Ανδρέας Καραγιάν, Το Πέμπτο Βιβλίο * Κριτική

In Κριτική by mandragoras

 

«Παλιά, θυμάμαι, όταν επιστρέφαμε από κάποια εκδρομή το βράδυ, τα φώτα του αυτοκινήτου μάς αποκάλυπταν έναν μαγικό κόσμο, αλεπούδες, λαγοί και άλλα τετράποδα, έπαιρναν μια εξωτική θωριά όπως τα περιέλουε το φως του αυτοκινήτου. Στιγμιαία μπροστά στα έκθαμβα παιδικά μας μάτια βλέπαμε πρίγκιπες και πριγκίπισσες μεταμορφωμένους από κάποια κακιά μάγισσα και μας φανέρωναν, μέσα στο χρυσό φως των λαμπτήρων, κάτι από την κλεμμένη, μυστηριώδη ομορφιά τους από έναν κόσμο, όπου ζούσαν, παράλληλο με τον δικό μας. Η μαγεία κρατούσε για λίγο όσο το ζώο διασταύρωνε τον δρόμο. Σήμερα το μόνο που δείχνουν τα φώτα των αυτοκινήτων είναι η άσφαλτος των τετραπλής κατεύθυνσης δρόμων».

Η παρουσίαση του μυθιστορήματος του Ανδρέα Καραγιάν με τον εμβληματικό τίτλο Το πέμπτο βιβλίο θα μπορούσε να είναι μια εκ βαθέων ανάλυση του κειμένου που εύστοχα επιλέγει να τοποθετήσει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του. Δεν θα υπήρχε καλύτερος τρόπος, για να συστηθεί, αλλά και για να μας προετοιμάσει για όλα όσα θα συστήσει στο βιβλίο του. Αυτό το απόσπασμα και μόνο, είναι αρκετό, για να μας δώσει να καταλάβουμε πως ο Καραγιάν πορεύτηκε, έζησε, ερωτεύτηκε, αγάπησε και δημιούργησε όντας μαγεμένος. Αυτό ακριβώς το στοιχείο της σύστασής του είναι εκείνο που υπερβαίνει την ανθρώπινη μοίρα όλων μας, τη θνητότητα. Αυτή η μαγεία καταργεί εκείνο το «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα», που ακούμε στην ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία.

Η αγαπημένη Μυρτώ Αζίνα καταθέτει το δεύτερο και πολύ σημαντικό στοιχείο για τη σωστή ανάγνωση του βιβλίου του Καραγιάν. Σημειώνει πως ολόκληρο το σύμπαν του, ο εσωτερικός και περιβάλλων κόσμος του, είναι φτιαγμένος από αντιθετικά στοιχεία. Καταλήγει στο ότι το πέμπτο βιβλίο του είναι ένας ύμνος προς τη ζωή, μέσα από το δίπολο του Έρωτα και του Θανάτου.

Μέρος Πρώτο με τίτλο Έρως και Τέχνη

 Ο συγγραφέας μέσα σε δέκα ημερολογιακής μορφής κεφάλαια γεμάτα έρωτα, επιλέγει το κεντρικό, το πέμπτο κεφάλαιο, για να συστήσει τον Θάνατο. Οι φιγούρες του παππού, της γιαγιάς και της αδικοχαμένης νεαρής θείας Νέλλης περνάνε από μπροστά μας σε ένα τοπίο Δευτέρας Παρουσίας, όπως εύστοχα χαρακτηρίζει το ρημαγμένο νεκροταφείο. Η κυρία Ζαν που ξεπηδάει ανάλαφρα από τη διήγηση της Νινέττας, παρουσιαζόμενη με την ευαίσθητη ματιά και τους συνειρμούς του συγγραφέα είναι η ιστορία της απώλειας του καθενός μας. Κάνουμε χώρο στους νεκρούς μας, για να αρνηθούμε το μοιραίο, ενίοτε όμως αυτός ο χώρος γίνεται όλη μας η ύπαρξη.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου, ξεκινά και τελειώνει με τον Άντχαμ, τον έρωτα με τον οποίο διανύει μια κοινή καθημερινότητα. Οι αναφορές στον Άντχαμ είναι βαθύτατα τρυφερές, ουσιαστικές, ανθρώπινες. Ο Άντχαμ είναι το καταφύγιο, είναι ο καναπές με τις ξεχαρβαλωμένες γωνίες, καλυμμένος ευλαβικά με ένα ωραίο σκέπασμα, που στέκει, αν και λαβωμένος, χωρίς επιθυμία αλλαγής, γιατί είναι συνδεδεμένος με την ιερότητα της συνήθειας και τη δύναμη της υπέρβασης κάθε αντιξοότητας. Ο συγγραφέας σκηνοθετεί υπέροχα και με βαθύτατο ερωτισμό το άγγιγμα των δαχτύλων του αγαπημένου του Άντχαμ. Δεν υπάρχει περίπτωση να διαβάσει κανείς αυτό το σημείο του βιβλίου και να μην πλάσει στο μυαλό του αυτή την άκρως θρησκευτική εικόνα, η οποία δικαίως θυμίζει στον συγγραφέα το τελετουργικό της Μεγάλης Πέμπτης με τα άλλα καθολικά παιδάκια να αναπαριστούν την τελετή του Νιπτήρος.

Από το πρώτο μέρος παρελαύνουν δεκάδες ονόματα και καταστάσεις, όλες όμως οι μικρές αυτές ιστορίες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Τελειώνουν ακαριαία. Αυτό μεγαλώνει ακόμα περισσότερο το αναγνωστικό ενδιαφέρον και έπειτα μας οδηγεί σε έναν επίλογο κάθαρσης, υποβάλλοντάς μας μια γαλήνη ανακουφιστική. Παραθέτω μόνο ένα δείγμα αυτής της μαεστρίας του ακαριαίου τέλους: «Όταν ήταν να χωρίσουμε τον πήγα στον Υπόγειο, σκεφτόμουν ότι αν γυρίσει να με κοιτάξει σαν φεύγει το τρένο, θα αρχίσει μια ωραία ιστορία ανάμεσά μας!».

Αυτό το ακαριαίο τέλος της ιστορίας με τον Θόδωρο εμπερικλείει όλη τη συνέπεια των λεγομένων του συγγραφέα στην αρχή του εν λόγω κεφαλαίου: «Ζούσα τον έρωτα όπως τον σχεδίασα στα βιβλία που διάβασα. Έναν έρωτα «προδιαγεγραμμένο», έναν έρωτα δεσμευμένο σε χρονικά πλαίσια. Η λογοτεχνία με την οποία μεγάλωσα με προετοίμαζε γι΄ αυτά τα συναισθήματα. Ίσως βέβαια από ένστικτο να διάλεγα και εγώ τα μυθιστορήματα που θα καθόριζαν την προσωπικότητά μου». Βέβαια, θεωρώ πως η προσωπικότητα της ψυχής του Ανδρέα τού ήταν ήδη δοσμένη. Τα αναγνώσματά του, τον οδήγησαν στο να αντικρίσει το μέσα του και να το φέρει στο φως. Πιστεύω ακράδαντα πως σε κάθε βιβλίο που διαβάζουμε, κατανοούμε, νιώθουμε και φέρνουμε προς τα έξω, ως αναγνώστες, ό,τι ήδη υπήρχε μέσα μας. Με τον ίδιο τρόπο φαίνεται να λειτούργησαν και οι εραστές του. Εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας: «Τελικά οι διάφοροι εραστές μου ήταν σταλμένοι από την ίδια τη Δημιουργία, για να ξεκλειδώσουν κοιμισμένες εικόνες και εμπειρίες και να τις φέρουν στο φως, όπως οι όμορφοι πρίγκιπες ξυπνούσαν τη Χιονάτη, μια ιστορία που επαναλαμβανόταν εσαεί».

Επειδή πάντα λέω πως κάνω παρουσιάσεις της ανάγνωσής μου και όχι του έργου, σάς μεταφέρω κάτι καθαρά προσωπικό, μια μαγική στιγμή αυτού του ταξιδιού. Γράφει ο Ανδρέας: «Τότε είχα εκείνον τον καναπέ όλο τριαντάφυλλα, εγγλέζικο ύφασμα, ταίριαζε απόλυτα με το σετ του τσαγιού μου, εκεί τον πρωτοχάιδεψα και τον πρωτοφίλησα και τον γύμνωσα ανάμεσα στα τριαντάφυλλα». Αυτή η σκηνή εμένα με μετέφερε στο Ηρώδειο, καλοκαίρι του 1957, να βλέπω και να ακούω τη Μαρία Κάλλας ντυμένη στο κάτασπρο, στενό, φόρεμά της με τις κόκκινες παπαρούνες που έμοιαζαν τόσο με μεγάλα τριαντάφυλλα. Σκεφτόμουν τον ερωτισμό που θα ένιωθα αν μπορούσα να ξαπλώσω ένα βράδυ δίπλα από αυτό το φόρεμα.

Το πρώτο μέρος κλείνει με έντονα αισθητή την εικόνα της μητέρας, η οποία βέβαια διαχέεται σε όλο το βιβλίο, αλλά και σε όλα τα προηγούμενα. Η μητέρα είναι το βάλσαμο, είναι η σωστή συμβουλή, είναι η ματιά στο αύριο, είναι η μέριμνα πέραν από την παρουσία της. Κρίνω πως αν ο Καραγιάν χρωστά σε ένα πρόσωπο τη μαγεία με την οποία πορεύτηκε σε όλη του τη ζωή, αυτό το πρόσωπο είναι το πρόσωπο της μητέρας του.

Ακολουθεί το Αλεξανδρινό Ιντερμέδιο, με επίκεντρο την πόλη της Αλεξάνδρειας και τα χάσματά της. Τον πλούτο και τη φτώχεια, την καθαριότητα και τη βρωμιά, την πολυτέλεια και την ευτέλεια. Οι συστάσεις που κάνει ο συγγραφέας για την αγαπημένη του πόλη είναι εξιδανικευμένες, μιας και όπως γράφει «όποιος τη γευτεί παραμένει εξαρτημένος από αυτή, τη φέρει μέσα του». Μια πόλη ανοιχτή στη μεσόγειο και τον δυτικό κόσμο, με τις δικές της εσωτερικές μάχες, ιδεολογικές και θρησκευτικές.

Αυτό που χαρακτηρίζει τη γραφή του Καραγιάν και το εντοπίζω και εδώ, είναι η συνέπεια της σκέψης του. Παραθέτω δύο αποσπάσματα και εξηγώ. «Η ομοιομορφία σου δίνει ασφάλεια, έστω και φαινομενική. Προσπαθώ να κρατήσω αλώβητο τον δικό μου κόσμο. Τον κόσμο που έφτιαξα σ΄ αυτή την πόλη, τον φανταστικό μου κόσμο, μια ασπίδα όμορφα οπλισμένη για να με προστατεύει». Ο Καραγιάν είναι εθισμένος στην ομορφιά. Μέσα της νιώθει ασφάλεια, σιγουριά, άνεση. Είναι ο κόσμος που του πρωτοσύστησε η μάνα του η Καρμέλα και τον πήρε στα χέρια του να τον επεκτείνει και να τον πλάσει στα μέτρα του. Για τον λόγο αυτό είτε προσπερνά την ασχήμια με τη δύναμη της σκέψης του, είτε την αρνείται, όπως ακριβώς αρνήθηκε και το γεύμα της Egypt Air: «Υπάρχει μια ανεπαίσθητη φθορά γύρω μου, ακόμη και στο αεροπλάνο της Egypt Air περνάνε κάτι θλιβερά τρόλεϊ χιλιογδαρμένα και αποκρουστικά στη θέα από όπου σου προσφέρουν φαγητό. Αρνήθηκα να το πάρω». Δρόμοι, οδοί, περίπατοι, ακριβά καφέ και εστιατόρια, συναντήσεις και ασφαλώς ο Lawrence Durrell. Το Αλεξανδρινό Ιντερλούδιο κλείνει με τη σκέψη στη Νίκη Μαραγκού, ως φόρο τιμής θα έλεγα στην αγαπημένη του φίλη.

Μέρος Δεύτερο: Σύνοψις Τετραλογίας

Η λαμπερή πένα του Καραγιάν, κατά τον σημαντικό μας ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη, δίνει ρεσιτάλ σε αυτό το τόσο συνοπτικό και ακαριαία όμορφο μέρος του βιβλίου του. Ο ποιητής σημειώνει επίσης «Περισσότερο θα σταθώ στην κατακτημένη ποίηση της ατομικής σου ζωής, στον μαστορεμένο λόγο σου και στην εξαίρετη ροή του». Ο τρόπος αφήγησης του Καραγιάν είναι ονειρικός κατά τον Μένη Κουμανταρέα και αυτή η μαεστρία του να τοποθετεί τις λέξεις σαν όλα τα στοιχεία της ζωγραφικής του σε αρμονία, αναμφίβολα μας κρατάει σε μια εγρήγορση η οποία μας προσκαλεί και μας παρακινεί να περιπλανηθούμε στους κόσμους αυτής της εκ βαθέων γραφής, όπως τη χαρακτηρίζει η σπουδαία νεοελληνίστρια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου.

Τα αποσπάσματα από μια εκ βαθέων συνέντευξή του, μαστορικά δεμένα κλείνουν το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Πρόκειται για μια εκρηκτική και άκρως γοητευτική κατάθεση ζωής βιωμένη σε μια εποχή που όπως γράφει ο ίδιος ήταν πολύ διαφορετική, ακριβώς γιατί στην καθημερινότητά της, υπήρχε παραμύθι. Από αυτό το μέρος του βιβλίου, επισημαίνω την πηγή του Ανδρέα: «Το ερωτικό για μένα έχει πάντα κάτι το μυθικό, ιστορίες που τις μεταπλάθω, που τους δίνω μία άλλη διάσταση. Όλη η Τέχνη μου είναι ερωτική, με την ευρύτερη έννοια του ερωτισμού».

Μέρος τρίτο: Μέρες στο Ογκολογικό

 Σαν το νερό που κυλά στα σώματα των ασθενών του ογκολογικού, πριν από κάθε θεραπεία, έτσι και τα γραφτά του Ανδρέα σε αυτό το μέρος. Νερό που κυλάει ήρεμο, που συμπυκνώνει απ΄ τη μία μνήμες από την Αλεξάνδρεια, την Ολλανδία, το Βερολίνο και από την άλλη την πραγματικότητα του παρόντος. Για τον Άνχματ γράφει με την ίδια τρυφερότητα ακόμα κι αν η σχέση οδηγείται οριακά σε παρακμή. Τα πρόσωπα του παρόντος, όσοι και όσες δηλαδή ο Ανδρέας συναντά στο ογκολογικό, επικοινωνούν με τα πρόσωπα της οδού Ουζουνιάν, μέχρι που γίνονται ένα στην πόρτα του Ογκολογικού κέντρου της Τράπεζας Κύπρου. Οι αδελφές Αβετισιάν είναι μια χρονική απόδειξη, ένα πιστοποιητικό θα λέγαμε, στους χώρους και στις καταστάσεις που μας μεταφέρει με τη γραφή του.

Ο Καραγιάν, βαθιά ανθρωπιστής στον Έρωτα σημειώνει: «Ο Άλλος ήταν το δικό μου δημιούργημα. Είχα την τύχη οι έρωτές μου να φεύγουν ενωρίς από τη ζωή μου, ώστε να μην προλάβει ο χρόνος να επέμβει στα πρόσωπά τους με τις διαβρώσεις και τις προσχώσεις του γήρατος, παραμένοντας έτσι στη μνήμη παντοτινά νέοι όπως τους είχα γνωρίσει και αγαπήσει. Είναι σαν να πάγωσαν σε ένα σημείο της ζωής και τους έχω εγκλωβίσει σ΄ ένα γυάλινο μαυσωλείο». Ο χαρακτηρισμός βαθιά ανθρωπιστής στον Έρωτα δεν είναι καθόλου τυχαίος. Πόσοι στ’ αλήθεια από εμάς νοιάζονται για το πώς θα παραμείνει η εικόνα του Άλλου μέσα μας, όταν δεν θα είναι πια κοντά μας, όταν δεν θα μας ποθεί, όταν θα μας αρνηθεί αυτό που ζήσαμε; Ο Ανδρέας έχει έγνοια για την εικόνα τους, γι΄ αυτό που θα κρατήσει μέσα του και φροντίζει να διαφυλάξει τους έρωτές του.

Πέραν όμως από τους έρωτες, ο Ανδρέας προσδοκεί να διαφυλάξει, την παιδική του ηλικία, την Καρμέλα, τη γιαγιά, τους πατέρες, τον αδελφό του, τους γιους του, τα αγαπημένα του γατιά, την οδό Ουζουνιάν, την μπελ επόκ, με άλλα λόγια τον βιωμένο χρόνο που είναι η προσωπική του μυθολογία. Η μυθολογία του μας αφορά, γιατί ξυπνά στον καθένα μας συγκίνηση, σκέψεις, συνειρμούς, προβληματισμό. Γράφει χαρακτηριστικά: «Όπως γίνεται σε μια απόσταξη των φύλλων ενός τριαντάφυλλου όπου μένει το απόσταγμα, διάφανο με μια ελαφριά ευωδία, έτσι και τα συναισθήματά μας με τον χρόνο γίνονται διάφανα διατηρώντας μια ευωδία που ζωντανεύει όταν ένα εξωτερικό ερέθισμα της δώσει ζωή, ένας ήχος, μια γεύση, ένα πρόσωπο».

Μέρος Τέταρτο: Μέρες Κορωνοϊού

 Στο μέρος αυτό ένας χειμαρρώδης Καραγιάν μάς συστήνει την καθημερινότητά του, η οποία κινείται σε αστικά πλαίσια υπό την φροντίδα του αγαπημένου Άντχαμ. Οι συνειρμοί, οι παράλληλες σκέψεις, ο σαρκασμός και το έξυπνο χιούμορ στα ημερολόγια αυτών των ημερών ξεπερνά κάθε προηγούμενο. Πέραν όμως από τον άγγελό του, όπως αποκαλεί τον Άντχαμ και πάλι βρίσκει καταφύγιο στην ομορφιά. Σημειώνει: «Μια σκιά ομορφιάς περιγράφουμε, ίσως επειδή και η ομορφιά που δημιουργούμε έχει μέσα κάτι από τα δικά μας σκοτάδια!». Μας ξεναγεί στο σπίτι του, μας παρουσιάζει αγαπημένες συνήθειες και μας δείχνει πώς βρίσκει διέξοδο στη δημιουργία, ενώ όλα μοιάζουν να οδηγούν σε ένα αδιέξοδο, με αγγελίες θανάτου και τηλεοπτικό τρόμο. Και όλα αυτά με τη συντροφιά του James Joyce. Άλλωστε μοιράζεται αρκετά αποσπάσματα από το έργο Ulysses, κάνοντας το ανάγνωσμα εκείνης της περιόδου, μέρος της γραφής του. Ο Καραγιάν θέτει ερωτήματα, παρουσιάζει την επικαιρότητα, μιλά για τον έρωτα στη σύγχρονή του μορφή, τη συνουσία, την καύλα, τη σάρκα και τις ανάγκες της. Μιλά ανοιχτά, χωρίς ταμπού κι αυτό τον κάνει σύγχρονο και επομένως οικείο.

Κλείνει τη συγγραφή αυτού του βιβλίου με τον επίλογο και το Grand Finale. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα μπορούσε να μην είναι Grand. Τα φτερά της Καρμέλας απλώνονται πάνω από τη ζωή και τη δημιουργία του Ανδρέα. Εξιδανικευμένη ή όχι, η φιγούρα της καθορίζει, ερμηνεύει, προστατεύει, χαρίζει ακόμα θαλπωρή. Σε έναν σπαρακτικό μονόλογο, ο συγγραφέας μεταμφιέζεται με τις λέξεις της μητέρας του και κλείνει μέσα τους την αθανασία της, βαθιά συνειδητοποιημένος όμως, σημειώνει: «Ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Σβήνει με μια απάνθρωπη αναισθησία τα συναισθήματα και στάζει τη λήθη αργά αργά στα ρήγματα του σώματός μας». Ολοκληρώνεται ο συγγραφικός κύκλος της μυθιστορηματικής του βιογραφίας, κατά τρόπο που και πάλι θα ήθελα να πάω πίσω στο πρώτο του βιβλίο την Αληθή Ιστορία, να πορευτώ και πάλι το ταξίδι του. «Ήταν όλα όπως έπρεπε να είναι» γράφει τελειώνοντας το βιβλίο του. Η ζωντανή οδός Ουζουνιάν είναι η οδός που θα τον συνδέει για πάντα με όλες τις μητροπόλεις του κόσμου. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν εκεί. Αυτός ο δρόμος τον μεγάλωσε και του έδειξε την προοπτική να μεγαλώσει το μέσα του. Αυτή την προοπτική είδε και παρά τις όποιες δυσκολίες προϋπέθετε, ο Ανδρέας τη διάλεξε. Άλλωστε και να μην τα κατάφερνε την είχε πάντα καταφύγιο, ήταν αυτή που θα του έκανε κάθε φορά ακόμα ένα χατίρι. Σε κάθε λάθος του, θα τον χάιδευε στον ώμο να πάει παρακάτω.

Κλείνω την παρουσίαση του σημαντικού αυτού έργου του Ανδρέα Καραγιάν με ένα απόσπασμα από το πρώτο μέρος του βιβλίου, με την ευχή αυτή η ζωντάνια που τον χαρακτηρίζει, αυτή η διάθεση να αγγίξει και να τιμήσει την μνήμη μέσα από τον κόσμο της φαντασίας του, να τον συνοδεύσει σε όλη την μετέπειτα συγγραφική του πορεία. «Με την μνήμη αναπλάθουμε τις διάφορες στιγμές σαν ζωγραφιές, προσθέτοντας αντικείμενα, δένδρα, λουλούδια, ανθρώπους. Περιγράφω σήμερα την Ελεονόρα, την Άννα, τον Χέλμουτ, με «θραύσματα ύπαρξης που ξέφυγαν από τον χρόνο», προσθέτω χρώματα, κινήσεις, χαμόγελα, ερωτικές αισθήσεις, ο παρών χρόνος και ο παρών τόπος πληρούνται από εικόνες, φωνές, κινήσεις μιας άλλης πραγματικότητας, μιας «πραγματικότητας» που νόμιζα πως έχω ζήσει, αλλά που τελικά δεν είναι τίποτα άλλο παρά η χρυσόσκονη από την οποία είναι καμωμένα τα όνειρά μας».

Αντρέας Τιμοθέου

 [Από την παρουσίαση της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Ανδρέα Καραγιάν, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας στις 13 Μαρτίου 2023]