Θύμησες σαν γυμνά καλώδια
να σε τραντάζει ολόκληρο
και μόνο η αφή τους
***
Να βγω λίγο έξω
δεν μπορεί
κάποια βεράντα θα ‘χει η ψυχή μου
***
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Όταν μπροστά της στάθηκα
η παραλία με αναγνώρισε
κι όταν ξυπόλητος πλησίασα
σα γάτα ήρθ’ η θάλασσα
παιχνίδια και καμώματα
στις φτέρνες μου να κάμει
***
Στον Ε.Α. Poe
Σπίλος στο φως
φέγγος στους υπονόμους
άστεγο ποίημα
δεν ήταν γόνος αυτός
(μόνος μέσα στους μόνους)
μα χλωμό αποκύημα
***
Δεν έχω διάθεση
γι’ άλλα αντί άλλων
παίζω με την υπομονή
των απαράβατων αρχών
η ψυχή μού φωνάζει
«η πόλις εάλω!»
το σώμα σπουδάζει
Ιχνηλάτης Γκρεμών
Κατά τ’ άλλα νυμφίος
της Ρουτίνας Γραφείου, το γένος Κλωβών
εν τέλει διάγω
βίον αριστουργηματικόν
***
Όταν προβάλλει η γαρδένια ομορφιά σου
κι έξω βροντά, λυσσομανά
μαθαίνω
να μην αδημονώ για το καλοκαίρι
***
Και βέβαια γίνεται να φτάσεις
στην άφταστη Ουτοπία
όπως ακριβώς γίνεται
να κλαις από χαρά
***
Το νου σας αρχόντοι
οι Δον Κιχώτες ποτέ δε φτάνουν
μα ολοένα πλησιάζουν