ανέφικτο: κάτι που δεν μπορεί να φτάσει κανείς, το ακατόρθωτο με την έννοια είτε της προσωπικής αδυναμίας είτε της τελειότητας του προς διεκδίκηση αντικειμένου σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι διαχειρίσιμο. [Χωρεί και μεταφυσική ερμηνεία.]
γλυφή: λάξευμα, σκάλισμα, χάραγμα σμίλευση γλυπτή απεικόνιση, το ανάγλυφο, το έμβλημα σε σφραγίδες δακτυλιόλιθων, γλυφή χαράκτη: το εργαλείο που χρησιμοποιείται στην τέχνη της χαρακτικής, χρησιμοποιούμε τον όρο «γλυφή» στην τυπογραφία: το σκάλισμα των γραμμάτων (εξ ου τα Ιερογλυφικά). Το παρόν βιβλίο κατά ανεφίκτου γλυφές μας παραπέμπει σ’ αυτόν που σμιλεύει εξόχως δίνοντας υπόσταση στο λευκό του μαρμάρου. Όπερ, κατά τον τίτλο, στην παρούσα συλλογή πρόκειται για το ανέφικτον εγχείρημα της γλυπτικής τέχνης. Μια εκ πρώτης όψεως συνεσταλμένη θεώρηση των συγγραφέων.
Ως υπότιτλο έχουμε 30 παγιδεύσεις γυναικός [θεωρούνται από τους δημιουργούς δεδομένες/ τετελεσμένες] ισομερώς κατανεμημένες από 15 παγιδεύσεις έκαστος. Επειδή τα τελευταία χρόνια είναι βαρύ το κλίμα σε σχέση με τις παγιδεύσεις γυναικών δεν πρόκειται να υπεισέλθω σε άλλες λεπτομέρειες και σταματώ εδώ με την ερμηνεία του υποτίτλου.
Στο βιβλίο συναντάμε άλλους δυο τίτλους στις δύο ανά ποιητή ενότητες: στο τσακ των αμυγδάλων του Κ.Θ. Ριζάκη και γυναίκα θάλασσα γυμνή του Γιώργου Δελιόπουλου. Το τσακ ήχος που αν το διαβάσουμε ως όλον μετά των αμυγδάλων, βλέπουμε πως ενεργοποιούνται και οι 5 των αισθήσεών μας η: αφή, όραση, ακοή, γεύση και όσφρηση.
Στον τίτλο του Γ.Δ. όπου έχουμε παρήχηση του «γ»: γυναίκα, γυμνή με τρίτο ουσιαστικό τη θάλασσα με παραπέμπει στο πυρ, γυνή και θάλασσα του Μενάνδρου. Άλλωστε υπάρχουν στην α’ στροφή του 1ου ποιήματος του Δελιόπουλου «τεχνητά διλήμματα» οι στίχοι: της φωτιάς θεατής και με στάχτη στα μάτια/ ή στην πίσω κερκίδα κουβαλώντας τα ξύλα/ για μια φλόγα που καίει στο βάθος ανώνυμη; [ ] φωτιά στο φυτίλι – κουράστηκα, τέρμα! Δεν ξέρω αν είναι θεατρική η γραφή του Δ., όπως εισαγωγικά σημειώνει η Ευσταθία Δήμου. Προσωπικά με παραπέμπει σε σπονδή υπέρ γυναικών που άφησαν τα ίχνη τους με δυναμικό τρόπο στον μύθο: βλ. Κλυταιμνήστρα, Εριφύλη, Ιοκάστη, Εκάβη, Μήδεια. Προκάλεσαν και προκλήθηκαν ως γυναίκες αλλά και υπέστησαν δεινά. [Διόλου τυχαία άλλωστε στο πρώτο ποίημα της συλλογής του ο Δ. τολμά έναν δέκατο τρίτο άθλο και ταυτοχρόνως διερωτάται: «έναν έτοιμο μύθο κουβάρι ξετύλιχτο/ έναν μύθο πακέτο για ώρα ανάγκης/ ή στον κήπο μου χτίζω λαβύρινθο/ ξεροκόμματα ρίχνω στο τέρας;» Επίσης το ποίημα «λίγα βήματα όνειρο» θα μπορούσε να αφορά μια από τις γυναίκες που προανέφερα. όπως και οι στίχοι από την «ετυμηγορία»: (τουλάχιστον να ουρλιάζω σε μετάφραση;/ όσο βουίζει τέρμα ο αποροφητήρας/ μην ακουστεί πως έπεσα απ’ το ράφι// χίλια κομμάτια σπάζοντας η πορσελάνη μου) Και βέβαια στο ομότιτλο ποίημα της ενότητας του Γ.Δ. εγώ διαβάζω τη φρίκη γυναικών με ή ως βρέφη στη θάλασσα και εκ θαλάσσης: «Απ’ τη θάλασσα βγήκατε βρέφη/ και τα λέπια σας τρίβοντας έπεσαν/ σταγόνα δεν έμεινε κύμα/ τώρα χρόνια την άμμο σωριάζετε/ως κλεψύδρα σε άνεργα κάστρα. [ ] μήπως πάρει ανάσα η σκέψη/ τη στιγμή που πνιγόμαστε μόνοι/ κι αναβλύσει κρυφό σιντριβάνι/ απ’ τα σπλάχνα μας σπέρμα το φως.»
Και στους δυο ποιητές διακρίνουμε πολλά σχήματα λόγου (μεταφορές, παρομοιώσεις, συμβολισμούς και βέβαια μια στενή σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου). Κι αυτό δείχνει τη στέρεα βάση τους:
Συγχώρεσέ με αν μιλώ σαν ηλιοτρόπιο στραμμένο στο
σκοτάδι – πριν σβήσουν όλα μου τ’ αστέρια κι απογίνω
μαύρη τρύπα, στην τσάντα ψάχνω τη φυγή
ήταν γεμάτη κάποτε κοσμήματα, κειμήλια άνοιξης
των δεκαοχτώ μου χρόνων – και μ’ ένα κρύσταλλο
κορμί πριν θήκες το χαράξουν
μέσα της θήλαζα ένα παιδί με τον ομφάλιο λώρο του,
λιγάκι φως το σούρουπο στα δαγκωμένα στήθη –
ώσπου το άρπαξαν οι ξένες αγκαλιές
τώρα στο κρεβάτι πεταμένη, ούτε καθρεφτάκια έχει
ούτε καλλωπιστικά – σκόρπιες μόνο αποδείξεις και
χαρτιά τσαλακωμένα.
(Γιώργος Δελιόπουλος, άδεια η τσάντα)
Βλέπουμε επίσης έκδηλη την προσπάθεια του Δ. να αναμιγνύει στον μύθο και την αφήγησή του στοιχεία απλά και καθημερινά προκειμένου να γειώνει ενδεχομένως αφηρημένες έννοιες και λυρικούς τόνους στο σύγχρονο πλαίσιο κι έτσι οι στίχοι από τη μια να αποφορτίζονται κι από την άλλη να αποκτούν φρέσκια διάσταση στο τώρα και το εδώ. Ως προς το μέτρο διακρίνουμε δάκτυλους: τρισύλλαβο δακτυλικό μέτρο με μία τονισμένη και 2 άτονες συλλαβές και πολλούς τροχαίους με μακρά/βραχεία συλλαβή.
Στο εισαγωγικό της σημείωμα η Ευσταθία Δήμου επισημαίνει το λαβυρινθώδες της ποίησης του Κώστα Ριζάκη, ένα υφαντό, πλεγμένο, κυριολεκτικά, στο χέρι, με τα νήματα της μελάνης να διατρέχουν [και να διανοίγουν] δρόμους, προσθέτοντας ότι ο ποιητής μέσω της ποίησης «επιζητεί την αποκάλυψη της ποίησης καθεαυτής, της βαθύτερης ουσίας της, του τρόπου με τον οποίο συντίθεται και λειτουργεί.»
Θα έλεγα καταρχήν ότι υπάρχει συγγένεια –προφανώς διόλου τυχαία η συνύπαρξή τους– μεταξύ της ποίησης του Κ.Θ. Ριζάκη κι αυτής του Γ. Δελιόπουλου: ευρύτατη αξιοποίηση της γραμματολογικής μας παράδοσης, ρυθμός, συχνά ιαμβικός 15σύλλαβος στίχος: «να! καίει λαμπάδα σύγκορμος κι ο αγάπης υψομέτρης/ ναι σέβομαι τα θαύματα –πετάω κουρέλι άγιω–…», οικονομία, καλοδουλεμένος λόγος με γόνιμες λεξιπλασίες, πλούτος ιδεών, πλήθος οι παρηχήσεις (έλαμψες φυγάνθρωπος φυγοάπονος φτουράς ως φόβος φανοστάτης), λυρικός τόνος, διασκελισμοί, αρμονική συνύπαρξη ρευμάτων, λέξεων, φράσεων που κινούνται με άνεση από τις καθημερινές στις λόγιες εκφράσεις οι οποίες ενσωματώνονται πλήρως στο ποίημα.
Ο Κ.Θ. Ριζάκης άλλωστε έχει μακρά διαδρομή στην ποίηση κι ένα τεράστιο έργο που καθημερινά αυξάνεται και πληθύνεται και κατακυριεύει τον περιοδικό τύπο και την εργογραφία του. Διαβάζουμε στο αυτοβιογραφικό του Ρ. «ο φιλανθής»: τούτο το αδοκίμαστο τον ώθησε στα ποιήματα/ πενήντα πέντε έτη κλειστά κι ούτε θ’ αγαπηθεί [ένδειξη ανασφάλειας ή προσπάθεια επιβεβαίωσης της δεδομένης αγάπης μας]. Και δυο ακόμα 15σύλλαβοι ο ένας από τον «φιλανθή» κι οι χαρτορίχτρες του βουβές και οι μάγισσες διστάζουν… κι άλλος ως τελευταίος στίχος του τελευταίου ποιήματός του, με τον οποίο κλείνω και την παρέμβασή μου: κι αφού εν τάφω θ’ αφεθείς ξεφλούδιζε το φως της!
Κώστας Α. Κρεμμύδας
καφέ Αρχαιολογικού Μουσείου,
Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023