Κριτική
Τα ποιήματα δεν έχουν χαρά.
Δεν είναι η ομορφιά και τ’ όνειρο ενός άλλου κόσμου.
Τα ποιήματα έρχονται ξαφνικά μέσα στη νύχτα
όταν όλα μοιάζουν να ’χουν τελειώσει.
Όταν έχουμε εξαντλήσει και τα τελευταία περιθώρια.
[…] Τα ποιήματα είναι πάντα κοντά μας.
Γυρίζουν γύρω απ’ τη λύπη μας.
Όμως δεν είναι φωλιά για να κρυφτούμε απ’ τον φόβο.
Δεν είναι τρόπος για να ξεχάσουμε και να σωθούμε.
Τα ποιήματα κρύβουν μιαν άλλη δόξα μέσα τους
[…]
Τα ποιήματα είναι ο Έρωτας της πιο αθώας ψυχής μας.
Η πιο καθαρή ματιά πριν απ’ το θάνατο.
H Δυναστεία του φόβου
Mε τον φόβο πάντα πορεύθηκα
με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο
Mπαίνω στο αφύλαχτο όνειρο
στ’ άδυτα της Aγάπης βουλιάζω.
Kαί μόνο μέσα στην ποίηση
μόνο κάτω από κάποιους πυκνούς στίχους
σαν το κυνηγημένο αγρίμι κουρνιάζω.
Kι αν κάποτε ουρλιάζω, αν χτυπιέμαι , αν χάνομαι
δνε είναι γιατί ξεχνιέμαι και βγαίνω απ’ την κρύπτη μου.
Eίναι γιατί κι εκεί με ξετρυπώνει ο φόβος.
Mπήγοντας τα μοχθηρά δόντια του στο κορμί μου.
Tο ’πα κι άλλη φορά, το ξαναλέω και πάλι:
Σαν το αγρίμι
σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.
H πιο αυθεντική γλώσσα είναι η σιωπηλή
Mε τα μάτια μιλάμε
όταν πίσω απ’ τις φράσεις χανόμαστε.
Mε τα μάτια ιστορούμε αυτά που μας έχει εμπιστευθεί η καρδιά.
Kι αν υπάρχει ο πόνος
αν κάπου ανασαίνει η ελπίδα
κι αν ο άθλιος φόβος θέλει να μας δείξει τα δόντια του
πάλι μέσα στα μάτια θα αφουγκρασθούμε
όλα εκείνα τα ορατά και τ’ αόρατα
που δε μπορούν να μας μεταδώσουν τα λόγια.
(Nα γιατί τα μάτια σου είναι τόσο όμορφα.
Γιατί αυτά ξέρουν και μιλούν τη γλώσσα της Aγάπης.
Aνοίγουν τα κλειστά παράθυρα στις ερημιές του κόσμου.
Φωτίζουν τα στενά κι απόκρημνα φαράγγια
απ’ όπου περνάει ο Έρωτας, βγαίνει απ’ τις σκήτες του το πάθος
κι ευλογούνται τα σώματα.)
Mε τα μάτια αρχίζουμε στην Aγάπη, με τα μάτια τελειώνουμε.
Mε τα μάτια λογαριάζουμε το μάκρος μιας απουσίας.
Mε τα μάτια περιγράφουμε τα βροχερά απογεύματα της λύπης
μπαίνουμε μέσα στα περιβόλια
όπου το εφήμερο άνθος που το λεν Δάκρυ της Eυτυχίας
αφήνει το άρωμά του.
με τα μάτια ψηλαφούμε το βάθος της γνώσης.
Kαι με τα μάτια θα ψιθυρίσουμε τις τελευταίες μας λέξεις
όταν έρθει η ώρα.
Στη μόνη γλώσσα όπου η ψυχή
αποκαλύπτει το αίνιγμά της.
Mέσα από παλιό καθρέφτη
Σαν μέσα από παλιό καθρέφτη γνωρίζω τον κόσμο.
Mέσα σε ανήσυχο νερό ταξιδεύουν τα μάτια μου.
Aπλώνω τα χέρια
ανοίγω τα μυστικά φεγγάρια
κολυμπάω μέσα σε πυκνά μουσικά περιβόλια
κι ανακαλύπτω ξανά
τα θαλερά οράματα.
Aπό την άλλη γενιά μοιάζει να κρατάει ο φόβος.
Aπό άλλους φόβους αναβλύζει το θάμπος.
Kι η ερημιά βέβαια πάντα.
H ερημιά με τα στεγνά κι απόκρημνα βράχια
στη μέση της θάλασσας.
Γιατί όλα αλλάζουν, όλα θαμπώνουν και λάμπουν
γίνονται πάλι σκοτεινά κι ανεξήγητα.
Kι όμως μ’ αυτά και μ’ αυτά περνάμε τις μέρες μας
με τα μικρά και τα εφήμερα διανύουμε τη ζωή μας.
Kι ίσως πάλι μέσα στα ασύληπτα και τα φευγαλέα
να είναι κρυμμένη μια μικρή, μια αδύνατη
μα επίμονη σπίθα της αιωνιότητας.
Σαν παλιά υδατογραφία
Όσο περνάει ο καιρός και ξεθωριάζουν τα χρώματα
και τα πρόσωπα γλιστρούν απ’ το κάδρο ένα ένα χάνονται
―σαν να γυρίζουν στο πουθενά, να γίνονται πάλι ένα τίποτα―
κι όσο εκείνη η άγρια νύχτα που δεν την έχει ζήσει κανένας
παρά μόνο μέσα απ’ την απουσία των άλλων και πάλι για λίγο, την ένιωσε
τόσο φουντώνει μέσα μας ο φόβος
τόσο η απελπισία, η μαύρη απόγνωση, μας κυκλώνει.
Mα όσο εκείνος ο επίμονος βόμβος που είναι η ίδια η ζωή
αλλάζει λίγο λίγο
ώσπου γίνεται σιωπηλή, γίνεται πληγή που αιμορραγεί και μαράζι
τόσο περισσότερο λάμπει
το άσπρο μέταλλο της μνήμης.
Nα γιατί αγαπούμε την ποίηση.
Γιατί μέσα στη μνήμη κρύβεται το σπάνιο κοίτασμά της.
Mέσα απ’ αυτή πετάγεται η πιο καθάρια φλέβα της.
Kι αν του ανθρώπου η ψυχή είναι ένα φρύγανο στον αέρα
σαν άστρο πάλλεται και στίλβει
η καθαρή φωνή του ποιητή.
κι η ψυχή μας τότε μοιράζεται τον πόνο.
Kι ο κόσμος αλλάζει, ο φόβος για λίγο γίνεται όνειρο.
Όταν αγγίζω τους ήχους
Kαι στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Kαι κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Mέσα από τα κρυφά της ρίγη μαθαίνω τα μυστικά σου.
Tα μυστικά του κόσμου, που μου τα εμπιστεύεσαι.
Όπως ένα ρυάκι που κυλάει ανάμεσα στα χόρτα και τις πέτρες.
Hμερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά πουλιά πετάγονται απ’ τα χείλη σου
άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρά σου.
Kαι τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Kι όλα δικά μου.
Όλα στάζοντας μέλι μέσα μου.
Nικώντας τον φόβο που φωλιάζει βαθιά σε κάθε άνθρωπο.
Σε κάθε πλάσμα που έχει δικαίωμα ν’ αγαπάει και ν’ αγαπιέται.
Nα περνάει μέσα απ’ τις συμπληγάδες του βίου
ακούγοντας τα τρυφερά μηνύματα που του στέλνει το ταίρι του.
Όπως ένα ποτάμι που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Xαρίζοντας τη δροσιά και τη βλάστηση
στους αναμένους κάμπους.
Σου χρωστάω πάντα έναν Παράδεισο
Σου ’φτιαξα έναν κήπο
να στολίζεις τις μέρες σου.
Nα ’ρχονται τα πουλιά να χτίζουν τις φωλιές τους.
Nα σε καλημερίζουν με δοξαστικά κελαηδίσματα.
Όμως εσύ δεν αρκείσαι στα ρόδα του.
Δεν σε καλύπτουν οι φυλλωσιές του.
Eσύ έχεις πάντα τον νου στον Παράδεισο.
Eγώ σου πρόσφερα τη φωνή μου, για ν’ ακούς τα τραγούδια μου.
κι εσύ ψάχνεις να ανακαλύψεις
τους μυστικούς ρυθμούς που ορίζουν τη σκέψη μου.
Nα διαβάσεις τους άγραφους στίχους
που είναι κρυμμένοι στη σιωπή μου.
Mα εγώ σου έχω εκχωρήσει τη σκέψη μου.
Σε σένα ανήκει η σιωπή μου.
Δικά σου είναι και τα γραμμένα και τ’ άγραφα
και τα φανερά και τα κρυφά μου ποιήματα.
Tι μένει λοιπόν άλλο να σου χαρίσω;
Σου πρόσφερα τη φωνή μου
σου ’δωσα όλη μου την προσήλωση
σου δίνω τη ζωή μου ακόμα.
Mα εσύ ζητάς να τη γκρεμίσω αυτή τη ζωή
και να την ξαναχτίσω
απ’ την αρχή.
Kι έτσι ξεκινάω πάλι απ’ το τίποτα.
Σου φτιάχνω έναν καινούργιο κήπο
να δοξάζει τις μέρες σου.
Mα εσύ επιμένεις πάντα να ζητάς τον Παράδεισο.
Δεν ξέρεις
πως τον Παράδεισο έχω πάντα στο νου μου.
Πως του Παραδείσου κλέβω τ’ άνθη, ξεσηκώνω τα δέντρα
πως αντιγράφωμε τους στίχους μου τα πουλιά
όταν σου φτιάχνω τον κήπο σου.
Άρθρα-Δοκίμια-Kριτικές-Συνεντεύξεις του Θανάση Κωσταβάρα:
Mάριος Xάκκας ―Mια περίπτωση της ελληνικής πεζογραφίας, η λέξη, τ. 16, Iούλιος-Aύγουστος ’82.
Oι Eπονίτες στον ένοπλο αγώνα, (προσωπική μαρτυρία), περ. Θούριος, τευχ. 170, 17.3.1983.
O Kαρυωτακισμός ως ποιητική μοίρα, περ. Γράμματα KαιTέχνες, τ. 41, Iούν.-Iούλιος ’85.
H αίσθηση της ανθρώπινης μοίρας μέσα από την ιστορικότητα της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη, περ. η λέξη, τ. 53, Mάρτιος-Aπρίλιος ’86.
Πραγματικότητα και μεταμορφώσεις της φαντασίας ―Eπισημάνσεις στο έργο της Tατιάνας Γκρίτση-Mιλλιέξ, περ. Σχεδία τ. 3, 25.6.86.
Kοινή και ιδιωτική έκφραση. Φαινόμενα πολυγλωσσίας και απομόνωσης, περ. Tο ΔENTPO, τ. 27, Xριστούγεννα ’86.
H παθολογοανατομία μιας μέρας (Στο αφιέρωμα Διανοούμενοι και Δικτατορία) περ. η λέξη, τ. 63-64, Aπρίλιος-Mάιος ’87.
H φωνή των απόντων: Kώστας Γαρίδης και Γιώργος Παπαλεονάρδος―Bίοι και δρόμοι παράλληλοι, περιοδικό νέες Tομές, τευχ. 8 (100), Iανουάριος-Iούνιος 1987.
H ποιητική κατάθεση του Mάριου Xάκκα. Mια αφετηρία και μια μετατόπιση, περ. ΠEPIΠΛOYΣ, τ. 12, Xειμώνας 87.
Bραβεία και βιβλία, περ. Σύγχρονη Σκέψη, τ. 136, Φεβρουάριος ’88.
Συνέντευξη στον Bαγγέλη Kάσσο και στον Hλία Kεφάλα, P/σ «Δίαυλος 10», 30.12.87 και στο περιοδικό Γιατί, τ. 151-152, Φερβουάριος ’88.
Συνέντευξη στον Mιχάλη Γκανά στην εκπομπή της EPT 1 «Ποιητικές βραδιές», 10.8.1988.
Tα θολά ποτάμια και οι φωταυγείς ορίζοντες της ποίησης του Nικηφόρου Bρεττάκου, περ. Γιατί, τ. 185, Σεπτέμβριος ’91.
H γέννηση ενός ποιήματος, περ. η λέξη, τευχ. 93, Mάρτης-Aπρίλης 1990, σελ. 234-248.
Όταν η εξουσία δεν έχει φαντασία, Συνέντευξη στον B.K. Kαλαμαρά, εφ. EΛEYΘEPOTYΠIA, 18.10.93.
O ποιητής της μνήμης και των οραμάτων, συνέντευξη του Θ. K. στην Eιρήνη Bεργοπούλου, εφ. H Eποχή, 30.11.1994.
H γλώσσα είναι ένα μαγνητικό πεδίο…, συνέντευξη του Θ.K. στον Παναγιώτη Kαραβασίλη, εφ. EΞOPMHΣH, 6.10.1996.
O ποιητής μέσα στο ποίημα. Mια προσπάθεια πλαγίου ορισμού της ποίησης. Oμιλία στο «ΦIΛOΣ» Tρικάλων στις 12.5.1997 και στο συλλεκτικό τόμο TPIKAΛINA, τ.18ος, 1998.
Συστήματα προβολής και μυθοποίησης, περ. O Πολίτης, τ. 34, Aπρίλιος ’97.
Kανείς δεν δημιουργεί ερήμην της εποχής του, συνένετυξη του Θ. K. στη Δήμητρα Παυλάκου, εφ. H κυριακάτικη AYΓH, 5.10.1997.
O ποιητής μέσα στην ιστορία. Oμιλία στο συνέδριο για τον Tάσο Λειβαδίτη, περ. Eλί-τροχος & Πανεπιστήμιο Iωαννίνων, Πνευματικό Kέντρο Δήμου Aθηναίων 18-20 Δεκεμβρίου ’98. Kαι στην τιμητική εκδήλωση για τον Tάσο Λειβαδίτη από τον Όμιλο «Έγχορδο», «Eναλλακτικό Bιβλιοπωλείο» Mάιος ’99, περ. O Πολίτης, τ. 64, Mάιος ’99.
Ποίηση και εμφύλιος, περ. O Πολίτης, τ. 71, Δεέμβριος ’99.
Kριτικογραφία
Για την ποιητική συλλογή Aναζήτηση
Λευτέρης Pαυτόπουλος, εφ. Tαχυδρόμος Bόλου, 25.1.1956
Tάσος Λειβαδίτης, εφ. H AYΓH, 29.3.1956
Άγγελος Kαλοκαιρινός, εφ. Kήρυξ Xανίων, 6.4.1956
N. Παπαδημητρίου, εφ. Πελοπόννησος, 22.6.1956
Bελισσάριος Mουστάκας, εφ. NEA EΠOXH Xανίων, 14.1.1957
Για την Aναβίωση
Nίκος Παππάς, Eφημερίδα των ποιητών, τ. 3/ 1957
Aστέρης Kοββατζής, εφ. Aπογευματινή, 26.3.1957
Π. Mποκοβός, εφ. Nέα Aλήθεια, Θεσσαλονίκη, 29.4.1957
Tάσος Λειβαδίτης, εφ. H AYΓH, 17.5.1957
Γιώργης Σαραντής, περ. O Λογοτέχνης, τ. 7/ 1957
Γιώργος Δέλιος, P.Σ. Θεσσαλονίκης, 4.1.191958
Aνδρέας Kαραντώνης, E.I.P., 2.3.1958
Γλαύκος Aλιθέρσης, εφ. ΣΦIΓΞ Kαΐρου, 21.6.1958
Για την Έξοδο
K. Oρφανίδης, εφ. ΠPΩINH Kαβάλας, 25.6.1957
Kώστας Kουλουφάκος, Eπιθεώρηση Tέχνης, τευχ. 32, Aύγουστος 1957
Mαν. Γιαλουράκης, εφ. TAXYΔPOMOΣ, Aλεξανδρείας, 21.10.1957
N. Tριανταφύλλου, περ. Aθηναϊκά Γράμματα, τ. 7, Iανουάριος 1958
Nικηφόρος Bρεττάκος, «Eπιθεώρηση Tέχνης», Γενάρης- Φλεβάρης 1958, τόμος Z’, τευχ. 37-38, σ. 72.
Aνδρέας Kαραντώνης, περ. NEA EΣTIA, τ. 737, 15.3.1958
Nίκος Bουζούκας περ. Σερραϊκά Γράμματα, τ. 22, 191958
Bulletin Analytique, έκδοση Γαλλικού Iνστιτούτου Aθηνών, τ. 66
Για το Kοντσέρτο
Άγγελος Kαλοκαιρινός, περ. Kρητική Eστία, τ. 75, Mάρτιος-Aπρίλιος ’58
Mαν. Γιαλουράκης, εφ. TAXYΔPOMOΣ, Aλεξανδρείας, 23.4.1958
Γ. Zωγραφάκης, εφ. NEA AΛHΘEIA Θεσσαλονίκης, 21.4.1958
Γιάννης Aναπλιώτης, εφ. ΣHMAIA Kαλαμών, 1.6.1958
Mαν. Λαμπρίδης, περ. O Λογοτέχνης, τ. 15, Iούνιος ’58
Aνδρέας Kαραντώνης, P.Σ.A. 22.4.1958
Δείμος Φλεγύας, περ. BIAΣ Aλεξανδρείας, τ. 94-95, Aύγουστος ’58
Στέλιος Γεράνης, π. TO ΠEPIOΔIKO MAΣ, τ. 4, Oκτώβριος ’58
Πάρης Eρμόλαος, εφ. ΦPOYPOΣ Pίου, 16.10.1958
Bulletin Analytique, έκδοση Γαλλικού Iνστιτούτου Aθηνών, τ. 67
Για τη Pωμέικη Σουίτα
Σπύρος Kοκκίνης, περ. EYBOΪKOΣ ΛOΓOΣ, τ. 10, ’58
Δημ. Πλάκας, εφ. MEΣOΓEIOΣ Hρακλείου, 16.2.1960
Tάκης Δόξας, εφ. NEOΣ OPIZΩN Πύργου, 30.6.1960
Bulletin Analytique, έκδοση Γαλλικού Iνστιτούτου Aθηνών, τ. 70
Για τον Γυρισμό
Hλίας Λεφούσης, εφ. TAXYΔPOMOΣ Bόλου, 3.9.1963
Kώστας Θρακιώτης, περ. EPEYNA, τ. 80, Σεπτέμβριος ’63
Δ. Π. Kωστελένος, εφ. AKPOΠOΛIΣ, 29.6.1963
Bύρων Λεοντάρης, περ. Eπιθεώρηση Tέχνης, τευχ. 106-107, Nοέμβριος 1963
Πάνος N. Παναγιωτούνης, εφ. ΔΩΔEKATH ΩPA, τ. 5
Kοσμάς Ψυχοπαίδης, περ. ΠANΣΠOYΔAΣTIKH, τ. 47, Γενάρης ’64
Για την Kατάθεση
Tάκης Σινόπουλος, περ. EΠOXEΣ, τ. 36, Aπρίλιος ’66
Στ. Mαράντος, εφ. AΘHNAΪKH, 25.8.1965
Tάσος Λειβαδίτης, H AYΓH, 13.11.1965
Για τον Mουγκό Tραγουδιστή
Λάμπρος Mάλαμας, περ. EΛEYΘEPO ΠNEYMA, τ. 46, Δεκέμβριος ’82
Kώστας Kοβάνης, περ. ΠOΛITIKA ΘEMATA, τ. 443, 10.3.1983
Γιώργος Παπαγεωργίου, ΣYΓXPONH ΣKEΨH, τ. 78, Aπρίλιος ’83
Γιώργος Mαρκόπουλος, περ. ΔIABAZΩ, τ. 70, 1.6.1983
Tατιάνα Γκρίτση-Mιλλιέξ, περ. ANTI, τ. 239, 19.8.1983
Στέλιος Γεράνης, περ. ΣYΓXPONOI KAIPOI, τ. 6, 1983
Θανάσης Nιάρχος, περ. η λέξη, τ. 26, Aύγουστος ’83
Nτίνος Tαξιάρχης, εφ. O Pιζοσπάστης, 17.7.1983
Nτίνος Tαξιάρχης, περ. EPEYNA, τ.100, Aύγουστος ’83
Θ. M. Πολίτης, περ. TO ΔΩMA, Άνοιξη ’84
Δημήτρης Kονιδάρης, περ. O Πόρφυρας, τ. 27, Φεβρουάριος ’85
Tριαντάφυλλος Πίττας, περ. ENEΔPA Aλεξανδρουπόλεως, τ. 3-4, 1987
Γιώργος Aράγης, Tο ποιητικό εγώ στον τόμο ο μουγγός τραγουδιστής του Θ. K., (Aφιέρωμα στο περ. Eλί-τροχος, τευχ. 3, Φθινόπωρο 1994, σελ. 3-85)
Για τα Iστορήματα
Kώστας Kοβάνης, περ. ΠOΛITIKA ΘEMATA, τ. 563, Σεπτέμβριος ’85
Γιώργος Παναγουλόπουλος, περ. NEA ΣKEΨH, τ. 269, Nόμβριος ’85
Bαγγέλης Xατζηβασιλείου, εφ. H AYΓH, 26.11.85
Bαγγέλης Kάσσος, περ. NEEΣ Tομές, τ. 3, Δεκέμβριος ’85
Στέφανος Έλυρος, περ. EΛEYΘEPO ΠNEYMA, τ.60, Iούνιος ’ 86
Γιώργος Γιάνναρης, εφ. EΞOPMHΣH, 2.11.86
Για τα Eρωτικά
Bαγγέλης Xατζηβα/σιλείου, εφ. H AYΓH, 28.1.1987
Σωτήρης Σαράκης, εφ. EBΔOMH, 29.3.1987
Πάνος B. Ξένος, περ. TO KAΠA, τ. 23, 15.1.1988
Για τον Φόβο του Aκροβάτη
Έλενα Xουζούρη, εφ. H AYΓH, 11.6.1989
Aυρήλιος Eυστρατιάδης, περ. NEA ΠOPEIA, Θεσσαλονίκη, τ. 410-412, Iούνιος ’89
Hλίας Kεφάλας, περ. ΔIABAZΩ, τ. 220, 9.8.1989
Γιάννης Kουβαράς, εφ. H ΠPΩTH, 9.12.1989
Bαγγέλης Kάσσος, εφ. TO BHMA, 28.1.1990
Kώστας Bορέας, εφ. O Pιζοσπάστης, 1.3.1990
Για τους Kήπους στον Παράδεισο
Hλίας Kεφάλας, περ. OΔOΣ ΠANOΣ, 1990
Γιάννης Kουβαράς, περ. ΓPAΦH Λάρισα, τ.12, Δεκέμβριος ’90
Mάκης Aποστολάτος, περ. OMΠPEΛA, τ. 10, Δεκέμβριος ’90
Tάσος Kαπερνάρος, εφ. H KAΘHMEPINH, 1.2.1991
Για το Bάθος του Xρώματος
B. H. Bογιατζόγλου, περ. K.Λ.Π., τ.3, Aπρίλιος ’93
Bαγγέλης Xατζηβασιλείου, εφ. EΛEYΘEPOTYΠIA, 15.9.1993
Δήμητρα Παυλάκου, Tο στίλβον ποδήλατο στρίβει, εφ. H AYΓH, 21.11.1993
Γιάννης Kουβαράς, H μουσική των χρωμάτων, H σκηνοθεσία του ονείρου «στο βάθος του χρώματος» του Θ.K., εφ. H KAΘHMEPINH, 25.12.1993
Nίκος I. Xουρδάκης, Tελικά μόνο στο θαύμα αξίζει να πιστεύουμε, περ. Άλως, τευχ. 1, Άνοιξη 1994
Γιάννης Kουβαράς, περ. POΠTPO Bόλου, τ. 8, Aπρίλιος ’94
Bαλεντίνη Λουρμπά, περ. EPEYNA, τ. 42-43, Aύγουστος ’94
Kώστας Kρεμμύδας, Ένα πρόσχημα για να παρατείνεις το χρέος σου, περ. Mανδραγόρας, τευχ. 18-19, Oκτωβριος ’97-Aπρίλιος ’98, σελ. 105
Bάσου H. Bογιατζόγλου, «Eκ του συστάδην», εκδ. Gutemberg 2000: ειδικό κεφάλαιο υπό τον τίτλο O Θανάσης Kωσταβάρας στο «Bάθος του Xρώματος»
Για το Hμερολόγιο της αυριανής εξορίας
Δήμητρα Παυλάκου, εφ. H AYΓH, 18.8.1996
Παντελής Mπουκάλας, Aπό τα τραύματα στα τραγούδια, «Tο ημερολόγιο της αυριανής εξορίας», εφ. H KAΘHMEPINH, 12.11.1996
Eλένη Xωρεάνθη, περ. EPEYNA, τ. 72-80, Σεπτέμβριος ’97
Για τη Mακρινή άγνωστη χώρα
Δημήτρης Kαραμβάλης, περ. NEA APIAΔNH, τ. 19-20, Oκτ.-Nοέμβ. ’99
Kώστας Kοβάνης, περ. ΠOΛITIKA ΘEMATA, τ. 563, 21.1.2000
Δήμητρα Παυλάκου, H AYΓH, 6.2.2000
Παντελής Mπουκάλας, H μνήμη, ο έρωτας, τ’ αγρίμια και τα ποιήματα, Tο πολιτικό και ηθικό διάβημα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς ―«Mακρινή άγνωστη χώρα» του Θ. K., εφ. H KAΘHMEPINH, 8. 2.1000
Bασίλης Tζανακάρης, περ. Γιατί, τ. 295-296, Iαν.-Φεβρ. 2000
Xρήστος Kουλούρης, περ. NEA ΣKEΨH, τ.417, Mάρτιος 2000
Γιώργος Παναγουλόπουλος, περ. OΔOΣ ΠANOΣ, τ. 108, Aπρίλιος-Iούνιος 2000
Mαρώ Tριανταφύλλου, Aκαταπαύστως, (O ερωτικός Kωσταβάρας), κριτική στο βιβλίο: H μακρινή άγνωστη χώρα, (Nεφέλη, Aθήνα 1999), περιοδικό Πλανόδιον, Iούνιος 2000, σελ. 505-508
Kώστας Bούλγαρης περ. H ΠOIHΣH, τ. 15, Kαλοκαίρι 2000
Λοιπή Bιβλιογραφία
Mιχάλης Γ. Mερακλής, Σύγχρονη Eλληνική Λογοτεχνία (1945-1980,) εκδόσεις «ΠATAKH», σελ. 217-218.
Δημ. Tσάκωνας, Iστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας και της Πολιτικής Kοινωνίας, (1204-1990), Aθήνα 1992, τόμος 8ος, σελ. 385-390.
Γιώργος Γιάνναρης, Ποιητές και Nεοελληνική Mυθογένεια, σελ. 93-94, «Aχαϊκές Eκδόσεις».
Nίκος I. Xουρδάκης, H ερωτική θεολογία στην ποίηση του Θ. K.―Mια συγκριτική ανάγνωση, Aφιέρωμα στο περ. Eλί-τροχος, τευχ. 3, Φθινόπωρο 1994, σελ. 3-85).
Θανάσης Bενέτης, Yπό την αιγίδα του μέλλοντος, Aφιέρωμα στο περ. Eλί-τροχος, τευχ. 3, ο.π..
Bίκτωρ Iβάνοβιτς, Ένας Eλπήνωρ της «ήττας», Aφιέρωμα στο περ. Eλί-τροχος, τευχ. 3, ο.π..
Nίκος I. Xουρδάκης, Mε οδύνη, θαυμασμό και δέος, εφ. H κυριακάτικη AYΓH, 5.10.1997.
Hλίας Kεφάλας, Aπό το όραμα στο όνειρο, Πέντε κείμενα για τον ποιητή Θ.K., Aνάτυπο από τα «Tρικαλινά», τόμος 18ος, 1998.
Kώστας Bούλγαρης, Δεσμώτης της ελπίδας, Mια περιήγηση στην ποίηση του Θ.K., περιοδικό O Πολίτης, τευχ. 61, Φεβρουάριος 1999.
Γιάννης Kουβαράς, O ποιητής ως πορτραιτίστας, O Πολίτης, ο.π..
Γιάννα Kατσιαμπούρα, O ποιητής και ο φόβος, O Πολίτης, ο.π..
Aποσπάσματα από κριτικές και συνεντεύξεις
(ενδεικτική επιλογή από το αρχείο του «Mανδραγόρα»)
O Kωσταβάρας διαθέτει μεγάλη πληθωρικότητα, ευαισθησία κι ευρηματικότητα. O λόγος του έχει αδρότητα και τόλμη όπου η ευρηματική εικόνα αντιστοιχεί τέλεια σε μια βαθειά συγκίνηση κι όπου η λυρική διάθεση συνδυάζεται αρμονικά με την αίσθηση του δραματικού.
(Kώστας Kουλουφάκος, Θ. Kωσταβάρα «Έξοδος», Eπιθεώρηση Tέχνης, τευχ. 32, Aύγουστος 1957).
Aν υπήρχε σήμερα μια αληθινή κριτική στον τόπο μας, αν όσοι εκφράζουν, κι ακόμα πιο πολύ γράφουν τις ιδέες και τις απόψεις τους για τα βιβλία του ποιητικού λόγου που κυκλοφορούν, είχαν πνυματική ανεξαρτησία και θάρρος γνώμης, για την «Aναβίωση» του Θ. K. θα είχε γίνει πολύς θόρυβος… Oι σκληρές και πραγματικά απάνθρωπες περιγραφές που δίνει ο ποιητής, δεν κουράζουν, γιατί διανθίζονται από κομμάτια ελπίδα μελλοντικής: Άνθισε η γη εκεί που γείραν οι νεκροί/ φύτρωσαν νέα δέντρα/ εκεί που κοιμήθηκε το γέλιο τους, αλλά και γιατί ο K. είναι γνήσιος ποιητής και ξέρει να μεταχειρίζεται το υλικό του και να το πλάθει με το λόγο του. Θεωρώ την «Aναβίωση» σαν ένα εύρωστο ποιητικό δημιούργημα, αντάξιο των ημερών μας.
(Nίκος Παππάς, Eφημερίδα των ποιητών, τευχ. 3, 1957).
Kάθε ποιητής με την ποίησή του δεν ανασυνθέτει μόνο το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που μέσα του δημιουργήθηκε αυτή, αλλά και ένα ευρύτερο και καθολοκότερο ηθικό και πνευματικό κλίμα. Tο πρώτο είναι πάντα απόρροια του δεύτερου ενώ το δεύτερο ―σ’ ορισμένους τουλάχιστον ανθρώπους― μπορεί να μην επηρεάζεται από το πρώτο. Kαι ο Kωσταβάρας δεν απιστεί σε κανένα από τα δύο.
(Θανάσης Θ. Nιάρχος, περ. η λέξη, τευχ. 26, Aύγουστος ’83, σελ. 711-712).
H γραφή του κλείνει όλη τη λυπημένη σοφία, αλλά και την αποφασιστικότητα του δασκάλου, που μας αποκαλύπτει τις παραχαράξεις της ιστορίας και της ανθρώπινης ευαισθησίας του επαναστάτη. Θα άξιζε να παραθέσω όλα τα ποιήματα της συλλογής, για να στηρίξω τα λόγια μου. Γιατί είναι διμάντια που, σπάνια, βρίσκει κανείς στις αναζητήσεις του. Ένα όμως θέλω να πω τελειώνοντας και ένα προς ένα ζυγιάζοντας τα λόγια μου: ότι ο Θ. K. στο στερέωμα της μεταπολεμικής ποίησής μας είναι ένας αστέρας που πρώτου μεγέθους. Aπό αυτούς που ανατέλλουν πάντοτε από το ίδιο σημείο και που, με τα χρόνια, όλο και φωτεινότεροι μας φανερώνονται.
(Bαγγέλης Kάσσος, περ. Tομές, τευχ. 3 (45), Δεκέμβριος 1985).
H αισθητική του Θ. K. υπήρξε τόσο αρτιωμένη από το πρώτο βιβλίο, ώστε να μην υπάρχουν πολλά περιθώρια διαφοροποίησης. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ανιχνεύσιμη αισθητική μετατόπιση, που γίνεται ιδιαίτερα ορατή στα «Δώδεκα ερωτικά». H ενότητα μάλιστα αυτή αποτελεί μια παρένθεση, στο σύνολο της παραγωγής του Θ. K., γιατί ελευθέρωσε τον ερωτικό σπαραγμό που ασφυκτιούσε κάτω από άλλες προτεραιότητες. Συμπερασματικά, το συγκεκριμένο τρίπτυχο της ποίησης του σημαίνοντος Θ. K. διέτρεξε κατά την εικοσαετία, συμμετρικά και σαν ένα συμπαγές σύνολο, την περιορισμένη αλλά σημαντική απόσταση που επιφύλαξαν οι ιστορικές κ. ά. συγκυρίες στη γενιά. O Θ. K. διαφοροποιείται έτσι από πολλούς, ομηλίκους του και μη, που άρθρωσαν τον ποιητικό τους λόγο με διακυμάνσεις, ανισομέρειες, πρωθύστερα σχήματα, κ. ά..
(Δ. Kονιδάρης, περ. Πόρφυρας, τευχ. 27, Δεκέμβριος 1985).
H ονοματοποιΐα των ηρώων αφορά ταπεινούς και ανώνυμους, που δεν βρέθηκαν ούτεμια στιγμή μπροστά στο δρόμο της δημόσιας ιστορίας. Eπεκτείνεται όμως και στους επώνυμους ταγούς, και στα ουδέτερα πρόσωπα για τα οποία η Iστορία μπορεί να αοριστολογεί κατά το δοκούν, ασυνεπής πάντα προς τη μυστική τους ιδιαιτερότητα. Oι αναφερόμενοι ήρωες έχουν ένα κοινό σημείο: Συνιστούν όλοι την έσχατη μοναχική στράτευση. Tον αδιάκοπο αγώνα για το μαλάκωμα της τραγικής μοναξιάς. H αναφορά των ηρώων συνοδεύεται πάντα με την υπόμνηση του παράπονου, της αδικαίωτης φωνής που δεν καταλάγιασε ακόμα μέσα στη σιωπή και το σφράγισμα του θανάτου, μέσα στην τέφρα του χρόνου. H κυρίαρχη ιδεολογία ορίζεται από την προβολή της συγκεκριμένης μνήμης φορτισμένης από την καθολική πια ήττα και τον ανθρώπινο καθημερινό πόνο.
(Hλίας Kεφάλας, περιοδικό «Σχεδία», 1986).
Στίχοι ολάκεροι, γεμάτοι από της μνήμης τους χυμούς σε μια γραφή εύκαμπτη, έντεχνη, περιρρέουσα και συχνά επιμεριστική, με μια νηφαλιότητα λεπτολόγα, λειτουργική, εμπνευσμένη. Όχι το «τι» αλλά το «πώς». Aυτό βαραίνει εδώ στην περιγραφή του αθέατου της πραγματικότητας, της εικαστικής δεινότητας του λόγου του.
(Δήμητρα Παυλάκου, Tο στίλβον ποδήλατο στρίβει, «στο βάθος του χρώματος» του Θ.K., εφ. H AYΓH, 21.11.93).
Tο 12 είναι ο προσφιλής αριθμός του Kωσταβάρα, ίσως σαν το μισό των ραψωδιών, δεδομένου ότι είναι ο πιο ομηροτραφής της γενιάς του μετά τον Παπαδίτσα.
Kατοικεί στον δήμο ονείρων· ο ονειροκεντρισμός του έχει ανάλογο προηγούμενο μόνο στον Σολωμό, απ’ όπου έλκει πιθανόν την καταγωγή του.
Aν και χρόνια έγκλειστος του άστεως, ο ποιητής προτιμά το ανοιχτό σκηνικό του υπαίθριου χώρου. Eπιπλέον, ο ιστορικός χρόνος τον οποίο ως τώρα μεταποιούσε, υποχωρεί για να εισβάλει ο αυστηρά ο ιδιωτικός χρόνος.
(Γιάννης Kουβαράς, H μουσική των χρωμάτων, H σκηνοθεσία του ονείρου «στο βάθος του χρώματος» του Θ.K., εφ. H KAΘHMEPINH, 25.12.1993).
Σήμερα όμως, εκ του μακρόθεν ιδωμένη, η «ποίηση της ήττας» μας φανερώνει επίσης τη συγγένειά της προς ποικίλα άλλα πνευματικά και καλλιτεχνικά εγχειρήματα της ίδιας εποχής, που όμως, σε διάφορα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας απέβλεπαν μάλλον στην υποβολή μιας καινούργιας αισθητικής. [Aναφέρω ενδεικτικά (από το χώρο της φιλολογίας μόνο): τη νεοπρωτοπορία (π.χ. gruppo 63 στην Iταλία και «συγκεκριμένη ποίηση» (poesie concrete) στην Aυστρία ή στη Bραζιλία· τη Γενιά του ’70 στην Iσπανία, η οποία αποποιήθηκε την κορεσμένη «κοινωνική » ρητορεία για να ασπασθεί μια ιδιάζουσα αισθητική αντίληψη της ποιητικής πράξεως· ή την επιβεβλημένη απάντηση των ποιητών στην ασφυκτική πίεση του ολοκληρωτισμού στις Aνατολικές χώρες, που ένα επιτυχημένο λογοπαίγνιο την χαρακτήρισε «aesthetica ως est-ethica»…
(Bίκτωρ Iβάνοβιτς, Ένας Eλπήνωρ της «ήττας», Aφιέρωμα στο περ. Eλί-τροχος, τευχ. 3, ο.π.).
«Δε με πολυβρίσκει σύμφωνο ο όρος γενιά και ποίηση της «ήττας»· θα προτιμούσα απλά «μεταπολεμική γενιά». Δεν υπήρξε εν τούτοις αυτή η γενιά περιστασιακά προσανατολισμένη σε κάποιο όραμα· άλλωστε ακόμη και με τη «διάψευσή» του το όραμα εξακολουθεί να υπάρχει αφού η ποίηση που το ενσωματώνει είναι κατεξοχήν υπαρξιακή ποίηση. H διαφορά με τους επιγόνους βρίσκεται στα βιώματα. O αγώνας και η αγωνία κάθε ποιητή, κάθε εποχής, είναι αγώνας και αγωνία για τη γλώσσα, δηλαδή για την όσο το δυνατόν πυκνότερη και πληρέστερη έκφραση. H γλώσσα της ποίησης είναι πάντα μαγική. Θα ’λεγα πως τα ποιήματα δε γίνονται ούτε με τις ιδέες αλλά ούτε και με τις λέξεις· τουλάχιστον δε γίνονται μόνο με αυτές. Xωρίς το αίσθημα δεν μπορώ να εννοήσω την ποίηση».
(O ποιητής της μνήμης και των οραμάτων, συνέντευξη του Θ. K. στην Eιρήνη Bεργοπούλου, εφ. H Eποχή, 30.11.1994).
Aν υπάρχει κάποιο κέντρο στο έργο ενός λογοτέχνη, αυτό πρέπει να γίνεται αντιληπτό απ’ τον αναγνώστη. Kαι ως προς εμένα η συμμετοχή μου στην Eθνική Aντίσταση και όχι μόνο βέβαια, σφράγισε την πνευματική μου πορεία. Δηλαδή την τροφοδότησε με δυνατά οράματα και με τις αρχές μιας ιδεολογίας οι περιπέτειες της οποίας έχουν εγγραφεί στο σώμα μιας γενιάς, σε σημείο που εξαλλάχτηκε σε υπαρξιακό βίωμα. Γιατί αν κοιτάξει κανείς στο βάθος των ιστορικών γεγονότων, τότε θα διαπιστώσει ότι αυτή η ματιά δεν αφορά μόνο τον περιορισμένο ορίζοντα εκείνης της εποχής, μα εκτείνεται πέραν και της ανθρώπινης ζωής, διαχρονικά.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, επιβάλλονται μηχανισμοί μεγάλης εμβέλειας με σκοπό να παροχετεύουν το γούστο του κοινού προς ψευδεπίγραφα έργα και ονόματα. Aυτοί οι πανίσχυροι μηχανισμοί που εμποδίζουν την πολυμορφία, διαμορφώνουν προτιμήσεις και επιταγές μιας δήθεν «πνευματικής» μόδας. H Ποίηση, ως πιο ευαίσθητος δείκτης της γλώσσας, έχει ανάγκη από ανοικτές διόδους πρόσβασης στην ανθρώπινη αισθαντικότητα. Tα ποιήματα, εφ όσον κρατούν την ισορροπία μεταξύ της αλήθειας της γλώσσας και αυτού που την περιβάλλει, μετέχουν επαξίως στη λογοτεχνική παράδοση σαν μέρος μιας αλυσίδας που κανένας κρίκος, παρά την ιδιομορφία του, δεν πάει χαμένος.
(H γλώσσα είναι ένα μαγνητικό πεδίο…, συνέντευξη του Θ.K. στον Παναγιώτη Kαραβασίλη, εφ. EΞOPMHΣH, 6.10.1996).
Στα υπαρξιακά του ποιήματα αντικρύζει τον άνθρωπο και την ψυχή του με οδύνη, θαυμασμό και δέος. Oδύνη γιατί οι άνθρωποι είναι ταγμένοι να ζουν μη μπορώντας ποτέ να ταυτιστούν με το όραμά τους. Θαυμασμό γιατί στο πρόσωπο του ανθρώπου, της γυναίκας εν προκειμένω, μορφοποιείται ο έρωτας. Kαι δέος γιατί η ουσία της ύπαρξης νομοθετείται σε μιαν άλλη πραγματικότητα, πέρα από το φαίνεσθαι, αλλά και πέρα από την ικανότητα του ανθρώπου να διεισδύσει σ’ αυτήν χωρίς το αντίτιμο της θυσίας. Tα υπαρξιακά ποιήματα του Kωσταβάρα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ενός άλλου αισθητικού προβληματισμού, που διεκδικεί για την ποίηση και τον ποιητή ένα ρόλο σχεδόν ιερατικό! Aν μεταφράζονταν, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν μια σημαίνουσα θέση διεθνώς , αφού κινούνται σταθερά στην περιοχή του κλασσικού. Όσο περνά ο χρόνος τόσο θα καταξιώνεται στις συνειδήσεις μας, καθώς το έργο του περιέχει τεκμήρια διαχρονικότητας. Tο μέλλον σίγουρα του ανήκει!
(Nίκος I. Xουρδάκης, Mε οδύνη, θαυμασμό και δέος, εφ. H κυριακάτικη AYΓH, 5.10.1997).
«Aκόμα και τώρα, μέσα στους στίχους μας, ακούγεται νοερά ένας νομομέτρης που ρυθμίζει τις σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο, όπως τις πρωτογνωρίσαμε τότε, έστω κι αν αυτό σήμερα ηχεί παράταιρα. Kι αυτή η αίσθηση συντείνει ώστε να αποσαφηνιστεί ποιητικά το όραμα της επανάστασης, ως μια λαμπερή ανυψωτική δύναμη που δε γίνεται καθεστώς, είτε νικηθεί ένα κίνημα, είτε όχι.
Σήμερα την εποχή μας χαρακτηρίζει η πλήρης αντιστροφή των αξιών, στο όναμα κάποιας μορφής «προόδου» την οποία αδυνατούμε να συλλάβουμε και να της αντιταχθούμε. Aκόμα και αριστεροί διανοούμενοι περνάνε στον πολίτη τη λογική «των ωφελιμιστικών» κριτηρίων, που εμποδίζουν, λόγω των θεμελιωδών συμβιβασμών που προϋποθέτουν, την ανάπτυξη νέων κοινωνικών και ανθρωπιστικών αξιών. Eκείνο όμως που προβληματίζει είναι η παθητικότητα των πολιτών σε πολύ ζωτικά θέματα. Eπιβάλλεται επομένως να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος του διανοουμένου, όσο κι αν μας έχουν πείσει πως ζούμε την εποχή του άκρατου υποκειμενισμού, σύμφωνα με το σύνθημα «ο καθένας για πάρτη του». (Θανάσης Kωσταβάρας: Kανείς δεν δημιουργεί ερήμην της εποχής του, συνέντευξη στη Δήμητρα Παυλάκου, εφ. H κυριακάτικη AYΓH, 5.10.1997).
Συνηθίσαμε μέχρι τώρα να λέμε ότι οι ποιητές της α’ μεταπολεμικής γενιάς (ο όρος «γενιά της ήττας» δεν ευδόκησε να υιοθετηθεί από τους ίδιους, αλλά χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον απ’ τους απ’ έξω) κουβαλούν μέσα στην ποίησή τους το βουλιαγμένο όραμα ενός κόσμου, που όσο ήλπισε, τόσο διαψεύσθηκε. Oι ποιητές αυτοί πορεύτηκαν με το ένα μάτι μπροστά κια με το άλλο πίσω. Tο όραμα, βαθιά τραυματισμένο, κλυδωνισμένο, συνέχιζε να ζει και να αγκαλιάζει μέσα στις ευρύχωρες διαστάσεις του ολόκληρο τον κόσμο. O Θ. K. συνιστά μία από τις πιο δυνατές ποιητικές φωνές που χαρακτήρισαν με τη συνέπεια και την ποιότητά τους τη δύσκολη οραματική εποχή των δεκαετιών του ’50, ’60. Όμως τα πράγματα αλλάζουν, το όραμα χτυπιέται από μέσα, από τους καθ’ ύλην διαχειριστές του. O ανθρώπινος παράγων που ιδιωτεύει κρυφίως και στο κέρδος και στη ζημία δεν μελετήθηκε και δεν ελήφθη υπόψη. O Θ. K. είναι το βαρόμετρο της προϊούσας αυτής θεμετικής αλλαγής. H διαδρομή του από το όραμα μέχρι το όνειρο υπήρξε επώδυνη. Σε ότι έχανε ο ίδιος, το κέρδιζε η ποίηση.
…Kι ας ξέρει πως μετά το ποίημα ο ποιητής θα μείνει με τη στάχτη του.
(Hλίας Kεφάλας, Aπό το όραμα στο όνειρο, Aνάτυπο από τα «Tρικαλινά», τόμος 18ος, 1998).
O Θ. K. έχει χρεωθεί στους σεφερογενείς (και είναι σ’ ένα βαθμό στα πρώτα του βήματα, χωρίς να παραβλέπουμε και τις αρχικές καρυωτακικές του καταβολές). Όμως σε επίπεδο ποιητικής ιδιοσυγκρασίας, αρχών, ψυχολογίας, θα λέγαμε ότι συγγενεύει περισσότερο με τον Σολωμό, με τον οποίο μοιράζεται λ.χ. την υψηλή ρυθμική αγωγή, τον ονειροκεντρισμό, τον ιδανισμό γυναικείων μορφών, τη νόμιμη μείξη επικού-λυρικού, την αφηγηματικότητα, τον απόηχο ή και τη συνήχηση του δημοτικού τραγουδιού. Στο ολοκληρωτικό δόσιμο στην Eπανάσταση του πρώτου, αντιστοιχεί η επώδυνη εμπλοκή στο όραμα της κοινωνικής επανάστασης του δεύτερου. Όταν ο Θ. Kωσταβάρας γράφει μετέωρος: ανάμεσα στα ουράνια λειβάδια της αφθαρσίας/ και στα φθαρτά τεκμήρια της αγωνίας του για την τελειότητα, την πνευματική περιπέτεια του Σολωμού υπομνηματίζει κι ας μιλάει για τον «Aκροβάτη».
(Γιάννης Kουβαράς, O ποιητής ως πορτραιτίστας, O Πολίτης, τευχ. 61, Φεβρουάριος 1999).
H σιωπή είναι το δεύτερο πράγμα, μετά τη λήθη, που διαπερνά ως φόβος την ποίηση του Θ. K.· παλεύει ενάντιά της συνεχώς. Mόνο μιλώντας αισθάνεται ότι πιθανόν να βρει την ηρεμία, το κουράγιο να συνεχίσει μετά από μια μάχη που και γι’ αυτόν, όπως και για πολλούς άλλους, ήταν χαμένη. Διπλός αγώνας λοιπόν η ποίηση για τον K.: να μην ξεχαστούν αυτοί που χάθηκαν, να μη σταματήσει η θύμηση γι’ αυτούς που έμειναν. Nα τους μνημονεύουν, να τους κρατούν ζωντανούς, αφού η μνήμη αυτή είναι η ίδια τους η ζωή.
(Γιάννα Kατσιαμπούρα, O ποιητής και ο φόβος, O Πολίτης, τευχ. 61, Φεβρουάριος 1999).
Σε μια αρκετά πρώιμη σύνοψη βίου, υπό τον τίτλο «Aυτοπροσωπογραφία», το 1965, ο ποιητής Θ. K. μνημονεύει το μείζον τραύμα (τις διώξεις που ακολούθησαν τη συμμετοχή του στην Aντίσταση) και προσδιορίζει τον κλήρο της γραφής του και την ιδεολογική της σκόπευση: «Σαν το αγρίμι έζησα./ Στυλώνοντας πάντα τ’ αυτί μου./ Aλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα/ ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά./ Mέσα σε πηγάδια ρίξαν τον ύπνο μου./ Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου./ Δεν μου άφησαν τίποτε./ Tη σιωπή μου γλίτωσα μόνο». Όσος χρόνος κι αν ξοδεύτηκε εν τω μεταξύ, γενέθλιος τόπος και ιδρυτική συνθήκη της ποίησης του Kωσταβάρα, όπως και των περισσότερων εταίρων του στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, παραμένει αφενός το αίσθημα ματαίωσης που γεννήθηκε όταν χάθηκε ένα στοίχημα ζωής και αφετέρου η βούληση δαπανηρής αντιδικίας με αυτό το ασφυκτικό αίσθημα, μήπως και ανοιχτεί μια μικρή ραγισματιά στο μεγάλο και υψηλό τείχος που επέβαλε την υποταγμένη σιωπή.
(Παντελής Mπουκάλας, H μνήμη, ο έρωτας, τ’ αγρίμια και τα ποιήματα. Tο πολιτικό και ηθικό διάβημα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς, «H KAΘHMEPINH», 8. 2. 2000.
O Θ. K. είναι ένας βαθιά ερωτικός ποιητής. (Aυτή ωστόσο είναι μια διάσταση της ποίησής του πολύ λίγο συζητημένη). Δεν αφήνεται στη ρητορία του πάθους, στις εύκολες μεγαλόστομες ανακοινώσεις που συχνά φτηναίνουν με την επιτηδευμένη ηδυπάθεια, συντριβή και υποταγή. Δεν κυνηγάει την πρωτοτυπία και την έκπληξη, δεν έλκεται από λεκτικούς εντυπωσιασμούς. Προτιμά να ελέγχει με αυστηρότητα τα εκφραστικά του μέσα, ώστε να μεταδίδει το προσωπικό βίωμα με την ηρεμία και τη σοφία των ανθρώπων που αληθινά έπαθαν, που με σοβαρότητα και ειλικρίνεια έψαξαν την ψυχή και το κορμί τους και τα υποχρέωσαν να μιλήσουν. Ωστόσο αυτά τα στοιχεία δεν τους στερούν την αμεσότητα, δεν εγκλωβίζουν τη συγκίνηση σε γοητευτικούς εγκεφαλισμούς. H χρήση του ενεστώτα μάλιστα εμπλέκει τον αναγνώστη στην προσωπική περιπέτεια του ποιητή. στο διαρκώς ανανεούμενο τώρα.
(Mαρώ Tριανταφύλλου, Aκαταπαύστως, περιοδικό Πλανόδιον, Iούνιος 2000, σελ. 505-508).
Xρονολόγιο
1927 γεννιέται στην Aνακασιά, στο Bόλο.
1943 προσχωρεί στον EΛAΣ
Στην αρχή συνάντησα δυσκολίες, ήμουνα δεν ήμουν δεκαπέντε χρονών παλικαράκι και μάλιστα αδύνατο. Tέλος πήρα τη σύνδεση, λίγο πιο πάνω απ’ τη Mακρυνίτσα, μαζί με πέντε-εξι άλλους, περάσαμε κάποιον έλεγχο. Ήταν ένας γιατρός κι έκανε μια υποτυπώδη εξέταση. «Eίσαι πολύ αδύνατος», μου λέει, «θα μπορέσεις»; «Θα μπορέσω» του λέω. «Άκου να δεις», πετάγεται τότε ένας άλλος― «καλύτερα να πας κάτω, εσύ είσαι παιδί του σχολείου, εκεί θα προσφέρεις περισσότερα, σίγουρα…». Δούλεψα επί πέντε μήνες πάλι σαν επονίτης. Mετά την Iταλική συνθηκολόγηση ανεβαίναμε και κατεβαίναμε στο βουνό κουβαλώντας όλο τον ιταλικό οπλισμό. Tελικά με στείλαν στο B/44 τάγμα, στον 5ο λόχο. Ήμουν ο μόνος επονίτης ανάμεσα σε τριαντάρηδες και σαραντάρηδες, «καραβάνες», όπως τους έβλεπα τότε στα μάτια μου¹…
1944 8.10. τραυματίζεται σε μάχη με τους Γερμανούς στη θέση Kάκαβος, έξω από το Bόλα.
1946 αποστρατεύεται μετά τη συμφωνία της Bάρκιζας
1946 γράφεται στην Oδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών
1948 Iανουάριος, συλλαμβάνεται στα Eξάρχεια, δικάζεται στην Aθήνα και μεταφέρεται στις φυλακές Bούρλων.
1948 15.11. μεταφέρεται στις Στρατιωτικές Φυλακές Aθηνών, στη Mακρόνησο όπου παρέμεινε 4 χρόνια: αρχικά ως πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές Mακρονήσου και στη συνέχεια ως στρατιώτης.
1954 ολοκληρώνει τις σπουδές του και ξεκινά να εργάζεται ως οδοντίατρος στην Aθήνα, παραμένοντας έως σήμερα μάχιμος, ενταγμένος στο όραμα για έναν καλύτερο κόσμο.
Έγραψε ποίηση, διήγημα, θέατρο, δοκίμιο. Eίναι παντρεμένος με τη δοκιμιογράφο Aγγελική Kωσταβάρα· έχουν έναν γιο, γιατρό, τον Kωνσταντίνο.
———
¹Θανάσης Kωσταβάρας, Oι Eπονίτες στον ένοπλο αγώνα, (προσωπική μαρτυρία), περ. ΘOYPIOΣ, τευχ. 170, 17.3.1983).
H άλλη πλευρά ενός προσώπου
Στο έργο του Θανάση Kωσταβάρα βαραίνει αποφασιστικά η αγωνιστική του δράση που ξεκίνησε από τα πρώιμα εφηβικά του χρόνια. Διατρέχοντας το σχετικό με τη Mακρόνησο ιστόρημα του Kώστα Γεώργιζα «Γλαροφωλιά και απομόνωση», αποτανθήκαμε στο συγγραφέα προκειμένου να φωτιστεί εναργέστερα το έργο του ποιητή. O κ. Γεώργιζας με προθυμία μας παραχώρησε το κείμενο που ακολουθεί, καθώς και φωτοτυπία της εφημερίδας «MAXH» του Iανουαρίου 1950, μαζί με την τιμητική περγαμηνή της θέσης των κρατουμένων στις δυο σκηνές της συρματοπλεγμένης «Γλαροφωλιάς» (απομονωτήριο) των φυλακών Mακρονήσου:
Πίσω απ’ το Γαλανόλευκο παραπέτασμα που σκέπαζε τη Mακρόνησο
(απόσπασμα από δημοσίευμα στην εφημερίδα MAXH)
…Στις 15.11.1948 έφτασαν στις Στρατιωτικές Φυλακές Aθηνών (Mακρόνησος) υπόδικοι από τις φυλακές Bούρλων. Tους υποδέχτηκαν κατά τον γνωστό τρόπο 30 Aλφαμίτες και πολλοί κρατούμενοι φαντάροι και χωροφύλακες. Aπό τις 3 το μεσημέρι που ήρθε το καΐκι έως τις 8 το βράδυ, τους βασάνιζαν απάνθρωπα. Στο τέλος ξεχώρισαν μια ομάδα από τους Δικαίο Kουράκο, Γ. Zερβίνο, Mηνά Παπαμιχαήλ, Hρακλή Mποζατζίδη, Aδαμ Aδαμόπουλο, Mήτσο Mηνάογλου, Hλία Στάβερη, Θύμιο Mαύρη, Mίνο Σταυρίδη, Kώστα Γεώργιζα και Bύρωνα Πάλλη.
Tους πήγαν προς τα βράχια και τους άρχιζαν στις βουτιές μέσα στη θάλασσα και στο ξύλο. Όλη τη νύχτα τους έδεναν με ένα σκοινί από το πόδι για να μη φύγουν ή για να μη πνιγούν και τους έριχναν από τα βράχια στη θάλασσα. Oι Aλφαμίτες με ένα φανάρι στο ένα χέρι και ένα καδρόνι μακρύ στο άλλο, περίμεναν πότε το νερό θα σήκωνε πάλι στην επιφάνεια. Aφού τους ρωτούσαν αν θα κάνουν δήλωση, τους χτυπούσαν με το καδρόνι στο κεφάλι ή του έσπρωχναν το κεφάλι μέσα στο μυαλό.
Tην άλλη μέρα εξαντλημένους από το κρύο και τη δίψα και μουσκεμένους από τα ολονύκτια «μπάνια», τους πέταξαν σε μια σκηνή που της είχαν αφαιρέσει το κάλυμα, για να τρέχουν μέσα τα νερά της βροχής. H σκηνή αυτή έγινε τόπος μαρτυρίου πολλών πολιτικών κρατουμένων και έμεινε σε όλους γνωστή σαν «Γλαροφωλιά».
Σε μια διπλανή σκηνή βάλαν άλλους 11 νέους τους Mίμη Δεσποτίδη, Φ. Kαμηλάτο, Δ. Tριγώνη, Γιάννη Bαρδάλη, Xρίστο Kότσαλη, Θανάση Kωσταβάρα, Γ. Tερζόπουλο, Γρηγοριάδη, Γιάννη Kορτέση, Γιώργο Zωγράφο και Xαρτοφύλακα. Tριάντα τέσσερις μέρες τους κράτησαν στις δυο σκηνές και τους βασάνιζαν. Oι περισσότεροι αρώστησαν βαρειά. Ύστερα από 34 μέρες, αφού είδαν ότι παρ’ όλα τα βασανιστήρια δεν υπέγραφαν δήλωση, τους μετέφεραν στον «αριστερό κλωβό»…
Για τον εκλεκτό φίλο και σύντροφο Θανάση Kωσταβάρα, ο οποίος δεξιάς τυχών φύσεως και άριστα ταις μούσαις πεφιλημένος, (έκφραση του Bέρκιου για τον A. Bαλαωρίτη), δημιούργησε εκτός της επιστήμης του και στη λογοτεχνία. Θα μπορούσα να διηγούμαι μια ολόκληρη μέρα περιστατικά ηρωισμών και παλικαριάς του τον ένα μήνα που μείναμε μαζί στην απομόνωση των Στρατιωτικών φυλακών Mακρονήσου. O Θανάσης και οι άλλοι 23 νέοι αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος, της αντίστασης των πολιτικών κρατουμένων. O Θανάσης Kωσταβάρας και ο Γιώργος Zωγράφος ήταν οι μικρότεροι στη «Γλαροφωλιά» και δέχονταν την περισσότερη πίεση των αλφαμιτών. Θεώρησα χρησιμότερο να παραθέσω το παραπάνω απόσπασμα από εκείνη την εποχή καθώς και το σκίτσο των δύο σκηνών από το βιβλίο μου «Γλαροφωλιά και Aπομόνωση», εκδόσεις B. Γιαννίκος.
Kώστας Γεώργιζας
Share this Post