Κλεάνθης Πατσίδης | Διαστημικός Κάφκα

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras


Διήγημα

Κλεάνθης Πατσίδης | Διαστημικός Κάφκα

Καθόμασταν στο μπαρ εγώ και ο Τζακ. Μόλις είχαμε τελειώσει την δουλειά και ως συνήθως πίναμε τα δεδουλευμένα. Ξέρω, ξέρω. Πως το είχε πει εκείνη η αδερφή που σάπισε στις φυλακές του Ρίντινγκ: Η εργασία είναι η κατάρα της οινοπνευματικής τάξης. Όταν εργάζεσαι ολημερίς κάτω από την γη, ε, πώς να το κάνουμε, θες να ξεσκάσεις. Ανάθεμα ποια γη και ποια μέρα εκεί που ήμουν. Διάβολε, έκλεινα  τότες τα μάτια μου το βράδυ και έβλεπα σωλήνες. Ατελείωτους χαλύβδινους σωλήνες τον έναν να περιπλέκεται πάνω στον άλλον, να εκτείνονται χιλιόμετρα, αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω μέχρι εκεί που πιάνει το νοερό σου μάτι. Προτιμούσα να θολώνω το μυαλό μου με κάμποσα ποτά πριν κοιμηθώ για να τους γλιτώσω. Συνήθως ήμουν πολύ ζαλισμένος και κουρασμένος και αποκοιμιόμουνα με μιας. Άλλες φορές δεν ήμουν και τόσο τυχερός. Ανάθεμα!

Εκείνη την βραδιά καθόμασταν στο τραπεζάκι δίπλα στο σβηστό τζάκι. Ο Ουίλιαμ ο γεροιρλανδός είχε φροντίσει να δώσει στο μαγαζί ένα ρετρό χαρακτήρα. Ώρες ώρες νόμιζα ότι ήμασταν στην Αλάσκα όταν πιο νιος δούλευα στις πετρελαιοπηγές. Αυτός σκούπιζε τα ποτήρια πίσω από την δρύινη μπάρα με την τεράστια φαλάκρα του να αντανακλά στον καθρέφτη. Δεν μπορούσε να απαρνηθεί τον ρόλο του. Όπως κάθε ιρλανδός που σέβεται τον εαυτό του ήταν πυγμάχος και είχε στολίσει το μπαρ με φωτογραφίες και τρόπαια από παλιές δόξες και καταμεσής είχε κρεμάσει τα γάντια του από ένα καρφί. Μονάχα που δεν έφτυνε μες στα ποτήρια αν και δεν ήμουν τόσο σίγουρος για αυτό.

Δίπλα από τον Τζακ και εμένα καθόντουσαν τρία κορίτσια ελαφρών ηθών. Τις δύο τις ήξερα, ήταν η Τζέην και η Μάργκαρετ. Η Τζέην ήταν από την Κούβα και ήταν ξηγημένη. Φόραγε ένα τυρκουάζ φόρεμα με όλο τον βύζο έξω. Η Μάργκαρετ δεν είχα ιδέα από πού ήταν αλλά ήταν ανυπόφορη. Έβριζε διαρκώς με εκείνη την στριγκή φωνή που ήταν σαν κόασμα βατράχου και έλεγε εξυπνάδες. Είχε καταλήξει ένας περιφερόμενος σάρκινος όγκος. Μόνο σεντόνι της έκανε και αυτό το πολύχρωμο πανί που είχε τυλίξει απάνω της με τέτοιο έμοιαζε. Η τρίτη ήταν νιόφερτη. Το δέρμα της δεν είχε σπάσει ακόμη από την έλλειψη ηλιοφάνειας και ήταν νοστιμούλα. Ήταν σεμνά ντυμένη. Μου γυάλισε. Πέρα από εμάς δεν υπήρχε κανείς άλλος μέσα στο μαγαζί.

-«Τζακ, να πιούμε άλλο ένα, ε;¨», είπα στον συνδαιτυμόνα μου και έδειξα τα άδεια ποτήρια. Αυτός έγνεψε στον Ουίλιαμ. «Άλλα δύο ουίσκι», φώναξε. «Και μην τα φέρεις όπως τα προηγούμενα. Φέρε κατιτίς να τσιμπάμε. Όχι ξεροσφύρι».

-«Αν θες να φας τράβα στο εστιατόριο», είπε αυτός και μας χάρισε γελαστή την σακατεμένη του μούρη.

-«Μαλάκα ιρλανδέ», είπε ο Τζακ.

Ο Ουίλιαμ ήρθε ταχύτατα, πήρε τα δύο άδεια ποτήρια και μας έφερε δύο γεμάτα με τον πάγο μέσα να κροταλίζει ευχάριστα. Έφυγε και ξαναήρθε με δύο πιάτα. Το ένα είχε κάποιου είδους παστό κρέας. Το άλλο είχε πίκλες και καρότα τουρσί. Ανέδυαν μια οσμή φορμόλης.

-«Παραμένεις γρήγορος Ουίλ», είπα.

-«Το αριστερό μου κροσέ δεν είναι πια γρήγορο».

-«Δεν βαριέσαι. Καλά τα πας», είπα. Αυτός χαμογέλασε και πήγε καμπουριαστός στο πόστο του.

Η νιόφερτη με κοίταζε. Συνέλαβα το βλέμμα της. Είχε κατεργάρικα καστανά ματάκια. Την κοίταξα επίμονα. Για μια ανάσα κατέβασε τα δικά της. Ευθύς τα σήκωσε και τα κάρφωσε στα δικά μου με φίλαυτο τρόπο. Έφτιαξε το μαύρο φουλάρι που είχε στο λαιμό της.

-«Ωραία η πιτσιρίκα, έτσι δεν είναι;», μου είπε ο Τζακ.

-«Μου αρέσει.», του απάντησα. Συνέχιζε να με κοιτάζει.

-«Κάνε παιχνίδι», μου είπε. Της χαμογέλασα. Μου χαμογέλασε και κείνη.

Κάποια στιγμή σηκώθηκα από το τραπέζι και πλησίασα προς το δικό τους. Έσκυψα προς το μέρος της. Της είπα… ε, τι άλλο: «Να σε κεράσω ένα ποτό;»

-«Βρε καλώς τον!», ούρλιαξε η Μάργκαρετ. Την αγριοκοίταξα. «Καλώς τον τον παλίκαρο».

-«Γεια σου και σένα», είπα μέσα από τα δόντια μου. Επέστρεψα στην νιόφερτη. «Τι λες, να σε κεράσω κάτι;»

-«Γιατί δεν κερνάς εμένα κάτι; Δεν σου κάνω εγώ;», είπε ξανά η Μάργκαρετ. Δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω. Τι εκνευριστική κλώσα που ήταν!

Έκανα πως δεν την άκουγα αν και αυτό δεν γινότανε. Η φωνή της τρυπούσε τοίχους. «Πως σε λένε;», είπα στην μικρή.

«Ζηνοβία», μου απάντησε εκείνη και μου χαμογέλασε ξανά. Το στοματάκι της! Τα χειλάκια της! Βεβαιώθηκα ότι θα με κάνανε τουλάχιστον για εκείνη την μέρα να αποφύγω τους σωλήνες.

-«Περίεργο όνομα. Ωραίο όνομα. Και από πού είσαι Ζηνοβία;»

-«Από την Γαλλία. Από το Βισύ αν έχεις ακουστά. Δυστυχώς δεν φαίνεται από εδώ».

-«Μόνο τα φώτα του Λας Βέγκας φαίνονται από εδώ».

-«Και το σινικό τείχος».

-«Δεν ισχύει αυτό».

-«Νομίζω ότι ισχύει»

-«Πολύ μακριά είσαι από το σπίτι σου, το ξέρεις;», της είπα.

-«Και τι σε νοιάζει εσένα, ε; Και εσύ είσαι μακριά από το κωλοχωριό σου. Άφησε την ήσυχη.», πετάχτηκε η Μάργκαρετ.

-«Και σένα τι σε κόφτει;»

-«Εγώ την προστατεύω. Έχεις κανένα πρόβλημα, μάγκα μου;»

-«Έχω χοντρό πρόβλημα. Εσένα. Σκάσε. Μεγάλο κορίτσι φαίνεται. Άσε την να αποφασίσει μόνη της».

-«Δεν είναι για τα μούτρα σου».

-«Τι έχουν παρακαλώ τα μούτρα μου; Είναι μια χαρά. Θα έπρεπε να μπουν σε νόμισμα τα μούτρα μου.»

-«Σκατά είναι τα μούτρα σου. Όλοι εσείς οι Τεξανοί έχετε κώλο για μούρη. Άφησε την ήσυχη.»

-«Τι λες μωρή; Που άμα βγεις από τον θόλο θα σε περάσουν για κρατήρα.»

-«Εμένα;!», στρίγγλισε η Μάργκαρετ. «Εμένα;! Κανείς δεν μου μιλάει έτσι εμένα!»

Η Τζέην, η κουβανέζα μας κοίταζε γεμάτη έκπληξη.

-«Ωχ, βούλωστο πια.», είπα. «Ζηνοβία, έλα δίπλα».

-«Μην τολμήσεις και πας! Με ακούς; Μην τολμήσεις! Που θα με πεις εμένα κρατήρα! Μαλάκα! Κωλομπαρά!». Η Μάργκαρετ με στόλιζε με διάφορα κοσμητικά επίθετα. Κανένα δεν ήταν ιδιαίτερα ευφάνταστο.

-«Φιλάς την μάνα σου με αυτό το στόμα;», είπα.

-«Έεεπ, ηρεμήστε!, φώναξε ο Τζακ σε ρόλο πυροσβεστικής.  Μέχρι και ο Ουίλιαμ μας κοίταζε ανήσυχα. «Βάλε στις κοπέλες κάτι να πιούνε», είπε και χτύπησε την τραχιά του παλάμη στο στήθος του για να δείξει ποιος πληρώνει. Όταν έφερε τα ποτά ο Ουίλιαμ μεταφέρθηκε δίπλα για να κατευνάσει την Μάργκαρετ. Ήταν πολύ καλός σε κάτι τέτοια. Ήταν εξαιρετικό αγόρι ο Τζάκ. Άφησε τα κοκαλάκια του σε εκείνον τον κωλοπλανήτη σε μια έκρηξη στην δουλειά. Θεός συγχωρέστον! Εν τω μεταξύ εγώ πήρα επιτέλους την Ζηνοβία και την έφερα στο τραπέζι μου. Άφησα μια ανάσα ανακούφισης να βγει από τα στήθια μου. Που να ΄ξερα ο καψερός!

-«Επιτέλους μόνοι!», είπα έχοντας την καθιστή αντίκρυ μου. Μπορούσα να αφοσιωθώ σε αυτήν και να την παρατηρήσω καλύτερα. Τα μαλλιά της ήταν καστανά και κουρεμένα κοντά καρέ. Το δέρμα της φαινόταν μεταξένιο και ήταν σταρένιο. Δεν φορούσε κανένα μακιγιάζ πέρα από μάσκαρα και τα χείλη της ήταν βαθιά κόκκινα εκ φύσεως. Είχε έναν  ελαφρύ προγναθισμό που την έκανε ακόμη πιο θελκτική. Καθόταν καμαρωτή και με χάρη αιλουροειδούς με τα στήθη της να διαγράφονται στητά και νεανικά κάτω από το καφέ μπλουζάκι της. Ήταν διαολεμένα όμορφη. Ήμουν αρκετά νηφάλιος ώστε αυτή η διαπίστωση μου να είναι αυθεντική.

-«Τι θα πιεις;»

-«Τζιν με τόνικ»

-«Έφτασε!».

Σηκώθηκα και πήγα στον Ουίλλι και του ζήτησα το ποτό. «Που να το βρω το τόνικ;», με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια του. «Σε λάθος μέρος πες της κοπελιάς ότι βρίσκεται».

-«Τι να σου πω».

-«Να βάλω σόδα;»

-«Τι να σου πω, βάλε»

-«Σάμπως θα το καταλάβει να μου πεις. Βάζω σόδα.»

Επέστρεψα στο τραπέζι και ο Ουίλ δεν άργησε να φέρει την παραγγελία. Η Ζηνοβία έβγαλε ευθύς αμέσως το πλαστικό μαρκούτσι που είχε μέσα το ποτήρι και κατέβασε μεμιάς το μισό περιεχόμενο.

-«Εσύ; Εσύ που δουλεύεις εδώ;», μου είπε με τα τραγουδιστά αγγλικά της που κατά τα άλλα ήταν άψογα.

-«Σε κατασκευές. Σε υπόγειες κατασκευές. Βασικά αυτήν την περίοδο φτιάχνονται οι αγωγοί που θα μεταφέρουν φυσικό αέριο στα σπίτια».

-«Ααα», έκανε. «Η Μάργκαρετ δεν σε πάει».

-«Η Μάργκαρετ δεν πάει κανέναν».

-«Αυτό είναι μια αλήθεια», είπε και γέλασε κοριτσίστικα. «Όμως εγώ σε συμπάθησα».

-«Πότε πρόλαβες;»

Άφησε ένα χαχανητό. «Χα,χα! Είμαι γρήγορη κοπέλα!»

-«Σίγουρα είσαι», της είπα.

-«Φαίνεσαι καλό παιδί. Σίγουρα έχεις καλή καρδιά». Με το δάκτυλο της μου χτύπησε πολλαπλά το στέρνο μου στην αριστερή μεριά.

Αν έχω εγώ καλή καρδιά, ο θεός τότε να σε προσέχει όμορφη μου γαλλιδούλα, συλλογίστηκα.  Έπιασα την Μάργκαρετ από δίπλα να με κοιτάζει με μισερά μάτια σαν κουμπότρυπες σφηνωμένες στο ζυμάρι που είχε για πρόσωπο. Θα την καρύδωνα με ευχαρίστηση. Η εικόνα μου ήρθε στο μυαλό. Εγώ να έχω τυλίξει τις παλάμες μου γύρω από τον λιπαρό γεμάτο δίπλες λαιμό της και να σφίγγω με δύναμη. Και να λέω: «Πες κάτι τώρα αν μπορείς σκρόφα. Έλα, μπορείς χοντροπατσαβουρα». Και να σφίγγω έως να δω τις κόρες των ματιών της να γυρνάνε ανάποδα κι αυτή να αφήνει μονάχα κοφτούς ήχους σαν γουρούνι με κομμένο τον λαιμό. Καλή καρδιά, όμορφες σκέψεις! Πήρα μια αισχρή γκριμάτσα και της την χάρισα. Περιέργως δεν είπε κουβέντα. Ο Τζακ παραδίπλα είχε πέσει με τα μούτρα στην Τζέην.

-«Και εσύ μια χαρά είσαι. Κούκλα είσαι.», είπα και τσούγκρισα το ποτήρι μου με το ποτήρι της Ζηνοβίας. Αυτή με μια γοργή σχεδόν ταχυδακτυλουργική κίνηση άδειασε το ποτό της. Έκανα νόημα στον Ουίλ να φέρει άλλο ένα. Η Γαλλίδα φαινόταν μεγάλη νεροφίδα. Εκείνη πλησίασε πιο κοντά και εγώ άπλωσα το χέρι μου στο εσωτερικό του μηρού της. Αισθάνθηκα την ζεστή και σφιχτή της σάρκα. Δεν αντέδρασε. Όλα φαινόντουσαν να βαίνουν καλώς.

Ο Νικ ο έλληνας μπήκε τότε στο μπαρ. Όπως όλοι οι έλληνες που είχα γνωρίσει ήταν τσαμπατζής και μεγάλος απατεώνας. Δούλευε αριστερά και δεξιά αλλά πουθενά δεν στέριωνε. Το έπαιζε συγγραφέας και ήταν μεγάλος πρήχτης. Με είδε και ήρθε κατευθείαν στο τραπέζι μου. Φορούσε το κασκόλ του. Τα βράδια πάντα φόραγε κασκόλ για να περνιέται για καλλιτέχνης. Διάβολε, τι να το κάνεις το κασκόλ σε ένα μέρος όπου ο αέρας απλά κυκλοφορεί μέσα από τεράστιους εξαερωτές και αγωγούς και δεν θροΐζει φύλλο από την ένταση του;

-«Τι κάνεις Στήβι, αγόρι μου;», μου είπε, έβγαλε το καπέλο του και άρπαξε μια καρέκλα και κάθισε φαρδύς πλατύς και άνετος.

-«Καλά ήμουν μέχρι τώρα».

-«Γιατί το λες αυτό; Δεν με αγαπάς πια;». Κοίταξε λαίμαργα την Ζηνοβία με εκείνο το τσακαλίστικο λάγνο ύφος γόη που διέθετε.

-«Άμε στο διάολο».

-«Και που νομίζεις ότι είμαι, στην Νέα Υόρκη;»

-«Θα σε στείλω εγώ εκεί. Κατευθείαν στο Μπρόντγουεη. Θα σκάσεις σαν κομήτης». Του έδειξα με το χέρι μου πως. Φσσσς…μπουμ!

-«Ευχαριστώ. Πάντα ήθελα να πάω. Θα με κεράσεις μια μπύρα Στηβ;»

Δεν θα ησυχάσω σήμερα, συλλογίστηκα. Πρώτα η Μάργκαρετ, τώρα αυτό το θρασίμι ο Νικ. Η υπομονή μου άγγιζε το σημείο ζέσης. Όμως εκεί που ήμουνα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο πέρα από να ανέχομαι όλους αυτούς τους παλιάτσους. Οι νόμοι ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Ένα μικρό καβγαδάκι να παρεκκλίνει και σε ξαπέστειλαν με συνοπτικές διαδικασίες πίσω στην γη και αντίο σελήνη, αντίο καλό μεροκάματο.

-«Τι έκανες ώστε να αξίζεις να σε κεράσω μπύρα, ε; Για πες μου. Όλη μέρα τριγυρνάς σαν άδικη κατάρα και φορτώνεσαι στις πλάτες των άλλων. Ήρθες τώρα και μου κωλοκάθισες στο τραπέζι μου και μου ζητάς να σε κεράσω. Λίγη τσίπα δεν έχεις απάνω σου; Αλλά τι λέω, όλοι εσείς οι βρωμοέλληνες ίδιοι είστε. Είχε δίκιο ο παππούς μου».

-«Ήταν και στην κουν κλουξ κλαν ο παππούς σου, Στίβι;»

-«’Αει γαμήσου»

-«Αυτό δεν είναι ποτέ κακή ιδέα».

Ξεφύσηξα από το κακό μου ενόσω αυτός έβγαζε το μπλοκάκι του από την εσωτερική τσέπη του παλτού του. Αφού γύρισε μερικές σελίδες σταμάτησε και το πέταξε μεγαλόχαρα πάνω στο τραπέζι. «Ιδού ο λόγος που αξίζει να με κεράσεις Στίβι, αγόρι μου», είπε καμαρώνοντας. «Κι όλη την κάβα να σου ζητούσα, την αξίζω.»  Η σελίδα ήταν γεμάτη ορνιθοσκαλίσματα.

-«Ξέχασα ότι είσαι μεγάλος συγγραφέας! Εγώ το μόνο που βλέπω είναι κάτι στάμπες μελάνι. Δώσε τις βλακείες σου αλλού, εδώ δεν περνάνε. Άδειαζε μου την γωνιά. Πήγαινε στο Παρίσι, εκεί ανήκεις. Στην χαμένη γενιά».

-«Αααα! Α παρί!», έκανε η Ζηνοβία μελωδικά.

-«Κι όμως, κι όμως! Αν το διάβαζες, θα με κερνούσες, Στίβι. Έχω εδώ κάτι πολύ καλό.»

-«Ναι, σίγουρα! Μονάχα που δεν έχω όρεξη να διαβάσω τις χαζομάρες σου. Και δεν μπορώ κιόλας. Εγώ κάνω καλύτερα γράμματα από εσένα, Νικ, και δεν κάνω τον συγγραφέα. Ή να σε φωνάζω Έρνεστ;»

-«Διάβασε το και θα δεις. Είναι σύντομη ιστορία. Σήμερα το έγραψα. Το πρωί μόλις ξύπνησα. Είναι η αλήθεια για τον Ηρακλή. Η δική μου αλήθεια.»

-«Δεν θέλω σου λέω.»

-«Διάβασε το».

-«Ωχ, μου τα πρηξες. Διάβασε το εσύ.», ούρλιαξα. «Απήγγειλε το σαν μεγάλος συγγραφέας. Έτσι δεν έκανε ο Ντίκενς; Αν είναι καλό, δεν θα σε κεράσω μπύρα, θα σου δώσω ότι έχω στο πορτοφόλι μου. Τόσο σίγουρος είμαι ότι είναι βλακείες».

-«Είσαι σίγουρος, Στίβι; Εγώ μια μπύρα θέλω. Δεν θέλω να σου φάω το μεροκάματο» Σωστός φαρισαίος!

-«Αν είμαι σίγουρος;», είπα και έβγαλα το πορτοφόλι από την κωλότσεπη  και το έβαλα δίπλα στο μπλοκ του, «Ναι, είμαι σίγουρος πως θες να μου φας το μεροκάματο. Επίσης είμαι σίγουρος ότι θα δακρύσω από τα γέλια. Και θέλω παρέα για αυτό. Άκου αλήθεια για τον Ηρακλή!». Φώναξα τον Τζακ και τον Ουίλ να έρθουν στο τραπέζι. «Έι, ψιτ αγόρια, θα πέσει  πολύ γέλιο!»

-«Όπως θες, Στίβι.», είπε ο Νικ.

Ο Τζακ και ο Ουίλ ήρθαν πάνω από το κεφάλι μου. «Τι συμβαίνει;», ρώτησε ο Τζακ. «Να.», είπα.  «Ο κύριος Νικ είναι σπουδαίος λογοτέχνης και θα μας διαβάσει μια φρέσκια του ιστορία. Αν είναι καλή του δίνω ότι έχω στο πορτοφόλι.  Η αλήθεια για τον Ηρακλή, έτσι την έχει ονομάσει. Για τον Στηβ Ρήβς είναι ή για τον Σόρμπο, Νικ;»

-«Αν δεν είναι καλή, εσύ τι θα πάρεις;», ρώτησε ο Τζακ.

-«Αγνή διασκέδαση! Παιδιά, να είστε δίκαιοι!», είπα χαρωπά. Ο Νικ με κοίταζε και χαμογελούσε μισά.

-«Μην με κοιτάς, ξεκίνα. Εντάξει, Νίκι, αγόρι μου;»

Ο  Νικ πήρε το μπλοκάκι από το τραπέζι και το έφερε μπροστά του.
Ξεφύσηξε, ανασκουμπώθηκε και είπε δυνατά και καθαρά : «Η αλήθεια για τον Ηρακλή.» Χαζογέλασα εσκεμμένα. Πήρε άλλη μια ανάσα και άρχισε:

«Ο  Ηρακλής στην πραγματικότητα δεν είχε καμία σχέση με τον μυθικό ήρωα που όλοι γνωρίζουμε. Ήταν ένα αδύνατο και καχεκτικό ανθρωπάκι που με τα βίας μπορούσε να κοιτάξει ευθεία στα μάτια έναν μέσο άνθρωπό. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο μικρό του ανάστημα αλλά και στην ταπεινή του καταγωγή μιας και προερχόταν από αγροτική οικογένεια

-«Καημένο παιδί ο Ηρακλής! Τι απέγιναν τα μούσκουλα, το ρόπαλο και το τομάρι λιονταριού;», είπα χαχανίζοντας.

-«Τι θα γίνει, θα με διακόπτεις συνέχεια; Θα με αφήσεις να το διαβάσω;», είπε ο Νικ.

-«Δεν μπορώ να κρατηθώ! Ωραίος Ηρακλής! Είσαι και Έλληνας παναθεμά σε!»

-«Θα με αφήσεις; Είναι μικρή ιστορία. Δεν θα μου πάρει πάνω από ένα λεπτό».

-«Άφησε τον να την πει», είπε ο Ουίλ.

-«Ναι», συμφώνησε ο Τζακ. Άφησε τον και γελάμε μαζί στο τέλος αν είναι αστεία».

-«Εντάξει. Αν και μου την χαλάτε! Δεν πειράζει. Θα το κρατήσω όλο για το τέλος.» Έκλεισα το μάτι στον Νικ. Αυτός το πήρε από την αρχή:

«Ο  Ηρακλής στην πραγματικότητα δεν είχε καμία σχέση με τον μυθικό ήρωα που όλοι γνωρίζουμε. Ήταν ένα αδύνατο και καχεκτικό ανθρωπάκι που με τα βίας μπορούσε να κοιτάξει ευθεία στα μάτια έναν μέσο άνθρωπό. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο μικρό του ανάστημα αλλά και στην ταπεινή του καταγωγή μιας και προερχόταν από αγροτική οικογένεια.

      Μην μπορώντας να αντεπεξέλθει στην σκληράδα της γεωργικής εργασίας αποφάσισε να κατέβει στο κέντρο της πόλης και να γίνει παραμυθάς αφού διέθετε γόνιμη φαντασία. Μετά από μερικές αποτυχημένες απόπειρες, αποφάσισε να εφεύρει έναν ήρωα που έφερε το δικό του προσωπικό όνομα. Άλλωστε κανείς δεν ενδιαφερόταν για το όνομα ενός μυθοπλάστη. Η συνταγή που ακολούθησε ήταν δοκιμασμένη και απλή. Τον προίκισε με σωματική ρώμη και θεϊκή καταγωγή. Βοηθούσε τους ανήμπορους και αδύναμους και ταξίδευε συνέχεια για αυτό του τον σκοπό.

      Αρχικά οι ιστορίες που διηγούνταν στα πλήθη που τον άκουγαν εκστασιασμένοι δεν ακολουθούσαν κάποια οργάνωση. Αυτό τον έκανε να επαναλαμβάνεται και να πέφτει σε αντιφάσεις, θέτοντας τον ήρωα σε θανάσιμο κίνδυνο. Για αυτόν και μόνο τον λόγο  δημιούργησε τους δώδεκα άθλους.  Δώδεκα ιστορίες που πήγαζαν από τον θείο του ήρωα, τον Ευρυσθέα που ήταν και το όνομα του πραγματικού του θείου και ήταν ιδιαίτερα βάναυσος μαζί του. Μέχρι και ένας εντελώς ηλίθιος καταλαβαίνει πως  οι ομοιότητες με τις αγροτικές εργασίες δεν οφείλονταν στην τυχαιότητα. Οι υπόλοιποι μύθοι οφείλονται σε υπολείμματα από τις πρώιμες περιόδους των εξιστορήσεων.

     Τα χρόνια πέρασαν και το όνομα του Ηρακλή φλέρταρε με την αιωνιότητα ικανοποιώντας την ματαιοδοξία του δημιουργού. Όμως οι ερινύες τον επισκέπτονταν λέγοντας του πως αυτό που έκανε ήταν ανήθικο και θα λογοδοτούσε στους θεούς. Η σκέψη αυτή του έτρωγε τα σωθικά μην μπορώντας ο ίδιος να συνειδητοποιήσει πως και οι άλλοι θεοί είχαν παρόμοια προέλευση με τον ήρωα του. Αφορμώμενος από αυτό έδωσε τον μαρτυρικό και συνάμα λυτρωτικό θάνατο στον Ηρακλή με τον τρόπο που όλοι ξέρουμε, σαν επακόλουθο μιας συζυγικής απιστίας όπως ο ίδιος θωρούσε την σχέση του εαυτού του με τον ήρωα. Μετά από αυτό ζήτησε να τον κάψουνε ζωντανό δίνοντας τέλος στο προσωπικό του μαρτύριο που δεν ήταν άλλο από την αποκάλυψη του μυστικού του

Ο Νικ σταμάτησε και μας κοίταξε όλους έναν έναν. «Αυτή είναι η ιστορία».

-«Έχω ακούσει βλακείες αλλά αυτή είναι η μεγαλύτερη!», είπα και γέλασα και στράφηκα στον Τζακ. Αυτός μου έκοψε μεμιάς το γέλιο.

-«Εμένα μου άρεσε». Ευελπιστούσα πως δεν το εννοούσε. Η φάτσα του ήταν σοβαρή. Παραήταν σοβαρή για την ακρίβεια. Απευθύνθηκα με το βλέμμα μου στον Ουίλ. Δεν είπε τίποτα. Ούτε καν με κοίταξε. Φαινόταν πεσμένος σε βαριά περισυλλογή.

-«Και εμένα μου άρεσε. Μου θύμισε Κάφκα.», πετάχτηκε και η Ζηνοβία. Διάβολε, ποιος την ρώτησε αυτήν;

-«Ε, λοιπόν, εμένα δεν μου άρεσε. Μου φάνηκε γελοία. Πως είναι δυνατόν να σας άρεσε τέτοιο σκουπίδι;» Έκανα να πάρω το πορτοφόλι μου. Ο Ουίλ έβαλε το χέρι του και με  σταμάτησε τραβώντας με από τον ώμο. «Πρέπει να πληρώσεις», είπε. «Ήταν πολύ ωραία ιστορία».

-«Δεν είσαι σοβαρός».

-«Φοβάμαι ότι είμαι σοβαρός. Ήταν πολύ έξυπνη.»

Ο Νικ ανασήκωσε το αριστερό του φρύδι και η ικανοποίηση του ήταν ολοφάνερη.

-«Μου φαίνεται Ουίλ πως παραέφαγες ξύλο στα νιάτα σου. Τι ξέρεις εσύ από ελληνική ιστορία ή από λογοτεχνία;»

-«Είναι μυθολογία, Στήβεν. Μου φαίνεται πως εσύ δεν ξέρεις».

-«Ξέρω».

-«Είναι θέμα τιμής. Άρεσε σε όλους τους άλλους εκτός από σένα. Ήταν πολύ καλό».

-«Δεν ήταν καλό και δεν είναι θέμα τιμής. Και δεν θα μου πεις εσύ για τιμή που ακόμα οι βρετανοί σας πηδάνε τις γυναίκες.», είπα φουρκισμένος.

-«Ηρέμησε», μου είπε ο Τζακ.

-«Ήρεμος είμαι. Να πάρε τα.» είπα απευθυνόμενος στον Έλληνα και άρπαξα το πορτοφόλι μου, έβγαλα τα χαρτονομίσματα και τα πέταξα στο τραπέζι. «Ήταν πολύ καλή ιστορία!», συμπλήρωσα και άδειασα και τα κέρματα που έπεσαν κουδουνιστά πέρα δώθε στο τραπέζι κι αυτά. Κάμποσα συνάντησαν το πάτωμα. «Μπράβο! Είσαι καλό τομάρι. Κατάφερες και τους κορόιδεψες όλους!»

Ευθύς σηκώθηκα κι άρπαξα το παλτό μου εκνευρισμένος, το φόρεσα και σηκώθηκα να φύγω. Ο Τζακ έκανε να με σταματήσει.

-«Άει παράτα με», του είπα και τον έσπρωξα. Προσπάθησε να με συνεφέρει αλλά εγώ είχα πάρει την απόφαση μου. Ήμουν έξω φρενών. Θα τα έσπαγα όλα.

-«Ευχαριστώ Στήβι.», είπε ο Νικ.

-«Άμε στο διάολο», του είπα.

Η  Μάργκαρετ που είχε δει τι είχε συμβεί δεν ξέχασε να αποσώσει: «Καλά να πάθεις».

-«Άμε στο  διάολο και εσύ!»

Έριξα μια ματιά στην Ζηνοβία καθώς έφευγα. Με κοίταζε με λυπημένο ύφος. Κι εγώ με κάποιο διαφορετικό τρόπο λυπόμουνα. Αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Έφυγα και βρόντηξα και την πόρτα πίσω μου. Τι άλλο να έκανα;

Την είδα, μου άρεσε και ήθελα να την πάω σπίτι μου. Πρώτα με εμπόδιζε η Μάργκαρετ και έπειτα ήρθε ο Έλληνας. Και οι δύο ήταν χαμογελαστοί όταν έφευγα. Και μέχρι και η Μάργκαρετ πήρε περισσότερα από την όμορφη γαλλιδούλα από ότι εγώ.

Αναμφίβολα είχαν ένα πιο ευχάριστο ύπνο από εμένα. Πάνω από όλα  είχαν ύπνο.

Τον βρωμοέλληνα, μου την έκατσε γερά. Και το χειρότερο, έμαθα ότι έφυγε με την Ζηνοβία εκείνο το βράδυ. Μόνο που το σκέφτομαι και σήμερα εκνευρίζομαι. Με τα δικά μου λεφτά, κατάλαβες; Κατάφερε και τους δούλεψε όλους για τα καλά. Είχε δίκιο ο παππούς μου που μου έλεγε μακριά από δαύτους. Είναι κωλόρατσα. Σαν τους γύφτους. Έχουν τον τρόπο να στην φέρουν, και να μην έχουν, θα τον βρουν. Και εκεί πέρα ήταν δύσκολο να είσαι μακριά από οποιονδήποτε. Δεν ήμασταν δα και τόσοι πολλοί εκεί επάνω.

Την Ζηνοβία δεν την ξαναείδα. Έμαθα μετά από λίγες ημέρες ότι την μάγκωσε η αστυνομία και τα χαρτιά της ήταν πλαστά. Την έστειλαν πίσω με το επόμενο διαστημικό λεωφορείο. Η τύχη της αγνοείται. Μάλλον αν περνάει ακόμα η μπογιά της θα είναι στο α Παρί της, αλλιώς στο Βισύ, αν ήταν ποτέ από εκεί.

Εκείνο το βράδυ με περίμεναν οι σωλήνες. Και το επόμενο επίσης όπως ήμουν άφραγκος. Και το μεθεπόμενο. Έμεναν τέσσερις ημέρες να πληρωθώ από την δουλειά μου και τα ελάχιστα χρήματα που είχα σπίτι, έφτασαν ίσα ίσα για να μην λιμοκτονήσω. Για οινόπνευμα στο σπίτι, ούτε λόγος. Απαγορευόταν πέρα από εξωτερικούς χώρους και μόνο για επί τόπου κατανάλωση. Και οποιοδήποτε τραπεζικό έμβασμα από την γη λόγω γραφειοκρατίας έκανε τουλάχιστον μια εβδομάδα για να έρθει στο φεγγάρι. Πέρασα εκείνες τις νύχτες ξάγρυπνος, κοιτώντας όσο μπορούσα περισσότερο το ταβάνι, με το φως ανοιχτό. Αλήθεια λέω. Δεν ήθελα να κλείνω τα μάτια μου. Οι σωλήνες ήταν εκεί. Τότε ήταν πάντα εκεί. Αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω, έτοιμοι να διαπεράσουν την ψυχή μου και να μεταφέρουν το δηλητήριο τους.

Μερικές φορές είσαι τυχερός. Άλλες όχι και τόσο. Ανάθεμα εκεί που ήμουνα.

Ανάθεμα!

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Κλεάνθη Πατσίδη

Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη την ενδεκάτη Ιανουαρίου του 1983. Σπούδασα Θαλάσσιες επιστήμες  στο Πανεπιστήμιο αιγαίου. Έχω δημοσιεύσει ένα διήγημα με τίτλο «Το αποτύπωμα της Πεταλούδας» στο περιοδικό «Συμπαντικές Διαδρομές», τεύχος 17 και συμμετέχω στην ανθολογία «Θρύλοι του Σύμπαντος ΙΙ» με το διήγημα «Όπως δεν θα είσαι ποτέ ξανά». Αγαπάω τα σκυλιά και τις μοτοσυκλέτες.

Share this Post