτής και πένθιμης κωδωνοκρουσίας». (σελ. 337)
Στο βιβλίο, παράλληλα με τα ποιήματα, τα πρόσωπα και τα γεγονότα, η συγγραφέας προσπαθεί να συνθέσει ψηφίδες που θα μας δείξουν την ερωτική ζωή της Έμιλυ Ντίκινσον. Βασίζεται στους στίχους, στα γράμματα, στις μαρτυρίες και στο ίδιο το δικό της συναίσθημα, αφού όπως μας διευκρινίζει, η σχέση της με την ποιήτρια είναι βαθιά και ξεκινάει από τη δική της συναισθηματική ιστορία. Μελετώντας λοιπόν ίχνη και στοιχεία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εκτός από την περίπτωση του δικαστή Ότις Φιλιπ Λορντ, με τον οποίο έφτασε να σκέφτεται τον γάμο, που όμως ματαίωσε ο θάνατός του, ομεγάλος έρωτας της Έμιλυ Ντίκισνον ήταν η φίλη της Σούζαν Χάντινγκτον (Σου).
Από την αρχή της εξιστόρησης, η συγγραφέας παρουσιάζει τις βάσιμες υποψίες της ότι η Έμιλυ και η Σου ήταν ερωτευμένες από την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν στο σχολείο, αλλά και μετά που η Σου παντρεύτηκε τον αδερφό της Έμιλυ, Ωστεν. Δεν έχουν διασωθεί απτές αποδείξεις γι αυτή τη σχέση, καθώς πολλά από τα γράμματα της Έμιλυ τα κατέστρεψε η Βίνη μετά τον θάνατο της ποιήτριας, όμως η συγγραφέας διακρίνει τον έρωτα σε στίχους, υπαινιγμούς και γεγονότα. Η Σου, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, ήταν ο σύνδεσμος της Έμιλυ με τη ζωή. Μια ζωή που, παρατηρώντας την, έκανε ποίηση.
Μέναν απέναντι. Στο ίδιο κτήμα τα δυο σπίτια. Στο Αρχοντικό (πατρικό) η Έμιλυ με τη Βίνη, τη μητέρα και τον πατέρα και στο Αειθαλές ο Ώστεν με τη Σου και τα τρία τους παιδιά. Καλούσαν στο Αειθαλές όλη την αφρόκρεμα της διανόησης αλλά ο Ώστεν, ενώ όπως διαβάζουμε στο βιβλίο ήταν πολύ ερωτευμένος πριν παντρευτεί, δεν έκανε τη Σου ευτυχισμένη. Με πατέρα μέθυσο η Σου, μεγαλωμένη χωρίς μάνα, βάρος στους συγγενείς, κόμιζε στην πλούσια οικογένεια Ντίκινσον μόνο το πνεύμα και την ομορφιά της. Η συγγραφέας υποθέτει ότι μια κρυφή εγκυμοσύνη πριν το γάμο, δηλητηρίασε τις σχέσεις του ζευγαριού, βάραινε την οικογένεια Ντίκινσον, αλλά και την πνευματώδη υπερήφανη Σου.
Τα πράγματα στο Αειθαλές έγιναν πολύ άσχημα όταν ο μικρότερος γιος του Ώστεν, ο αγαπημένος όλων Γκιμπ, αρρώστησε και πέθανε. Τότε η Σου κλείστηκε στο σπίτι ενώ ο Ώστεν αφέθηκε στα χάδια της πολύ νεότερης ερωμένης του της Μέημπλ, που ζούσε ανάμεσα σε άντρα και εραστή, ανερυθρίαστα, παίζοντας τον ρόλο της στην εντέλεια. Αυτή η Μέημπλ ήταν που θα καταλάβει πρώτη από όλους την αξία του μύθου Έμιλυ και θα εκμεταλλευτεί τα ποιήματα και το όνομά της. Τα έφερε έτσι η τύχη, ώστε αυτή πρώτη να «επιμεληθεί» και να εκδώσει τα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον, ενώ η Σου κρατούσε τον θησαυρό κλεισμένο στο συρτάρι της. Τους σαράντα μικρούς τόμους δηλαδή, που η Βίνη της εμπιστεύτηκε μετά τον θάνατο της ποιήτριας για να τους αντιγράψει, ώστε να εκδοθούν και να μάθει ο κόσμος τι έγραφε η Έμιλυ κλεισμένη στο δωμάτιο της τόσα χρόνια. Να πάψουνε να τη λένε τρελή και παράξενη:
«Η Σου με το νυχτικό, τις παντόφλες της και αχτένιστη παρουσιάστηκε χωρίς να έχει ιδιαίτερη διάθεση. «Σου… κοίτα», είπε τρέμοντας η Βίνη, «η ποίηση της Έμιλυ!». Άπλωσε το χέρι δείχνοντάς της το καλάθι με τα μικρά βιβλιαράκια, «οι μικροί τόμοι, σαράντα τον αριθμό, το σύνολο των ποιημάτων είναι τουλάχιστον οχτακόσια. Δεν είναι καταπληκτικό;» της είπε απλά προσφέροντας το καλαθάκι. Η ματιά της Σου άστραψε. Το πήρε, τα κοίταξε σαν να τα μετρούσε. «Έχει και άλλα… πολλά… έχει εκατοντάδες, Σου, θα σ’ τα φέρω να τα δεις. Σου, πρέπει να καθαρογραφούν και να σταλούν στον Χίγκινσον αμέσως», έλεγε η Βίνη χωρίς να παίρνει αναπνοή. (Σελ 478).
Όμως η Σου ήταν θυμωμένη. Το μέγαρο της ερωμένης του άντρα της είχε υψωθεί μέσα στο χτήμα των Ντίκινσον, απέναντι από το Αειθαλές, παραχώρηση του Ώστεν στην Μέημπλ. Και η Βίνη είχε συμπράξει σ’ αυτό με την υπογραφή της. Κάτι που είχε αρνηθεί να κάνει η Έμιλυ.
Γι αυτό και η πληγωμένη Σου δεν αντέγραφε, δυο χρόνια μετά τον θάνατο της Έμιλυ τα ποιήματα, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στη θανάσιμη αντίπαλό της. Και έτσι εκείνη, η Μέημπλ, η νεαρή ερωμένη του Ώστεν, στην οποία κατέφυγε στη συνέχεια η Βίνη, «επιμελήθηκε» το πρώτο βιβλίο με ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον και μετά, κέρδιζε χρήματα γυρίζοντας και δίνοντας διαλέξεις για την ποιήτρια κι ας μην την είχε παρά ελάχιστα συναντήσει.
Η συγγραφέας πιστεύει πως έχει γίνει αδικία στη Σου, η οποία, για δικούς της λόγους, που δεν σχετίζονται με την Έμιλυ Ντίκινσον, δεν στήριξε από την αρχή το έργο της φίλης της. Άφησε έτσι, τον χώρο που ανήκε στην ίδια, να τον νέμεται και να τον ιδιοποιείται η αντίζηλός της. Την ιστορική ανακρίβεια, την παρανόηση της πραγματικότητας, έρχεται η Δέσποινα Λάλα-Κριστ να διαλύσει:
Πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, αθόρυβα ανέβηκα τα σκαλοπάτια και βρέθηκα στο δωμάτιο του παιδιού, όπου είχε εγκατασταθεί η Σου […] «Σου …», ψιθύρισα, γονάτισα εμπρός της, της έπιασα τα χέρια όπως τα είχε εγκαταλελειμμένα στην ποδιά της, και τότε πρόσεξα το γράμμα που κρατούσε.
«Ξέρω γιατί είσαι εδώ», είπε απλά, ψιθυριστά. «Ήρθες να με ρωτήσεις για την Έμιλυ». (σελ 436)
Σαν να είναι τούτος στόχος του βιβλίου της Δέσποινας Λάλα-Κριστ. Να εκφραστεί η σχέση των δυο γυναικών. Να αποκατασταθεί η αλήθεια και να προστεθεί κι αυτή η εκδοχή στην παλέτα των ερμηνειών για το έργο της μεγάλης ποιήτριας. Η διανοούμενη Σούζαν ως έρωτας και έμπνευση για την ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η κόρη της Μέημπλ, Μίλλισεντ και η κόρη της Σούζαν, Μάττη παραλαμβάνουν τη σκυτάλη.
Η Μίλλισεντ, από τους πιο σοβαρούς επιμελητές της Έμιλυ Ντίκινσον, παρέλαβε ποιήματα και γράμματα πριν πάρει τη σκυτάλη. Κατέθεσε ως μάρτυρας της ζωής όλων και έγραψε τρία βιβλία πολύτιμα για τους μελετητές. Στο τρίτο βιβλίο, και ενώ αφηγείται τις προσπάθειες της έρευνάς της με θέμα τον δικαστή Λορντ Ότις, γράφει σε παρένθεση «Mother today dropped dead» (η μητέρα σήμερα έπεσε νεκρή). Η ημερομηνία ήταν 14Οκτωβρίου του 1932. […]
Η Μάττη παρέμεινε στο πατρικό της, μεταμόρφωσε το καθιστικό σε δωμάτιο Έμιλυ Ντίκινσον, μεταφέροντας τα έπιπλα, τα βιβλία και το φόρεμά της από το Αρχοντικό κάνοντας μια διαρκή έκθεση στο Αειθαλές.
Εκεί έζησε η τελευταία απόγονος της Έμιλυ Ντίκινσον, η Μάρθα Ντίκινσον Μπιάνκι, το υπόλοιπο της ζωής της. Έγραψε με θέρμη και πείσμα να αποκαταστήσει το όνομα της μητέρας της και να περιγράψει τη φιλία ανάμεσα στις δυο γυναίκες, την Έμιλυ και τη Σούζαν, ενώ διεκδικούσε δικαστικώς τα δικαιώματά της από την οικογένεια Ταντ και αργότερα από τη Μίλλισεντ Μπίνχαμ, ως αποκλειστική κληρονόμος. Συνέχισε να γράφει μυθιστορήματα και ποίηση μέχρι τον θάνατό της, το 1943. Τα περιουσιακά στοιχεία και δικαιώματά της τα άφησε στον γραμματέα της, ο οποίος αργότερα πούλησε στο Χάρβαντ τα πνευματικά δικαιώματα και δώρισε τα δυο σπίτια, το Αρχοντικό και το Αειθαλές, στο Κολέγιο του Άμχερστ. Τα σπίτια – Μουσεία σε τέλεια κατάσταση – είναι πιστοί θεματοφύλακες του Πνεύματος και της Ζωής της Έμιλυ Ντίκινσον. (σελ. 477-8)
Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτα στην Αμερική με τίτλο: Emily Dickinson: Goddess of the Volcano (Amazon, 2013)
Ελένη Γούλα
[ii] Στην έκδοση, ενσωματωμένα απολύτως στην αφήγηση και σε συμφωνία χρονολογική με την πλοκή, διαβάζουμε μεταφρασμένα από την Κριστ πολλά ποιήματα της ποιήτριας (στο σύνολο 87 ποιημάτων που περιλαμβάνονται στην έκδοση, τα 82 είναι σε μετάφραση δική της, καθώς επίσης υπάρχουν και 30 πρώτοι στίχοι που λειτουργούν ως βοηθητικά νοήματα στη γραφή). Από την κριτική παρουσίαση της Διώνης Δημητριάδου: https://bookpress.gr/kritikes/biografies/9888-lala-krist-despoina-smili-emilu-ntikinson-dimitriadou