Διήγημα
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου | Δύο Διηγήματα
TΟ ΡΟΥΧΟ
Ένα κομμάτι πανί ήταν. Κι όντας λευκό, σε σεντόνι παρέπεμπε. Από ’κείνα με τα κεντίδια που τα στρώνουν οι νύφες στόλισμα κι όταν λιώνουν τα κόβουν πατσαβούρια. Πόσα κορμιά το πότισαν δεν μέτραγε. Προίκα, νυφιάτικο. Είχε πνίξει πολλούς στεναγμούς. Πρώτη φορά που στρώθηκε ποτίστηκε με αίμα. Κι όχι της παρθενιάς. Του μίσους ήταν. Τέσσερις χαρακιές, οι δυο στο στήθος κι οι άλλες δύο στα μεριά το έβαψαν.
«Σε σημαδεύω», της είπε το πρώτο βράδυ τους «από ’δω και πέρα, μ’ άλλον να μην πας».
Δεν του άνοιξε τα σκέλια δεύτερη φορά. Εννέα μήνες είχε φύλακα το λεκιασμένο πάνω της, μέχρι που έκανε το σερνικό. Ίσα που βγήκε η φύση του κι είδε στα μάτια του ανδρός της τη χαρά, ξέρασε γέλιο άγριο.
«’δω σε κρατώ», του φώναξε «απ’ το γιο μου θα το βρεις». Κι ούτε του ξαναμίλησε.
Πήρε κοντά της το παιδί, το σκούπισε, το τύλιξε με το αιματοβαμμένο κι ήταν σαν να το πότιζε το αίμα της πικρό.
«Να εκδικηθείς», τ’ ορμήνεψε. Κι εκείνο λες κατάλαβε, γέλασε μες στα σπάργανα.
Κι όσο αυτό μεγάλωνε, γαντζωνότανε πάνω της κι απόκτημα δικό της γινότανε. Εκείνος ούτε βλέφαρο δεν του ’ριχνε σαν να μην ένοιωθε γονιός. Τι κι άμα ήταν σερνικό.
Πήρε ο γιος τη μυρουδιά απ’ της μάνας του το αίμα και αγρίεψε. Και τα καλά του κύρη του ακόμα πιο στραβά τα μέτραγε. Κι όσο περνούσε ο καιρός κι αντρείευε τόσο η καρδιά του σκλήραινε. Ώσπου, στο τέλος τον πατέρα πατριό τον έβλεπε. Ολημερίς κράταγε την οργή στα σπλάχνα του και όταν νύχτωνε με τις αγέλες βρυχιόταν σαν ζωντανό να την ξοδέψει.
Τη μέρα εκείνη του κακού, ήλιο δεν είχε απ’ το πρωί. Βαρύς σηκώθηκε ο γονιός και πρόσταξε καφέ, για να σβηστεί της νύχτας το μεθύσι. Τα μάτια του ήταν θολά και η ψυχή του μαύρη απ’ τη μοναξιά. Μάνα και γιος κοιτάχτηκαν.
«Να μαζευτείς», είπε ο γιος στον κύρη του.
«Να βγάλεις το σκασμό», μούγκρισε ’κείνος.
Έτσι άρχισαν τις απειλές και θέριεψε ο καυγάς. Και όταν «μούλο» φώναξε τον γιο του ο πατέρας, τον όπλισε με τόλμη να του ορμήσει. Δύο μαχαιριές χάραξε ο θυμός του γιου στα στήθια του πατέρα. Σαν τα σημάδια που έβλεπε στη μάνα του όταν βύζαινε. Κι άμα τα μάτια του ξεθόλωσαν τον έθαψε στον όχτο με τις καλαμιές. Λίγο πιο πέρα σκέπασε με χώμα και το ρούχο και το μίσος του. Τον κύρη δεν τον έκλαψε κανείς. Μόνο η βροχή.
Χρόνια μετά, εργάτες που σκαλίζανε ξεθάψανε κομμάτι απ’ το ρούχο σαπισμένο.
«Ξένου θα είναι. Τον δικό μου τον θυμό τον έχω θάψει», είπε τ’ αφεντικό και το ‘ριξε στον όχτο που έκαιγαν τις καλαμιές. Είχε ξεβάψει της εκδίκησης το αίμα.
ΧΑΡΤΙΝΟ ΠΑΝΙ ΣΤΟ ΚΑΡΑΒΙ
Ο επισκέπτης ήρθε μια μέρα κατακίτρινη. Ο νοτιάς έστελνε την αφρικάνικη σκόνη μέχρι τις λάχνες των εντέρων. Φίσκα το καφενείο. Οι παρέες έψηναν στη χόβολη τις ζωές των άλλων. Είχε καιρό να πατήσει ξένος στο χωριό. Ετούτος γύρευε την Frau Τhimioula.
Η Θυμιούλα έσερνε το υποκοριστικό από γεννησιμιού της. Μια σταλιά άνθρωπος, μέχρι τα γεράματα. Τη σκληράδα την απόχτησε στην κατοχή. Μ’ αυτήν κατάφερε να μαλακώσει την τύχη της. Τελευταία είχε αρχίσει να νικιέται. Από τότε που ο χρόνος της αρνήθηκε άλλη παράταση.
Ο νεαρός ήτανε ψηλός, ξανθός και Γερμανός, σαν τον παππού του. Η στολή έλειπε. Βρήκε τη γριά Θυμιούλα στο κρεβάτι να ψυχορραγεί. Της ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί κι ύστερα έβαλε στα χέρια της ένα γράμμα. Εκείνη το έσφιξε πάνω της κι έγνεψε να φύγουν όλοι απ’ το δωμάτιο. Σ’ εμένα δεν έδωσαν σημασία. Ο γιατρός είχε πει πως δεν θα μίλαγα ποτέ. Δεν ήθελα. Κόντευα να κλείσω τα δεκατέσσερα και δεν είχα ξεστομίσει λέξη μπροστά σε κόσμο. Μόνο όταν τριγύριζα στα χωράφια τραγουδούσα. Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο Γερμανός μίλησε ελληνικά. Της διάβασε το γράμμα του παππού του. Ήταν βαριά άρρωστος, της έγραφε. Φθισικός. Δεν είχε ζωή. Ούτε κι αλλουνού ζωή ήθελε να χαλάσει. Γι’ αυτό δεν παντρεύτηκε. Υιοθέτησε ένα ελληνόπουλο, ορφανό του πολέμου που μεγάλωνε σε Διεθνή Παιδούπολη στα Γερμανοελβετικά σύνορα. Δεν πρόλαβε να το μεγαλώσει. Πριν πεθάνει του έδωσε το γράμμα για τη Θυμιούλα. Να ψάξει να τη βρει, του είπε, να της το δώσει. Εκείνος δεν τα κατάφερε, το γράμμα όμως το φύλαξε και το ‘στειλε μετά από χρόνια στην Ελλάδα, με τον δικό του γιο. Μιχαήλ τον έλεγαν κι αυτόν, σαν τον παππού του.
Η Θυμιούλα ρούφαγε τα λόγια του Μιχαήλ. Πρώτη φορά έβλεπα τα μάτια της δακρυσμένα. Έβγαλε το κλειδί, που είχε κρεμασμένο στο λαιμό της και του το έδωσε. Άφησε κι εντολή να του δώσουν το σεντούκι με τα προικιά της. Χαράματα έβαλε το γράμμα στον κόρφο της και μας χαιρέτισε γερμανικά. Μια για πάντα.
Το σόι αναθεμάτισε την τύχη του Γερμανού, όμως το σεντούκι τού το παρέδωσε, αμέσως μετά την κηδεία. Ο Μιχαήλ το πήρε και εξαφανίστηκε. Ήθελε να προλάβει το αεροπλάνο. Έτσι είπε. «Κρίμα, ωραίος άνδρας», είπαν στο καφενείο «δεν ήταν τυχερό να πάρει γυναίκα απ’ το χωριό».
*
Κατοχή βρήκε τη Θυμιούλα κορίτσι δεκαπεντάχρονο. Ο γερμανός στρατιώτης ήταν ακόμα φοιτητής. Είχε τον Γκαίτε στις βαλίτσες του. Η αβεβαιότητα του πολέμου διέγειρε τις αισθήσεις τους, όμως άγρια ένστικτα καρποφορούσαν στα ερείπια. Τους χώριζαν οι τύχες του κατακτητή και του κατακτημένου. Όλα τα χρόνια της Κατοχής ματιές αντάλλασαν οι δυο τους. Μόνο μια νύχτα πέρασαν μαζί, την τελευταία πριν από την αποχώρηση των Γερμανών. Κάτω απ’ τα καντήλια της Αγιανάργυρης. Ίση προς ίσο. Το πρωί, εκείνος έφυγε με την υπόσχεση του γυρισμού. Αυτή, που δίνουν όλοι, όσων οι καρδιές σκαλώνουν στα ελληνικά βράχια. Πριν χωριστούν της έδωσε ένα χάρτη. Να τον φυλάξει, της είπε, ώσπου να γυρίσει. Εκείνη τον κλείδωσε στο σεντούκι με τα προικιά της. Φόρεσε το κλειδί στο λαιμό και περίμενε.
Η Θυμιούλα έζησε μερικούς μήνες με τ’ όνειρο. Όταν ξύπνησε έπρεπε να κρύψει την πομπή. Νύχτα φυγαδεύτηκε στην Αθήνα. Μια θεια της νοσοκόμα ανέλαβε να τακτοποιήσει το ανομολόγητο. Ο άνδρας της είχε «Παραδοσιακόν Κουρείον» στο κέντρο της Αθήνας. «Άκρα καθαριότης και περιποίησις μοναδική». Γύρισε πίσω τσουράπι μανταρισμένο. Το μυστικό σκεπάστηκε απ’ τις απώλειες πολέμου. Δεν ξεχάστηκε. Σκάλωσε στα σοκάκια του χωριού και κάθε φορά που πέρναγε η Θυμιούλα χαμογελούσε ειρωνικά. Κι ο Γερμανός δεν γύριζε.
Η πίκρα πότισε τα λευκά μεσοφόρια της Θυμιούλας κι έγινε χολή. Η φτώχεια όμως την ανάγκασε να συμβιβαστεί και να πάρει έναν χήρο, με τρία μικρά παιδιά και τα διπλά της χρόνια. Δεν είπε κανείς πως δεν τα φρόντισε. Όμως σαν μάνα δεν τα νοιάστηκε. Κι ας έλεγε πως δεν έφταιγε ο χαρακτήρας της μα οι καιροί κι ο τόπος που έβγαζε πέτρινους ανθρώπους. Σκλήρυνε για να επιβιώσει. Δικά της παιδιά δεν έκανε και τα προγόνια της πήρανε τις πατημασιές της στο κατόπι. Γι αυτό πέρασε τα γηρατειά της στο καλυβάκι της αυλής, εκεί που άλλοτε στέγαζαν τα ζωντανά. Μαζί με το σεντούκι της, που είχε τον πάτο του διπλό, γεμάτο γράμματα αδιάβαστα.
Μας παράτησαν στο καλυβάκι για να μας ξεφορτωθούν. Είχε τις έγνοιες της είχε κι εμένα να μπερδεύομαι στα ποδάρια της. Μα ούτε που την ένοιαζε που έγινα παρατηρητής της ζωής της. Το πρόσωπό της σκιερό, κοντή, λιανή κι απόμακρη. Το πάνω χείλι της σφιχτό, ως το θάνατό της. Ποτέ δεν με είδε σαν εγγόνι της. Δεν με κανάκεψε. με τη μαγκούρα με φοβέριζε. Κι αν πήγαινα να της ξεφύγω, μ’ άρπαζε με την ανάποδη, όπως ο τσομπάνης τα κατσίκια.
*
Χρόνια έστηνα τον εαυτό μου στον τοίχο. Έβγαινα από μέσα του και τον κοίταζα. Με κλειστά μάτια. Έτσι τον έβλεπα. Τον έδειχνα με το δάχτυλο. «Εσύ φταις», του φώναζα. Κι εκείνος πάλι, έτσι μ’ έβλεπε. Πήρε πολύ χρόνο μέχρι να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον. Τότε αποφάσισα να γράψω την ιστορία της Θυμιούλας, όπως την είχα ζήσει από κοντά. Της το χρωστούσα. Χωρίς συναισθηματισμούς. Γιατί ευαισθησίες δεν είχαμε, ούτε εκείνη ούτε εγώ.
Μετά το μεγάλο σεισμό ήρθαν και με πήραν δυο χωροφύλακες. Ήθελαν να μάθουν. Τρόμαξα. Στο κεφάλι μου, όλα ήταν κομμάτια ασύνδετα. Σκούρα σαν τη στολή τους. Τριγύρναγα στα χωράφια όταν τραντάχτηκε η γη. Είδα μια λάμψη απ’ τη μεριά της Αγιανάργυρης κι έτρεξα προς τα ’κει. Μια βαθειά τάφρος χώριζε την αυλή της στα δυο. Ζύγιασα το κορμί μου και τη δρασκέλισα. Η σιδερένια πόρτα της ήταν ανέπαφη. Την άνοιξα προς τα μέσα κι απλώθηκε μπροστά μου όλος ο κάμπος. Αριστερά το Ιερό. Στα δύο χαραγμένο, αλλά όρθιο. Αυτά μπορούσα να τους πω. Αλλά δεν ήθελα.
«Σκάβει ο σεισμός κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα;» με ρώτησε ο ένας χωροφύλακας.
«Δεν παίρνω κι όρκο», θ’ απαντούσα. Δεν απάντησα.
«Καλά, ολόκληρη λακκούβα δεν την πρόσεξες. Αμ, τα χώματα; Ούτε αυτά τα είδες; Δεν μας τα λες καλά, φιλαράκο. Μήπως, τότε, πήρε το μάτι σου τον τενεκέ με τις λίρες;» επέμενε.
Κρατήθηκα. Περισσότερο κι απ’ την απραξία μ’ ενοχλούσαν οι αδέξιες κινήσεις. Φαντάστηκα τον εαυτό μου να τραγουδάει στο σοκάκι. Να παραμερίζουν τα κουρτινάκια στο πέρασμά μου. Να μη φαίνεται ψυχή πίσω απ’ τα κρύα τζάμια. Μόνο η άχνα της εκπνοής τους.
«Εβδομήντα χρόνια περίμενε η γριά. Βάσταξε μέχρι να παραδώσει το κλειδί. Να μας εκδικηθεί ήθελε. Τέτοια πίστη», είπε ο δεύτερος χωροφύλακας.
«Δεν στεριώνει σχέση κατακτητή με κατακτημένο. Δεν θα γινόταν σεβαστή. Ούτε στα στερνά. Δεν είναι ισότιμη», είπε ξανά ο πρώτος χωροφύλακας.
«Άστον να φύγει», είπε ο δεύτερος. «Δεν πρόκειται να μιλήσει».
Βγήκα απ’ την Αστυνομία χωρίς να πω κουβέντα. Και τι να τους έλεγα; Το σεντούκι με τα προικιά το κατάπιε η τάφρος στην Αγιανάργυρη. Μαζί με τα γράμματα που ‘κρυβε η Θυμιούλα αδιάβαστα στον διπλό πάτο του. Μόνο ο κίτρινος φάκελος με τον χάρτη σώθηκε. Στην μπροστινή μεριά έγραφε καλλιγραφικά «χάρτινο το πανί στο καράβι», στα γερμανικά. Τον βρήκα κοντά στον σκοτωμένο Μιχαήλ, δίπλα στον τενεκέ με τις λίρες. Δεν ήξερα τη γλώσσα, αργότερα την έμαθα, όταν αποφάσισα να γράψω την ιστορία.
Εκείνη την ώρα, σκέφτηκα μόνο να πάρω τη ζωή στα χέρια μου. Έθαψα τον Μιχαήλ στην τάφρο κι έκρυψα τον τενεκέ. Μετά την αστυνομία, πήρα τις λίρες κι εξαφανίστηκα. Τέτοια τύχη δεν θα την πέταγα.
Share this Post