Θέατρο
Μαρία Σύρρου | Οι μνηστήρες της Δανάης
Οι μνηστήρες της Δανάης
(1993)
Τα πρόσωπα του έργου
Διόνυσος, Δίκτυς, Ψαράς, Δανάη, Περσέας, Σιληνός, χορός Σατύρων (τουλάχιστον δύο πρόσωπα.)
Σημείωση: Το έργο είναι βασισμένο στους στίχους που έχουν σωθεί από το σατυρικό δράμα του Αισχύλου «Δικτυουλκοί», καθώς και στους μύθους της αρχαίας Ελλάδας που σχετίζονται με τα πρόσωπα του εν λόγω δράματος.
ΠΡΟΑΓΩΝ
(Ξημερώματα. Μπαίνει στη σκηνή -που είναι διαμορφωμένη σε βραχώδη παραλία- ο θεός Διόνυσος, μεθυσμένος, πάνω σε ένα πλοιάριο με ρόδες. Το πλοιάριο τραβούν δύο ηθοποιοί μεταμφιεσμένοι σε βόδια. Η εικόνα είναι παρμένη από παράσταση αγγείου: πανηγυρική είσοδος του θεού Διονύσου στους ανθρώπους από τη θάλασσα. Ο Διόνυσος ξεζεύει τα βόδια -που αποχωρούν αμέσως από τη σκηνή- και αρχίζει τη διήγηση. Στη διάρκεια της διήγησής του, παριστάνονται από ηθοποιούς οι εικόνες που εκείνος περιγράφει. Το ίδιο συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια του έργου, κάθε φορά που ο Διόνυσος διηγείται.)
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Θαρρώ πως με γνωρίσατε, κι ας ήρθα με το πλοίο.
Είμαι ο Διόνυσος, καλέ, του Δία κανακάρης.
Η Σεμέλη είν’ η μάνα μου, του Κάδμου θυγατέρα.
Οι φήμες λέν’ γεννήθηκα απ’ το πόδι του πατέρα,
αφού εκείνη η άμυαλη με κεραυνό επλάγιασε
και δεν ξανάδε μέρα.
Εμένα, όμως, η θεία μου, η Ινώ, άλλα μου είπε:
«Η μάνα σου σε γέννησε στου Κάδμου το παλάτι.
Μα, ο παππούς, σαν το ’μαθε, ξάναψε και της λέει:
“Χάσου από ’δώ, ξεδιάντροπη, να μη σε βλέπω εμπρός μου!”»
Σε κιβωτό μας έβαλε, στη θάλασσα μας ρίχνει.
Πλέοντας μες στο πέλαγος, κάναμε ταξιδάκι,
και στων Λακώνων τις ακτές φτάσαμε ένα βραδάκι.
Μας ξέβρασαν τα κύματα σιμά στο ακροθαλάσσι,
μα τη μανούλα τη γλυκιά για πάντα είχα χάσει.
Νόμιζα πως μονάχα εγώ τέτοιο κακό είχα πάθει.
Έλα, όμως, που -όπως έπρεπε- δεν τα ’χα όλα μάθει!
Γιατί, καθώς επλάγιαζα στις δάφνες τυλιγμένος
κι έπινα δροσερό κρασί, τι ακούω ο καημένος;
Ο Απόλλων, λέει, απ’ τους Δελφούς, εμήνυσε στο Άργος
πως ο άρχοντας ο Ακρίσιος θα ’βρει κακό μεγάλο.
Πως η Δανάη, η κόρη του, εγγόνι θα του κάνει,
κι αυτό -είναι στη μοίρα του- τον πάππο θα ξεκάνει.
Ο Ακρίσιος τρελάθηκε, το νου του τον εχάνει.
Κρύβει την κόρη για καλά, μα τίποτα δεν κάνει.
Ο Δίας την αγάπησε και σε… μπελά τη βάνει.
Όταν ωρίμασε ο καρπός γεννήθηκε ο Περσέας.
Ο Ακρίσιος άμα το ’μαθε κοντεύει να του στρίψει.
Πιάνει και κλείνει και τους δυο σε ξύλινο σεντούκι,
στη θάλασσα τους έριξε, να πάνε, να χαθούνε.
Κι ενώ στη Σέριφο κοντά ταξίδευεν η κούτα,
ράγισεν η καρδούλα μου και συλλογιέμ’ ετούτα:
Το άμοιρο τ’ αδέρφι μου γιατί να πάει χαμένο,
που τις Μυκήνες να χαρεί του ήτανε γραμμένο;
Παίρνω και στέλνω, μια και δυο, στο ξερονήσι απάνω,
εφιάλτες άγριους, κακούς, στον ύπνο δυο ψαράδων.
Ξυπνούν αυτοί, στα γρήγορα τα δίχτυα κουβαλούνε
και -βουρ- για ψάρεμα τραβούν, χωρίς να το σκεφτούνε.
Μα, όπως τα δίχτυα είχαν αδράξει
κι όλα τούς φαίνονταν εντάξει…
ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
(Στους τελευταίους έξι στίχους εμφανίζονται στη σκηνή οι δύο ψαράδες, που αποτελούν κωμικό δίδυμο. Τα δίχτυα ανήκουν στον έναν από τους δύο, το Δίκτυ, που έχει και το πάνω χέρι.)
ΔΙΚΤΥΣ
Άκουσες κείνο που άκουσα;
Μίλα! Tι να ’ταν, άραγε, κρότος ή μήπως χλαλοή;
ΨΑΡΑΣ
Άκουσα κείνο που άκουσες.
Αλλά κι εσύ, εις το εξής, το νου σου έχε,
για να με προφυλάξεις.
ΔΙΚΤΥΣ
Τι σόι προφύλαξη μου ζητάς;
Για τι να ’χω το νου μου;
ΨΑΡΑΣ
Μήπως και δεις από τα κύματα
σημάδια ύποπτα να ξεπροβάλλουν.
ΔΙΚΤΥΣ
Μήτε σημάδι, μήτε τίποτα δε βλέπω.
Γαλήνιο το πέλαγο αναπαύεται.
ΨΑΡΑΣ
Ρίξε, καλού-κακού,
και μια ματιά προς τις σπηλιές των βράχων.
Εκεί, σου λέω, στο ακροθαλάσσι.
ΔΙΚΤΥΣ
Ορίστε, σου ’κανα τη χάρη.
Κοίταξα κι από κει, μα τίποτα.
ΨΑΡΑΣ
(Ξαφνικά, νιώθει μεγάλη αντίσταση στα δίχτυα που κρατάει.)
Ω, ω, ω! Τι να ’ναι αυτό που πιάσαμε;
Τι να ’ναι αυτό που βλέπουνε τα νυσταγμένα μου ματάκια;
Θανατηφόρα φάλαινα, κάνα σκυλόψαρο, ή μήπως είναι φώκια;
ΔΙΚΤΥΣ
Αφέντη Ποσειδώνα, και συ Δία θαλασσινέ,
στείλτε σε μας τους δυο ταλαίπωρους ψαράδες
κάνα συφερτικό πεσκέσι,
μπας και δουλέψει λίγο το στομάχι μας.
ΨΑΡΑΣ
Πού μας τραβήξανε τα δίχτυα σου;
Έτσι που ’χουν γεμίσει φύκια,
θέλει κόπο πολύ για να τα βγάλουμε έξω.
ΔΙΚΤΥΣ
Τράβηξε εδώ, βoήθα με! Μπα, όπως κι αν προσπαθήσουμε,
η δύναμη η δική σου κι η δική μου μαζί
δε μας φτάνει το βάρος να νικήσουμε.
Μακάρι ο γερο-νησιώτης ο θεός, ο Ποσειδώνας,
ν’ ακούσει με συμπάθεια τα παρακάλια μας
και να ’ρθει ένα χεράκι να μας δώσει.
ΨΑΡΑΣ
Βαριά δουλειά, δεν προχωράει!
Λέω να βάλω τις φωνές και ταραχή μεγάλη να σηκώσω.
Ε, ε, ε! Γεωργοί κι αμπελουργοί, κοπιάστε όλοι!
Βοσκέ, και συ αγελαδάρη, κι ο κάθε ντόπιος!
Εσείς οι ναυτικοί κι οι θαλασσοδαρμένοι, δώστε ένα χέρι
να τραβήξουμε έξω τούτη τη ζόρικη κι ανάποδη ψαριά!
ΔΙΚΤΥΣ
Μπα, δε βλέπω κανέναν. (Κοιτάζει πιο προσεχτικά.) Με τίποτα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Κάθεται κάτω ο ψαράς, βαρύς και συλλογιέται.
ΔΙΚΤΥΣ
Τι πάθαν και δεν έρχονται! Μα, δεν ακούει κανένας;
Έτσι είσαι; Κι εγώ ευθύς πιο δυνατή φωνή θα μπήξω.
Ω, ω, ω! Εσείς που μένετε στον τόπο αυτόν εδώ τον πελαγίσιο,
αγρότες κι όσοι κυνηγοί, ακούστε τις φωνές μου,
κι ελάτε να τραβήξουμε όλοι μαζί το δίχτυ!
(Προς τον άλλο ψαρά.) Μη χαλαρώνεις το σχοινί.
Να, κάποιοι, το δίχως άλλο, καταφτάνουν.
(Κάνουν την εμφάνισή τους στη σκηνή τουλάχιστον τρεις σάτυροι. Ένας από αυτούς είναι ο αρχηγός της παρέας, ο Σιληνός.)
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Την έσχατη τη λύση αφού δοκίμασε ο ψαράς
φαίνεται πως εστάθη τυχερός.
Τα σουβλερά τ’ αυτιά κάποιων πλασμάτων δυνατών, βαρβάτων
συλλάβαν τις αγριοφωνάρες του.
Για δες, μέσα στο γλυκοχάραμα, η παραλία γέμισε, απρόσμενα,
τραντάγματα κορμιών, χάχανα και φαλακρά κεφάλια.
Οι σάτυροι μπουκάραν, οι ερωτιάρηδες.
Αυτοί, μωρέ, που δίχως ενοχή καμιά κοιμούνται – άμα λάχει – και με
τις Νύμφες, τις βαθύκορφες βυζάστρες άστεγων βυζανιάρικων.
Κόρες κι αυτές – ποιανού άλλου – του Διός.
Ο αρχηγός της φαμελιάς τους,
που αποκρίνεται μόνον αν Σιληνό τον εφωνάξεις,
τραβάει μπροστά, καμαρωτός.
Πληροφορείται περί τίνος πρόκειται,
κι αφού εξασφαλίσει τη μισή ψαριά
τάζει στο Δίκτυ χείρα βοηθείας
να τραβηχτούν τα δίχτυα στα ρηχά, στο άψε σβήσε.
Μα, η ψαριά παράξενη, κλεισμένη μες σε κούτα!
Κάνουν να την ανοίξουν, τι να δουν! Τους κόβεται η ανάσα.
Μία…μανούλα αντίκρισαν!
Μανούλα όμορφη, με τ’ αγοράκι της αντάμα.
Μην πάει ο νους σας μακριά,
Δανάη λέγαν την κυρά, Περσέα το μικρούλη.
Μόλις τους είδε ο μπόμπιρας ελύθηκε στα γέλια.
Μυρίστηκαν οι στεριανοί τη θεϊκή του ρίζα
κι απ’ τη Δανάη ζήτησαν να μάθουν την αλήθεια.
Τι κι αν τους είπε τα δεινά που ’χε δεινοπαθήσει!
Και ο Δίκτυς και ο Σιληνός αλλού είχαν το νου τους:
πώς, ο καθένας χωριστά, το λόγο ν’ αθετήσουνε
και την ψαριά ολόκληρη δική τους να κρατήσουνε.
Πρώτος μιλάει ο Σιληνός, και σειέται ο κόσμος όλος.
ΣΙΛΗΝΟΣ
Στο λέω, ψαρά, αποφάσισα τη μάνα εγώ να πάρω.
Το πιτσιρίκι πάρε εσύ κι ό,τι άλλο περισσεύει.
(Ο Σιληνός κάνει τη μοιρασιά και συνεχίζει.)
Αχ, άκαρδε! Πώς το βαστάς μάνα και γιο να τους χωρίσεις;
Α, α, α! Εγώ είμ’ ευαίσθητη καρδιά. Θα πάρω και τους δυο τους.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Θυμώνει τότε ο ψαράς κι ορμάει κατά πάνω.
Χιμούν κι οι σάτυροι μαζί και γίνεται το σώσε.
Η Δανάη τον ελυπήθηκε το φουκαρά το Δίκτυ,
που της χρονιάς του έφαγε γι’ αυτήν και τον Περσέα.
Ζητάει, λοιπόν, γονατιστή, ευθύς να χωριστούνε.
Τότε, Δίκτυς και Σιληνός αλλάζουνε τροπάρι:
με λόγια πλάνα προσπαθούν να πάρουν με το μέρος τους
του βασιλιά Ακρίσιου τ’ όμορφο το βλαστάρι.
Ξεσπάθωσε ο ψαράς μεμιάς, κι αρχίζει και της λέει.
ΔΙΚΤΥΣ
Μην πας μαζί τους, άκου με, αν θέλεις το καλό σου.
Αυτοί είναι αθυρόστομοι. Τρόπους κακούς θα μάθουνε
στον άμοιρο το γιο σου!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ο Σιληνός ντροπιάστηκε, κι ευθύς αντιμιλάει.
ΣΙΛΗΝΟΣ
(Στη Δανάη)
Αμ, την ουρά την όμορφη, που αλόγου ίδια μοιάζει,
την πρόσεξες; Μ’ αυτήν τις μύγες κυνηγώ. Κι αν θες,
και για τα σένα, κάτω απ’ τον ίσκιο τον παχύ,
όπου θα την αράζεις, θα την κουνώ, ανελλιπώς,
κι ήσυχα θα πλαγιάζεις.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Αλλά, ο ψαράς δεν άργησε, το…φτυάρι ξαναπιάνει!
ΔΙΚΤΥΣ
Δανάη μου, το γούστο σου δε θέλω να το κρίνω.
Άνοιξε, όμως, τα μάτια σου και κοίτα τους πώς είναι.
Χοντροί, κοκκινομούρηδες, πλακουτσομυταράδες.
Από αλάργα φαίνονται πως πίνουν και μεθάνε.
Κάποτε, κάποιον απ’ αυτούς – περάσαν χρόνια τώρα –
αιχμάλωτο τον έπιασαν, και σκνίπα καθώς ήτανε,
βαθιές σοφίες, θεϊκές, άθελα αποκαλύπτει.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Η έρμη η Δανάη μπούχτισε, ευθύς τ’ αυτιά της κλείνει.
ΔΑΝΑΗ
Δε σας αντέχω! Φτάνει πια! Αρκετά είπατε ως τώρα!
Ένα ακούστε που θα πω, και δε σας ξανακρένω.
Δεν πρόκειται κανέναν σας εγώ να αγαπήσω.
Μακριά σας θέλω, μόνη μου, με τον Περσέα να ζήσω.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Τότε, ο Δίκτυς σκέφτηκε κάτι πιο φινετσάτο:
να πάει να φέρει δικαστή, να πει ποιος έχει δίκιο.
Ενόσω αυτός θα πήγαινε, οι άλλοι ας γλεντούσαν.
Κρασί ας πίναν άφθονο και ας μεθοκοπούσαν.
Αυτό τον βόλευε πολύ, για να ’χει να τους σούρνει.
Μα, όμως, δεν του πέρασε κάτι άλλο απ’ το κεφάλι:
θα προσπαθούσε ο Σιληνός και πάλι να την πείσει
την όμορφη Δανάη του, να του την ξεμυαλίσει.
(Αποχώρηση του Δίκτυ μαζί με το δεύτερο ψαρά.)
ΣΙΛΗΝΟΣ
Άπαντες βάζω μάρτυρες, τούτη εδώ την ώρα,
θαλασσινούς και στεριανούς, μα και θεούς του Ολύμπου,
για να πιστέψεις, μάτια μου, όσα θα ειπώ μπρος σ’ όλους.
Το γλιτωμό δε θα ’βρισκες, γλυκιά μου, ως τα τώρα,
άμα δεν έπαιρνες εμέ προστάτη και βοηθό σου.
Μα έχω και κάτι πρόσθετο να σου υπενθυμίσω:
από την πρώτη τη στιγμή που ήρθατε στη νήσο
τ’ όμορφο το βλαστάρι σου χαρούλες μου ’κανε πολλές
λες κι ήμουνα η νταντά του.
Άμα, λοιπόν, μου πεις το «ναι» και γίνουμε ζευγάρι
έτσι πολύ θα μ’ αγαπά όσο να γίνει παλικάρι.
ΔΑΝΑΗ
Θεοί μου, βοηθήστε με, όπου κι αν κυβερνάτε!
Δία μου, εσύ, που μ’ έστειλες μέσα σ’ αυτή τη δύνη,
λυπήσου με και στέρξε να σωθώ από αυτά τα κτήνη!
Πώς το βαστάξατε, θεοί, να με παραπετάξετε
σ’ αυτούς τους λάγνους; Μήπως και την τιμή μου,
σα να ’μουν σκλάβα, θέλετε τώρα να ρημάξετε;
Υπάρχει τρόπος να σωθώ, τρόπος να τους ξεφύγω.
Θηλιά θα δέσω στο λαιμό για να τους εμποδίσω
να κάνουν κάτι άπρεπο χωρίς τη θέλησή μου.
Με τη θηλιά για φόβητρο, κάθε υποψήφιος γαμπρός,
μα και του γιου μου υποψήφιος πατέρας,
δε θα τολμήσει του πελάγου έρμαια να μας αφήσει.
Ο φόβος για να μη με πνίξει, Δία, καλέ μου,
στείλε μου κάποιον να με στηρίξει.
Αφού εσύ προκάλεσες τούτη τη συμφορά μου,
πάρε μακριά μου, γρήγορα, τ’ αβάσταχτα τα βάσανά μου.
ΣΙΛΗΝΟΣ
(Στη Δανάη)
Ό,τι είχα να σου πω, εγώ σου το ’πα.
Θα ’ναι η ζωή θεσπέσια μαζί με μας αν μείνεις.
ΠΡΩΤΟ ΧΟΡΙΚΟ
ΣΑΤΥΡΟΙ
Για δες το πώς χαμογελάει
το γλυκό πιτσιρικάκι,
καθώς με βλέπει και κοιτάει
το φαλακρό μου κεφαλάκι.
Θα του αρέσω φαίνεται.
Για άκου το, «πατερούλη» με φωνάζει,
και δεν τρομάζει
απ’ τα τομάρια που φορώ.
Κι αυτά θα του αρέσουν,
για κοίτα το καημένο,
όπως και το… κοντάρι μου
που είναι τεντωμένο!
ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΣΙΛΗΝΟΣ
(Στη Δανάη)
Σου φτιάχνει τη διάθεση
έτσι καθώς το βλέπεις
να σου γελά όλο χαρά.
ΔΑΝΑΗ
(Στον Σιληνό)
Αντίθετα, τη διάθεσή μου εσύ έχεις χαλάσει!
Γελιέσαι αν νομίζεις πως για φίλο μου σ’ έχω περάσει.
ΣΙΛΗΝΟΣ
Αχ, τι καλά να μην ξαναεμφανιστεί ο Δίκτυς.
Αγύριστος να ’ναι ο πηγαιμός του
και βέβαιος για πάντα ο χαμός του.
Τούτο το θείο δώρο θα θελήσει, με το ζόρι,
για πάρτη του να το κρατήσει.
(Στον Περσέα)
Έλα στον πατερούλη, μωράκι μου γλυκό.
Μη μου κλαις και μη φοβάσαι.
Με φίλους από δω και μπρος θε’ να ’σε.
Έλα να σε παίξω, να σε ταχταρίσω,
μ’ όλα τα ζώα του δάσους να σε γνωρίσω.
Σκαντζοχοιράκια και νυφίτσες κι ελαφάκια
θα ’ναι εις το εξής τ’ αγαπημένα σου τα παιχνιδάκια.
Κι όταν με το καλό θα αποσταίνεις,
στο κρεβατάκι σου, μαζί με μένα – τον πατερούλη σου-
και με τη Δανάη θα ξαποσταίνεις.
Με γέλια και με ξεγνοιασιά τα χρόνια θα περνούνε.
Η ανατροφή σου θα ’ναι πιο καλή κι απ’ τις καλές.
Παλικάρι θα σε κάνω, να νικάς και το λιοντάρι.
Στο κυνήγι θα ’σαι πρώτος και στο τρέξιμο το ίδιο.
Όταν πιάνεις τα ελάφια θα τα φέρνεις στη μανούλα,
να τα ψήσει για να φάμε. Θα περνάμε μια χαρούλα!
ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΟΡΙΚΟ
(Η Δανάη βλέποντας το μικρό Περσέα ευχαριστημένο, αποδέχεται σιωπηρά την πρόταση γάμου του Σιληνού.)
ΣΑΤΥΡΟΙ
Μπράβο σου, αφέντη!
Θαρρώ πως τα κατάφερες
τη νύφη να στριμώξεις.
Αν και της κόπηκε η λαλιά,
φως φανερό μού φαίνεται
για άντρα της σε θέλει.
Το γάμο ας ετοιμάσουμε,
γιατί μοιάζει να βιάζεται
γυναίκα σου να γίνει.
Τα τρυφερά φιλιά σου να χαρεί
κι ό,τι άλλο από σένα λαχταρεί.
Δεν έχει κι άδικο η καημένη.
Τόσον καιρό μες στο μπαούλο
ήτανε κλεισμένη.
Τη νιότη ήρθε η ώρα να γιορτάσει
κι εμάς τους ερωτιάρηδες
χαρά μεγάλη να μας πιάσει!
ΕΞΟΔΟΣ
(Ντύνουν τη Δανάη νύφη και το Σιληνό γαμπρό.)
ΣΑΤΥΡΟΙ
(Αποχωρούν τραγουδώντας)
Δώσε της να πιει κρασί.
Να γλεντήσει, να χαρεί.
Κοίτα, κοίτα πώς ρουφάει απ’ το κανάτι.
Δωσ’ της κι άλλο.
Να τη βλέπω την καράφα της γεμάτη.
Σήκω, σήκω! Τρέχα, Τρέχα! Χοροπήδα!
Γέλα και τραγούδα με μανία.
Χόρευε, χόρευε!
Πιασ’ το χέρι του γαμπρού.
Τύφλα να ’χει ο ψαράς.
Πού να ξέρει ο φουκαράς!
Τζάμπα ο κόπος του θα πάει.
Όποιος μαίνεται νικάει!
Α, α, α, ρε Δίκτυ, κακομοίρη,
έχασες, τι κρίμα, της χρονιάς το πανηγύρι!
Share this Post