Αναστασία Παρασκευουλάκου | Εννέα Ποιήματα

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 

1941- τελευταίο βράδυ στη Νέα Υόρκη

O Τσβάιχ, στο μικρό όνομα Στέφαν,
υπό καθεστώς κατάρρευσης,
μαζεύει βαλίτσες,
σκόρπια γραφτά,
την πανωλεθρία του πολέμου.
Αληθεύει ότι διετέλεσε εξόριστος
στη ζωή αλλά και στον αιώνιο ύπνο.
Το τελευταίο βράδυ στη Νέα Υόρκη,
ο συγγραφέας ονειρεύτηκε
εκείνον χώρια από τον εαυτό του
να ταξιδεύει για τη Βραζιλία.
Δίπλα, μία κουροτρόφος,
με το κεφάλι της γυναίκας του
να συμπληρώνει το κενό,
σαν αναρριχώμενο κυρίευσε το σπίτι.
Το κενό, όπου κι αν πας,
θα συμπληρωθεί
με περισσότερους πολέμους,
είπε το σκοτάδι.
Χαράματα όταν ξύπνησε
στην αγκαλιά της γυναίκας του.
Εκείνη δεν ήξερε πια,
δεν ένιωθε,
κρύα όπως το μάρμαρο,
ακίνητη,
με το βλέμμα προς τα μέσα,
γαλήνια στο τελικό δόσιμο,
σταγόνα σε λουλούδι,
ποιος θα την έκοβε απ’ το λιβάδι
στο θάνατο να ρίξει σπόρους.
Ταυτόχρονη απώλεια, υποθέτεις.
Το ταυτόχρονο επιλέγει
ανεξάρτητα από σύνορα.


τι σημαίνει [θέλω να γράφω]

Τι σημαίνει
θέλω ν’ αποφύγω τον ήλιο
που καίει ψηλά,
διαπερνά το δέρμα,
το ωριμάζει,
εικασίες τα βράδια,
λείπει το οικείο άγγιγμα
έχεις προχωρήσει
στην ανάγνωση του βιβλίου.
Γερμανός συγγραφέας,
ενδείκνυται ως βιογραφική μυθοπλασία,
οι δυο χαρακτήρες στην παραλία,
ανατολική ακτή,
Αμερική μετά το εβδομήντα,
μιλάνε λίγο,
ο άντρας μιλά μέτρια αγγλικά,
πάντα οι λέξεις είναι πρόβλημα
σε παρατηρούν
χωρίς να το υποψιάζεσαι.
Κοιτάζεις τα δέντρα στο περιβόλι,
πορτοκάλια, σύκα πεσμένα στο χώμα,
δυο πιθάρια το ένα δίπλα στο άλλο,
όγκος για να χωρέσει
μία ολόκληρη σκέψη
ότι σήμερα είναι
η τελευταία ημέρα του Ιουλίου,
γεύεσαι νοερά τη γλώσσα των φρούτων
αλλάζεις σελίδα,
ο άντρας κι η γυναίκα
περπατούν στην άμμο,
ίσως πηγαίνουν κάπου.


η Σύλβια Πλαθ γράφει

Η Σύλβια Πλαθ γράφει στην μητέρα της
πως ήρθε η ώρα να επικεντρωθεί
σε σκληρή δουλειά για την επόμενη χρονιά.
Δηλώνει χορτάτη με την πρόσφατο τρόπο ζωής
στην επιστολή τον Οκτώβριο του 1954, σελίδα 144.
Επιθυμεί να επιστρέψει
στον παλιό συντηρητικό εαυτό της,
να φορέσει πάλι σκούρα ρούχα,
να πίνει νερό,
να είναι πρακτική,
να τρώει σαλάτες,
να πηγαίνει νωρίς για ύπνο.
Φως ευτυχίας από αναμνήσεις,
στιγμές διάφανες από το περασμένο καλοκαίρι
κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μαθημάτων
στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης.
Έμαθες για τη Σύλβια
σ’ ένα από τα βιβλιοπωλεία στην Αθήνα,
μόλις δεκαεπτά,
δεν θυμάσαι τον τίτλο, κι έπρεπε
να γυρίσεις πίσω στον χρόνο,
τις τελευταίες ημέρες του μήνα
θ’ αλλάξει ο χρόνος,
μια τέτοια μέρα με παχιά σύννεφα
πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Τους μιλάς, τα φωτογραφίζεις.
Ο χρόνος που πέρασε,
ο χρόνος που θα ’ρθει,
τα χρόνια, τα έτη, τα έπη,
οι ιστορίες όλων μας
κι η γάτα πάνω στη σκαλωσιά
βαριέται να κοιτάξει.
Μάτια κλειστά,
γεμάτα θαλπωρή,
για πάντα χρόνος.


μια νύχτα σαν κι αυτή

Ρούχα απλωμένα στα σχοινιά.
Σύντομα προγράμματα
να κυλάει ο χρόνος
σε ξεπλυμένες προτάσεις,
λόγια που λέκιασαν συναισθήματα,
ρούχα δυο ημερών,
ίσως και λιγότερο.
Αρωματικό σαπούνι
για να μην υπάρχουν μνήμες.
Με αυτά τα ρούχα κυκλοφορείς
στην πόλη, σε βλέπω,
μόλις βγήκες από το μετρό
με το νέο ψηφιακό εισιτήριο,
ουρές οι άνθρωποι στα μηχανήματα.
Η παγερή φωνή δίνει οδηγίες
πως να εκδόσεις την κάρτα επιβίβασης.
Ακρίβεια χρόνου και προτάσεων.
Μισείς τη γλώσσα.
Γλιστράς για να ξεφύγεις.
Πόσο χρόνος σου έχει απομείνει
μέχρι την επιστροφή.
Περνάς ξυστά από το καπέλο του μουσικού
με τα λιγοστά κέρματα κι αναρωτιέσαι
πως ο Τσέχωφ επισκέφτηκε το κολαστήριο
στην Σαχαλίνη της Σιβηρίας
για να πάρει συνέντευξη στους κρατούμενους.
Μπορεί να ήταν μια νύχτα σαν κι αυτή.
Να είχε δηλαδή ξενυχτίσει μαζί τους.


το φάντασμα του Πόλοκ

Ο κηπουρός με το πυρόξανθο πρόσωπο
και τα γαλάζια μάτια,
ίδιος ο Έντ Χάρις στην ταινία για τον Τζέισον Πόλοκ,
κατηφορίζει τον δρόμο
προς άγνωστους κήπους.
Χειμώνα καλοκαίρι,
μπλε φόρμα με τιράντες
προσανατολίζεται στο χώρο
άνευ σκέψεων
με τσάπα και πείσμα
από την πρώτη μέρα που άφησε
τα πάτρια εδάφη.
Με κάρφωσε τις προάλλες
με το ουράνιο βλέμμα του
μέσα απ’ το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου.
Δεν είναι δυνατόν
να θέλει να με σκοτώσει
το φάντασμα του Πόλοκ.
Μπορεί να σκοτώσει ένα απαθές βλέμμα;
Κατέβασα ταχύτητα.
Η εμμονή για έναν σκοτεινό φόνο
δεν είχε να κάνει με τον κηπουρό.


ξεθωριασμένο κίτρινο

Φυσάει έξω από το δωμάτιο του Βαν Γκονγκ.
Αποχρώσεις στα κυπαρίσσια.
Στο δωμάτιο, καθαρά πινέλα,
έτοιμα για φόνο
Άλλα με χρώμα,
στιγμή της παύσης,
Παύση από τι-
Από την ένταση της δημιουργίας.
Φυσάει έξω από το δωμάτιο του Βαν Γκογκ.
Τα χωράφια έρημος.
Η ξηρασία παραπέμπει σε κόκαλο.
Στον ύπνο της η Τζώρτζια Ο’Κηφ,
Ένα πρωί απ’ τη γη,
Το παίρνει αγκαλιά, εμπιστευτικά.
Γυμνή μορφή,
ακέραιο υλικό,
ορίζει το κενό.
Φυσάει στην Προβηγκία
και ο Βαν Γκογκ τρελαίνεται
με τα άνθη που πέφτουν από τα δέντρα.
Ένα ποτήρι κονιάκ το βράδυ
διώχνει τον αέρα και, καθώς ζωγραφίζει,
βγαίνει από τους πνεύμονες η ανάγκη
να δώσει σημασία στη μορφή.


ρευστότητα ανάγνωσης

Αυτή η μαύρη γάτα
ξεφυτρώνει σαν τον διάολο,
μάτια από γρασίδι,
στιλπνό τρίχωμα,
κοκαλώνει αυτή τη στιγμή της γραφής
μπροστά στον άνθρωπο.
Πλάνη του βλέμματος,
πλάνη ανταπόδοσης.
Και τότε, σκέφτεσαι
τις ιδιότητες του ανθρώπου
κι αναρωτιέσαι
στα βράχια του Παπαδιαμάντη,
πως, εάν ξέραμε να κοιταχτούμε
με ειλικρίνεια,
δεν θα θρηνούσαμε θύματα.

δωμάτιο

Η Βιρτζίνια Γουλφ έκανε στριφτό
όταν έγραφε στην αποθήκη.
Καλοκαίρι,
ξυπόλητη στο πέτρινο πάτωμα
τακτοποιεί τους δαίμονες
με χαρτί και μολύβι.
Χώρος πνιγμένος με βιβλία
κι ένα παράθυρο στη σοφίτα
με θέα τον ουρανό.
Η Βιρτζίνια γράφει ώρες.
Συνηθίζει να γράφει πρωί.
Το 1915, ανήμερα στα γενέθλιά της,
άνοιξε τα δώρα του πατέρας της.
ένα πράσινο πορτοφόλι κι ένα βιβλίο.
Το βράδυ πήγαν κινηματογράφο.
Εκείνη την ημέρα αποφάσισαν
ν’ αγοράσουν ένα τυπογραφείο.
Της ζήτησε να έχει κι ένα δικό της δωμάτιο,
να βγάζει χρήματα,
να ζει την πραγματικότητα
αναζωογονητικά.

η φωνή της Έμιλυ Ντίκινσον

Ο συναγερμός στην πολυκατοικία
Είναι η φωνή της Έμιλυ Ντίκινσον.
Ξηλώνεται η ησυχία από τους τοίχους.
Με μια αίσθηση υπερβολικής ύπαρξης,
Χτυπά την πόρτα παθιασμένη.
Τα φθινοπωρινά φύλλα
Κουρνιάζουν στην ψυχή της Έμιλυ
Και το θρόισμα στα ματόκλαδα της
Ακονισμένοι στίχοι
Στο καρουσέλ της επιθυμίας.
Τι βασανίζει την όρασή της πίσω
Από το παράθυρο;
Το φως γίνεται σκοτάδι
Κι αγριεύει η θάλασσα του κορμιού,
Μελάνι η παρουσία των άλλων,
Το τρίξιμο του πατώματος
Φορτίζει την απόγνωση.
Η σειρήνα σταματά
Κι η Έμιλυ δεν είναι ούτε στο φως
Ούτε στο σκοτάδι,
Μια ακίδα από κενό,
Οστό στο ρεύμα του χείμαρρου.


Αναστασία Παρασκευουλάκου