Ρέα Γαλανάκη, Εμμανουήλ και Αικατερίνη * Κριτική

In Κριτική by mandragoras

 

Στα χώματα του Χρόνου

Ο Εμμανουήλ και η Αικατερίνη με τα επιβλητικά βαπτιστικά, και της ταυτότητας μικρά ονόματα, είναι οι γεννήτορες της Ρέας Γαλανάκη. Έχουν τον πρώτο λόγο στο τελευταίο μυθιστόρημά της. Λόγο έχουν και οι υπόλοιποι συγγενείς μέχρι και τέταρτου βαθμού, όπως και η ιστορία της Κρήτης, ιδίως η ανατολική της πλευρά, όπου η Άνω Βιάννος, η Νεάπολις, το Οροπέδιο Λασιθίου, το Αρκαλοχώρι και τέλος το Ηράκλειο, το μεγάλο κάστρο. Ιστορίες από τις αρχές του 20ού αιώνα ως και σήμερα, με δεδομένο ότι ακόμα κι αν έχουν αποδημήσει οι γεννήτορες και η πλειοψηφία των συγγενών της συγγραφέως, ζουν στη μνήμη της και συνομιλεί με αυτούς μέσω των όσων έχουν αφήσει πίσω τους: φωτογραφίες, χειρόγραφα, ιδέες. Όλοι οι ήρωες του βιβλίου λοιπόν είναι υπαρκτά πρόσωπα σμιλεμένα από το χώμα της Κρήτης· υποκείμενα στην ιστορία της όπως της μητέρας Ελλάδας.

Το Εμμανουήλ και Αικατερίνη προστίθεται στα μυθιστορήματα και διηγήματα της Γαλανάκη με κεντρικούς ήρωες ιστορικά πρόσωπα με δράση πολιτική, κοινωνική, καλλιτεχνική. Αρχής γενομένης με Τον βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (1989). Ακολουθούν ο Πατρινός ρομαντικός Ανδρέας Ρηγόπουλος στο Θα υπογράφω Λουί (1993), η ζωγράφος Ελένη Μπούκουρα–Αλταμούρα στο Ελένη ή ο κανένας (1998), οι εμπλεκόμενοι στην απαγωγή της Τασούλας, που τάραξε την Κρήτη, στο Αμίλητα, βαθιά νερά (2006), ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς στο Δυο γυναίκες, δυο θεές (2017). Στο τελευταίο μυθιστόρημα όμως υπάρχει η εξής διαφορά με τα προηγούμενα: Η συγγραφέας έντονα παρεμβαίνει στα δρώμενα, τα κριτικάρει, εξομολογείται αστοχίες της, παραπονιέται, αυτοβιογραφείται, στοχάζεται. Οι γονείς της είναι και αυτοί —όπως οι άλλοι ήρωές της— άνθρωποι με στίγμα στην πολιτική και κοινωνική ζωή του Ηρακλείου. Οι αγρότες κάποτε είχαν ιερό καθήκον να σπουδάσουν ένα παιδί, να ξεφύγει από το χωριό. Οι Εμμανουήλ και Αικατερίνη σπούδασαν Ιατρική. Άπαντες βέβαια, από τη στιγμή που μεταβάλλονται σε λογοτεχνικούς ήρωες πρέπει να φωτισθούν και από το περιβάλλον της εποχής τους, κι από τις κληρονομημένες ιδέες και συμπεριφορές που τους έχουν επηρεάσει αλλά και από τα ζωοποιά βιολογικά κίνητρα των αντιδράσεων απέναντι σε ό,τι μεταβάλλεται σε εξουσία. Έτσι προχωράμε.

«Πάντα πίστευα ότι καθαυτή η Ιστορία εμπεριέχει ένα είδος φαντασίας, δηλαδή τη δυνατότητα αναπαράστασής της μέσω της τέχνης, εφόσον εστιάσει ο συγγραφέας στην ανθρώπινη περιπέτεια» —στοχασμός της Γαλανάκη από το βιβλίο της, εντός παρενθέσεως μάλιστα— κι αυτό πράττει για να καταστήσει τους γονείς της λογοτεχνικούς ήρωες. Κατά παράδοξο τρόπο, οι γονείς της είναι πλέον τέκνα του μυθιστορήματός της με τα μικρά τους βαπτιστικά ονόματα που θα τα φώναζαν οι δάσκαλοι στο σχολείο. Μόνο η λογοτεχνία κατέχει το μαγικό μυστικό γι’ αυτή την ανατροπή που δίνει φως στην ανθρώπινη περιπέτειά τους. Εστιάζει όμως και στη δική της ανθρώπινη περιπέτεια να γνωρίσει καλύτερα τους γονείς της και τους συγγενείς της, όσο ζούσαν και μετά την αποδημία τους, ανακαλώντας στη μνήμη της συνομιλίες, αινιγματικά στιγμιότυπα που επιζητούν ερμηνεία, ερευνώντας εφημερίδες και εγκαταλειμμένα χαρτιά σε κλειδωμένα ντουλάπια. Αυτή η έρευνα σε βάθος δεκαετιών —πραγματική ή επινοημένη, δεν έχει σημασία— γοητεύει, περιέχει στοιχεία θρίλερ και προκαλεί στον αναγνώστη το ερώτημα αν ξέρει καλά κι αυτός τους γονείς του. Να αναρωτηθεί ποια του στάση τους αδίκησε; Ποια ενοχή πρέπει να ζωντανέψει;

Σε όλη την έκταση του βιβλίου η Γαλανάκη αναμετριέται με τους γονείς της, δεν τους ωραιοποιεί αλλά τους σέβεται, όπως άλλωστε πρέπει να σεβόμαστε κάθε άνθρωπο. Προπάντων τους αγαπά και ζει να τους θυμάται. Μέσα από το πλήθος των φωτογραφιών τους· δεν βρίσκει φωτογραφία του γάμου τους. Επιλέγει λοιπόν μία εκ εξ αυτών να συμβολίζει τον γάμο. Είναι φωτογραφία του 1944, πριν ή λίγο μετά την απελευθέρωση του Ηρακλείου από τους Γερμανούς. Σε στούντιο φωτογράφου. Οι Εμμανουήλ και Αικατερίνη φωτογραφίζονται ως αντάρτες όπως ήσαν πράγματι τις μέρες εκείνες που οι Κρήτες εμάχοντο κατά των Ναζί. Η συγγραφέας άλλωστε αγωνίστηκε κι αυτή κατά της Χούντας και πάντα ήταν ταγμένη στην Αριστερά. Εν τέλει φιλοτεχνείται μια τοιχογραφία ιστοριών με το αναγνωρίσιμο προσωπικό ύφος της Γαλανάκη, αποτέλεσμα επίπονης και γενναίας σπουδής τόσο στον προφορικό λαϊκό λόγο όσο και στη λόγια παράδοση. Στην ίδια σελίδα συνυπάρχουν λέξεις όπως μπουρού (συρίκτρα του πλοίου) και ο παυσίλυπος ύπνος του νόστου του Οδυσσέα. Είναι η σκηνή που ο Βενιζελικός σε όλη του τη ζωή Εμμανουήλ, εθελοντής στον πόλεμο του 1922 στη Μικρά Ασία, επιστρέφει ηττημένος και ξάγρυπνος επί μέρες με το καράβι από τη Σμύρνη στην Καβάλα. Η μπουρού του ατμόπλοιου ακούγεται στο κατάστρωμα αλλά αυτός ταλαιπωρημένος αποκοιμιέται.

Αφηγείται όμως και ιστορίες συγγενών: της γιαγιάς Μαριγώς από την πλευρά της μαμάς, του θείου του μπαμπά, Αρχιμανδρίτη Αμβροσίου της Νεαπόλεως που εστάθη σαν πατέρας και συνεπώς —εν τοις πράγμασι— παππούς της, τις ιστορίες των ανταρτών αριστερών εξαδέλφων της, των σφαγιασθέντων από τους Ναζί ανδρών κατοίκων της Άνω Βιάννου, ιστορίες του διχασμού του 1935 στην Κρήτη κι άλλων μικρών και μεγάλων που οι ιστορίες τους πέρασαν στο μυθιστόρημα Ο αιώνας των λαβυρίνθων (2002). Γράφει στο Εμμανουήλ και Αικατερίνη: «Κι όμως για μένα η Ιστορία μοιάζει σαν να συγκροτείται από πολλές, πάρα πολλές μικρές ανθρώπινες ιστορίες που κινούνται στα όρια του προσωπικού και του συλλογικού μύθου μέσα στα χώματα του Χρόνου».

 Βασίλης Λαδάς

[Ρέα Γαλανάκη, Εμμανουήλ και Αικατερίνη, Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια, Μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2022, σελ. 418]