Η Άννα Λόντου, κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων του Γ. Σεφέρη, ζήτησε από τον Ευτύχιο Βάμβα να διευκρινίσει γραπτώς τις αντιρρήσεις του για την μετάφραση της Andrea Schellinger.
Ο Ευτύχιος Βάμβας, που μεταφράζει από το 1997 τον Σεφέρη για τον ελβετικό εκδοτικό οίκο Im Waldgut, έρχεται να απαντήσει αναλυτικά στις ενστάσεις του για τη μετάφραση. Μια συζήτηση που θεωρούμε χρήσιμο και εποικοδομητικό να δημοσιοποιήσουμε στον Μανδραγόρα.
«…αλλά την ακρίβεια πάνω απ’ όλα…»
Keeley, Συζήτηση με τον Γιώργο Σεφέρη, σ. 51.
Αξιότιμη κυρία Λόντου,
σας στέλνω την λεπτομερή απάντησή η για όσα συζητήσαμε τηλεφωνικά σχετικά με το θέμα που δημιουργήθηκε εξαιτίας της κριτικής που άσκησα μιλώντας στην κα Michaela Prinzinger για το πώς μετέφρασε η κα Andrea Schellinger την έκφραση: «…βαθύκολπης γυναίκας», χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τεκμηρίωσης των ισχυρισμών μου το ποίημα «Αγιάναπα, Α´».
ΑΓΙÁΝΑΠΑ, Α´
Και βλέπεις το φως του ήλιου καθώς έλεγαν οι παλαιοί.
Ωστόσο νόμιζα πως έβλεπα τόσα χρόνια
περπατώντας ανάμεσα στα βουνά και στη θάλασσα
συντυχαίνοντας ανθρώπους με τέλειες πανοπλίες·
παράξενο, δεν πρόσεχα πως έβλεπα μόνο τη φωνή τους.
Ήταν το αίμα που τους ανάγκαζε να μιλούν, το κριάρι
που έσφαζα κι έστρωνα στα πόδια τους·
μα δεν ήταν το φως εκείνο το κόκκινο χαλί.
Ό,τι μου λέγαν έπρεπε να το ψηλαφήσω
όπως όταν σε κρύψουν κυνηγημένο νύχτα σε στάβλο
ή φτάσεις τέλος το κορμί βαθύκολπης γυναίκας
κι είναι γεμάτη η κάμαρα πνιγερές μυρωδιές·
ό,τι μου λέγαν δορά και μετάξι.
Παράξενο, το βλέπω εδώ το φως του ήλιου· το χρυσό δίχτυ
όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια
που ένας μεγάλος άγγελος τραβά
μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων.
Γιώργος Σεφέρης (1955)
Agiánapa I
Und du siehst das Tageslicht, wir man einst sagte.
Dabei meinte ich zu sehen all die Jahre
zu Fuß unterwegs zwischen Bergen und Meer
wo Menschen, makellos gepanzert, mir begegneten;
seltsam: Mir fiel nicht auf, dass ich nur ihre Stimme sah.
Es war das Blut, das sie zum Reden brachte, der Wider
den ich schlachtete und ihnen zu Füßen legte;
doch jener rote Teppich, er war das Licht nicht.
Was immer sie mir sagten, ich musste es betasten
wie wenn man dich, verfolgt, nächtens im Stall versteckt
oder du ans Ende einer tiefen Scheide kommst
in einem Zimmer, wo es schwül und stickig ist;
was immer sie mir sagten: Fell und Seide.
Seltsam, hier sehe ich das Tageslicht; das Goldnetz
in dem die Dinge, Fischen ähnlich, zuckend zittern
und das ein großer Engel zieht
zusammen mit den Fischernetzen.
Μετάφραση Andrea Schellinger (2017)
1ος στίχος
– «Und du siehst das Tageslicht …: Και βλέπεις το φως της ημέρας…»:
– Φυσικά μπορείς να αποδώσεις την έκφραση «το φως του ήλιου» και με «das Tageslicht: το φως της ημέρας». Ωστόσο, το «das Licht der Sonne: το φως του ήλιου» όχι μόνο θα ήταν κατά λέξη, αλλά θα είχε και τον ίδιο ρυθμό και θα συνδεόταν χωρίς αμφιβολία με τις εμπειρίες του ποιητή όπως και με τους συσχετισμούς που έχει αυτό το πρώτο ποίημα του Ημερολογίου Καταστρώματος, Γ´ με το τελευταίο μέρος του προηγούμενου, την «Κίχλη»,1 και που έχει αυτός ο στίχος με τις λογοτεχνικές πηγές.2
1 Σεφέρης, Μέρες, Ε´, σ. 37-42· πβ. Σεφέρης, «Μια σκηνοθεσία για την ‹Κίχλη›», Δοκιμές, δεύτερος τόμος, σ. 51-52: «Και του μιλά ο Τειρεσίας για το φως· τον ήλιο· τα γελάδια του ήλιου: αν τα σεβαστείτε, θα γυρίσετε· αν τα πειράξετε, όλα τα δεινά σας περιμένουν. Καθώς κι εγώ νομίζω, όλο το ζήτημα είναι πώς θα σεβαστεί κανείς τα γελάδια του ήλιου, πώς θα σεβαστεί το φως της κάθε μέρας που του δίνει ο θεός.»
2 Όμηρος, Ἰλιάς, Σ 61: «ὄφρα δέ μοι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο»
– «… wie man einst sagte: …καθώς έλεγαν άλλοτε.»
– Γιατί «einst: άλλοτε» κι όχι «die Alten: οι παλαιοί»;
πβ. Σεφέρης, Μέρες, Δ´, σ. 115-116: «Έχω περάσει το κατώφλι της οικουμένης που δεν υποψιάστηκαν οι αρχαίοι, μήτε οι παλαιοί.»
πβ. «ὥς φασὶν οἱ παλαιοὶ»: Ευσταθίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν ῾Ομήρου Ἰλιάδα, τόμος πρώτος, σ. 6 και 260 ή Albert Severyns, «Eustathe et le cycle épique», σ. 408.
3ος στίχος
– Εννοεί ο ποιητής όντως την περιοχή «zwischen Bergen und Meer: ανάμεσα σε βουνά και θάλασσα», όπως το μεταφράζει η κα Schellinger; Αφενός αυτό ακούγεται κάπως περίεργα στα γερμανικά, αφετέρου –και σύμφωνα με τον Οδυσσέα αυτού του ποιήματος: «…έβλεπα τόσα χρόνια»– πιστεύω ότι ο στίχος χωρίζεται σε δύο μέρη: «περπατώντας ανάμεσα στα βουνά – και [αρμενίζοντας] στη θάλασσα»
πβ. Σεφέρης, «Έφηβος», Ποιήματα, σ. 116-117 ή «Επιφάνια, 1937», Ποιήματα, σ. 140-142.
4ος στίχος
– «wo Menschen, makellos gepanzert, mir begegneten: όπου μου συντυχαίνονταν άνθρωποι, τέλεια τεθωρακισμένοι»:
– Στα γερμανικά –σε αντίθεση με τα αγγλικά ή τα γαλλικά– η μετάφραση της μετοχής είναι ένα θέμα. Ωστόσο, συχνά αρκεί να αποδόσεις τη μετοχή με το ενεργητικό ρήμα και να χρησιμοποιήσεις ένα «και».
– Το «wo: όπου» της κας Schellinger, τονίζοντας το «ανάμεσα σε βουνά και θάλασσα», αλλάζει τον λόγο του ποιητή.
– Η λέξη «makellos» για «τέλειες» δεν είναι λάθος αυτή καθ’ εαυτή, αλλά εδώ δεν ταιριάζει με τον όρο «πανοπλίες», οπωσδήποτε όχι με την πνευματική του έννοια, όπως π.χ. στο «Ευαγγέλιο κατά Λούκαν» 11:22: «…ἐπὰν δὲ ἰσχυρότερος αὐτοῦ ἐπελθὼν νικήσῃ αὐτόν, τὴν πανοπλίαν αὐτοῦ αἴρει…»· ή, πιο συγκεκριμένα, στην «Επιστολή προς Εφέσιους» 6:11-13: «…ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ θεοῦ … πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρνίοις. διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ θεοῦ…» Το νόημα παραμένει το ίδιο, παρόλο που το αποδίδει ο ποιητής με αρνητική χροιά, δηλαδή, αναφερόμενος π.χ. στους ξιπασμένους διανοούμενους: «…γεμάτη επιφυλάξεις της συνείδησης και περιστροφές, που μου άφηναν οι περισσότεροι Έλληνες διανοούμενοι απ’ όσους είχε τύχει να γνωρίσω…»
Σεφέρης, «Η συνομιλία με τον Φαβρίκιο», Δοκιμές, δεύτερος τόμος, σ. 293· πβ. Μ. Σεφέρη, «Αναμνήσεις από τη ζωή μου με τον Σεφέρη», ἡ λέξη, σ. 192: «Με τους απλούς ανθρώπους είχε μια οικειότητα. Γιατί και κείνος ήταν απλός. Με τους διανοούμενους, εκεί κάτι σκόνταφτε, περισσότερο μάλιστα με τους Έλληνες διανοούμενους. Γι’ αυτό και είχε αντιπάθειες μεγάλες…»
– Το «makellos gepanzert: τέλεια τεθωρακισμένοι» φέρνει στο νου την εικόνα του «Ritter in schimmernder Rüstung: ιππότη με την λαμπρή πανοπλία», όπως π.χ. αυτή του Λόενγκριν στο καθιστικό του κάστρου Νοϊσβάνσταϊν.
– Στα γερμανικά δεν υπάρχει λόγος να παρεκκλίνεις εδώ από το πρωτότυπο. Αντίθετα, το «in vollkommen Rüstungen: τέλειες πανοπλίες» θα ήταν και κατά λέξη, με ανάλογο ρυθμό, αλλά και βαθιά ριζωμένο στην γερμανική λογοτεχνία και στην παράδοση της μετάφρασης στα γερμανικά· για συντομία, μόνο τρία παραδείγματα:
– Voltaire, Zadig: «… sein Freund Cador, der wieder nach Babylon zurückgekommen war, nachdem er ihn vergebens in Ägypten gesucht hatte, ließ ihm eine vollkommene Rüstung, die ihm die Königin übergeben hatte, in seine Loge bringen …».
Μετάφραση Gottlob Ludwig Richter, 1762, σ. 94.
πβ. Σεφέρης, Κατάλογος Βιβλιοθήκης, σ. 354.
– Παραμύθι από τη Σικελία: Der tapfer Königssohn: «… da nahm der Königssohn schnell eine vollkommene Rüstung, und legte sie an …».
Μετάφραση Laura Gonzenbach, 1870, πρώτος τόμος, σ. 157.
– C. F. Meyer, Der Heilige: «Mir hatte geschaudert, da ich den Mann, welchen ich als allwissend kannte, zum ersten Male als einen Getäuschten und Betrogenen erblickte; Entsetzen kam über mich, dass der väterliche Glauben an die teure Unschuld des Kindes dem Teufel dazu hatte dienen müssen, den Scharfblick des Klügsten zu blenden und durch eine vollkommene Rüstung den vergifteten Pfeil zu treiben …».
Μάγερ, Der Heilige, [Ο Άγιος], νουβέλα, 1880, σ. 46.
6ος στίχος
– «… zum Reden brachte: …τους έκανε να μιλούν»· ο Οδυσσέας όμως λέει εδώ: «…ανάγκαζε να…»
7ος στίχος
– «… zu Füssen legte: …έβαλα μπροστά στα πόδια τους»:
– Το «έστρωνα» προετοιμάζει το «κόκκινο χαλί»· αυτό δεν συμβαίνει με το «legte: έβαλα/έθεσα».
8ος στίχος
– «doch jener rote Teppich, er: αυτό war das Licht nicht: το φως δεν ήταν»:
– Μεταγράφει το δεύτερο μέρος του στίχου κατά τέτοιο τρόπο, που δεν έχει πια καμία σχέση με τον λόγο του Οδυσσέα αυτού του ποιήματος· κάτι που, δυστυχώς, συμβαίνει πολύ συχνά, πιθανώς με τη σκέψη ότι έτσι ακούγεται πιο ποιητικά στα γερμανικά.
– Μετατοπίζει την έμφαση από το «φως» στο «δεν ήταν».
– Δίνει έμφαση δεύτερη φορά στο χαλί με το «er: αυτό» μετά το κόμμα.
– Το «nicht: δεν ήταν» στο τέλος του στίχου στα γερμανικά, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ρητορικός λόγος.
9ος στίχος
– «Was immer sie mir sagten, ich musste es betasten: Ό,τι κι αν μου λέγαν, εγώ έπρεπε να το ψηλαφήσω»:
– Η σύνταξη του στίχου στο πρωτότυπο είναι όσο πιο απλή γίνεται. Η μεταφράστρια τον φουσκώνει βάζοντας το «ich: εγώ» μπροστά από το «musste: έπρεπε να»· ο Οδυσσέας τραβά τα «ασπρισμένα του γένια»,1 σηκώνει το κεφάλι του και λαλεί σαν κόκορας: «εγώ έπρεπε να…»
1 Σεφέρης, «Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο», Ποιήματα, σ. 88.
– Η λέξη «betasten», η οποία είναι πιο κοντά στο «πασπατεύω» παρά στο «ψηλαφώ», δεν ταιριάζει στα γερμανικά με το «müssen: πρέπει».
10ος στίχος
– «wie wenn man dich, verfolgt, nächtens im Stall versteckt: όπως όταν σε κρύψουν (κατά) τη νύχτα σε στάβλο, διωγμένο»:
– Με την πρώτη ματιά δεν φαίνεται στα γερμανικά ότι πρόκειται για ανακρίβεια, αλλά με τη δεύτερη… Κατά τη γνώμη μου, ένας μεταφραστής είναι υποχρεωμένος να ερευνήσει το πού, το πώς και πότε χρησιμοποιεί ένας ποιητής μια λέξη. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για το πώς συνδυάζεται η λέξη «κυνηγημένος» στον ποιητή μας, μπορεί να το βρει λίγες σελίδες πιο μπροστά, Ποιήματα, σ. 219:
ΚΙΧΛΗ
«ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ»
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Η λέξη «(κατα)διωγμένος» έχει στα γερμανικά και στα ελληνικά την ίδια σημασία, π.χ.: είμαι διωγμένος για την πίστη μου: ich werde wegen meines Glaubens verfolgt. Ένα ζώο που προσπαθεί να ξεφύγει από τον κυνηγό του είναι «auf der Flucht» στα γερμανικά όπως κι ο άνθρωπος που προσπαθεί να ξεφύγει από τον πόλεμο και την πείνα.
– «nächtens: (κατά) τη νύχτα» είναι υφολογική δυσαρμονία–ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία.
11ος στίχος
– «oder du ans Ende einer tiefen Scheide kommst: ή φτάσεις στο τέλος ενός βαθιού κολεού»:
– Εδώ, αναρωτιέται κανείς –το λιγότερο– πόσο καλά γνωρίζει η μεταφράστρια τον ποιητή της. Γιατί δεν χρησιμοποίησε ένα αρχαίο ελληνικό λεξικό ή το Λεξικό της Πρωίας όπως το είχε πρoτείνε ο ποιητής, αρκετά ειρωνικά, στον μεταφραστή του, τον Keeley (10 Οκτ. 55, σ. 442);
πβ. στην ελληνική έκδοση της Αλληλογραφίας τους, σ. 113.
πβ. Σεφέρης, «Σκηνοθεσία», Δοκιμές, δεύτερος τόμος, σ. 35-36: «Αλλά χρησιμοποίησα τα επίθετα μιας αντίστοιχης γλώσσας … που νομίζω πως αξίζει να μην τα παραπετάξει η σημερινή χρήση της λαλιάς μας.»
πβ. Αισχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στ. 861-865:
…ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος
πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνη,
θρῆνον ἀδελφοῖν· οὐκ ἀμφιβόλως
οἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων
στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον.
Τι να πει κανείς, πέρα απ’ το ότι ούτε ένας από τους κριτικούς δεν παρατήρησε αυτό το λάθος. Mόνο ένας κριτικός, που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει καλά την Ελληνική γλώσσα, διαπίστωσε ότι κάτι τον ενοχλούσε. Αντί όμως να αναζητήσει προσεκτικά την αιτία, αρκέστηκε να πει ότι η κα Schellinger θα έπρεπε να γράψει: «‹ή φτάσεις στο τέλος ενός βαθιού θηλυκού κολεού›, έτσι ώστε να το καταλάβουν καλύτερα οι γερμανόφωνοι αναγνώστες.» Απορώ γιατί κανένας από τους αποκαλούμενους ειδικούς δεν το παρατήρησε ή δεν τόλμησε να πει ότι ένας καλός ποιητής δεν θα έγραφε ποτέ έναν τέτοιο στίχο· ούτε καν στα λιμερίκια του (Τα Eντεψίζικα) έγραψε κάτι τέτοιο!
12ος στίχος
– «in einem Zimmer, wo es schwül und stickig ist: σε ένα δωμάτιο όπου είναι αποπνικτικά και ασφυκτικά»:
– Το «wo: όπου» μετά το κόμμα, παράλληλα με το γεγονός ότι ο ποιητής διατυπώνει διαφορετικά τον στίχο, δεν είναι υφολογικά κομψό στα γερμανικά.
– Περιττός διπλασιασμός· και μ’ αυτά τα επίθετα βρισκόμαστε ακόμα στο στάβλο του δέκατου στίχου περιτριγυρισμένοι από αγελάδες που μας κοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια.
14ος στίχος
– «das Goldnetz: το δίχτυ χρυσού»:
– Αυτή η λέξη δεν υπάρχει στο λεξικό Duden, του Μπαμπινιώτη της γερμανικής γλώσσας. Είναι ένα τεχνητά σύνθετο ουσιαστικό, κάτι που δεν θυμάμαι να το έχει γράψει ποτέ ο ποιητής μας στα ποιήματά του· κάτι που προφανώς το απέφευγε, έτσι όπως το εξηγεί και για τα σύνθετα επίθετα στη Συζήτηση με τον Κeeley.1 Το τεχνητά σύνθετο ουσιαστικό ανήκει σ’ έναν εντελώς διαφορετικό ποιητικό κόσμο. Είναι ο ποιητικός κόσμος του Paul Celan,2 ο οποίος είναι τόσο μοναδικός που όσοι ήθελαν να εκφραστούν με όμοιο τρόπο, μοιάζουν με μιμητές. Η ποιητική γλώσσα του Σεφέρη αναπτύχθηκε από διαφορετική παράδοση, από άλλες εμπειρίες· δεν αναγκάστηκε να συντρίψει τη γλώσσα του με την καταστροφή του Ολοκαυτώματος και να την ξαναδημιουργήσει όπως ο Celan. Η συμβολή του Σεφέρη στην ανανέωση της ελληνικής ποίησης είναι διαφορετική.
1 Keeley, Συζήτηση, σ. 49-50: «Στα χρόνια των πρώτων μου προσπαθειών, ένιωθα ότι στην Ελλάδα ήταν όλοι υπερβολικά ρητορικοί και αντέδρασα σ’ αυτό. Έτσι αισθανόμουν. Και αντέδρασα σ’ αυτό με πολλούς τρόπους. Παραδείγματος χάριν, στη χρήση των λέξεων, των επιθέτων–ιδίως των σύνθετων επιθέτων, που τα απόφευγα. Η αποφυγή ορισμένων πραγμάτων είναι σε μένα σκόπιμη, ξέρεις. Το ενδιαφέρον μου για την έκφραση δεν αφορούσε τόσο το χρώμα της γλώσσας, που η ελληνική γλώσσα το έχει άφθονο, αλλά την ακρίβεια πάνω απ’ όλα· και για να είσαι ακριβής, πρέπει να είσαι λιτός στη χρήση του υλικού σου. Θυμάσαι ότι ο Valéry είπε ότι ο λυρικός λόγος δεν είναι άλλο παρά η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος, ενός ‹Α!›. Για μένα το ‹Α!› είναι με το παραπάνω αρκετό. Ποτέ δεν προσπαθώ να επεξεργαστώ το επιφώνημα.»
2 Celan, Καμπή πνοής–Atemwende.
– Η τεχνητά σύνθετη λέξη «Goldnetz: δίχτυ χρυσού» δεν αποδίδει αυτό που είδε ο ποιητής: ένα δίχτυ φωτός που λάμπει χρυσό. Κι όμως υπάρχει η λέξη αυτή στην γερμανική γλώσσα ως νέος ιατρικός όρος «Goldnetz-Methode: λαπαροσκοπική μέθοδος-χρυσός» για χειρουργική επέμβαση στη μήτρα· έτσι τουλάχιστον ταιριάζει με το λάθος στο ενδέκατο στίχο.
15ος στίχος
– «in dem die Dinge, Fischen ähnlich, zuckend zittern: όπου τα πράγματα, παρόμοια με ψάρια, τρέμουν σπασμωδικά»:
– Και πάλι, όχι μόνο είναι ρητορικά φορτισμένος ο στίχος στα γερμανικά, αλλά συμπληρώνεται και με διπλασιασμό ή με περιττή λέξη· κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά. Ένα άλλο παράδειγμα, «Ελένη», στ. 61:
«ή και Άϊαξ [sic], Πρίαμος, ακόμα και Εκάβη»
Αυτή η μικρή λέξη «gar: ακόμα και» φτάνει για να παρεξηγηθεί αυτό που θέλει να μας πει ο ποιητής, κι ακριβώς σ’ αυτούς τους στίχους που δείχνουν την ηθική του στάση. Ο ποιητής δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ των ανθρώπων. Ούτε μεταξύ φίλου (Τεύκρος, Αίαντας) κι εχθρού (Πρίαμος, Εκάβη), ούτε μεταξύ γνωστού ήρωα ή ευγενούς κι «άγνωστου, ανώνυμου», και σίγουρα όχι μεταξύ άνδρα και γυναίκας, τον Πρίαμο, τον πάτερα «λισσόμενος» για τον γιο του, «…ἀνδρὸς παιδοφόνοιο ποτὶ στόμα χεῖρ’ ὀρέγεθαι» (Όμηρος, Ἰλιάς , Ω 485-506) και την Εκάβη, την σύζυγο, την μητέρα και γιαγιά:
«τί γὰρ οὺ πάρα μοι μελέᾳ στενάχειν,
ᾗ πατρὶς ἔρρει καὶ τέκνα και πόσις; στ. 106-107
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
τύφεται Ἴλιον, αἰάζωμων,
μάτηρ δ’ ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν
ὄρνισιν ὅπως ἐξάρξω ‘γὼ
μολπάν, … στ. 145-148
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
δούλη γυνὴ γραῦς ῾Ελλάδ’ εἰσαφίξομαι.» στ. 490
Ευριπίδης, ΤΡΩΙΑΔΕΣ
Ο πόνος του πολέμου είναι ίδιος για όλους. Δεν το γνωρίζουν αυτό οι μελετητές, οι μεταφραστές κι οι κριτικοί; Εμένα πάντως με συγκλονίζει ότι είμαι αναγκασμένος να το επισημάνω εδώ με τόσα λόγια. Μα κι οι υπόλοιποι στίχοι του ποιήματος «Ελένη» είναι απαράδεκτοι στα γερμανικά, όπως π.χ. ο στίχος 64: «vom Schicksal nicht dazu verurteilt ist: δεν είναι καταδικασμένος από τη μοίρα» για την ιδιωματική έκφραση: «δεν το ‘χει μες στη μοίρα του».
16ος στίχος
– «und das ein … zieht: και που ένας…τραβά»:
– Στα ελληνικά αρκεί το ρήμα «τραβά»: βλέπεις έναν ψαρά να μαζεύει το δίχτυ του. Στα γερμανικά αυτό δεν αρκεί· πρέπει να συγκεκριμενοποιήσεις την κίνησή του, δηλαδή, πρέπει να πεις το πώς ακριβώς τραβά το δίχτυ του: έξω, μέσα ή πίσω από την βάρκα του σαν τράτα, αλλιώς παραμένει η δήλωση ατελής ή ακόμα και παραπλανητική.
17ος στίχος
– «zusammen mit den Fischernetzen: μαζί με τ’ αλιευτικά δίχτυα»:
– Ίσως θα αναρωτηθεί κανείς τι ρόλο παίζει αν γράψεις εδώ «Fischernetze: αλιευτικά δίχτυα» ή «Netze der Fischer: δίχτυα των ψαράδων»; Έτσι, δίπλα-δίπλα γραμμένα, η διαφορά είναι ολοφάνερη για τον Έλληνα αναγνώστη, αλλά για τον γερμανόφωνο αναγνώστη, όπως φαίνεται, δεν είναι και τόσο εύκολο να την ξεχωρίσει. Λοιπόν, το πρώτο είναι περίπου όπως το λέει ο ποιητής και το δεύτερο είναι κατά λέξη. Το πρώτο έχει διαφορετικό ρυθμό, το δεύτερο αντιστοιχεί στο πρωτότυπο:
«zusammen mit den Fischernetzen»
«μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων»
«zusammen mit den Netzen der Fischer»
Και το πιο σημαντικό: η διαφορά σημασίας. Το πρώτο τονίζει το πράγμα, το δεύτερο μιλά για τους ανθρώπους που το χρησιμοποιούν, μιλά για τον τόπο όπως ήταν εκείνη την εποχή και για τον κόσμο, στον οποίο συμβαίνει το θαύμα. Στο κέντρο της σεφερικής ποίησης βρίσκεται ο άνθρωπος. Αυτά τα ποιήματα είναι αφιερωμένα «στον Κόσμο της Κύπρου», στον Κόσμο «των χωριών της Κύπρου όπως ήταν και που πάει να χαθεί…» όπως γράφει ο Αδαμάντιος Διαμαντής, ο οποίος αρχικά είχε δώσει τον τίτλο Δημογραφία στον πίνακά του που αφιέρωσε στον Σεφέρη.1
Κι ακόμα, ο Σεφέρης γράφει στο ημερολόγιό του, την Τρίτη, 17 Νοέμβρη ’53: «Το κλίμα της Κύπρου γιατί μου πηγαίνει. Ελληνική, χωρίς Έλληνα χωροφύλακα ή δημόσιο υπάλληλο – μετατόπιση της παράδοσης: πιο αρχαία και πιο ντοπιολαλιά…» Και προσθέτει λίγες μέρες αργότερα: «Βρήκα έθιμα που μόνο από παιδί είχα γνωρίσει…», και στον Διαμαντή έγραψε στις 12 Μαρτίου ’54: «Η Κύπρος πλάτυνε το αίσθημα που είχα για την Ελλάδα. Κάποτε λέω πως μπορεί να με πήρε για ψυχοπαίδι της. … Και θέλω να γράψω ένα βιβλίο ποιημάτων που θα λέγεται Κολόκες, σε πείσμα των πρωτευουσιάνων.»2 Πιστεύω ότι δεν είμαι υπερβολικός βλέποντας αυτό τον στίχο σε σχέση με τον τέταρτο, δηλαδή, ως έκφραση της αντίθεσης, η οποία τον έχει βασανίσει επανειλημμένα.3 Ο Σεφέρης την περιγράφει λεπτομερώς, μεταξύ άλλων, στο «Χειρόγραφο Σεπ. ’41»:
στ. 4: «…ανθρώπους με τέλειες πανοπλίες»: Σμύρνη – «ένας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός» – η δημόσια υπηρεσία – οι διανοούμενοι της Αθήνας κτλ.
στ. 17: «…των ψαράδων»: Σκάλα – «…όπου όλα ήταν γοητεία. Εκεί, οι άνθρωποι, θαλασσινοί και χωριάτες, ήταν δικοί μου άνθρωποι…» κτλ.4
Κι ας μου επιτραπεί να σημειώσω πώς το μεταφράζει ο Keeley, ο οποίος είχε την τύχη να συνεργαστεί στενά με τον ποιητή. Δεν μεταφράζει τον στίχο με:
«along with the fishing nets»
αλλά με
«along with the nets of the fishermen»5
Τα δίχτυα είναι τα εργαλεία, το θαύμα όμως συμβαίνει μαζί με τους ανθρώπους: ο άγγελος τραβά το χρυσό δίχτυ μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων, δηλαδή, μαζί με τους ψαράδες.
1 Διαμαντής, Ο Κόσμος της Κύπρου. Αφήγηση, σ. 59-60.
2 Σεφέρης, Μέρες Ϛ´, σ. 105 και σ. 107· πβ. σ. 144 ή Διαμαντής & Σεφέρης, Αλληλογραφία, σ. 32-33.
3 Περιττό να πω ότι πρόκειται για μια γενική πείρα.
4 Σεφέρης, «Χειρόγραφο Σεπ. ’41», Δοκιμές, τρίτος τόμος, σ. 17.
5 Seferis, Complete Poems, σ. 173.
ΓΕΝΙΚΑ
– Ο Σεφέρης ήξερε ότι η ομοιοκαταληξία («Αγιάναπα, Β´», «Μνήμη, Α´», «Πραματευτής από τη Σιδώνα», «Νεόφυτος ο Έγκλειστος μιλά–») δεν μπορεί να μεταφραστεί κι έγραψε ανάλογα στον Keeley (6.5.65, σ. 510): «I read very carefully your translation. It represents certainly a great deal of work and shows a great deal of skill and understanding. But the problem remains in its entirety. I faced it also when I had the idea of translating Racine, Baudelaire, or Valéry etc. Some attempts have been done like C. D. Lewis’ Cimetière Marin (sucessfull) [sic] or R. Lowell’s Phaedra (bad as a translation). The answer to this riddle was given to me by Dante ‹Let everyone know› he says in the Convinio (1st treatise, chap VII), ‹that nothing which hath the harmony of musical connection can be transferred from its own tongue into another without shattering all its sweetness and harmony› – One does not sacrifice, in such case, only the rhyming, but at least half of the poem; and it is better, if a translation must be done all costs, to make frankly a translation in good prosa – an explain to the reader … ».
πβ. στην ελληνική έκδοση της Αλληλογραφίας τους σ. 203-204.
Φυσικά μπορείς να αναφέρεις στις σημειώσεις τα γεγονότα –και τα πολιτικά– που έλαβαν χώρα στα χρόνια που γράφτηκαν τα ποιήματα, κυρίως για τους γερμανόφωνους αναγνώστες που δεν μπορούν να διαβάσουν τα ημερολόγια και τα γράμματα του Σεφέρη· η βιογραφία του Ρόντρικ Μπήτον, δυστυχώς, δεν έχει μεταφραστεί ακόμα στα γερμανικά. Μολονότι θα έπρεπε να υπάρχουν γενικές πληροφορίες γνωρίζοντας ότι δεν μπορείς να εξηγήσεις, να βυθομετρήσεις ένα ποίημα με σημειώσεις ή σχόλια· πρόκειται πάντα για μια προσπάθεια προσέγγισης.1 Ο Σεφέρης εξάλλου δεν ήθελε να ερμηνευτεί στα ποιήματά του η προσωπική του μοίρα κι η εκάστοτε πολιτική. Αυτό γίνεται σαφές και στην έκθεση του κριτικού κινηματογράφου Νίνου Φενέκ Μικελίδη για την παραγωγή της μικρού μήκους ταινίας του, Ελένη, που βασίζεται στο ομώνυμο ποίημα: «Ο Σεφέρης, αφού είδε την ταινία μαζί με τη γυναίκα του, με ευχαρίστησε και έφυγαν, χωρίς όμως να τη σχολιάσει. Απ’ ότι έμαθα αργότερα, από κοινούς φίλους που τον συνάντησαν, ο Σεφέρης δεν έμεινε εντελώς ικανοποιημένος γιατί στην ταινία τοποθέτησα σκηνές από τον απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στην αγγλική κατοχή του νησιού, εικόνες που ο Σεφέρης θεώρησε πολύ συγκεκριμένες, ενώ θα προτιμούσε για την ταινία του εικόνες αφαιρετικές και πιο άμεσες με το κείμενο.»2 Όπως φαίνεται, ούτε καν οι φίλοι του Σεφέρη δεν τον καταλάβαιναν σωστά. Είμαι πεπεισμένος ότι ο Σεφέρης δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «αφαιρετικές» αλλά «πιο γενικές», δεδομένου ότι γνώριζε πολύ καλά ότι ο πόνος είναι κοινός, ότι οι ανθρώπινες καταστροφές επαναλαμβάνονται ασταμάτητα: «‹Βοήθα, Κύριε, όσο να περάσει και τούτο το κακό!…› Και το άλλο, και το άλλο. Και δεν υπάρχει τέλος για την ανθρωπότητα.»3
Η επεξεργασία των σημειώσεων είναι κάτι που βέβαια μπορεί να συζητηθεί· μα είναι ορθό, από φιλολογική άποψη, να παραλείψεις τόσες σημειώσεις, οι οποίες προέρχονται προσωπικά από τον ποιητή –ακόμα και τον πρόλογό του στο Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ´–, χωρίς να το δηλώσεις, κι όλα όσα παραθέτονται να μην δηλώσεις ότι προέρχονται από τον ποιητή και να τα παρουσιάσεις σαν να πρόκειται για δικές σου σημειώσεις;
1 πβ. Βάμβας, «Anmerkungen [Σημειώσεις]», Giorgos Seferis, Drei geheime Gedichte, σ. 70. Νομίζω ότι σχόλια ή μελέτες πρέπει να δημοσιεύονται ξεχωριστά από την ποιητική συλλογή.
2 Μικελίδης, «Η γνωριμία μου με τον Γιώργο Σεφέρη», σ. 127· πβ. Σεφέρης, «Σκηνοθεσία», Δοκιμές, δεύτερος τόμος, σ. 50: «Η δουλεία μου δεν είναι οι αφηρημένες ιδέες, αλλά ν’ ακούω τι μου λένε τα πράγματα του κόσμου, να κοιτάζω πώς συμπλέκουνται με την ψυχή μου και το σώμα μου, και να τα εκφράζω.»
3 Σεφέρης, «Τρεις μέρες στα πετροκομμένα μοναστήρια της Καππαδοκίας», Δοκιμές, δεύτερος τόμος, σ. 77.
– Δυσκολεύομαι να πω και κάτι σχετικά με το επίπεδο των μεταφράσεων από τα ελληνικά στα γερμανικά, κυρίως επειδή δεν υπάρχει και κάτι το ευχάριστο να πω. Βασικά θα μπορούσα να επαναλάβω αυτά που μας λέει ο Σεφέρης για την ποίηση στην Ελλάδα:
– τους λείπει «το ποιητικό αυτί»
– «η ακοή» των μεταφραστών από τα ελληνικά «βρίσκεται, μιλώντας γενικά, σε χαμηλότερο επίπεδο και από το μέσο όρο λ.χ.» των μεταφραστών από τα αγγλικά ή τα γαλλικά.1 Ο Ελληνοελβετός συγγραφέας Γεώργιος Χαλδάς π.χ., ο οποίος έγραψε τα ποιήματά του στα γαλλικά, έχει πρόσφατα μεταφραστεί υπέροχα.2 Το χάσμα μεταξύ του πρωτότυπου και της μετάφρασης είναι τόσο μικρό που σε κάνει να χοροπηδάς πέρα δώθε από χαρά σαν παιδί.
Διαβάζοντας τα ελληνικά ποιήματα στα γερμανικά έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι μεταφραστές είναι μάλλον ενθουσιώδεις φιλέλληνες παρά λογοτέχνες. Η γερμανική ποίηση έχει μια μακρά παράδοση και χρειάζεται μεγάλη εμπειρία ανάγνωσης, υπομονή και καλή «ακοή» για να φτάσει κάνεις στο επίπεδό της ακόμα και με την μετάφραση. Χρειάζεται η ίδια προετοιμασία που χρειάζεται και για να γράψεις ένα ποίημα ή όπως αναφέρει ο Σεφέρης για τον Rex Warner: «Ο πρώτος μεταφραστής μου που δε με παίδεψε. Τον βοηθεί βέβαια πολύ η αρχαία που κατέχει. Ίσως ακόμη περισσότερο η κυριαρχία της δικής του γλώσσας.»3 Ίσως κι επειδή δεν ασχολούνται αρκετά, παράλληλα με το έργο που πρόκειται να μεταφραστεί, με τα άπαντα για να διερευνήσουν το πότε, πού, πώς και το γιατί ο ποιητής χρησιμοποιεί μια λέξη, για να διερευνήσουν την ακριβή έννοια που έχει μια συγκεκριμένη λέξη γι’ αυτόν ή ίσως ακόμα, εξίσου σημαντικό, επειδή δεν ασχολούνται και με τα έργα που διάβασε και τον επηρέασαν κτλ. Σύμφωνα μ’ αυτά κι έτσι όπως το περιγράφει ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του (9 Οκτώβρη 1954),4 η μεταφράστρια θα έπρεπε να είχε προσέξει ότι η λέξη «Bänkelsängerin» («Ελένη», στ. 23) δεν είναι μέρος του λεξιλογίου του ποιητή. Ο «ποιητάρης» διαφέρει από τον «Bänkelsänger ~ ραψωδός» (κι αυτή η μετάφραση στα ελληνικά δεν είναι στην ουσία σωστή). Ο «Bänkelsänger» ανήκει σε μια διαφορετική παράδοση, ή με άλλα λόγια, ο «ποιητάρης» δεν ξεφύτρωσε από την όπερα Die Meistersinger (Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης) του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Δεν θα περνούσε ποτέ από το νου ενός μεταφραστή να μεταφράσει τη λέξη «Rauwi» ή «Griot» με «Bänkelsänger».5
1 Σεφέρης, «Σκηνοθεσία», Δοκιμές, δεύτερος τόμος, σ. 53-54.
2 Haldas, Der Raum zwischen zwei Wörtern, L’espace entre deux mots.
3 Σεφέρης, Μέρες, Ε´, σ. 87.
4 Σεφέρης, Μέρες, Ϛ´, σ. 149·
5 πβ. Σεφέρης, «[Διάλεξη στην Κρήτη]», Δοκιμές, τρίτος τόμος, σ. 188-189: «Όμως αν περιοριζότανε κάνεις μόνο στα λογοτεχνικά κείμενα, πάλι θα δούλευε λειψά. Θα ευχόμουνα ο άνθρωπος της ελληνικής έκφρασης να μπορεί ν’ αντλεί ακόμη από τη γλώσσα όλων των κλάδων του επιστητού: την ιατρική, τη ναυτική, τη νομική κτλ. για να θρέψει αυτή τη γλώσσα που επεξεργαζόμαστε. … αλλά ότι συνάμα πρέπει να γυμναστεί και στην τέχνη που διάλεξε … Και σε τούτο δεν είναι καθόλου διαφορετικός από έναν χορευτή ή από ένα λυράρη.»
– Προφανώς –το λέω, κι ας γίνομαι αναιδής– οφείλεται και σ’ ένα είδος νωθρότητας. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι άπειρες ανακρίβειες και η επιφανειακότητα στις εφημερίδες και στις ραδιοφωνικές εκπομπές; Και πάλι, για συντομία, μόνο τρία παραδείγματα:
– Ο Σεφέρης έχει διαβάσει από τη γερμανική λογοτεχνία μόνο τον Χέλντερλιν…
– Ο πατέρας Σεφεριάδης και ο γιος του, ο Γιώργος, μετανάστευσαν το 1914 στο Παρίσι…
– Το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β´, έχει γραφτεί στην Πρετόρια…
Εκτός από τέτοιου είδους λεπτομέρειες, υπάρχουν και σοβαρά λάθη στις εμμονικές απόψεις για τον Σεφέρη, π.χ. ότι είναι μόνο ένας μελαγχολικός, λυπημένος, καταθλιπτικός, απογοητευμένος ποιητής, ότι η ποίησή του είναι βαριά, δύσκολη κι απλησίαστη, απολιτική, χωρίς κοινωνική κριτική… Ο Σεφέρης είναι τόσο κοινωνικά κριτικός όσο ο Ευριπίδης με τις Τρωιάδες (Τρωάδες) του ή ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του·1 αλλά φαίνεται ότι οι περισσότεροι δεν είναι ικανοί να το αντιληφθούν όταν αποφεύγεις ως ποιητής οποιαδήποτε προπαγάνδα. Και πώς είναι ακόμα δυνατόν να γράφει σήμερα κανείς για τον Σεφέρη, γενικότερα, και συγκεκριμένα για την ποίησή του, χωρίς καν να αναφέρει το χιούμορ του και την ειρωνεία του;2
1 Θαρρώ ότι το κίνητρο των επανειλημμένων αναφορών του Σεφέρη στον Μακρυγιάννη, δεν είναι μόνο η γοητεία του για τον τρόπο της γλωσσικής έκφρασης, αλλά και το περιεχόμενο, δηλαδή, βλέπω τις αναφορές σαν υπαινιγμούς ότι σχεδόν τίποτε δεν άλλαξε από εκείνη την εποχή στην ελληνική πολιτική· το αναφέρει και χωρίς διπλωματική συγκράτηση στην «Συνομιλία» (σ. 303-305), το νεκρολόγιο για τον Θεοτοκά, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στις Εποχές 45, Ιανουαρίου 1967: «…τον παραφράζω [τον Μακρυγιάννη]: Ως τώρα όλοι βαλθήκαμε να καταβροχθίσουμε την Ελλάδα· η στάθμη αυτής της τροφοδοσίας ολοένα κατεβαίνει· σε λίγο θ’ αρχίσει να μας τρώει εκείνη. … Δε μου φταίνε οι θεσμοί και τα πολιτικά συστήματα· μου φταίει το δαιμόνιο που έχουμε να εξευτελίζουμε τον κάθε θεσμό και το κάθε σύστημα, και να σκεπάζουμε τα καμώματά μας με ρητορείες. … Κι επειδή το καθετί έχει γίνει εκμεταλλεύσιμο κομματικά, δεν εννοώ να κάνω τίποτε που θα μπορούσε να ενισχύσει αυτόν τον ανεκδιήγητο κολλυβισμό.»
2 Μ. Σεφέρη, «Αναμνήσεις», ἡ λέξη, σ. 191: «Στα ποιήματά του βρίσκω κι εγώ ότι έχει πολύ χιούμορ για τ οποίο δεν έχουν μιλήσει οι κριτικοί όσο θάπρεπε…».
– Ξέρω, ότι είναι πολύ σκληρό, αλλά πρέπει να πω ότι η μετάφραση αυτή της κας Schellinger μιλά σπάνια με τη φωνή του ποιητή, σα να έχει ξεχάσει ότι ένα ποίημα δεν αποτελείται μόνο από τις λέξεις και το περιεχόμενο, αλλά κι από τον τρόπο έκφρασης, το ύφος του ποιητή.1 Μα αυτό δεν ισχύει μόνο για αυτή τη μετάφραση, αλλά και για τις περισσότερες μεταφράσεις των Ελλήνων ποιητών του 20ού αιώνα στη γερμανική γλώσσα. Οι περισσότερες θυμίζουν τη γλώσσα του Γκέτε ή του Χέλντερλιν· μιμούνται τη γλώσσα μιας άλλης εποχής. Οι μεταφράσεις σπάνια φτάνουν στο επίπεδο των όσων κατόρθωσαν οι ποιητές, δηλαδή, να συνδέσουν την ελληνική ποίηση με τη σύγχρονη εποχή.2
Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι τυχαίο ότι οι γερμανόφωνοι αναγνώστες δεν ενδιαφέρονται και πολύ για την ελληνική λογοτεχνία· υπάρχουν πολλά άλλα βιβλία από άλλες γλώσσες που είναι καλύτερα μεταφρασμένα. Η τελευταία καταστροφή συνέβη με το μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα. Είναι απίστευτο και τραγικό: κατέστρεψαν, έτσι στα καλά καθούμενα, ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής λογοτεχνίας.
1 N. Αναγνωστάκη, «Ο Σεφέρης της Μνήμης και της Λησμονιάς στο ‹Ημερολόγιο Καταστρώματος, α´›», Μαγικές εικόνες, σ. 77: «Ίσως γι’ αυτό η δική μας γενιά αγάπησε περισσότερο τους ‹μη ηρωικούς› μας ποιητές: τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη, τον Σεφέρη, που ήξεραν να πειθαρχούν σκληρά, χωρίς κανένα γλυκασμό, στη φυσική κάμψη της ραχοκοκαλιάς, δίχως να χάνουν την περηφάνεια του ανθρώπου.»
2 Κατά την γνώμη μου γράφτηκαν τα σημαντικά ελληνικά ποιήματα του 20ού αιώνα από ποιητές της γενιάς του ’30 ως της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, δηλαδή, από τον Γιώργο Σεφέρη ως τον Ιάσων Δεπούντη· θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή και στον Ανδρέα Εμπειρίκο και στον Νίκο Εγγονόπουλο, των οποίων η ποίηση δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Το πρόβλημα της κριτικής στην Ελλάδα όμως, σχετικά με την σύγχρονη ποίηση, είναι, αφενός, ότι βρίσκεται σπάνια στο επίπεδο της ποίησης κι αφετέρου ή ακριβώς για το λόγο αυτό, ότι στηρίζεται συχνά σε έξωλογοτεχνικά κριτήρια, ιδίως σε κάποιες ιδεολογίες. Το πόσο βυθίζεται η επιχειρηματολογία τους στην ομίχλη των σκοτεινών φαραγγιών της ιδεολογίας τους, φαίνεται ήδη από τους τίτλους των δοκιμίων. Ο Τάκης Κ. Παπατζώνης, «Ο ένδοξός μας Βυζαντινισμός» (1948), π.χ., δεν βλέπει την καυστική ειρωνεία του ποιήματος «Στὴν ἐκκλησία» του Καβάφη, από το οποίο δανείστηκε τον τελευταίο στίχο για τίτλο, καθιστώντας άτοπο όσα νομίζει ότι είναι υποχρεωμένος να πει και να κριτικάρει· ή ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Το χαμένο κέντρο» (1961), παραβλέπει ότι η ποίηση δεν έχει καν ένα κέντρο που μπορεί να χαθεί, αλλά θεμέλια που αποτελούνται από άπειρα στοιχεία.
πβ. Σεφέρη–Λορεντζάτου, Γράμματα, σ. 155.
– Ευτυχώς υπάρχουν κι εξαιρετικοί μεταφραστές, όπως η μακαρίτισσα Ισιδώρα Rosenthal-Καμαρινέα, η Inez Diller, η οποία μετέφρασε τον Θεοτοκά, ο Norbert Hauser, ο Τέο Βότσος ή ο Δημήτρης Δεπούντης, ο οποίος μετέφρασε τον πατέρα του (Systema Naturae): απίστευτο κατόρθωμα!
Και πάλι: Υποστηρίζω όσα σας είπα στο τηλέφωνο κι όσα γράφω εδώ. Ένας κριτικός αναγνώστης δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τη φήμη της μεταφράστριας, ή αν αυτή είναι φίλη της κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου· πρόκειται αποκλειστικά για την ποίηση του Σεφέρη.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Ευτύχιος Βάμβας
Σανκτ Γκάλλεν 22.12.2018
Επεξεργασία 04.10.2019
AGIÁNAPA I
Und du siehst das Licht der Sonne, so wie die Alten sagten.
Obwohl ich all die Jahre zu sehen glaubte
und unterwegs in den Bergen und auf See
Menschen begegnete in vollkommenen Rüstungen;
seltsam, ich achtete nicht, dass ich nur ihre Stimme sah.
Es war das Blut, das sie zu reden zwang, der Widder,
den ich schlachtete und vor ihren Füßen niederlegte;
doch jener rote Teppich war nicht das Licht.
Was sie mir sagten, musste ich mit Händen greifen,
wie wenn sie dich nachts auf der Flucht im Stall verstecken
oder du endlich zum Körper einer Frau gelangst, ihre schwellenden Brüste,
und das Zimmer ist voll von schweren Düften;
alles, was sie mir sagten: Pelz und Seide.
Seltsam, hier sehe ich das Licht der Sonne: Das goldene Netz,
in dem die Dinge zucken wie die Fische,
das ein großer Engel herauszieht
zusammen mit den Netzen der Fischer.
Μετάφραση Ευτύχιος Βάμβας (2011)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναγνωστάκη Νόρα, Μαγικές εικόνες, τραμ, Θεσσαλονίκη 1973.
Δεπούντης Ιάσων, Systema Naturae, Μανδραγόρας, Αθήνα (1969) 2016.
Διαμαντής Αδαμάντιος, Ο Κόσμος της Κύπρου. Αφήγηση, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία 1991.
Διαμαντής Α. & Σεφέρης Γ., Αλληλογραφία (1953-1971), στιγμή, Αθήνα 1985.
Εγγονόπουλος Νίκος, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 2007.
Εμπειρίκος Ανδρέας, Ενδοχώρα (1934-1937), Άγρα, Αθήνα 1980.
Εμπειρίκος Ανδρέας, Οκτάνα (1958-1965), Ίκαρος. Αθήνα 1980.
Γιανναδάκης Νίκος, Κατάλογος Βιβλιοθήκης Γιώργου και Μαρώς Σεφέρη, Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1989.
Καβάφης Κωνσταντίνος, Άπαντα Ποιητικά, Ύψιλον, Αθήνα 1999.
Λορεντζάτος Ζήσιμος, Μελέτες, τόμος πρώτος, Δόμος & Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2007.
Μακρυγιάννης Ιωάννης, Απομνημονεύματα, Μπάυρον, Αθήνα 2014.
Μικελίδης Νίνος Φένεκ, «Η γνωριμία μου με τον Γιώργο Σεφέρη», Για τον Γιώργο Σεφέρη, Αιπεία, Αθήνα 2009.
Μπήτον Ρόντρικ, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Άγγελο. Βιογραφία, μετάφρ. Μίκα Πρόβατα, Ωκεανίδα, Αθήνα 2003.
Ὅμηρος, Ἰλιάς–Ὀδύσσεια, Insel, Leipzig 1921.
Παπατζώνης Τ. Κ., «Ο ένδοξός μας Βυζαντινισμός», Νέα Εστία 43, Αθήνα 1948.
Σεφέρης Γιώργος, Δοκιμές, δεύτερος τόμος (1948-1971), Ίκαρος, Αθήνα 1984.
Σεφέρης Γιώργος, Δοκιμές, τρίτος τόμος, Παραλειπόμενα (1932-1971), Ίκαρος, Αθήνα 1992.
Σεφέρης Γιώργος, Μέρες, Δ´, 1 Γενάρη 1941–31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος, Αθήνα 1993.
Σεφέρης Γιώργος, Μέρες, Ε´, 1 Γενάρη 1945–19 Απρίλη 1951, Ίκαρος, Αθήνα 1996.
Σεφέρης Γιώργος, Μέρες Ϛ´, 20 Απρίλη 1951–4 Αυγούστου 1956, Ίκαρος, Αθήνα 1986.
Σεφέρης Γιώργος, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 2014.
Σεφέρης Γιώργος/Πασχάλης Μαθιός, Τα Εντεψίζικα, Λέσχη, Αθήνα 1989.
Σεφέρης Γ.–Keeley E., Αλληλογραφία (1951-1971), μετάφρ. Αλόη Σιδέρη, Άγρα, Αθήνα 1998.
Σεφέρη–Λορεντζάτου, Γράμματα (1948-1968), Δόμος, Αθήνα 1990.
Σεφέρη Μαρώ, «Αναμνήσεις από τη ζωή μου με τον Σεφέρη», ἡ λέξη 53, Αθήνα Μάρτης–Απρίλης 1986.
Aischylos, Tragödien, ελληνικά–γερμανικά, μετάφρ. Oskar Werner, Artemis & Winkler (Sammlung Tuskulum), Düsseldorf 1996.
Celan Paul, Καμπή πνοής–Atemwende, γερμανικά–ελληνικά, μετάφρ. Μιχάλης Καρδαμίτσης, Κίχλη, Αθήνα 2018.
Euripides, Τρωιάδες–Die Troerinnen, ελληνικά–γερμανικά, μετάφρ. Kurt Steinmann, Reclam, Stuttgart 1987.
Eustathii, Commentarii ad Homerii Iliadem, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν ῾Ομήρου Ἰλιάδα, τόμος πρώτος, εκ. J. G. Stahlbaum, Cambridge University Press, New York 2010.
Depountis Iason, Systema Naturae, ελληνικά–γερμανικά, μετάφρ. Δημήτρης Δεπούντης, Stroemfeld, Frankfurt am Main 2006.
George Seferis, Complete Poems, μετάφρ. Edmund Keeley και Philip Sherrard, Anvil Press Poetry, London 1995.
Gonzenbach Laura, Sicilianische Märchen, Engelmann, Leipzig 1870.
Haldas Georges, Der Raum zwischen zwei Wörtern, L’espace entre deux mots, γαλλικά–γερμανικά, μετάφρ. Christoph Ferber, Limmat, Zürich 2017.
Keeley Edmund, Συζήτηση με τον Γιώργο Σεφέρη–A conversation with George Seferis, αγγλικά–ελληνικά, μετάφρ. Λίνα Κάσδαγλη, Άγρα, Αθήνα 1986.
Keeley E.–Seferis G., Ein Gespräch, μετάφρ. Fred Kurer, Clemens Müller, Ευτύχιος Βάμβας, Waldgut, Frauenfeld 2004.
Keeley Edmund, «Corresponding with George Seferis, 1951-1971», Princeton University Library Chronicle, Volume LVIII, Number 3, Princeton Spring 1997.
Meyer Conrad Ferdinand, Der Heilige, Contumax (Sammlung Hofenberger), Berlin 2016.
Seferis Giorgos, Logbücher, ελληνικά–γερμανικά, μετάφρ. Andrea Schellinger, Elfenbein (Kleine Griechische Bibliothek, Band 12), Berlin 2017.
Seferis Giorgos, Logbuch III … Zypern, wohin das Orakel mich wies …, ελληνικά–γερμανικά, μετάφρ. Ευτύχιος Βάμβας, Waldgut, Frauenfeld 2011.
Seferis Giorgos, Drei Tage bei den Höhlenklöstern von Kappadokien, μετάφρ. Clemens Müller, Ευτύχιος Βάμβας, Waldgut, Frauenfeld 2015.
Seferis Giorgos, Letzte Gedichte (1968-1971), ελληνικά–γερμανικά, μετάφρ. Ευτύχιος Βάμβας, Waldgut, Frauenfeld 2017.
Seferis Giorgos, Drei geheime Gedichte, ελληνικά–γερμανικά, μετάφρ. Ευτύχιος Βάμβας, Waldgut, Frauenfeld 2018.
Severyns Albert, «Eustathe et le cycle épique», Revue Belge de Philologie et d’Histoire, tome 7, fasc. 2, 1928.
Tsirkas Stratis, Steuerlose Städte 1-3, μετάφρ. Gerhard Blümlein, Romiosini/CeMoG, Freie Universität Berlin, Berlin 2015.
Voltaire, Zadig. Eine morgenländische Geschichte, μετάφρ. Gottlob Ludwig Richter, Frankfurt και Leipzig 1762.