Βιβλιοπαρουσίαση
Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου | Για το Κάπα του Κόνδορος
Ο Χάρης Μελιτάς με το Κάπα του Κόνδορος πέτυχε να συνθέσει με σαγηνευτικά ανορθόδοξο τρόπο ένα είδος αυτοβιογραφίας
- Υπάρχουν ποιητές που δεν βγαίνουν ποτέ απ’ τα όρια που τους έχει θέσει η Ποίηση. Ο Χάρης Μελιτάς δεν είναι από αυτούς. Αν και γεννήθηκε ποιητής. Αν και η ποίηση είναι καταγεγραμμένη σε κάθε του κύτταρο. Γνωρίζοντάς τον από τα παιδικά του χρόνια, είμαι σε θέση να πω ότι, πολύ πριν αρχίσει να γράφει ποίηση, σκεπτόταν, εκφραζόταν κι επικοινωνούσε μέσα από κώδικες καθαρά ποιητικούς. Τι να ήταν άραγε αυτό που τον έσπρωξε, κάποια χρονική στιγμή, να παρεκκλίνει απ’ τον ποιητικό του μονόδρομο και να αναζητήσει τις ζωοφόρους του πεζού λόγου; Η επιθυμία να πειραματιστεί μ’ ένα διαφορετικό λογοτεχνικό είδος; Πολύ απλοϊκό για να είναι αληθινό. Έχοντας φτάσει σε πλήρη ωριμότητα της ποιητικής του δημιουργίας ο Μ. αισθάνθηκε επιτακτική την ανάγκη να δραπετεύσει απ’ το κυρίαρχο στοιχείο κάθε ποιητή –την αέναη διάσταση με την πραγματικότητα‒ κι απαλλαγμένος απ’ το κυνήγι της λεξιπλασίας, τις αμφίσημες έννοιες, την αχλύ που περιβάλλει το ποιητικό σύμπαν, να προσγειωθεί στην αμείλικτη πεζότητα της καθημερινής ζωής, να διηγηθεί ιστορίες με ήρωες της διπλανής πόρτας και να μιλήσει καθαρά, ωμά και ανοιχτά για τα βιώματα που τον σφράγισαν.
- Η πεζογραφία του Χ. Μ., είναι μια συγχορδία οκτώ διηγημάτων, που πατάει γερά πάνω σε τρεις βασικούς άξονες. Ο πρώτος είναι η κοινωνική χειραγώγηση. Μια δημόσια ελεγχόμενη μυητική διαδικασία, η οποία, εκπορευόμενη από την εκπαίδευση, έχει ως απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενιαίας σκέψης, τη διαμόρφωση ομοιόμορφων εγκεφάλων. Αυτή η σκοτεινή, υποδόρια μέθοδος αναπτύσσεται υποδειγματικά στο, ιονεσκικής θα έλεγα έμπνευσης, πρώτο διήγημα της συλλογής, ο τίτλος του οποίου – Το Κάπα του Κόνδορος ‒ διόλου τυχαία, αποτέλεσε και τον γενικό τίτλο του βιβλίου. Μια γκροτέσκα φιγούρα, ο δάσκαλος–δικτάτορας, μεθυσμένη από εξουσία, επιχειρεί κι επιτυγχάνει, χωρίς κανένα ενδοιασμό, να καθιερωθεί, μέσα στην τάξη, η αυθαίρετη υπεροχή του γράμματος Κ έναντι των άλλων γραμμάτων της αλφαβήτου και η εξωφρενική αναγωγή του σε ύψιστο κριτήριο αξιολόγησης της μαθητικής επίδοσης. Με εμφανή την επιρροή στοιχείων απ’ το θέατρο του παραλόγου, καταγράφεται βήμα προς βήμα η κατάλυση κάθε κανόνα ορθολογικής σκέψης και η αναπόφευκτη επικράτηση του παραλογισμού. Αν κι ο συγγραφέας, όπως διαφαίνεται στις λοιπές ιστορίες της συλλογής, διαθέτει πάντα μια τρυφερή ματιά για τους ήρωές του, ακόμα και τη στιγμή που τους αποδομεί, ο κεντρικός ήρωας του Κόνδορα είναι από κάθε άποψη, μια αποκρουστική, μια γελοία περσόνα (καρικατούρα ενός αρπακτικού πτηνού), ένας ολότελα αρνητικός ήρωας, που δεν γίνεται συμπαθής ούτε καν στην πτώση του. Και τούτο γιατί, αν και παραπέμπει, εντελώς προσχηματικά κατά τη γνώμη μου, σε πρόσφατο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, την Επταετία, δεν είναι απλώς ένας χαρακτηρολογικός τύπος μιας συγκεκριμένης εποχής. Είναι το αρχέτυπο του δασκάλου–ηγέτη, εκπροσώπου ενός απάνθρωπου και παρανοϊκού συστήματος, που καταπιέζει και εκμαυλίζει τους μαθητές–πολίτες, οι οποίοι με τη σειρά τους αποδέχονται να σκέφτονται και να ενεργούν σαν κι εκείνον. Ακόμα κι όταν υπάρχουν μεμονωμένα φαινόμενα αντίστασης, ο απώτερος στόχος έχει συντελεστεί: η εμφύτευση σκέψεων-κλισέ στον εγκέφαλο της πλειοψηφίας, η οποία θα συνεχίσει να πορεύεται ανά τους αιώνες με τις ίδιες ομοιογενείς εμμονές, νομιμοποιώντας όλο αυτό το οικοδόμημα από τσιτάτα, με μια αδιατάρακτη πνευματική συνενοχή.
- Στέκομαι ιδιαίτερα στο διήγημα αυτό, γιατί πιστεύω πως αποτελεί μια ιδιαίτερη στιγμή στην ιστορία του πεζογραφήματος. Μια ανθρώπινη, ξεκαρδιστική τραγωδία, ένα παιχνίδι πάνω στα ασαφή όρια του λογικού με το παράλογο, του τραγικού με το κωμικό. Τόσο η σημειολογική όσο και η φαρσική διάσταση στηρίζουν η μια την άλλη με θαυμαστή ισορροπία. Θα τολμήσω την υπερβολή πως κι αν ακόμα ο Χ. Μ. δεν είχε γράψει τίποτε άλλο στη ζωή του, το Κάπα του Κόνδορος θα ήταν αρκετό για να του δώσει μια ξεχωριστή θέση στην ελληνική λογοτεχνία. Κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη, τηρουμένων πάντα των απαραίτητων αναλογιών, με το Pedro Paramo του μεξικανού Χουάν Ρούλφο.
- Δεύτερος άξονας η υπαρξιακή αγωνία. Υπαρξιακή αγωνία άρρηκτα συνδεδεμένη με κρίση ταυτότητας. Ο κεντρικός ήρωας σχεδόν πάντα, έχει και ρόλο αφηγητή. Παλεύει μόνιμα ανάμεσα στο αδιέξοδο και την πλάνη. Άλλοτε είναι νεκρός και δεν το ξέρει. Τη μια στιγμή ταυτίζεται με το θύμα και την άλλη μεταμορφώνεται σε θύτη. Πιστεύει ότι είναι βαθιά ερωτευμένος και ταυτόχρονα αμφιβάλλει γι’ αυτό. Αυτοπαρουσιάζεται ως κυνικός, αδίστακτος, ανταγωνιστικός, φιλοχρήματος, εκδικητικός και μνησίκακος, αντικρίζοντας όμως τη σκακιέρα του θανάτου γίνεται ενοχικός, νοσταλγικός, ερωτικά ευάλωτος, υπερήμερος οφειλέτης στον βωμό μιας παλιάς, αποκηρυγμένης φιλίας. Διχάζεται ανάμεσα στον πόνο και το τίποτα. Νιώθει αμήχανος μπροστά σε κάθε αρχή, αλλά κι εντελώς ανήμπορος να αντιμετωπίσει το τέλος. Πρώτη και μόνη αλήθεια ο θάνατος, αλλά μετά τι; Ο Παράδεισος είναι φτιαγμένος από τα ίδια υλικά που είναι φτιαγμένη η Κόλαση, μόνο η διάταξη των υλικών διαφέρει. Το παρελθόν, συνεχώς επαναλαμβανόμενο, εξουδετερώνει το παρόν, προσπερνάει το μέλλον και φτάνει να επικρατεί πλήρως ακόμα και μετά θάνατον.
- Τρίτος και τελευταίος άξονας το ερωτικό πάθος. Εδώ, η βαθύρριζη αισθαντικότητα του συγγραφέα βρίσκεται στο απόγειό της. Ο άντρας είναι γυμνός, έρμαιο της ηδονοβλεπτικής του φύσης, αλλά και μιας θεμελιακής, ολοκληρωτικής αμφιβολίας. Η κυριαρχία της γυναίκας, αδιαπραγμάτευτη. Μυστηριώδης, απρόβλεπτη, παραπλανητική, αχόρταγη, αμφιθυμική, ναρκισσευόμενη, ανάλγητη ακόμα κι όταν είναι αποφασισμένη να θυσιαστεί, αιωρούμενη ανάμεσα στο δίπολο αφοσίωση-προδοσία. Μεταβάλλει προσωπείο με τη νομοτελειακή αμεσότητα της αλλαγής των εποχών του χρόνου. Η σχέση των δύο φύλων παραπέμπει σε μουσική παρτιτούρα: λάργκο, αντάτζιο, πρέστο, φουριόζο. Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής Το μυστικό της μαύρης πεταλούδας, ένα περιπαιχτικό όσο και στοχαστικό νουάρ, ξετυλίγεται μπροστά μας ένα αδυσώπητο παιχνίδι με αντιμέτωπους παραμορφωτικούς καθρέφτες. Κυνισμός, πάθη, βιτριολική ειρωνεία, εξέγερση, ιψενικό τρίγωνο με συνεχή εναλλαγή των ρόλων, παθητικότητα-επιθετικότητα εξεικονίζουν και εξεικονίζονται αινιγματικά. Κάποια στιγμή το έγκλημα μοιάζει με απολύτρωση, για να μετασχηματιστεί απότομα και απρόσμενα σε απειλή ισόβιας υποδούλωσης.
- Κάθε καλλιτέχνης επιζητεί να δικαιωθεί μέσω της τέχνης του. Γράφοντας μια σειρά διηγημάτων, διαφορετικών μεταξύ τους τόσο σε πλοκή όσο και σε ύφος, ο Χ. Μ. πέτυχε, συνειδητά ή ασυνείδητα, κάτι εξαιρετικά πρωτότυπο: να συνθέσει με σαγηνευτικά ανορθόδοξο τρόπο, σαν σε μωσαϊκό, ένα είδος αυτοβιογραφίας, που ξεκινάει απ’ τα νεανικά του χρόνια ‒ με Το Κάπα του Κόνδορος – ανατρέχει, στη συνέχεια, σε πρόσωπα, σχέσεις και γεγονότα που σημάδεψαν την ενήλικη ζωή του και καταλήγει ‒ με Το μυστικό της μαύρης πεταλούδας ‒ σε μια πρωτοφανή καινοτομία: αφού περιγράψει το ίδιο του το θάνατο, να υποδηλώσει την υπόστασή του μετά το θάνατο. Με ελεύθερους συνειρμούς, αλλεπάλληλα φλας μπακ και ριψοκίνδυνες εφορμήσεις προς το μέλλον ο συγγραφέας εκθέτει ανάγλυφη τη δομή της αντιφατικής και πολυσύνθετης προσωπικότητάς του: φοβισμένος και παράτολμος, σκληρός και ευάλωτος, μοναχικός αλλά και συντροφικός, σίγουρος αλλά και αβέβαιος, ψύχραιμος παρατηρητής αλλά και πάσχον υποκείμενο, κουβαλάει πάντα μαζί του ένα υπερόπλο: το διαβρωτικό, ανατρεπτικό, ανοίκειο χιούμορ του. Αυτοδίδακτος, αλλά γνήσιος σουρεαλιστής ο Χ. Μ. σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, υπενθυμίζοντάς μας πως, τις περισσότερες φορές, δεν έχει νόημα να παίρνουμε τη ζωή στα σοβαρά, όσο τραγική κι αν είναι, και στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, ούτε καν τον θάνατο. Όταν οι περιστάσεις εκλιπαρούν, ο Μ. δεν διστάζει ποτέ, σαν γνήσιος καλλιτέχνης, να μεταμφιεστεί σε αυθεντικό γελωτοποιό της εποχής του και συγχρόνως της ίδιας του της ύπαρξης.
- Υποπτεύομαι ότι το βιβλίο αυτό πρέπει να λειτούργησε λυτρωτικά για τον συγγραφέα του. Είμαι βέβαιη όμως ότι στάθηκε και θα σταθεί λυτρωτικά απολαυστικό για κάθε αναγνώστη.
Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου
Share this Post