Κριτική
Κώστας Κρεμμύδας | Για την Ευγενία του Αντώνη Δ. Σκιαθά
Mνήμες προγόνων
…από το ομώνυμο ποίημα της συλλογής, που ’χουν τη θέση τους στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, θα μπορούσε να οριστεί συμπερασματικά η τελευταία συλλογή του Αντώνη Δ. Σκιαθά με τίτλο ΕΥΓΕΝΙΑ (εκδ. Πικραμένος, πάτρα 2016, σελ. 119) δανεισμένο (ή οφειλόμενο) στην κόρη του Ευγενία-Μιχαέλα, στην οποία ο ζωγράφος Γιάννης Στεφανάκις, αφιέρωσε ένα επιχρωματισμένο σχέδιο στη σελίδα 15.
Τα ποιήματα-σχόλια με βάση ιστορικά γεγονότα, ρινίσματα συμβάντων, αναμνήσεις σύγχρονες και παλιότερες που αλληλομπλέκονται σε ένα είδος σφιχτής ύφανσης πάνω στο πέπλο της Ελλάδας προσομοιάζουν με χορικά αποσπάσματα, μονολόγους τραγωδών, χρησμούς μάντεων, αλλά και ωδές κι όχι μονάχα στο ομότιτλο ποίημα «Ωδή στον λεύτερο Δυσσέα».
Μια πρώτη προσέγγιση των επιλογών του θα μπορούσε να ανιχνευθεί σε τρία επίπεδα: τόπος-χρόνος-πρόσωπα. Δίχως χρονολογική συνέχεια, με αλληλένδετες τις εποχές τα μέρη και τους δρώντες καθώς στον Αντώνη Σκιαθά παρατηρείται μια απόλυτη ελευθερία, στα όρια τα άναρχης επιλογής, στη χρήση κάθε φορά και στη σύμπλευση, μέσα στο ίδιο ποίημα από στίχο σε στίχο και από στροφή σε στροφή, των τριών αυτών σταθερών που ανέφερα. Παράδειγμα: τους Λέοντες της Δήλου στα ιερά της κοιμήσεως/ του Γεωργίου Νόελ λόρδου Μπάιρον/ Ένοικος κι αυτός, όπως και ο λόρδος, του μεγάλου πελάγους/ ύφαινε τις εμμονές του θέρους […] Ήξερε καλά όπως η Άννα η Κομνηνή/ ότι το ξημέρωμα υπήρχαν πάντοτε κλωστές/ με αίμα κι αλεύρι σπαρμένο στο περβάζι/ της νήσου γι’ αυτούς που θα έρθουν νέοι. (σ. 25). Εδώ έχουμε τον ποιητή κι επαναστάτη Φιλέλληνα του ’21 με τη βυζαντινή πριγκίπισσα του 11ου αι. την οποία επίσης έχει μνημονεύσει κι ο Καβάφης στο ομότιτλο ποίημά του «Άννα Κομνηνή».
Για να επανέλθουμε στην κατηγοριοποίηση που επιχειρώ μέσα από την ποίηση του Αντώνη Σκιαθά, έχουμε στην ενότητα τόπος: τη Γέφυρα του Ευρίπου, την Ιωνία, πόλη του Ανακρέοντα, την Τροία, τη μονή Δαφνίου, τη Δήλο, την Παλμύρα, το Άθως, τις κολόνες του Επικούρειου Απόλλωνα, τη λίμνη Κουμουνδούρου (εκεί όπου ο Πατρινός Περικλής Γιαννόπουλος «δημιούργησε την αυτοκτονία της λίμνης/ στο κορμί του»), τις ανασκαφές του Σούνιου, την Ιθάκη, τις κοίτες του Αλφειού (εκεί όπου ο Μελάμποδας συνάντησε τον θεό Απόλλωνα), την Ίμβρο και την Τένεδο/ την Οία και τη Ρω, τη σοφίτα του Ερέχθειου, της Κρήτης τα άγια βουνά, γυμνόλαιμες πλαγιές της Αστυπαλιάς, της Τήλου, της Κύθνου/ και των λοιπών περιουσιών της Γαληνοτάτης Πατρίδας, την πλάνη του Ταΰγετου, τη μαγγανεία της ποίησης/ στις νήσους των Σποράδων, τα βράχια των Μυκηνών, τ’ άπειρο στις αποσκευές των πρώτων μεταναστών/ της Αμερικανικής Ηπείρου, τις μνήμες του κήπου των Ελαιών, τους αφημένους βράχους της Μιλήτου, τα γιασεμιά της Τροίας, Αιδηψός – Τσεσμές/ Αιτωλικό –Αλεξάνδρεια, τα Ιόνια νερά, τη Ρούμελη, την Επτάνησο σε μια απογευματινή αιώρα στο πέλαγος…
Στην ενότητα χρόνος παρακολουθούμε μέσα από τα ποιήματα τη σύμπραξη/σύμπλευση των αιώνων, μια κατάλυση δηλαδή των χρονικών αποστάσεων που μόνο στην ποίηση μπορεί να επιτευχθεί. Εκεί όπου ο 9ος-8ος π.Χ αιώνας συνυπάρχει με το τέλους του 11ου μ.Χ. αιώνα: το έθνος των τοκογλύφων, στα όρια της Τροίας,/ δίπλα στις βροχερές αγορές/ της μονής Δαφνίου. Και αλλού: Τις νύχτες του Ομήρου (του 710 π. Χ.) να συμπλέουν στην ίδια στροφή με τους Σολωμό και Κάλβο (του 19ου αιώνα). Τον Σίγκμουντ Φρόυντ (19ος-20ος αι) με τα κορμιά του Διγενή (11ος-12ος αι) και τον Αντρέα Κάλβο στο ίδιο ποίημα.
Τέλος στην ενότητα πρόσωπα υπάρχει μια τεράστια βεντάλια που εκτείνεται από ζωγράφους, ποιητές, ιστορικά πρόσωπα, επαναστάτες της κλασσικής και σύγχρονης περιόδου. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε:
Όμηρος, Πλάτων, Ρωμανός ο Μελωδός, Σολωμός, Κάλβος, Κ.Π. Καβάφης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Κωνσταντίνος Καρυωτάκης, Έκτωρ Κακναβάτος, Αντώνης Σαμαράκης, Νικόλαος Καρούζος, Θανάσης Κωσταβάρας,
Λεονάρντο ντα Βίντσι, Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, Γιαννούλης Χαλεπάς, Γιώργος Μπουζιάνης, Γιάννης Τσαρούχης,
Άννα Κομνηνή, Ιωάννης Ρούκης εκ Φωκίδος, Μαντώ Μαυρογένους, Γκούρας, Ιωάννης Καποδίστριας, Άρης Βελουχιώτης, Νικόλαος Πλουμπίδης…
Η σύνδεση/αναγωγή σημαινουσών περιόδων με τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία των τελευταίων ετών παραπέμπει σαφώς στη μέθοδο του Καβάφη: όπως και στον Καβάφη έχουμε ιστορικά ποιήματα εμπνευσμένα κυρίως από την ελληνιστική περίοδο, την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, χωρίς να λείπουν και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές. Μόνο που στον Αντώνη Σκιαθά έχουμε και αναφορές στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή την επανάσταση του ’21, αλλά και αναφορές από την κλασική αρχαιότητα (σε αντίθεση με τον Καβάφη). Ενώ, όπως και στον Αλεξανδρινό ποιητή, βλέπουμε ανάλογα και στην περίπτωση του Σκιαθά φιλοσοφικά ποιήματα –«διδακτικά» όπως χαρακτήρισαν κάποιοι τα ποιήματα του Καβάφη και ποιήματα ποιητικής, όπως συνηθίζεται να λέγεται σήμερα… Ποιήματα δηλαδή με «συμβουλές προς ομοτέχνους», δηλαδή ποιήματα για την ποίηση, και ποιήματα που πραγματεύονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη μοίρα των λαών, την έννοια του χρέους, ή περιγράφουν τις τραγωδίες της φυλής.
Ένας ακόμη ευδιάκριτος άξονας της ποίησης του Αντώνη Σκιαθά είναι ο λυρικός υπερρεαλισμός τύπου Έκτορα Κακναβάτου τον οποίον άλλωστε ονοματίζει ο Σκιαθάς στο ποίημά του «Χρησμοί της μνήμης του Ελεεινού της ποίησης»: Με τον τρόπο, λοιπόν του ποιητή/ Έκτορα Κακναβάτου/ το θέρος γίνεται μαΐστρος/ στον ασβεστόλιθο της πρώτης εφηβείας. (σ.20). Ένα κράμα δηλαδή ισοπεδωτικής αποκαθήλωσης κάθε συνέχειας από στίχο σε στίχο, μια αποδόμηση της λογικής αναμονής που έχει ως στόχο τη λεκτική εκκένωση αντίθετων ηλεκτρικών φορτίων-λέξεων, προκειμένου να δημιουργηθούν αστραπές στίχων και νοηματικοί κεραυνοί στροφών. Ο Σκιαθάς το ορίζει ως φρυκτωρία ξενιτιάς, όπου φρυκτωρίες είναι ακριβώς οι πυρσοί που ανάβονταν από τόπο σε τόπο για να επιτευχθεί η επικοινωνία με τα μακρινά μέρη, ένα είδος σημάτων μορς της αρχαιότητας. Αλλά τι άλλο μπορεί να χαρακτηριστεί η ποίηση –παρά σήματα μορς μεταξύ ποιητή και αναγνώστη;
Ένα παράδειγμα για τη σχέση με τον Έκτορα Κακναβάτο: όλα τα ασημικά της φάρας του Γιαννούλη Χαλεπά,/ με μια αλλαξιά εσώρουχα του στρατηγού της Επανάστασης/ Ιωάννη Ρούκη εξ Ευβοίας/ και τις επτά ταριχεύσεις του Εγώ,/ διπλοραμμένες σε μια φόδρα του ταγέρ/ της Μαντούς Μαυρογένους. (Α. Δ. Σκ. «Δραπέτης χρόνος», σ. 17)
Και από το «Τοπίο με φλύκταινες», της συλλογής Οδός των Λαιστρυγόνων του Κακναβάτου: Δεν ύπαρχε τρόπος να ξεφύγω/ μόνον ο λεξικογράφος Αναστάσης Ορλόφσκυ/ γυάλιζε πού και πού τα ομοιοκατάληκτα…
Η Ευγενία είναι χωρισμένη σε έξι ενότητες. Οι τρεις πρώτες, όπως μας λέει κι ο ίδιος ο ποιητής: Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα, Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών, Οι συγγενείς στα ιαματικά λουτρά της Αιδηψού, αποτελούν μια τριλογία που θα μπορούσαν να επέχουν και αυτοτελή θέση σε μια έκδοση. Παρά ταύτα θεωρώ πως λειτουργούν μέσα στο ίδιο σώμα του βιβλίου κι από την άποψη αυτή βοηθά η κοινή αίσθησή τους κυρίως με την μεθεπόμενη ενότητα του βιβλίου Οι παρουσίες στις ακτές της πολιορκηθείσης πόλεως του Μεσολογγίου. Στη χαραυγή του παρόντος,/ επίμονα τα πλήθη συρρέουν/ και πάλι στην πόλη/ με τα σιδερένια λιοντάρια,/ ουρλιάζοντας στα σιντριβάνια/ για το αίμα της αυριανής μέρας, διαβάζουμε στο ποίημα «Αυτόχειρας εξ ετεροχθόνων» από τη σχετική ενότητα. Το φορτισμένο Μεσολόγγι σύμβολο της πολιορκίας αλλά και της εξόδου. Το Μεσολόγγι που σώπαινε «ανεβαίνοντας υψόμετρα τη νόηση/ πάσχιζε να γενεί σιρίτι του Γαλαξιδιού/ ή παιδικό καΐκι», κατά τον Κακναβάτο. Τη γενέθλια πόλη του πατέρα μου που σήμερα (σ.σ παρoυσίαση στο Polis Art Café την Τετάρτη 18.1. 2017) αν ζούσε θα γιόρταζε την ονομαστική του εορτή. Γι’ αυτό επιτρέψτε μου να κλείσω την αναφορά μου αφιερώνοντας την παρέμβασή μου στη μνήμη του. Στη μνήμη των απανταχού πολιορκημένων και στην ελπίδα πολλών μελλοντικών Εξόδων.
Κώστας Κρεμμύδας
Share this Post