Νίκος Χαρτοματσίδης * Η γιαγιά του Φάνη

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

 

Με τον Φάνη καθόμαστε στη ταβέρνα, πίνουμε κρασί και κάνουμε βαθυστόχαστες αναλύσεις για την δύναμη της παράδοσης. Ψάχνουμε τους τρόπους με τους οποίους μπολιάζεται με αυτήν η νέα γενιά. Την συζήτηση την άρχισε ο Φάνης. Είχε διαβάσει πρόσφατα το βιβλίο ενός Γάλλου φιλόσοφου και επηρεασμένος, είπε να μου φορτώσει τις φρέσκιες γνώσεις που απέκτησε. Η κουβέντα αυτή σηκώνει πολύ κρασί και είμαι σχεδόν βέβαιος πως, κάπου στην μέση θα κολλήσει και θα αλλάξουμε θέμα, χωρίς να το πάρουμε είδηση. Για την ώρα κάνουμε τους ανήξερους. Με ζέση ανταλλάσουμε επιχειρήματα για τον χρήσιμο ρόλο της γιαγιάς στην διαμόρφωση κάθε νέας γενιάς.

Είμαι πολύ προσεχτικός. Ο Φάνης είναι αντιρρησίας γενικώς. Μπορεί να εναντιωθεί σε αυτά που του λες, ακόμα και όταν συμφωνεί. Θέλει τέχνη για να αποφύγει κανείς την αχρείαστη αντιπαράθεση μαζί του. Έρχεται εύκολα το ερώτημα: «και γιατί τον κάνεις παρέα;» Μπορεί και από συνήθεια. Είναι ο πιο παλιός γνωστός μου. Τόσο παλιός που θυμάται ακόμα την πρώτη μέρα μας στο σχολείο. Στο 102ο Σχολείο στην Σόφια. Εγώ το αποφεύγω. Μου φτάνει που πέφτω συνέχεια πάνω στην φωτογραφία της μέρας και αντικρίζω τον κοκκαλιάρικο εαυτό μου… Τόσο παλιός.

Για το θέμα που κουβεντιάζουμε ο Φάνης είναι ο μόνος που θεωρούνταν ειδήμων στην παρέα μας, τον μεγάλωσε η γιαγιά του. Εμείς οι υπόλοιποι της ελληνικής παρέας ήμασταν «ορφανά» από γιαγιά, αν μπορεί να υπάρξει αυτός ο όρος. Θεωρούμασταν τρόφιμοι, απόφοιτοι, μετέχοντες όλων των βαθμίδων του εκπαιδευτικού συστήματος της Λαϊκής μας Δημοκρατίας, που προσπαθούσε να παίξει και τον ρόλο της γιαγιάς. Με κάποιους από εμάς το πέτυχε.

Η δικιά μου η γιαγιά ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία χωμένη ανάμεσα στα δύο συρόμενα τζάμια της βιτρίνας της βιβλιοθήκης και έκανε βόλτες μαζί με το τζάμι μπροστά από τα βαθυστόχαστα βιβλία. Αν δεν τους είχε γυρισμένη την πλάτη θα έλεγα πως η γιαγιά σε αυτό το πέρα δώθε της βιτρίνας θα είχε αποκτήσει βαθειά θεωρητική μόρφωση. Αλλά αυτή επιδεικτικά έκανε πως αγνοούσε τους μεγάλους θεωρητικούς του Μαρξισμού και είχε καρφωμένο το βλέμμα της στα συμβάντα μπροστά από την βιβλιοθήκη. Την περισσότερη ώρα δεν συνέβαινε τίποτα, απουσιάζαμε από το σπίτι, στο σχολείο και σε δουλειές. Ίσως αυτό να εξηγούσε το κάπως νυσταγμένο ύφος της στην φωτογραφία. Έτσι το βράδυ, όταν μαζευόταν η οικογένεια στο σπίτι η γιαγιά έδειχνε κουρασμένη και θλιμμένη. Πράγμα που στεναχωρούσε τους γονείς μου. Μπορεί να ένιωθαν τύψεις που μια γριά γυναίκα είχε μείνει μόνη εκεί μακριά στην Ελλάδα. Στο ερώτημά μου γιατί είναι στεναχωρημένοι, οι γονείς αναστενάζοντας διάλεγαν μια από τις δύο απαντήσεις «Θα μεγαλώσεις και θα σου εξηγήσω!» και «Δεν μπορείς να καταλάβεις!». Κάποια πράγματα, «κάτω» (Ελλάδα) είναι αλλιώς!». Ρώτησα και την δασκάλα στο Ελληνικό σχολείο. Μετά από έναν αναστεναγμό, ίδιο με αυτό των γονιών μου, ακολούθησε μακροσκελής απάντηση. Κανονική διάλεξη. Περιείχε όμως τόσες πολλές έννοιες, που σύντομα βαρέθηκα και σταμάτησα να παρακολουθώ. Προσευχήθηκα μάλιστα να ολοκληρώσει γρήγορα. Πρόχειρο είχα το πορτρέτο του στρατηγού Σαράφη, αναρτημένο πάνω από τον μαυροπίνακα. Σε αυτόν προσευχήθηκα. Αλλά ούτε αυτός έδειξε κατανόηση.

Οι απαντήσεις των μεγάλων δεν με ικανοποιούσαν. Δεν είχα όμως και κάποια άλλη επιλογή. Παράτησα την γιαγιά μου να κόβει βόλτες με την ησυχία της μπρός στους κλασικούς του Μαρξισμού, οι οποίοι με την σειρά τους μπαινόβγαιναν, κάποιοι μάλιστα εξαφανίζονταν μυστηριωδώς, από τα ράφια της βιβλιοθήκης.

Στην κουβέντα μας όμως. Ο Φάνης έφερε την από καιρό αναμενόμενη αλλαγή θέματος. Όχι σε άσχετη κατεύθυνση. Και των δυο μας η σκέψη είχε ολισθήσει από το Γενικό στο Ειδικό.

«Την θυμάσαι την γιαγιά μου;» –ήταν η ερώτηση που ολοκλήρωσε την ολίσθηση της κουβέντας μας προς το Ειδικό. Εξέτασα την ερώτηση πίνοντας από το ποτήρι μου, δεν έδειχνε να κρύβει κάποια παγίδα. Το «ποιος δεν την θυμάται την γιαγιά σου;» θα ήταν μια ειλικρινής απάντηση, αλλά φοβήθηκα πως θα περιείχε υπονοούμενα και ο Φάνης θα άρχιζε τα δικά του. Με ένα νεύμα του κεφαλιού τον άφησα να σολάρει. Εσείς την γνωρίσατε από την καλή μπαγάσηδες. Με ζηλεύατε κιόλας –το δεύτερο εμπεριείχε μια δόση αλήθειας. Δεν ξέρεις πως και εγώ σας ζήλευα, για τον αντίθετο λόγο. Το σπίτι σας τα απογεύματα ήταν όαση ελευθερίας. Ερχόμουν μπας και ησυχάσει το κεφάλι μου από την γιαγιά. Αν μπορούσε θα ερχόταν και αυτή. Τέτοια παρακολούθηση ούτε και ο καλύτερα οργανωμένος καταπιεστικός μηχανισμός μπορεί να καταστρώσει. Εσείς και η οργάνωση γυναικών των Πολιτικών προσφύγων με σώζατε…. Μόνο σπίτι σας δεν με ακολουθούσε το «Φάνη διάβασε! Φάνη πιες! Φάνη φάγε!».

Με προκαλούσε, εγώ πάντως στην ουρά στο μπακάλικο τον Φάνη δεν τον θυμάμαι. Τη γιαγιά του ναι. Η αλήθεια είναι πως και στις «ουρές» αυτές η παρουσία της ήταν καταλυτική. Έβαζε τάξη και δεν επέτρεπε τις παρεκτροπές και τις «αντικομουνιστικές διαμαρτυρίες». Ας πούμε, διαμαρτυρίες του τύπου «έχουν καιρό να φέρουν ζελατίνη. Για το γιαουρτογλυκό είναι απαραίτητη». Αλλά και αυτή την επιβολή δεν την έκανε άκομψα, με δασκαλίστικό τρόπο. Την παρακολούθησα σε εκείνη την «κατήχησή» της για την ζελατίνη και είχα γελάσει πολύ. Η ανάλυσή της για τις ελλείψεις στα καταστήματα και για την εξάλειψή τους, κατέληξε στην ανταλλαγή συνταγών για γλυκά. Λίγες μέρες αργότερα του Φάνη του ξέφυγε μια αναφορά για αυτό το γλυκό.

Τον φίλο μου για πρώτη φορά τον είδα σε κατάστημα τροφίμων μετά το 1975 που επαναπατρίστηκε η γιαγιά του. Και έδειχνε να τα έχει χαμένα.

Με παρακολουθείς; –η ερώτηση του Φάνη με επανέφερε στην τάξη. Δεν μπορείς να φανταστείς τι έκανε εδώ που επαναπατρίστηκε. Όταν ήρθε, πρώτα πέρασε από το χωριό. Τσακώθηκε με το σόι και κατέβηκε Αθήνα. Μας έγραψε γράμμα «να μην πατήσει το πόδι σας εκεί, έχουν βάλει χέρι στο βιός μου, που είναι και δικό σας. Τίποτα δεν έχουν αφήσει». Και εδώ στην Αθήνα μην νομίζεις πως κάθισε στα αυγά της. Εγκαταστάθηκε σε μια από τις «κόκκινες συνοικίες», εντάχθηκε στο Κόμμα πριν να της έρθει η «κομματική σύνδεση» από την Βουλγαρία και με το που επανάκτησε την ελληνική ιθαγένεια έτρεξε να γραφτεί στους εκλογικούς καταλόγους. Το πράμα κάπου κόλλησε στην γραφειοκρατία και δεν κατάφερε να ψηφίσει στις επόμενες εκλογές, του 1977. Πήγε στον κομμουνιστή Δήμαρχο να το ξεκολλήσει και κατάφεραν και έφτασαν να ανταλλάζουν «γαλλικά». Πήγε και αυτός να την νουθετήσει πως τα πράγματα εδώ είναι αλλιώς και πως αυτή δεν είναι συμπεριφορά μιας κομουνίστριας. Έκανε όμως ένα λάθος. Πάνω στην έπαρση του ξέφυγε το:« εσείς σώσατε το τομάρι σας όταν το σκάσατε στις Λαϊκές Δημοκρατίες». Αυτό ήταν. Της πάτησε τον κάλλο. Σήκωσε μπροστά στον κόσμο την φούστα της για να δει ο άλλος την ουλή από τον τραυματισμό της στον μηρό και του πέταξε στα μούτρα: «Δεν ντρέπεσαι ρε “Δηλωσία” να μου λες πως έσωσα το τομάρι μου. Από τους πέντε που ανεβήκαμε στο βουνό δύο μείναμε ζωντανοί». Πώς γλύτωσε το χαστούκι ο Δήμαρχος ένας θεός το ξέρει. Ο άλλος προσπάθησε κάτι να πει μήπως και τα μπαλώσει. Την έψαχνε μετά για να της ζητήσει συγνώμη. Η γιαγιά έφυγε από την συνοικία και στο Κόμμα δεν ξαναπάτησε. Όταν επαναπατριστήκαμε και εμείς έναν φόβο τον είχα σχετικά με το τι θα αντιμετωπίσω. Μόνο που η γιαγιά με διέψευσε. Λες και μου την είχαν αλλάξει. Μπορεί και να είχε γεράσει. Δεν έζησε και πολύ μετά».

Δεν είχα όρεξη να επιστρέψω στην αρχική μας κουβέντα. Το γκαρσόνι με την εμφάνιση του βοήθησε την κατάσταση. Έφερε μήλα ραντισμένα με κανέλλα και χυμό λεμονιού.

«Σήμερα δεν φτιάξαμε χαλβά. Βολευτείτε με τα μήλα!»