Στον Τζορτζ Φλόιντ που μάταια παρακαλούσε τους αστυνομικούς της Μινεσότα να τον αφήσουν να αναπνεύσει
Η φιλαργυρία των λέξεων, ο φετιχισμός των λέξεων είναι το νόημα της άρχουσας λογοτεχνίας τους. Να γράψω τι, να γράψω για πού. Χειρίζομαι μόνο μηχανικά τα πλήκτρα ελλείψει συνομιλητή.
Π.Κ.
Το αόρατο πως γίνεται ορατό; Φύγαν όλοι. Φύγαν όλα. Πώς δεν είδα τίποτα, δεν κατάλαβα τίποτα; Τόσα χρόνια γιατί πάλευα; Ιφιγένειες, Οφηλίες, Ελίζες, ραφινάτα πρόσωπα, αέρινες υπάρξεις. Η μάνα μου στον καθρέφτη να φοράει τη νυχτικιά της και να χτενίζει με τη βούρτσα για ώρες τα μαλλιά της. Για ώρες έκανε έρωτα με τα μαλλιά της, μέσα από τον καθρέφτη. Στους πιο αδύνατους ώμους τυφώνες. Στα πιο λεπτά κορμάκια φουρτούνες άγριες που κανένα σκαρί δεν μπορεί να ξεφύγει…
Π.Κ. Κούκλα από πορσελάνη, Θέατρο σε τρεις πράξεις Σκηνή Β’.
Επιμένω
Και η ζωή θα μπορούσε να ήταν αλλιώς
γι’ αυτούς που αγαπούν.
Οι λέξεις τους, δεν θα ’ταν δύσλεκτες
και τα χαρτιά τους καθαρά
χωρίς λεκέδες και δάκρυα
τα γράμματά τους πορφυρά
και οι ακροστιχίδες τους ωραίες.
Θα ’γραφαν σε χαρτί ακριβό,
προνόμιο άλλης εποχής
δώρο του νεαρού αυτοκράτορα
που πέθανε από θλίψη.
Θα ’ταν απλά
σαν τον έρωτα
ή σαν παιδιά
ή σαν απόηχος τραγουδιού
που σ’ επισκέπτεται
τη νύχτα που είσαι μόνη.
Ναι, θα μπορούσε να ’ναι απλά.
Σαν το φαγητό που έγινε για φίλους
σαν τη καληνύχτα τους ή το καλό τους κατευόδιο
ή σαν ύπνος ανάλαφρος και φωτεινός.
Επιμένω, θα μπορούσαν.
(Π.Κ. Ανέκδοτα Ποιήματα, Μανδραγόρας τχ. 8-9,
Ο Περικλής Κοροβέσης γεννήθηκε ξημερώματα του προφήτη Ηλία [20 Ιουλίου 1941] στο Αργοστόλι όπου δούλευε ως καθηγητής Γαλλικών στη Βαλιάνειο Εμπορική Σχολή ο πατέρας του Χρήστος Κοροβέσης. Η μητέρα του Μαρία Βλαστού καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. «Ο εμφύλιος που έζησα μικρός στην Κεφαλονιά, με τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών πάνω σε ένα καθίκι που τοποθετούσαν σε μια ανθοστήλη σε δημόσια θέα, με έκανε αυτόπτη μάρτυρα της ιστορίας που διαμόρφωσε τη συνείδηση μου. Σ’ όποια γωνιά της Γης κόβονται κεφάλια ποτέ δεν είμαι σίγουρος πως το δικό μας κεφάλι στέκεται καλά στους ώμους μας, όσο μακριά κι αν είμαστε», έλεγε σε συνέντευξή του στον Νίκο Μολυβιάτη, (εφ. Η Εποχή, 25.10.1998). «Και τα σώματα δεμένα πίσω από τζιπ να τα σέρνουν στην πλατεία». Δύσκολος τρόπος για να μεγαλώνει ένα 8χρονος και για να προκόβει μια χώρα που δεν έχει απλώς παράδοση αλλά είναι εμπνευστής και εκφραστής της δημοκρατίας.
Το 1954 η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά καθώς ο πατέρας του διορίστηκε στην Ιωνίδειο Σχολή. Παρά τη θέλησή του ο Περικλής φοιτά στην Εμπορική Σχολή Πειραιώς. Απαρχή της πολιτικοποίησης και ένταξής του στην Αριστερά. Τρία χρόνια μετά γράφεται στη βραδινή Εμπορική Σχολή του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων δουλεύοντας το πρωί στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις των Αδελφών Δαφφά στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων. Το 1959 μπαίνει στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών με δάσκαλο τον Δ. Ροντήρη και εισάγεται ως αριστούχος στην Ανωτάτη Βιομηχανική του Πειραιά. Από την περίοδο αυτή αρχίζουν οι συλλήψεις του και οι προπηλακισμοί του στα αστυνομικά τμήματα και στην Ασφάλεια Αθηνών. Το 1961 γνωρίζεται στη Δραματική Σχολή την Κατερίνα Πατρώνη. Το 1963 εργάζεται ως ηθοποιός στον περιοδεύοντα θίασο του Ιορδάνη Μαρίνου. Το 1964 κατατάσσεται στο πυροβολικό και υπηρετεί στην Θράκη. Είναι πλέον χαρακτηρισμένος ως «επικίνδυνος κομουνιστής». Το 1965 συνεργάζεται με τον Γιώργο Μιχαηλίδη στο θέατρο του Δήμου Νέας Ιωνίας, όπου επρόκειτο να ανεβούν δυο μονόπρακτα έργα του. Το θέατρο έκλεισε η δικτατορία του 1967 [για να δημιουργηθεί το 1972 το γνωστό «Ανοιχτό θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη που στεγάστηκε για χρόνια στου Γκύζη ανεβάζοντας σημαντικά έργα. Πώλος έλξης και χώρος μύησης για ένα δυναμικό νεανικό κοινό στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Και όχι μόνον].
Με την ηθοποιό Κατερίνα Πατρώνη παντρεύονται το 1966 και ζουν σε ένα δυαράκι στην οδό Κεφαλληνίας [υπό αστυνομική επιτήρηση]. Με την έλευση της χούντας ο Περικλή Κοροβέσης εντάσσεται στο Πατριωτικό Μέτωπο. Μια από τις δραστηριότητες ήταν να μοιράζονται στα σπίτι από τις Κίτυ Αρσένη, Μαίρη Αντωνοπούλου και Κατερίνα Πατρώνη, το Δελτίο του Μετώπου.
10 Οκτωβρίου 1967 συλλαμβάνεται ο Π.Κ., βασανίζεται και φυλακίζεται. Αποφυλακίζεται με την Αμνηστία του Μάρτη 1968. «Από τη ζωή δεν έχω κανένα παράπονο. Τα έφερε όλα τόσο ανάποδα, που πια να μη μπορεί να μου κάνει κανένα άλλο κακό. Καταργώντας αυτή τη ζωή που συνέχεια κατάτρωγε τις σάρκες μου, βρήκα μια ισορροπία που μου επέτρεπε να ζω χωρίς να υποφέρω. Όσο λιγότερη σχέση είχα με τη ζωή, τόσο απομακρυνόμουν απ’ τον πόνο.»[1]
Καταγγέλλει τα βασανιστήρια που γίνονται στην Ελλάδα στην αγγλική «Sun», καταζητείται από την Ασφάλεια και με τη βοήθεια της Αμαλίας Φλέμιγκ φεύγει κρυφά από την Ελλάδα. Στις 26 Νοεμβρίου 1968 κατέθεσε ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο, για τα βασανιστήρια της δικτατορίας, η Κίτυ Αρσένη που βασανίστηκε απάνθρωπα από τη γνωστή ομάδα βασανιστών Λάμπρου, Μπάμπαλης, Μάλλιος, Καραπαναγιώτης, Σπανός. 16 Ιουνίου 1969 ακολούθησε στο Στρασβούργο η κατάθεση του Περικλή Κοροβέση. Για την ιστορία οι καταθέσεις αυτές ήταν διπλά σημαντικές αν σκεφτούμε ότι στην Ελλάδα παρέμεναν δέσμιοι της χούντας συγγενείς των μαρτύρων-θυμάτων βασανισμών.
Από το Στρασβούργο στέλνουν τον Περικλή για ψυχολογική υποστήριξη στη Δανία σε Κέντρο Περίθαλψης Θυμάτων βασανισμού: «Είχα ξεχάσει πώς αναπνέουν. Μια κυρία με εκπαίδευσε να το ξαναμάθω. Ναι, γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Οι λογαριασμοί από την Εταιρία Αναπνευστικής Βοήθειας είναι ο αδιάψευστος μάρτυς. Πρέπει κάπου να υπάρχουν, αν υπάρχει βέβαια το σπίτι μου»[2].
Εν τω μεταξύ γράφει τους Ανθρωποφύλακες που το 1969 εκδίδονται στο Παρίσι κι αργότερα στη Σουηδία, στην Τουρκία. Απανωτές επανεκδόσεις στην Ελλάδα και μεταφράσεις στο εξωτερικό. Τουλάχιστον μέχρι την εποχή που τα βασανιστήρια σόκαραν τη διεθνή κοινή γνώμη. Τον μέσο άνθρωπο που αντιδρούσε πριν μας φοβίσουν και μας καταστείλουν. Έως πότε; (Φιλολογικό ερώτημα).
«Το πρώτο βιβλίο του Περικλή Κοροβέση “Ανθρωποφύλακες” (1969)», γράφει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος (εφ. Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 27.11.1998) «ήταν μια μαρτυρία προσωπική, ακριβής και λιτή, από τη δοκιμασία του στα χέρια των βασανιστών της χούντας. Η μορφή και η δυναμική του ντοκουμέντου, από τα ελάχιστα που ευαισθητοποίησαν την κοινή γνώμη (διάβαζε: τους διανοούμενους) της δημοκρατικής Ευρώπης, δεν ακύρωνε τη λογοτεχνική αξία του κειμένου, που δικαιούται, πιστεύω, να προστεθεί στη μεγάλη αφήγηση για το μεσαίωνα του 20ου αιώνα.» «Η αμοιβαία εκτίμηση με τον Δημήτρη Ραυτόπουλο μας ένωσαν στενότερα για ένα διάστημα», μου ’λεγε ο Περικλής.
Στο Παρίσι παρακολουθεί μαθήματα σημειολογίας με τον Ρολάν Μπαρτ, παραδόσεις των Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Μαρσέλ Ντετιέν, Κορνήλιου Καστοριάδη και άλλων. Το 1970 χωρίζουν με την Κατερίνα Πατρώνη. Την ίδια χρονιά ο Π.Κ. διαγράφηκε για απειθαρχία από το Πατριωτικό Μέτωπο, εγκαθίσταται στο Λονδίνο, ιδρύει με φίλους τις «Επαναστατικές Σοσιαλιστικές Ομάδες», εκδίδουν την εφημερίδα «Μαμή» και το θεωρητικό περιοδικό «Επανάσταση». Στο Λονδίνο γνωρίζεται με τη Σουηδή Μαρία Στέφλιν, κόρη της εκδότριάς του στη σουηδική έκδοση των Ανθρωποφυλάκων, παντρεύονται το 1976, γεννιέται ο γιος τους Χριστόφορος το 1978 και χωρίζουν το 1980. Ο Π.Κ. από το 1978 εγκαταστάθηκε στη Σουηδία όπου και διέμενε για μεγάλα διαστήματα επί χρόνια.
Δεν βρίσκω τυχαία τη φράση του: «Η ποίηση υπήρξε για μένα ο μόνος πραγματικός χώρος. Τα υπόλοιπα τα θεωρούσα αυταπάτες» (Γυναίκες ευσεβείς του πάθους). Υποστηρίζω ότι κυριολεκτικά κι όχι μεταφορικά [με τη ζωή του] ο Περικλής κατά βάθος ήταν ποιητής κι ας μην εξέδωσε επισήμως ποιήματα. Όταν του ζητήσαμε ανέκδοτα για τον Μανδραγόρα έσπευσε να συμπεριλάβει στο περιοδικό τη σημείωση:
«Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν το Μάη του 1995 στη Στοκχόλμη. Αν δίνονται σήμερα στη δημοσιότητα, δεν είναι επειδή ο συγγραφέας τους έχει πεισθεί πως είναι δημοσιεύσιμα, αλλά γιατί ο Μανδραγόρας ήθελε κάτι αδημοσίευτο. Το κρίμα πάντως βαραίνει το δημιουργό τους, Π.Κ. Ιούνης 1995».
Διστάζω [ενδεχομένως και δεν μπορώ] να μιλήσω για άλλη μια σημαντική απώλεια, προσωπική [πολύ προσωπική κι επώδυνη] όπως είναι όλες οι αποχωρήσεις. Κι έχουν γραφτεί τόσα πολλά που στο τέλος αναρωτιέσαι αν στόμωσαν οι γλώσσες και τα μυαλά μας εθίστηκαν στην ποσότητα. Περικλή συγχώρα με, θα συνεχίσω.
Μακρά η σχέση, σχεδόν από τα τέλος των γυμνασιακών μας χρόνων όταν μαθαίναμε [κι ελπίζαμε πως αύριο όλα θα είναι καλύτερα] τους Ανθρωποφύλακες και τα βασανιστήρια που υπέστη κι είχε το σθένος να καταγγείλει στο Συμβούλιο της Ευρώπης.. Αργότερα ήρθαν οι φωτογραφίες στου Κώστα Ορδόλη στην οδό Κορυδαλλέως, στο σπίτι του με τον μικρό ακάλυπτο και τους γείτονες να πετάνε απρόσεκτοι τα άχρηστά τους στην αυλή του. «Πρέπει να βάλω ένα δίχτυ», έλεγε κάθε τόσο. Ακολούθησε το αφιέρωμα στο τχ. 8-9 του Μανδραγόρα [Ιούλιος-Δεκέμβριος 1995]. Δεν είχαμε συμπεριλάβει τότε την εργογραφία του γι’ αυτό το κάνω σήμερα:
Κοινός τόπος (κείμενα), (1976), εκδ. Καστανώτης (1978)
Περιγραφή AGCTTGA+TCGAACT, Είκοσι πέντε κείμενα του Π. Κοροβέση, δεκατρείς ζωγραφιές του Χρόνη Μπότσογλου, εκδ. Ιθάκη (1980)
Γύρω από το νησί η θάλασσα, (μυθιστόρημα), εκδ. Ιθάκη (1982), εκδ. Ποταμός (2008)
Η συνέλευση των ζώων, (μουσικό παραμύθι-μουσική Γ. Κουρουπού), (1983), Οι εκδόσεις των Συναδέλφων (2018)
Ο Γιαννάκης και η Μαρδίτσα, (παραμύθι), με εικονογράφηση Κ. Δίγκα, εκδ. Γνώση (1986) Ατάμ Αλ’ Ακ, (μουσικό παιδικό θέατρο-μουσική Π. Περράκη) (1987)
Τango Bar, (θεατρικό), εκδ. (1988), εκδ.Opportuna (2019)
Εμπορία ειδήσεων, (άρθρα 1978-1990), εκδ. Γνώση (1990)
Επιχείρησις Ιουδίθ, (θεατρικό), εκδ. Γνώση (1991)
Γυναίκες ευσεβείς του πάθους, (μυθιστορήματα), εκδ. Γνώση (1994)
Μ’ εξακόσιες λέξεις, (συλλογή κειμένων), εκδ. Καστανιώτης (1996)
Νοσταλγία μνήμης, (αφήγημα), εκδ. Ελληνικά Γράμματα (1999)
Τρομοκρατία και άλλα δαιμόνια, εκδ. Ηλέκτρα (2004)
Κούκλα από πορσελάνη, εκδ. Ηλέκτρα (2004)
Ανεπίδοτοι έρωτες, εκδ. Ηλέκτρα (2007)
Αριστερή Ανακύκλωση, εκδ. Εμπειρία Εκδοτική (2009)
Παράπλευρες καθημερινές απώλειες, [Μικρά κείμενα Αθήνα-Στοκχόλμη-Ακράτα (1995-2012)], Οι εκδόσεις των Συναδέλφων (2013)
Στο κέντρο του περιθωρίου, εκδ.Opportuna (2015)
Η συνέλευση των ζώων, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων (2018)
Πεζά, θεατρικά, παιδικά έργα, πολιτικά άρθρα, χρονογραφήματα. Δεν είναι δυνατόν να αναφερθώ σε συλλογικά έργα που είναι πολλά. Ούτε στα άπειρα χρονογραφήματά του σε Εποχή, Ελευθεροτυπία, Εφημερίδα των Συντακτών κλπ. Ήταν τιμή πάντως για μένα να συνεχίσω στη στήλη του στη 2η σελίδα της Εποχής. Ήταν σαν να ψιλοκουβεντιάζαμε κάθε βδομάδα. Μετά ήρθε η λογοκρισία. Άλλωστε και των Περικλή διαρκώς τον πίεζαν τον τελευταίο καιρό να κατεβάζει τους τόνους. Βλέπετε, όπως το ’λεγε κι Ο Περικλής, η προσωπολατρία γίνεται μαζικό θρησκευτικό φαινόμενο. Ο τσάρος δίνει το μοντέλο στον Στάλιν, όπως ο Στάλιν δίνει το μοντέλο στους γραμματείς των Κ.Κ. κι αυτοί με τη σειρά τους διαμορφώνουν ανάλογα στελέχη με την ίδια τυποποιημένη συμπεριφορά. Δουλοπρέπεια στην ιεραρχία προς τα άνω, αυθαιρεσία προς τα κάτω.
Μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από την 17 Νοέμβρη, το 1989, η εφημερίδα Έθνος δημοσίευσε πρωτοσέλιδα «Ιδού ο δολοφόνος», «έρευνα» της περίφημης Αγγελικής Νικολούλη, που εξακολουθεί μέσα από τούνελ να μεσουρανεί στο μιντιακό σύστημα, φέροντας τον Περικλή Κοροβέση ως στέλεχος της οργάνωσης. Η κατηγορία αποδείχθηκε ανυπόστατη.
Το 1998 εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων, με το συνδυασμό του Λέοντα Αυδή. Το 2007 εξελέγη βουλευτής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην Α΄ Αθηνών. Μετείχε στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής και ήταν μέλος της Διπλωματικής Αντιπροσωπείας για τη φιλία και συνεργασία με τα κοινοβούλια της Γεωργίας, Νότιας Αφρικής και Σουηδίας. Το 2009 αποχώρησε από το κόμμα. Καθώς είμαι φορτισμένος συναισθηματικά δεν βρίσκω κατάλληλες λέξεις και δεν θέλω να προχωρήσω σε χαρακτηρισμούς για τον εσωτερικό πόλεμο που ξεκίνησαν οι μηχανισμοί της Κουμουνδούρου και της Αυγής εις βάρος του. Θυμάμαι μόνο την οργή μου όταν διάβασα στη Γαύδο [με καθυστέρηση], σε «συνέντευξή» του, μια απροκάλυπτη επίθεση και διαστρέβλωση των απόψεών του [όντας βουλευτής] από την κομματική εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ και τον «δημοσιογράφο» Ανδρέα Παπαδόπουλο, μετέπειτα εκπρόσωπο τύπο της ΔΗΜΑΡ κι ενδεχομένως επανακάμψαντα στην «προοδευτική συμμαχία» του. Δεν κράτησα αρχείο και δεν αξιολογώ να το ψάξω. Ανάξιο όπως πολλοί αντίστοιχοί του.
Σ’ ένα από τα κείμενα στις Παράπλευρες καθημερινές απώλειες ο Κοροβέσης αναφέρεται στην Καμπάνη 2. Μια καταπληκτική παλιά πολυκατοικία-στολίδι κοντά στη Φυλής που εγκατέστησε το πολιτικό του γραφείο με τη στήριξη της Μαρίας Κατεργάρη. Από το 2007, και κυρίως μετά την παραίτησή του και την αποχώρησή του από τον ΣΥΡΙΖΑ, συχνές οι συναντήσεις μας, οι σχεδιασμοί, ο πόθος του να μετατραπεί η Καμπάνη σε χώρο πολιτισμού. Ωραίες στιγμές πάντως τις ζήσαμε κι ας έμειναν αζήτητοι οι σχεδιασμοί μας. Παρούσες οι πικρίες μας κυρίως γιατί διαισθανόμαστε το κλίμα και τις επιλογές που θα επακολουθούσαν τα παχιά, ανέξοδα λόγια και τις ανερμάτιστες δεσμεύσεις.
Μας έμεινε για κάποια χρόνια η ταβέρνα του αδελφού του L. A. στην πλατεία Καραμανλάκη [εκεί που ο Κούρκουλος περίμενε την Μυρτώ Αλικάκη στην τηλεοπτική “Αναστασία”], ήταν το επόμενο στέκι μας, μέχρι που απρόσμενα η ιστορική ταβέρνα έγινε μπουρλότο. Πάνω κάτω και οι δικές μας συναντήσεις βορρά στις αδηφάγες/πλασματικές υποχρεώσεις. Ο Περικλής, να το πω αυτό, παρά τον όγκο δουλειάς που έκανε, είχε άπλετο χρόνο και νοοτροπία του Σωκράτη, του άρεσε να συνομιλεί [προσφιλή πάντα τα θέματα της αδιέξοδης Αριστεράς], να πίνει με παρέα. Όπως στην παραλία του Ρίο στο Συμπόσιο Ποίησης στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Είχαν έρθει με τον Νανούρη και θα επέστρεφαν αυθημερόν στην Ακράτα. Ευτυχής κατάληξη στην παραλία, δίπλα κυριολεκτικά στη θάλασσα του Ρίο, με πολλά καραφάκια καβάτζα.
Είχα ξεχάσει πώς αναπνέουν. Η αγαπημένη Γεωργία Λαδογιάννη παρουσιάζει τη Νοσταλγία μνήμης στα Γιάννενα. Επιλέγει ενδεικτικούς τίτλους από το μυθιστόρημα του Περικλή: «Μνήμη φωτός, μνήμη κενού», «Ουράνιο σώμα στο άπειρο» και φράσεις «Άξιζε να ζεις μονάχα για να βλέπεις τον ήλιο», αναλύοντας με το γνωστό περιεκτικό τρόπο της το έργο (βλ. σ. 16-17, εφ. Η Εποχή, 12.Ιουλίου 2001).
Τελευταία βρεθήκαμε στο “εργαστήρι” του πλέον της Κορυδαλλέως. [Άλλωστε από χρόνια ο Περικλής ζούσε με την πολύτιμη και αγαπημένης μας Μαρία Κατεργάρη που ουκ ολίγες φορές μας περιποιήθηκε στο σπίτι τους]. Μου ενεχείρισε το κείμενό του «Ο Μάης ήταν μόνο η αρχή» για το αφιέρωμα του Μανδραγόρα στον Γαλλικό Μάη. Ήπιαμε κι ένα ουισκάκι και μιλήσαμε για τις πρωτοβουλίες που μάλλον δεν ευδοκιμούσαν στον χώρο της αξιοπρεπούς αριστεράς.
Η Μαρία Κατεργάρη μια ζεστή συντρόφισσα κι ένας πολύτιμος φίλος υπήρξε ο τελευταίος πολύτιμος σταθμός του Περικλή. Συνήθως ο αναγνώστης δεν ενδιαφέρεται για τα προσωπικά μας κι άλλωστε ένα κείμενο οφείλει να παραθέτει ψυχρά τα φιλολογικά εργογραφικά δεδομένα του συγγραφέα. Ο Περικλής Κοροβέσης όσο μπόρεσα να δείξω, ξέφευγε από τα ανθρώπινα συμβατικά όρια δίνοντας υπόσταση και διάσταση σε αυτό που ονομάζουμε ζωή και δράση [συνακόλουθα γνωρίσματα ενός πολίτη όπως τα καθόρισε ο συνονόματός του με την περίφημη ρήση: «Τόν μηδέν τούτων μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν».] Κάνουμε συχνά μάταιες αναγωγές ή διατυπώνουμε φιλολογικά και γι’ αυτό αναπάντητα/εκκρεμή/αιωρούμενα ερωτήματα του τύπο: «Πώς θα ’ταν ο κόσμος αν υπήρχαν πολλοί σαν τον Περικλή Κοροβέση;» Σίγουρα καλύτερος και πάντως δεν θα μας στερούσαν ακόμη και την αναπνοή. Ο Περικλής έμεινε πιστός στη ρήση του Καζαντζάκη απ’ την Αναφορά στον Γκέκο: Α’: Δοξάρι είμαι στα χέρια σου Κύριε. τέντωσε με αλλιώς θα σαπίσω./ Γ’: Παρατέντωσέ με Κύριε, κι ας σπάσω!
Λένε ότι συνήθως δεν ποστάρονται μεγάλα κείμενα στο site γιατί δεν διαβάζονται. Συγχωρήστε μου την αλαζονεία αλλά αυτό το κείμενο δεν το ανέβασα για να διαβαστεί αλλά για να μιλήσω εγώ με τον Περικλή καθώς δεν είχα την ευκαιρία να τον συνοδεύσω λόγω του περίφημου ιού στο τελευταίο ταξίδι του. Ειρωνεία: ο άνθρωπος που μίλησε κι αγάπησε τις γυναίκες με πάθος (βλ. Γυναίκες ευσεβείς του πάθους) να εμποδίζεται στην εξόδιο τελετή από έναν ιό. Το γεγονός ότι αναχώρησε Σάββατο του Λαζάρου [11 Απριλίου 2020] γεννά βάσιμες ελπίδες επιστροφής. Ή τουλάχιστον διαρκούς παρουσίας στις σκέψεις των φίλων του.
Όσο προχωρώ τόσο διαπιστώνω πως λίγα όσα μπορώ ή αρχικά σχεδίαζα να εκθέσω. Ίσως τα συμπυκνώνουν καλύτερα τα λόγια του συντρόφου Αλέκου Αλαβάνου: «Ο Περικλής Κοροβέσης σε άγρια εποχή έγινε με θόρυβο διεθνώς γνωστός, χάρη στο θάρρος, την αντίσταση και το ήθος του, και φεύγει τώρα αθόρυβα και σιωπηλά, σε άλλη και αλλιώς δίσεκτη εποχή. Ακέραιος, ανορθόδοξος, αντισυμβατικός, αδέσμευτος πάντα στη σκέψη, τη γραφή, την κοινωνική δράση, αυτός, ο Μοναδικός, ο Προφήτης, ο Άγιος Πότης. Δημιουργούσε συνεχώς πέρα και πάνω από την πολιτική αριστερά, προκαλώντας την, ποτέ παρακαλώντας την, να ανοίξει τα φτερά της άφοβη στους ουρανούς της ελεύθερης σκέψης και της τολμηρής δράσης. Έφυγε, αλλά θα μείνει. Θα είναι πάντα, με τις μνήμες στην αρχή, με τα γραφτά του ύστερα, ένα γεφύρι στα στενοσόκακα της Αχαρνών όπου ζούσε λιτά, μαζί με τους ξεριζωμένους από την Ασία ή την Αφρική, ώστε να μπορεί η αριστερά να περάσει και να ανοιχτεί στα ουτοπικά τοπία της λογοτεχνίας, των ιδεών, της χωρίς σύνορα σκέψης, της κοινωνίας χωρίς εξουσίες, της ανήσυχης αναζήτησης και των ονείρων της νεολαίας.»
Κλείνω εδώ. Τα υπόλοιπα Περικλή θα τα πούμε από κοντά, μ’ ένα ουίσκι. Η Αριστερά ούτως ή άλλως περιμένει και θα περιμένει για πολύ.
Κώστας Α. Κρεμμύδας
[1] σ. 273, Π.Κ., Γυναίκες ευσεβείς του πάθους, εκδ. Γνώση1994.
[2] Νοσταλγία μνήμης, (αφήγημα), εκδ. Ελληνικά Γράμματα (1999)