Εδώ στην επαρχία που ήρθα για τις γιορτές, ξεκίνησα πάλι να δουλεύω μια αρχινισμένη ερωτική ιστορία. Ξέρω, ο έρωτας είναι το πιο επαναστατικό συναίσθημα του ανθρώπου, το σέβομαι βαθιά και κάθε φορά το αντιμετωπίζω πολύ σοβαρά – ίσως όπως τον θάνατο – όμως με μπερδεύει ο χαρακτήρας του άντρα, που νομίζω τον βλέπω μόνο μέσα από τα γυναικεία μου μάτια. Την ηρωίδα μου, την έχω σχηματίσει σχεδόν, της έχω δώσει και όνομα – Κωνσταντίνα – αλλά τον άντρα δεν μπορώ να τον ζωντανέψω. Ακόμη δεν έχει ούτε όνομα. Γράφω τα αρχικά του Γ.Σ., ή Α., αλλά μέσα μου όλο Ξένο τον ονομάζω.
Έτσι μ’ αυτόν τον ήρωα λοιπόν προβληματισμένη κι απόψε, με την απροσδιόριστη ταυτότητά του να γυρίζει στο μυαλό μου, βγήκα στον κήπο να κόψω φύλλα αλόης, που τα χρησιμοποιώ σαν καλλυντικό. Ασχολήθηκα με αυτή τη διαδικασία αρκετά – καθάρισε λίγο και το μυαλό μου από τους ίσκιους και τις σκιές – και μετά πήγα στο καφενείο, αυτό στο σοκάκι που μαζεύει κάθε λογής κόσμο.
Εκεί συνάντησα έναν γνωστό μου που είναι εθελοντής στη γραμμή στήριξης αυτοκτονικών.
–Τι νομίζεις θέλει ο άνθρωπος; Μια καλημέρα! Να έχει να φάει, να μείνει κάπου, και μια καλημέρα, μου είπε.
Ήταν κι άλλος ένας εκεί στο σοκάκι, δεν τον ήξερα πριν, ούτε είχα ακούσει γι αυτόν. Μου τον σύστησαν με το όνομα Αχιλλέας, όμως χαμηλόφωνα ψιθυρίζανε ότι δεν είναι το πραγματικό του όνομα αυτό, αλλά του ταιριάζει, αφού αψηφάει τον θάνατο και φέρεται με τόση αποκοτιά όπως και ο ήρωας της Τροίας. Υποφέρει απ’ την καρδιά του, μου είπαν, δεν γίνεται μεταμόσχευση και ξέρει ότι θα πεθάνει νέος.
Ο Αχιλλέας, λοιπόν, που είχε έρθει παρέα με κάποιο φίλο του – ένα νεαρό από δω που σπούδασε δάσκαλος αλλά δουλεύει σαν ξεναγός σε μεγάλα ταξιδιωτικά γραφεία – τη λίγη ώρα που κάτσαμε στις ψάθινες καρέκλες με καταγοήτευσε. Η επίσκεψή του στο καφενείο, ήταν μέρος μιας μεγάλης εκστρατείας που έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια. Τριγυρίζει σε όλη την περιφέρεια, μιλάει στα καφενεία, συναντάει αγρότες και αγρότισσες γιατί έχει στο νου του ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, το οποίο αγωνίζεται να προλάβει να το φέρει εις πέρας πριν του τελειώσει ο χρόνος του ο ορισμένος.
Δεν φοβάμαι τίποτα, έλεγε. Ούτε ρίσκα ούτε διαψεύσεις. Τα παιδιά μου – ναι μεγαλώνω παιδιά, σε αυτά λογοδοτώ κάθε βράδυ – έχουν τη μάνα τους, δυο γιαγιές κοτσονάτες, παππούδες και φίλους πολλούς. Εγώ θα τους αφήσω το πείσμα και την ιδέα. Ίσως καταφέρω να αφήσω και έργο.
Το όνειρό του είναι να οργανώσει τους παραγωγούς έτσι ώστε να πουλάνε καλής ποιότητας λάδι και σε μεγάλες ποσότητες για να διεκδικήσουν καλές τιμές στην αγορά.
Έχετε δύναμη, εξηγούσε. Είστε κεφάλαιο γιατί κατέχετε τη γη. Όμως ο καθένας με το μικρό του κομμάτι δεν μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα και μάλιστα εξαρτάται από την κερδοσκοπία του εμπόρου. Πρέπει να οργανωθείτε μεταξύ σας. Το ξέρω δεν πέτυχε τις άλλες φορές εδώ. Αλλού όμως έχει πετύχει. Άστραφταν τα μάτια του και μιλούσε για το Bελβεντό της Kοζάνης που διαχειρίζεται εδώ και πολλά χρόνια όλα τα ροδάκινα της περιοχής και την Πλάτη του Έβρου που παράγει και εξάγει σπαράγγια στη Γερμανία. Πετυχημένοι συνεταιρισμοί, παραδείγματα που διδάσκονται στα πανεπιστήμια και στις σχολές του κόσμου!, έλεγε. Μετά, γινότανε πιο ανθρώπινος, ξέρω τη δυσκολία του έλληνα να συνεργαστεί. Όμως, δεν υπάρχει άλλη επιλογή πλέον. Η εποχή είναι μεταβατική και προς τα εκεί οδηγούν όλα πια. Αν δεν προσφέρετε μεγάλες ποσότητες και καλή ποιότητα στην αγορά, θα φτάσετε να μην μπορείτε να το πουλήσετε καθόλου το προϊόν σας ή θα αναγκαζόσαστε να το δίνετε στον έμπορο για ψίχουλα. Στο τέλος θα την χάσετε τη γη σας, τα παιδιά σας θα πάνε αλλού γιατί δεν θα έχουν εδώ ούτε να φάνε.
Όταν έφυγε ο Αχιλλέας, σηκώθηκα ταραγμένη. Έναν τέτοιο άντρα ήθελα να ερωτευτεί η Κωνσταντίνα. Γύρισα σπίτι και, ζαλισμένη όπως ήμουν από το τσίπουρο που κυκλοφορούσε στα νεύρα του εγκεφάλου, κάθισα μπροστά στον υπολογιστή. Για έναν άντρα σαν τον Αχιλλέα θα άξιζε κάθε αγωνία.
Ελένη Γ.
Σημείωση: Η Εικόνα είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας, πηγή έμπνευσης όμως αποτελεί η περίπτωση του δημοσιογράφου Κώστα Εφήμερου, που πέθανε το 2017, σε ηλικία 42 ετών, από ανακοπή καρδιάς