Πάντα εκεί, Αυγή μου
στο βάθος του πηγαδιού
που έχει η νύχτα σκάψει
αλλάζουμε αρραβώνες
Αλαφιάζοντας
στην παραισθητική ανηφοριά του
κάθε τόσο υποκλίνεται στο κοινό του
Τάχα, αναρωτιέται, θα ζω να μάθω
πώς ερμηνεύτηκε η εμμονή μου
σε παρακάμψεις εορτασμών γενεθλίων;
Κουράστηκαν τα όνειρά του
να προσγειωθούν ζητάνε
Πετάξτε λίγο ακόμα
θερμοπαρακαλεί τα
Και ύστερα ελάτε
και κλείστε μου τα μάτια
Το μυστήριο της ζωής
δεν χωράει σε στολές
μην επιμένεις
Δεν λεν ψευτιές τ’ αγάλματα
Τις είχαν όλες εξαντλήσει
πολύ πριν σμιλευτούν
Θεέ μου ξανάγινε
μονολογούσε δάκρυα
Θεέ μου ξανάγινε
μονολογούσε και χόρευε
Θεέ μου ξανάγινε
σιγοτραγουδούσε
Γράψε τη μελωδία, του φώναζαν
Δεν ξέρω νότες, απαντούσε
Των διαττόντων η ύλη
σου έλαχε ποιητή
Οι απαντήσεις σου
μαζί ή χώρια;
Τι είναι ζωή;
Αν δεν το θέσεις
απαντάς με ποίηση
Αν το ρωτήσεις
απαντάς με ουτοπία
δίχως ποίηση
Τι είναι ποίηση;
Απαντάς, το θέσεις
δεν το θέσεις
με τη ζωή σου
Πήγε να χαμογελάσει
κι αμέσως είπε
‘Άκυρο, ήταν μια παρεξήγηση
Μην και ζητώ του ουρανού
οι μπόρες τι να φέρουν
κι αυτός μου δίνει σύννεφα
που έρχονται και φεύγουν;
Ρώτησα τον αποσπερνό
οι άγγελοι πως μοιάζουν
Και μ΄ ένα σύννεφο φτερό
μ’ απάντησ’ η αιθρία
Ξερά σταχτιά κλαδιά
Κρατούν σιμά τα φύλλα τους
στ’ άλικα τα στολίζου
κλέφτρες ματιές να ρίχνουν
στου ήλιου τα περάσματα
από σχισμάδες σύννεφων
και κήπους να πλουμίζουν
Πίσω από τον Δευκαλίωνα και την Πύρα
Ο δόλιος Ερμής, αλλάζοντας κάθε τόσο
το τελετουργικό του ένδυμα
διευθετεί τις πετρούλες
Κάθε επανάστασή μου
έχει φόβο, αμφιβολία, πόνο
κι ας είναι για ανατροπή
μιας άθλιας ζωής
που όμως έμαθα
να της μετράω μέρες
Εξετάσεις ενσυναίσθησης
με σκονάκι στην παλάμη
και τη γροθιά σφιγμένη;
Ταλαντευόταν όρθιος
μπέρδευε τα λόγια του
ένας άγγελος χωρίς φτερά
ένας άγγελος ανάπηρος
Υποψήφιοι άγγελοι
οριστικά απορριφθέντες
σε ειδικά μαθήματα
τη υπερμάχω ψάλλοντας
προσκαλούν τον φιλοτεχνήσαντα
την κυλίστρα του καιάδα τους
να την εγκαινιάσει
O tempora
Σου έχω ήδη συλλέξει
Υποδήματα από κροκοδείλια
Χειρόκτια από βόα χορτάτο
Επενδύτη από παχύδερμο
O mores
Πλάσματα οι λέξεις σου
τραγούδι αγαπημένο
της υπομονής και της ευγένειας
Δεν λογαριάζουν χρόνο
Καρτερούνε τη σειρά τους
να βγουν στο αναλόγιο
με τ’ άσπρο τους πουκάμισο
καθαρό, φρεσκοσιδερωμένο
Ακαλλιέργητο ερωτηματικό
Δεν σε λίπαναν βιβλιοθήκες
Δεν σε πότισαν δάκρυα
Ως πού να φτάσει το μπόι σου
Κάθε που γεμίζει ένας στίχος
κάτι ξεκολλά από τη λάσπη
Κάθε προσπάθεια να ακουστεί
βήμα που ξεμακραίνει
από κάποια βαλτοτόπια
Η ποίηση με βρήκε κατηφή
κι εγώ την βρήκα ν’ απαντά
με εφικτή πληρότητα
σ’ όλα μου τα σκοτάδια
Η ποίηση, μου αρνιέται
την αυτοκτονία για δικαίωμα
εκτός και αν η επιστήμη
με εφοδιάσει αθανασία
Το εφαρμοσμένο της
προσκυνώ κάλος
το τόσο απρόσιτο
και τόσο θνησιγενές
Πάψτε να με μικραίνετε
Η επιστήμη με άπλωσε
σε παράλληλους κόσμους
και πολύ καλά γνωρίζει
πως είναι ακόμα στην αρχή
Με έχασε το σπίτι μου
Ο τρόπος να μην πεις
Έχασα το σπίτι μου
Ο σκοταδισμός, πάντα διώχτης
Αν κοιμηθείς βαθιά
ναρκώνοντας τον φόβο
ίσως τον ονειρευτείς
άοπλο σε μπουντρούμι
Κάποιους καιρούς αναζητώ
ακούσματα δραπέτες
να ξορκίζουν
τ’ απίστευτα μαντάτα
Δεν σε θυμάμαι
προφήτεψε το μέλλον μου
Δεν έφτασα σε σένα, απαντώ
Τώρα, ρωτώ τη μοναξιά μου
Την έχει μπροστά του
Τυχαία σχισμένη πέτρα
Πιάνει σμίλη και σφύρί
Τα αφήνει πάλι κάτω
Δίπλα τη σχισμένη πέτρα
Με την τυχαία χάρη
Δεν θα ‘ρθεις, δεν είναι λογικό
Δεν είναι φυσικό να έρθεις
Δεν έχεις τι να κάνεις
Δεν θα ‘ρθεις
Όσα θυμάται η σάρκας δεν αρκούν
και η επιθυμία δεν αρκεί
Δεν αρκεί ένα ξεκούρδιστο ρολόι
να επαναφέρει τον χρόνο πότε πότε
Δεν θα ‘ρθεις
Κι ας μην τ΄ ακούν οι στίχοι
που περιμένουνε στο παράθυρο
Συνέχισε να πληκτρολογείς
Αν κλείσεις όλα τα παράθυρα
θα σκάσεις
Επανέναρξη εφαρμογής
με κλειστά τα μάτια
Επανέναρξη της λογικής
προφίλ μπλοκαρισμένο
Σβήνει η μελαγχολία
τα πολλά κεράκια της
με πνοή από την Άνοιξη
Στα χλομά μάγουλα
ανεβαίνει λίγο χρώμα
από την ξέχειλη στα βράχια
βοώσα αναγέννηση
Αν τα δάκρυα μπορούσαν
στα σύννεφα να φτάσουν
να βρέξει ο ουρανός
μια πλυστική βροχούλα
Όλο μου τα κουράγια
τα πίξελ του ενώνουν
να κάνουν σώμα, περιμένοντας
εκείνη την πλυστική βροχούλα
Στων πηγαδιών τα βάθη
που η μαύρη νύστα γράφει
εμείς, εκεί, Αυγούλα μου
θ’ αλλάζουμε αρραβώνες