Απόπειρα προσέγγισης της ταυτότητας ενός «ερωτικού σώματος»
«Για τη [σύγχρονη λογοτεχνία] ισχύει ένας αρχικός ορισμός: ότι δεν είναι μοντέρνα»,[1] απεφάνθη εν έτει 1988 ο Γιώργος Χειμωνάς, για να διαυγάσει έμμεσα την προφάνεια μιας δυναμικής επαναφοράς: της αφηγηματικής πλευράς της πεζογραφίας μας αλλά και της αναγνώρισης στη χώρα μας της αφηγηματολογίας ως κατεξοχήν πεδίο της θεωρίας και κριτικής της λογοτεχνίας. Ο ίδιος διατείνεται ότι η τέχνη, και δη η τέχνη του λόγου, είναι επιφορτισμένη με το καθήκον της διάσωσης της σωματικότητας και, ως εκ τούτου, της φυσικότητας του ανθρώπου, μέσω της διασφάλισης των τεχνικών της επαφής με τα πράγματα του κόσμου.[2] Και είναι τέτοιος ο λόγος της Μαθιουδάκη, ευθύβολος, απερίφραστος, μαγνητικός, ικανός και επιτήδειος διασώστης της ηρωίδας της στη λογοτεχνική και φιλολογική μνήμη. Πρόκειται για τη Στέλλα Βουρδουμπά που τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 εκόμισε τον μεταφραστικό της καρπό στα γράμματα. Οπωσδήποτε η Μαθιουδάκη επιδόθηκε σε ερευνητικό αγώνα προκειμένου να συλλέξει τη βιογραφική συνέχεια και τις μεταφραστικές καταθέσεις της ηρωίδας της, και όχι μόνον αυτές που αξιοποίησε μυθοπλαστικά στο βιβλίο της.
Αρχής γενομένης από την πρόσφατη (Μάρτιος του ’24), καλαίσθητη και εμπεριστατωμένη έκδοση του Καστανιώτη. Η αφήγηση διανέμεται σε τρία μέρη, ενώ στο τέλος τίθενται οι κατατοπιστικές σημειώσεις και οι ευχαριστίες της συγγραφέα.
Η αφηγηματική ύφανση του λόγου, ιδιαίτερη, ικανή να καταχωρήσουμε τη νουβέλα στις εφαρμογές του Mikhail Bakhtin περί πρόσμιξης των ειδών στον φιλόξενο χώρο του μυθιστορήματος. Εντός του Σώματος Ερωτικού. Η ιστορία μιας μεταφράστριας απαντούν: γενική αφιέρωση, άφθονα μότο, ευφάνταστοι τίτλοι των επιμέρους κεφαλαίων, λήμματα που θυμίζουν εγκυκλοπαιδικές αναφορές ή και βιογραφικά σημειώματα, δύο ποιήματα, απόσπασμα του Μπαρμπύς στην πρωτότυπη γαλλική, λογοτεχνικές μεταφράσεις της ηρωίδας και άλλων, όλα συναρμοσμένα στο λογοτεχνικό παίγνιο, προκαλώντας είτε μια τάση για ποιητικότερη ανάγνωση είτε διαδραματίζοντας ρόλο στην πλοκή, μια πλοκή αενάως προκλητική, με σχεδιασμένα αστυνομικού σχεδόν τύπου κενά, στα οποία ο αναγνώστης σκοντάφτει συμμετέχοντας με το φαντασιακό του στην ολοκλήρωση του βιβλίου. Το τελευταίο, δείγμα σημαντικής λογοτεχνίας κατά τον Wolfgang Iser,[3] εμφανίζεται επίμονα, προξενώντας θυμική αναστάτωση στο πλαίσιο μιας ιστορίας εμπρόθετα και δηλωμένα μνημονικής, οπότε και συντελεσμένης. Με άλλα λόγια, το προαναφερθέν υλικό δεν αφορά μόνο σε παρακειμενικά ή μετακειμενικά αποσπάσματα, καθώς λειτουργεί δραστικά και ως προς την ατμόσφαιρα και ως προς τη διήγηση, συχνά, μάλιστα, εντασσόμενο στην καθημερινότητα της ηρωίδας, στον κύριο ιστό του έργου. Παράδειγμα, απόσπασμα από την Κόλαση του Μπαρμπύς το οποίο εμφανίζεται ως μότο του Α΄ μέρους «Ο Μιχάλης», προσανατολίζοντάς μας ως προς το βλέμμα της συγγραφέα απέναντι στη Στέλλα Βουρδουμπά, το οποίο στην πορεία αναγνωρίζουμε σε ρόλο ταυτότητας για την ηρωίδα της, διαπιστώνοντας περαιτέρω τη συνεκτική και ερμηνευτική του διάσταση, καθώς απαντά σε συζήτηση με τη Μαρία του Β΄ μέρους αλλά και απολαμβάνει εκτεινή και κεντρικό ρόλο στο κεφάλαιο «Η κόλαση» του Γ’ μέρους, οπότε και μετατρέπεται σε υποκείμενο λογοτεχνικής ανάλυσης στη συζήτηση Στέλλας – Μιχάλη! Η τελευταία με τη σειρά της διαθέτει τα σημάδια του πάθους κάθε φλογερής συζήτησης μεταξύ φίλων. Ένα βιβλίο έρωτα για τα βιβλία, μέσα από τη διάθλαση των ηρώων του στον καθρέφτη της Στέλλας. Ένα βιβλίο περί έρωτος γενικότερα, που κερδίζει επάξια το δύσκολο και δυσχείριστο μετωνυμικό στοίχημα να στήσει το πάθος κυρίως μέσα από υλικό λογοτεχνικό. Κυρίως, όχι απολύτως… Διότι υπάρχει και ο Σωτήρης…
Όλη η δράση του βιβλίου εκτυλίσσεται σε εσωτερικό χώρο. Πρόκειται για σπίτια ως επί το πλείστον σε γειτονιές της Κηφισιάς, που η αενάως αναγκαζόμενη να μετακινηθεί μεταφράστρια ενοικίαζε, τα οποία μπορούμε συνεκδοχικά να τα ορίσουμε ως «το σπίτι». Η συγγραφέας αποφεύγει τις χωροχρονικές επισημάνσεις, βρίσκοντας πιο ενδολογοτεχνικές τεχνικές (για παράδειγμα, οι σχεδόν ημερολογιακές σελίδες του Μιχάλη για τη ζωή της Στέλλας) για τη σήμανση της εποχής και του τοπίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εξαιρέσεις γοητεύουν, όπως στο εισαγωγικό πρώτο κεφάλαιο οπότε και ο αφηγητής ρίχνει εν βλέμμα στο προσφιλές στη γραφή της μοτίβο του κήπου σε μια εικόνα όπου πρωταγωνιστεί η ακοή: «Ο κήπος αγκάλιαζε το ισόγειο δωμάτιο και η γλυσίνα έπνιγε με τις περικοκλάδες της τα γαλλικά παράθυρα. Η σιδερένια εξώπορτα κάπου μάγκωνε και οι σόλες των παπουτσιών έτριζαν πάνω στα πούσια που έριχνε το μεγάλο πεύκο». Παρέκκλιση στην αποφυγή μιας περιγραφικής χωροθεσίας, και ο ζωτικός χώρος της Στέλλας, λιτός ωσάν δωμάτιο του Van Gong: Το «μικρό καθιστικό», η «βαριά γραφομηχανή», το ευμέγεθες «ξύλινο τραπέζι με τις κόλλες αναφοράς και τα χοντρά λεξικά. Μια ασημένια τσιγαροθήκη, ένα γεμάτο τασάκι, μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα». Και βιβλία, πολλά βιβλία. Σε στοίβες, τραπεζάκια κι άλλες της μποέμικης ζωής ευρεσιτεχνίες. Σε αντίθεση με την περιγραφική ροπή στις Μέρες Κηφισιάς, το προηγούμενο (2021) μυθιστόρημα της Μαθιουδάκη, εδώ πρωταγωνιστεί ο λόγος. Ακόμη και όταν ο αφηγητής ή η αφηγήτρια αναφέρεται στις εντυπώσεις του, στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα λεγόμενά του αφορούν στη λογοτεχνία ή τη σχέση της πρωταγωνίστριας με τα κείμενα και όσον αφορά στην λογοτεχνική τους πραγμάτωση ή την ιδεολογική περιπέτεια που αντιπροσωπεύουν και όσον αφορά στη μεταφραστική σχέση που είχε αναπτύξει μαζί τους. Σα γενική αίσθηση, ο φόντος του βιβλίου, η χωροχρονική του κατάρτιση μοιάζει να είναι άυλος, μια θεατρική συνθήκη ατέρμονος διαλόγου ή μια νοερή εύφλεκτη σκέψη, χωρίς ωστόσο να καταρρέει η πραγματικότητα ενός σπιτιού, ενός κρεβατιού ή ενός τραπεζιού στη στοά Νικολούδη. Ο Maurice Blanchot στο περίφημο βιβλίο του Ο χώρος της λογοτεχνίας γράφει «ομιλώ σημαίνει: τοποθετούμαι στο σημείο εκείνο όπου ο λόγος έχει ανάγκη από το χώρο για να αντηχήσει και για να ακουστεί το νόημά του, και όπου ο χώρος, με το να γίνεται η ίδια η κίνηση του λόγου, γίνεται το βάθος και ο παλμός της συνεννόησης».[4]
Τριμερής η νουβέλα, σε σημαντικό βαθμό δομή και αφήγηση συναιρούνται, καθώς κάθε μέρος συνθέτει και μία σχέση με την ηρωίδα, μία διαπροσωπική διάθλαση, έναν ετεροπροσδιορισμό τα δύο πρώτα («Μιχάλης», «Μαρία») και το τελευταίο («Στέλλα») μία ελεύθερη σχεδόν συνειρμική αυτοπροσδιοριστική καταβύθιση, στην οποία, ωστόσο, επιπλέουν ετεροπροσδιοριστικά στοιχεία, κυρίως μέσω του διαλόγου αλλά και της νοερού αναστοχασμού της Στέλλας. Τα δύο πρώτα μέρη τιτλοφορούνται με το όνομα του διαλογικού συντρόφου της ηρωίδας και αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, συγχρόνως μνημόσυνο και υπαρξιακό πεδίο διάσωσης ενός ανθρώπου που το τετελεσμένο του θανάτου του ωχριά μπροστά στη μοναδικότητα της επίγευσής του, του ίχνους του. Το τρίτο και πλέον υπαρξιακό φέρει το όνομα της μεταφράστριας και συντάσσεται από την ίδια τη Στέλλα. Το έργο, με την πολυφωνική του αντήχηση –λόγω των λογοτεχνικών αποσπασμάτων που ενοικούν εντός του, της συνειδητής τριφωνίας της δομής του αλλά και της διαλογικής, σε μεγάλο βαθμό, συγκρότησής του– αξίζει να προσεγγισθεί και ως έργο ταυτότητας, έχοντας στο ενεργητικό του δυσεπίτευκτες κατακτήσεις:
1ον) Ο αναγνώστης υφίσταται λανθάνοντες συναγερμούς, καθώς η στέρεη γνώση, ήδη από τη 2η σελίδα, ότι η Στέλλα έχει φύγει δεν αρκεί για να κατευνάσει αντιθέτως ερεθίζει την αναγνωστική όρεξη.
2ον) Η περιέργεια οξύνεται από τα ολίγα στοιχεία που διαθέτουμε για τον Μιχάλη, τον ομώνυμο ήρωα του α΄ μέρους, καθώς ο αφηγητής αρχικά ανώνυμος μας μιλά για το λογοτεχνικό και ανθρώπινο χρέος του απέναντι στη μεταφράστρια, διανέμοντας πρώιμα για τον αντιληπτικό μας ορίζοντα «κομμάτια κι αποσπάσματα» της εμπειρίας του από τη Στέλλα, κι ερεθίζοντας την άγνοια και την προσδοκία μας όσον αφορά τόσο στη δική του ταυτότητα όσο και σ’ αυτή της τιμώμενης στη συνείδηση και τη γραφή του Στέλλας. Ευφυώς, η συγγραφέας στο πλαίσιο ενός εν εξελίξει διαλόγου μας παραδίδει στην 3η ήδη σελίδα και απρόσμενα το όνομά του ως προσφώνηση της Στέλλας: «Υγρασία και σήμερα, Μιχάλη, τι μου έφερες; Έλα κάθισε». Στη σελίδα 61, λίγο πριν τελειώσει το μέρος – χρέος του προς εκείνη, αναφερόμενος στις επισκέψεις της γερασμένης πια Στέλλας σε σπίτι φίλου, ο Μιχάλης αυτοσυστήνεται: «[…] για κάποια παρηγοριά./ Σε φίλους και οικείους που ήταν κάποτε πολλοί και που με τα χρόνια απομακρύνονται ή αποχωρούν και μένουμε λίγο ή πολύ μόνοι μ’ εκείνους τους ελάχιστους που επιμένουν ή άλλους που φωτίζουν τις ζωές μας στα γεράματα. Η Ήβη, η Μαρία, εγώ ο Μιχάλης, το κοριτσάκι μου».
3ον) Εάν ο Μιχάλης, μέσα από ιστό βιβλίων και μυθικών αναφορών, διασώζει στον άξονα του χρόνου τη ζωή της, την προϊστορία, τη μητέρα, τη «μάμμη» της, τον Καρατζά, το ανήσυχο πνεύμα της, το Παρίσι, τους πρώτους έρωτες, τη μύηση στην τέχνη του λόγου, το αντάρτικο, το Βουνό, τον έρωτά της με τον αντάρτη Σωτήρη, η Μαρία, συστημένη ήδη αφηγηματικά από τον Μιχάλη, φέρει τον αφηγηματικό μίτο στα μεταπολεμικά χρόνια, τη μεταφραστική της εργασία, την προβληματική σχέση της Στέλλας με την καθημερινότητα. Στο γ΄ και τελευταίο μέρος, μιλά η ίδια η Στέλλα Βουρδουμπά γινόμενη το ηχείο μεταφυσικών κραδασμών, μιας άλλης, φιλοσοφικότερης και πιο άυλης ζωής. Ένα στάδιο απολογισμού και συνάμα προετοιμασίας για τη μεγάλη αναχώρηση… Προσφυώς ενταγμένοι και οι δύο σταθεροί της φίλοι Μιχάλης και Μαρία, κατορθώνει η Μαθιουδάκη να τους υποβάλλει, όχι ως ωτακουστές, αλλά συντρόφους σ΄ έναν εσαεί διάλογο με την ηρωίδα.
4ον) Οι θεωρίες ταυτότητες, η πολυπρισματική διαλογικότητα παρεισφρέουν πολυεπίπεδα και χειρουργικά στο βιβλίο, τεχνουργημένο ως ένα λογοτέχνημα άκρα λιτό και ομογενοποιημένο, υφολογικά επομένως ταυτοποιημένο, και συνάμα ανοιχτό σε ποικίλες εισόδους οργάνωσης και ανάγνωσης. Κάθε ήρωας και αυτή η ίδια η Στέλλα διαθέτει την αφηγηματική του στόφα χωρίς να αλλοιώνεται η κυρίαρχη ποιητικότητα, μια αίσθηση ιδιότροπης ταλάντωσης του λόγου αναγνωρίσιμη σε ολόκληρο το έργο. Ο Μιχάλης, πιο κάθετος, ευθύβολος, λειτουργεί περνώντας στον άξονα της διαχρονίας, τέμνοντας ως συγγραφέας τα επεισόδια της ζωής της αιφνιδιαστικά, σαν αναπόδραστα καλέσματα της μνήμης, με τη χειραφέτηση μιας πιο μοντερνιστικής σφραγίδας. Εγγράφει ανενδοίαστα την ανθρώπινη μέριμνα που τον διακρίνει απέναντί της, το κράμα θαυμασμού και ενδιαφέροντος που τον διακατέχει, καθώς στις γραμμές του αντιφέγγει θάμβος και ανησυχία, μια κάποια λύπη για το ελεύθερο και ανικανοποίητο πλάσμα με το οποίο συνδέθηκε με δεσμούς φιλίας. Η Μαρία όντας η ίδια από τους τραυματίες της μνήμης, θα περάσει από τα εφηβικά της χρόνια, τις προσωπικές της πληγές και ελλείμματα για να μας εισάγει στον κόσμο της Στέλλας και στη σχέση τους.
Και οι δύο, Μιχάλης και Στέλλα, στερεώνουν το διαπροσωπικό στοιχείο πρωτίστως στον περί λογοτεχνίας λόγο, πιο ισότιμα στην περίπτωση του Μιχάλη, πιο διδακτικά ως προς την πρόθεση σ’ αυτήν της Μαρίας. Ωστόσο, κανένας διδακτισμός δεν υποκρύπτεται στον απολαυστικό, πλατωνικού τύπου διάλογο που τόσο συχνά ανοίγεται, διότι κάθε ερώτηση ερεθίζει εμπνευσμένα τη Στέλλα, μια ύπαρξη για την οποία οι συγγραφείς και οι ήρωες διέπλασαν σημαντικά την υπαρκτή πλευρά της ζωής της, αφήνοντας τον έρωτα στο φαντασιακό και την καθημερινότητα στην επιτηδειότητά της και στους φίλους.
Με τρόπο λεπταίσθητο και φροντισμένο εμπλέκονται οι ιστορίες των τριών ηρώων, Μιχάλη, Μαρίας και Στέλλας, κάτι που οπωσδήποτε αποτελεί κοινό τόπο της πραγματικής ζωής. Ο Paul Ricoeur, μάλιστα, παραδίδει ότι η λογοτεχνία παρέχει πάμπολλα παραδείγματα ενός μοντέλου κατανόησης που έγκειται «στην πλαισίωση μιας ιστορίας εντός μιας άλλης»,[5] κάτι που εξ Ομήρου έχει δικαιωθεί. Οι ήρωες/-ίδες πριν αφεθούν στην ευαίσθητη ή μη πρόσληψη των αναγνωστών έχουν επιδοθεί στην κρίση, την απώθηση ή την αγάπη, των «συγκατοίκων» τους, φανταστικών ή μη, ηρώων του βιβλίου, ανθρώπων, δηλαδή, αφηγηματικής τάξης, ακόμη και αν πρόκειται για την ιδία αυτών αυτοδιηγητική φωνή. Στην περίπτωσή μας, η Εύα Μαθιουδάκη εργάζεται μυθοπλαστικά, έχοντας και θεματική αφορμή που υποπίπτει τόσο στην Ιστορία των γραμμάτων μας όσο και στην προσωπική της ιστορία και πρόθεση μικτή, λογοτεχνική και βιογραφική. Είναι ευνόητο ότι ουδείς λόγος γεννάται για την ειδολογική ανακατάταξη του βιβλίου, εφόσον το «ιστορικό» υλικό ανάγεται σε άλλη τάξη του πραγματικού, αυτήν της λογοτεχνίας. Στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι η συγγραφέας ως πρόσωπο αναγνωρίζεται εντός της νουβέλας της, κάτι που κατανοούμε από τις εμπρόθετες νύξεις τόσο του πατέρα της Μιχάλη όσο και της Μαρίας, αναγνώριση που πιστοποιείται από τις σημειώσεις της Εύας Μαθιουδάκη στο τέλος του βιβλίου.
5ον) «Σώμα ερωτικό» ωστόσο η Στέλλα, με τα αεικίνητα μακριά χέρια της, την αρειμάνια καπνιστική της συνήθεια, που έζησε αποζητώντας τον αξιοπρεπή βίο (γι’ αυτό άλλωστε προσπαθούσε να μεταφράζει σχεδόν έως το τέλος), τους λιγοστούς και άξιους φίλους, τον ηλεκτρισμό που της προκαλούσε η σκέψη και η γλώσσα των μεγάλων συγγραφέων, την ερωτική καταβύθιση στη λέξη, τη φιλοσοφική, διακειμενική και ατελεύτητα εκκρεμή της στάση απέναντι στη μετάφραση, την παθιασμένη περί τέχνης συζήτηση και τον μεγάλο έρωτά της, με τον προαναφερόμενο αντάρτη Σώτο ή Σωτήρη με τον οποίο είχε «βγει στο βουνό».
Η ίδια, απευθυνόμενη στη Μαρία που την ρωτά «αν έχει αποκτήσει με τα χρόνια μια αδυναμία [… ανάμεσα στα] μεγάλα μυθιστορήματα» που διάβασε, υπεκφεύγει και αρχίζει να μιλά για τον πρώτο της έρωτα, έναν Γάλλο με τον οποίο κλέφτηκε στα 20 και έφυγε για το Παρίσι. Και εδώ ανατρέχει στη Λογοτεχνία, προκειμένου να παραστήσει στη νεαρή της φίλη πώς ένιωθε. Και γράφει: «Στην Κόλαση ο Μπαρμπύς περιγράφει ένα νεαρό ζευγάρι που από το πάθος του δεν καταλαβαίνει τι του συμβαίνει. Κάπως έτσι ήμασταν και μεις, ή έτσι τουλάχιστον αισθανόμουν εγώ. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Κάποια στιγμή λέει, νομίζω, το κορίτσι στο αγόρι: Θα ήθελα να σ’ αγαπήσω πιο πολύ… Θα ήθελα πρώτα απ’ όλα να σ’ αγαπήσω πιο πολύ, μα δεν ξέρω πώς… Θα ήθελα να σε πονέσω, μα δεν ξέρω πώς».
Η Στέλλα Βουρδουμπά είναι γυναίκα με πάθη. Περνά μέσα από τα μεγάλα κείμενα και εγκαθίσταται, τα οικειώνεται –χωρίς ποτέ να πλήξει με τον/την συγγραφέα. Τον Τολστόι, τον Ζολά, τον Μαλό, τη Μπάουμ, τον Μπαρμπύς, τον Γκόρκυ, τον Χάμσουν, κ.ά., συντρόφους της ζωής της. Δεν χορταίνει πνευματικά, δεν κλειδώνει τα νοήματα, δεν απελπίζεται με τις δυσχέρειες του βίου. Δεν εξορίζει τη γλώσσα απ’ την καθημερινότητά της, αντίθετα η γλώσσα της αντιπροσωπεύει αυτό που ο Roland Barthes έξοχα αναδεικνύει: «Η γλώσσα μου είναι ένα δέρμα. Τρίβω τη γλώσσα μου πάνω στον άλλον: σάμπως να είχα λέξεις στη θέση των δαχτύλων ή δάχτυλα στις άκρες των λέξεών μου. Η γλώσσα μου τρέμει από πόθο. Η ταραχή πηγάζει από μια διπλή επαφή: αφενός μια ολόκληρη φραστική δραστηριότητα καταδείχνει έμμεσα και διακριτικά ένα και μοναδικό σημαινόμενο, το «σε ποθώ», που το αποδεσμεύει, το τροφοδοτεί, το υποδιαιρεί, το κάνει να εκρήγνυται […]∙ αφετέρου τυλίγω τον άλλον μες τις λέξεις μου, τον χαϊδεύω, τον ψηλαφώ, συντηρώ την ψηλάφηση, ξοδεύομαι προσπαθώντας να εξασφαλίσω τη διάρκεια αυτού του σχολιασμού στον οποίο υποβάλλω τη σχέση».[6]
Είναι επίσης και μια γυναίκα που η εξωστρέφειά της διέρχεται πρωτίστως από την πνευματικότητά της. Δεν λησμονεί την αριστεροφροσύνη της νεότητάς της κι ας μην ξοδεύει ενέργεια σ’ αυτή. Είναι ρομαντική, καθώς σχεδιάζει το απρόσιτο, πιστεύει το απίθανο, ενεργοποιείται από το απεριόριστο. Η μεγάλη της αγάπη, ο Σωτήρης ή Σώτος, χαμένος από χρόνια μάλλον στην Τσεχοσλοβακία, χωρίς κανένα εκ μέρους του κίνημα αναζήτησής της. Ωστόσο, ίσαμε την ύστατη ώρα, η Στέλλα αναγνωρίζει τη σχέση του με το κορμί της και του αποδίδει, πλήρης αυτάρκειας, τον κορυφαίο ρόλο του μυσταγωγού στις τελετές, σωματικές και συναισθηματικές, της αγάπης. Χωρίς αυτόν η ζωή της δε θα ήταν ίδια. Και στις ύστατες στιγμές η ψυχή του σώματός της τον αναζητά και μέσω της ονειρικής υπέρβασης τον βρίσκει.
Το βιβλίο της Εύας Μαθιουδάκη δεν εξαντλείται. Κυρίως διότι, παρά ή καλύτερα χάρη και στις γραμματολογικές αναφορές του, ανήκει στον χώρο της απόλαυσης και της επιθυμίας. Του αξίζει, λοιπόν, μια σταθερή θέση στο σύγχρονο λογοτεχνικό τοπίο.
Μαίρη Σιδηρά
[1] Γιώργος Χειμωνάς, «Πώς τελειώνει ο μύθος», Μοντέρνο – Μεταμοντέρνο. Αθήνα, Σμίλη, 1988, σ. 123.
[2] Χειμωνάς, ό.π., σ. 123.
[3] Wolfgang Iser, The act of reading, 1976.
[4] Maurice Blanchot, Ο χώρος της λογοτεχνίας, Εισαγωγή – Μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης, Αθήνα, Εξάντας – Νήματα 1970, σ. 195.
[5] Paul Ricoeur, Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος, Μετάφραση Βίκυ Ιακώβου, Αθήνα, Πόλις 2008, σ. 217.
[6] Roland Barthes, Αποσπάσματα ερωτικού λόγου, Μετάφραση Βασίλης Παπαβασιλείου, Αθήνα, Ράππα 1977, σ. 90.