Άσπας Εγκώμιον
Ένας χτικιάρης ήτανε ρε, σου λέω. Ο Μάκης, ο Άσπας ο Λεμονίδας με το όνομα. Σα σουρωμένο γαμώτο, ένας κιτρινιάρης, ένας χλεμπονιάρης, μισή μερίδα άνθρωπος, μα το θεό. Γυψαδόρος ήτανε, μεροκαματιάρης. Κι είχε μια γυναίκα ο άτιμος, τι να σου πω: να σου φύγει το σκερβέλο. Άσπα τηνε λέγανε, ένα μελανούρι, μια γυναικάρα ψηλή κι αλφαδιασμένη μ’ ένα προσωπάκι χάρμα, χαμόγελο που έσταζε μέλι και κορμί να το πιεις στο ποτήρι.
Η ωραία της γειτονιάς. Κόσμος και κοσμάκης, άντρες με τη σέσουλα την είχανε ζητήσει από τους γονείς της, κι εκείνη δεν ήθελε κανέναν. Το Μάκη μόνο.
Τι να πρωτοθυμηθώ; Δημόσιοι υπάλληλοι, τραπεζικοί, δάσκαλοι και καθηγητές, μέχρι κι ένα γιατρό καρδιολόγο τον έστειλε από κει που ’ρθε. Ποια; Η Ασπούλα. Τελειόφοιτος πρώτης γυμνασίου και πτυχιούχος Κοντοραπτικής. Το μήλον της έριδος της γειτονιάς μας, και όχι μόνο. Όλοι στα πόδια της, κι αυτή ψυχρή κι ανάποδη, απορριπτική ως εκεί που δεν παίρνει. Κι όλα αυτά ξέρεις γιατί; Γιατί περίμενε το Μάκη ν’ απολυθεί μπας και της κάνει τη χάρη να τη ζητήσει εκείνος. Του το ’χε υποσχεθεί, λέει, να τον περιμένει. Εκείνος πάλι δεν της είχε υποσχεθεί τίποτα.
Ο Μάκης, που λες, υπηρέτησε λοχίας στην ΕΛΔΥΚ, εις την Κύπρον, τότε με τα γεγονότα, το πραξικόπημα του Σαμψών και την τουρκική εισβολή. Πολέμησε, τραυματίστηκε βαριά και κόντεψε να πεθάνει. Τελικά τη σκαπούλαρε, αλλά γύρισε πίσω κομμάτια. Η μάνα του έλεγε στη μάνα μου ότι έβλεπε ο κακομοίρης εφιάλτες και πεταγότανε τις νύχτες ουρλιάζοντας, κι ότι συχνά έκλαιγε χωρίς λόγο. Η Άσπα όμως τονε γιάτρεψε με τη γλύκα της. Τον αγαπούσε τον άχρηστο, δε μπορείς να φανταστείς πόσο τον αγαπούσε. Μιλάμε για καψούρα μεγάλη, όχι αστεία. Τον λάτρευε, μα το θεό. Κι αυτός ο ξεφτίλας ο Μάκης, ψύχρα. Είχε πιάσει τον πρώτο αριθμό του λαχείου κι ίσα που την ανεχότανε δίπλα του. Κι από σέβας; Μηδέν εις το πηλίκον. Στο φτύσιμο την είχε και της μιλούσε κι άσχημα από πάνω.
Κιχ δεν έβγαζε η καημένη η Ασπούλα. Το όνειρο των αντρών της γειτονιάς και όχι μόνο. (Και το δικό μου, κι ας ήμουνα παντρεμένος, μεταξύ μας αυτό, ε;) Ένα άγριο βλέμμα του Μάκη έφτανε και περίσσευε: Ό,τι πεις εσύ Μάκη μου, ό,τι θέλει ο Μάκης μου. Ο άντρας μου, το φως των ματιών μου. Άκου πράματα, ρε φίλε. Να τ’ ακούς με τα ίδια σου τ’ αυτιά και να μην πιστεύεις. Να τους βλέπεις να περπατάνε στην πλατεία, στο Περιστέρι, και να μένεις κάγκελο. Ο Μάκης μπροστά, σαν να τον κυνηγάνε, κι η Άσπα πέντε μέτρα ξοπίσω να τρέχει με τα τακουνάκια της, τάκα τάκα, να τον προλάβει. Κι εκείνος χαμπάρι, ούτε βλέφαρο στα μετόπισθεν. Αναισθησία ήτανε, μαγκιά ήτανε ή ζαμανφουτισμός, θα σε γελάσω. Ουδείς γνωρίζει. Ίσως όλα μαζί, αχταρμάς.
Το ’βλεπαν όλοι το αταίριαστο, το ’δε και ο Λεωνίδας ο παλαιστής, αταίριαστος κι εκείνος από τους λίγους, ένα χτήνος δυο μέτρα κι εκατόν ογδόντα κιλά ακατέβατα, τριχωτός τόφαλος, σαν αρκούδα ήτανε, πάλευε που και που μαζί με κάτι άλλα γομάρια στον τάφο του Ινδού, ξέρεις, στο γήπεδο της Πανάθας, στην Αλεξάνδρας, κι είχε και ένα παρατσούκλι περίεργο, δεν το θυμάμαι επακριβώς, Μινώταυρος, Λεοντόκαρδος, μου διαφεύγει. Και του τη βάρεσε κατακέφαλα του Λεωνίδα του παλαιστή του Σκληρόκαρδου, ή κάπως έτσι, η ομορφιά της κοπέλας, του τρέχανε τα σάλια του λιγούρη, την έβλεπε και γινότανε δαυλί, ώσπου ένα απόγεμα δεν κρατήθηκε και της κόλλησε. Έτυχε και πήγε η Ασπούλα να ψωνίσει από το μαγαζί του, το χασάπικο που είχε ανοίξει το γομάρι στην πλατεία, απέναντι από τον καφενέ, που μαζευόντουσαν οι δεξιοί. Δεξιός κι εκείνος, μέχρι κόκαλο και βουρδί. Προσοχή όμως, όταν λέμε της κόλλησε, δεν είπε δα και τίποτα κακό στην κοπέλα, ούτε τίποτα πρόστυχο, δεν την πρόσβαλε να πούμε, να, απλώς προσφέρθηκε να της δίνει από το μαγαζί ό,τι χρειάζεται από κρεατικό, ακόμα κι αν εκείνη δεν είχε να το πληρώσει. Ήξερε βλέπεις κι αυτός, όπως όλοι μας, τις δυσκολίες του Μάκη να τα βγάλει πέρα με τα χρέη του. Μέχρι και τις βέρες του γάμου χρώσταγε. Με το βελόνι της Ασπούλας τα ψιλοκουμαντάρανε, με την ψυχή στο στόμα εννοείται.
Δύσκολα χρόνια. Πτώση χούντας κι αρχή μεταπολίτευσης. Φήμες για πραξικοπήματα, συναγερμοί κάθε τόσο με τα ελληνοτουρκικά, άσε μη συζητάς.
Πώς έλαχε κι έφτασε το πέσιμο του Λεωνίδα στ’ αυτί του Μάκη, άγνωστον. Μάθαμε ότι η φουκαριάρα η Άσπα δεν του είπε τίποτα για να μην τονε βάλει σε μπελάδες. Αλλά κοκορεύτηκε ο ίδιος ο Λεωνίδας σε μερικά φιλαράκια του, στο καφενείο. Και στοιχημάτισε με έναν από δαύτους ότι «αργά ή γρήγορα θα ρίξει στο κρεβάτι τη μικρή και θα της πετάξει τα μάτια όξω». Και να ’σου όμως σε ’κανα δυο μέρες, αντί για την Άσπα, μπουκάρει ο Μάκης στο χασάπικο. Τσαμπουκαλεμένος, με μάτι τρελό. Ζήτησε εξηγήσεις, αλλά ο Λεωνίδας βασίστηκε στη διαφορά μεγέθους και τονε πρόσβαλε, «άντε ρε σκιάχτρο από δω χάμου που θα μας ψαρώσεις κιόλας», κι έτσι έγινε το θάμα ενώπιον όλων, γνωστών και αγνώστων, περαστικών και γειτόνων, εχθρών και φίλων, που παίρνανε μάτι από τον καφενέ.
Ο Μάκης τον έκανε του αλατιού. Ναι ρε σου λέω, αλήθεια, ο Μάκης, μισή μερίδα άνθρωπος, σάπισε τον Λεωνίδα, τον παλαιστή, στο ξύλο. Το γομάρι, ο τόφαλος, το χτήνος, έφαγε το ματσούκι της ζωής του. Το ’δα κι εγώ με τα μάτια μου, από τον άλλον καφενέ, τον απέναντι, που πήγαιναν οι αριστεροί (εγώ είμαι κεντρώος υπ’ όψιν αλλά εμείς δεν είχαμε καφενεία δικά μας).
Ασήκωτο τον έκανε τον δύστυχο, μπλε μαρέν, σου λέω. Κι όλα αυτά σε ρυθμό αβλεπί. Σε δυο λεπτά το πολύ, μέχρι να συνέλθουμε, του ξηγήθηκε ό,τι ρεπερτόριο θες: από κλωτσομπουνιές και αγκωνιές μέχρι κατακεφαλιές και γονατιές, καλά που τρέξαμε, ίσα που προλάβαμε και τονε τραβήξαμε κακήν κακώς από τα χέρια του. Τι χέρια, αυτά δεν ήτανε δάχτυλα, πένσες ήτανε, τρομάξαμε να τον ξεκολλήσουμε και να τον σύρουμε έξω από το χασάπικο, εκατόν ογδόντα κιλά άνθρωπο. Σα λυσσασμένος έκανε ο χτικιάρης ο Μάκης, τρεις τονε βαστάγανε μέχρι να ξεθυμάνει.
Δυο μήνες στο νοσοκομείο ο Λεωνίδας, με σπασμένο σαγόνι, θρύψαλα δυο τρία πλευρά και τσαλακωμένο το δεξί του χέρι, κόντεψε μάλιστα να χάσει και το ένα μάτι από τον κερατοειδή, πώς διάολο τονε λένε, κι ένα τρίμηνο στη στενή ο Μάκης, στ’ Ανάπλι τονε στείλανε, στις Φυλακές της Τίρυνθας.
Ήρωας, για δεύτερη φορά, έγινε ο Μάκης, στη γειτονιά. Και πιο πολύ από τις μάχες στην Κύπρο, μπορώ να σου πω. Ο Δαβίδ που τουλούμιασε το Γολιάθ κι έτσι. Ο Λεωνίδας ο Τρομερός, ο Λεοντόκαρδος, ο Μινώταυρος, ο Γατόπαρδος και δεν ξέρω εγώ πώς αλλιώς τονε φωνάζανε οι χαζοφάν του κατς –προσωπικώς δεν πήγα ποτέ σε αυτές τις αηδίες που μερικά γομάρια κάνουνε πως πλακώνουνται-, δεν είχε μούτρα να εμφανιστεί στον καφενέ.
Ώσπου ένα βράδυ, είχε χειμωνιάσει για τα καλά, εμφανίστηκε μαζί μ’ ένα φίλο του, έναν πρώην κατάδικο, τον περιβόητο Αλέκο τον νταβατζή. Που δεν ήθελε να τον φωνάζουνε νταβατζή, γιατί προσβαλλότανε λέει, αλλά προαγωγό. Μιλάμε για ρεμάλι, για αντεροβγάλτη πρώτης τάξεως. Μπαινόβγαινε στη στρούγκα αλλά ζαμάν φου, αρκεί να ’κανε το κέφι του και να περνούσε το δικό του γινάτι.
Μόλις τους είδαμε να μπουκάρουν στον δικό μας καφενέ, ανησυχήσαμε σφόδρα, γνωστόν τοις πάσι, ότι δεξιοί σε αριστερό καφενέ δεν μπαίνανε τότες εύκολα, και τούμπαλιν, μην κοιτάς σήμερα που όλα είναι ίσωμα. Άλλες εποχές εκείνες. Με αρχές. Είπαμε το λοιπόν του Μάκη να την κάνει με τρόπο ή χωρίς τρόπο, τουτέστιν να την κοπανήσει από την πίσω πόρτα, που έβγαζε σε μια αυλή που ’χε μια βρύση και κάνανε οι νοικοκυρές τη λάτρα τους. Κι εμείς θα τους καθυστερούσαμε με κουβέντα, και καλά «τι κάνετε», «πώς είστε», «πώς από τα μέρη μας» ή «τι να σας τρατάρουμε να πάνε τα φαρμάκια κάτω;»
Οι τύποι όμως δεν είχανε όρεξη για μπλα μπλα, όπως αντιλαμβάνεσαι. Άσε που η πρόσοψη του Λεωνίδα του Σκατόκαρδου ήταν ακόμα στραπατσαρισμένη. Το δεξί μάτι μπλαβί, η μυτόνγκα διπλή, το κάτω χείλος μπλε μαρέν, το δεξί χέρι σαν να ’χε πάθει αγκύλωση, μόλις είχε βγάλει το γύψο, το χάλι του το μαύρο είχε ο άνθρωπος.
Ο Μάκης τίποτα. Ψύχρα. Ακούνητος, ατάραχος κι αγέλαστος. Συνέχισε να παίζει την ποκίτσα του σαν να μην τρέχει σίελος. Έκανε μάλιστα το τελευταίο του ποντάρισμα κι είπε δυνατά, προκλητικά σχεδόν, σαν να ’θελε να βεβαιωθεί ότι θα τον άκουγε όλο το καφενείο:
«Τα βλέπω!»
Κανείς μας δεν αντέδρασε. Όλοι είχαμε ψαρώσει. Το πράγμα φαινότανε για που πήγαινε. Τα μπουριά της σόμπας είχανε πυρώσει, η ατμόσφαιρα είχε παγώσει, κι εμείς ήμασταν μούσκεμα στον ιδρώτα και κρυώναμε. Μην θυμηθώ και το ντουμάνι από τα τσιγάρα που μας είχε φλομώσει και το τηγάνι της κυρά Φρόσως που μας είχε ποτίσει λαδορίγανη και σκόρδο και μυρίζαμε άπαντες σαν κεφτέδες.
Ο νταβάς ή προαγωγός, όπως θες πες τον, πήγε στα ζερβά και στάθηκε μπάστακας πίσω από τον Μάκη ενώ ο Λεωνίδας ήρθε και ξέμεινε ορθός στο πλάι, δίπλα του. Άνοιξε το μπλάβο στόμα του και ξέρασε το εξής κακό παραμύθι:
«Η Άσπα σου στέλνει χαιρετίσματα, φίλε Μάκη. Περνούσαμε έξω από το σπίτι σας και μας κάλεσε για ένα καφεδάκι. Με βοήθησε το κορίτσι να βγάλω το παντελόνι μου για να μου ράψει το στρίφωμα. Έκανε καλή δουλίτσα, κέρδισε το χαρτζιλίκι με την αξία της.»
Ο Αλέκος ο αντεροβγάλτης ακούμπησε πατρικά το χέρι του στον ώμο του Μάκη και του είπε, σε τόνο γλυκανάλατο:
«Έχεις ωραία γυναίκα ρε χτικιάρη, μπορείς να κονομήσεις χρήμα με τη σέσουλα αν φερθείς έξυπνα.»
Όλοι το είχαμε βουλώσει. Κι εγώ, κι ο Φανούρης ο φαναρτζής κι ο Γκαγκανιάρης ο ταρίφας. Ξέραμε ότι ο Αλέκος δεν διέθετε μόνο τις γροθιές του. Και κάμα κουβαλούσε απάνω του, μέχρι και πιστόλι –ενθύμιον εμφυλίου– είχε στην καβάτζα. Τα ’χα κάνει πάνω μου, την αλήθεια μου θα τηνε πω, ο κόσμος να χαλάσει. Αλλά δεν κρατήθηκα άλλο, το άτιμο το φιλότιμο, βλέπεις. Τον λυπήθηκα το φουκαρά το Μάκη. Φιλαράκι χρόνια, γείτονας, τζόρας και τσαμπούκι, αλλά καλό παιδί και ήρωας πολέμου στο φινάλε. Και να του φέρονται έτσι τα φασιστόμουτρα; Σηκώθηκα που λες, και μπήκα στη μέση. Γι’ αυτό δεν είναι οι φίλοι;
«Κόφτο ρε Λεωνίδα», είπα. «Δε σέβεσαι εμάς, σεβάσου τουλάχιστον το μαγαζί.»
Μου φάνηκε ότι τονε ψάρωσα, αλλά δεν βάστηξε για πολύ. Άντε, ένα δευτερόλεπτο μάξιμουμ. Σαν να στραβογέλασε λίγο και τότε, στο πίσω μέρος του κρανίου μου, άστραψε μια φωτοβολίδα. Ήταν η μπουνιά του Αλέκου, του νταβά, του πορνοβοσκού. Πισωπάτησα ζαλισμένος και προσγειώθηκα κακήν κακώς στο πάτωμα με τα προπολεμικά πλακάκια, αφού βρέθηκα πρώτα στην αγκαλιά του Φανούρη, που ’χε το φανοποιείο-φαναρτζίδικο-ταπετσαρίες στη γωνία, κοντά στην Ευαγγελίστρια. Καθότανε δίπλα μου και κρατούσε ακόμα, ακούνητος σαν άγαλμα από την τρομάρα, τα χαρτιά από την τράπουλα στα χέρια. Του ’πεσαν κάτω, βεβαίως, αλλά πρόλαβα και μπάνισα μες τη θολούρα μου τρεις ρηγάδες κι ένα δεκάρι. Θα μας έπαιρνε και τα σώβρακα, ο μπαγάσας.
Μες τη ζαλάδα μου, βασιλεμένος καθώς ήμουν από τη μπαμπέσικη σβερκιά του Αλέκου, διέκρινα το Μάκη να τινάζεται όρθιος σαν ελατήριο, να αρπάζει και να σπάει με τη μία το διακοσαράκι του χύμα ούζου στο τραπέζι και με μια γρήγορη κίνηση, λες κι έπαιζε σε αμερικάνικη ταινία, σαν αυτές τις ασπρόμαυρες που βλέπαμε «δυο έργα ένα τάλιρο» στο σινέ-Ανεμώνη, χαράκωσε το δεξί μάγουλο του Αλέκου, του μαχαιροβγάλτη, που χέστηκε κι άρχισε να ουρλιάζει έντρομος, κι αμέσως μετά γύρισε και το κάρφωσε στο λαιμό του Λεωνίδα.
Εκεί να δεις τι έγινε φίλε. Της πουτάνας έγινε. Το αίμα του χασάπη τινάχτηκε παντού βάφοντας κόκκινους όλους μας, τους πελάτες του καφενέ, τα τραπέζια με τη χαρτούρα απάνω, τους τοίχους με τα ηλιοβασιλέματα και τα καναδέζικα τοπία με τις λίμνες, τα πλακάκια, τα πιατικά, τα εμαγιέ, τα τάβλια, τις τσόχες και τις τράπουλες. Γύρω μας ένα πανδαιμόνιο από ουρλιαχτά, κλάματα και λιγοθυμίες. Ο τεράστιος παλαιστής έκανε μερικά βήματα πέρα δώθε σαν κουρδιστός πίθηκας ή ξεχαρβαλωμένο γατί, απ’ αυτά που ψωνίζαμε τότες στα παιδιά για τα Χριστούγεννα, βαστώντας το λαιμό του και φωνάζοντας «μάνα μου», «μανούλα μου με φάγανε» και ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Πέθανε πολύ γρήγορα, πριν φανεί περιπολικό ή ασθενοφόρο.
Να σου πω και τη συνέχεια τώρα;
Ο Μάκης παραδόθηκε μόνος του την άλλη μέρα, πρωί πρωί. Η δίκη έγινε γρήγορα κι έπεσε στα μαλακά. Έσκισε ο δικηγόρος του στην αγόρευση. Μεγάλη γάτα ο χαρτογιακάς. Θυμάμαι απέξω κι ανακατωτά όλα όσα είπε στο δικαστήριο, και δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.
Έριξε –με τη μία– τους δικαστές στο φιλότιμο: «Εις μικρόσωμος, καχεκτικός και πτωχός πλην τίμιος ανήρ, αξιότιμοι κύριοι δικασταί, έδωσε υπέρ πάντων αγώνα, μετά αφθάστου γενναιότητος, έναντι δύο αδιστάκτων, βίαιων, οπλισμένων και αιμοσταγών ανδρών, οίτινες απείλησαν την σωματικήν του ακεραιότητα και προσέβαλαν την τιμή του ιδίου και της και της αγαπημένης του συζύγου. Και ενίκησε παρά τας, περί του αντιθέτου, προβλέψεις. Ενώπιόν σας ευρίσκεται εις τραγικός, πλην ηρωικός, Δαβίδ, πλήρης ψυχικών και σωματικών τραυμάτων, λαβωμένος ήρως πολέμου εις Κύπρον, το θλιβερόν εκείνο έτος της εισβολής, χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα. Ο άνθρωπος αυτός αμύνθηκε υπέρ βωμών και εστιών, δις: όχι μόνο υπέρ πατρίδος, κατά των επιτιθέμενων Οθωμανών, αλλά και ενάντια δύο οπλισμένων εισβολέων της οικογενειακής του εστίας».
Συμπαραστάτες στο δύσκολο έργο της υπεράσπισης σταθήκαμε και όλοι εμείς, οι θαμώνες του καφενέ «η Ωραία Ήπειρος». Η αλήθεια είναι ότι τα φουσκώσαμε λίγο, τι θες και δεν είπαμε, αλλά πετύχαμε τον σκοπό μας. Ο Μάκης βγήκε σε πέντε-έξι χρόνια, δε θυμάμαι, ίσως εφτά, με το αιτιολογικό της νόμιμης άμυνας αλλά και λόγω εργασίας και καλής διαγωγής. Έκανε πάλι στις Αγροτικές της Τίρυνθας, στ’ Ανάπλι.
Την Ασπούλα τη χάσαμε. Πήγε κι εκείνη να μείνει στο Ναύπλιο για να ’ναι κοντά του. Τον επισκεπτόταν πολύ συχνά και τον περίμενε, πιστή Πηνελόπη, μάθαμε. Λίγο όμως πριν απολυθεί ο Μάκης, η γλυκιά Ασπούλα έσβησε από τον γαμοκαρκίνο, πριν από τα τριάντα της, μια κουκλίτσα, ένας θησαυρός. Δεν είπε ποτέ τίποτα στον ταλαίπωρο αγαπημένο της, για να μην τον στενοχωρέσει. Πέρασε την αρρώστια μόνη της, κρυφά απ’ όλους, μέχρι το τέλος.
Α, ναι! Παραλίγο να το ξεχάσω: ξέρεις τι είπε ο Μάκης στην απολογία του, τότε στο δικαστήριο; Τον άκουσα κι εγώ ο ίδιος και δεν το πίστευα. Κανείς μας -όλοι της παρέας που πήγαμε μάρτυρες υπεράσπισης- δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Άκου τι είπε, ακριβώς όπως στο λέω:
«Ότι έκανα το ’κανα γιατί προσβάλανε το γάμο μου, την αγαπημένη μου γυναίκα, την Παναγιά μου, την Ασπούλα μου, που την έχω εικόνισμα κύριοι δικασταί!»
Δεν το πιστεύεις, ε; Κι όμως αυτό είπε. Αυτό που δεν της είπε ποτέ, το είπε ενώπιον όλων μας, φίλων, γειτόνων, συγγενών, δικαστών και εφημερίδων.
Κι έτσι, του κόλλησαν του χτικιάρη στη φυλακή το παρατσούκλι ο Άσπας ο Λεμονίδας (από το κίτρινος –σαν το λεμόνι– και το Λεωνίδας).
Τον νταβά, τον Αλέκο, δεν τον ξαναείδαμε στα πέριξ. Δεν τονε λέγανε πια ούτε Αλέκο ούτε «προαγωγό», αλλά του κόλλησαν το παρατσούκλι «ο χαρακωμένος». Μάθαμε ότι παράτησε τις κάμες, τα πιστόλια και τους τσαμπουκάδες, παντρεύτηκε ένα από τα κορίτσια του και γύρισε στο χωριό του. Και πολύ καλά έκανε αν θες την άποψή μου.
ο τυχερός Γκαστόνε και η Αλέξια
Μεγάλο κάθαρμα ο γέρος του Άρη. Άνθρωπος της νύχτας, χασικλής και μαφιόζος, ο τυχερός Γκαστόνε με τ’ όνομα. Το παρατσούκλι αυτό του το βγάλανε από τότε που κέρδισε στη ρουλέτα, σ’ ένα καζίνο της Γερμανίας, τριακόσιες χιλιάδες μάρκα. Μιλάμε για πολλά λεφτά τον καιρό εκείνο.
Aμόρφωτος ήταν και λαϊκός, σκληρός με όλους και αδιάφορος για τα πέντε παιδιά του. Ήτανε και πολύτεκνος, βλέπεις, ο μαλάκας.
Η νύχτα ήτανε η ζωή του. Και οι «επενδύσεις» του. Μπουζουκλερί –τα ’λεγε –, τα μαγαζιά του στην Εθνική, σκυλάδικα όλα. Εκεί έριχνε τα φράγκα που έβγαζε από τις μεζονέτες. Τις έχτιζε σε καταπατημένα οικόπεδα του δημοσίου που είχε αρπάξει με διάφορες κομπίνες, μαζί με κάτι φίλους του, μπουμπούκια σαν κι εκείνον. Δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, πολεοδόμοι, ακόμα και μπάτσοι υψηλά ιστάμενοι, όλοι βουτηγμένοι μέσα στην κομπίνα. Πηγαίνανε και φυτεύανε εκατόχρονες ελιές σε δασικές εκτάσεις και μετά τις διεκδικούσανε λαδώνοντας δικαστές, πολεοδομίες, δημάρχους, κοινοτάρχες, αστυνόμους, βουλευτές κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.
Είχανε κάνει όλοι λεφτά. Πολλά λεφτά. Ο πατέρας του Άρη ήταν ο εργολάβος. Αυτός είχε τα μηχανήματα, αυτός γνώριζε μπάτσους και πολεοδόμους, αυτός έβγαζε τις άδειες στο πι και φι. Αυτός πήγαινε και διάλεγε τα οικόπεδα, αυτός έκοβε τα δέντρα του δάσους, αυτός μετά μετέφερε ξεριζωμένες ελιές από του διόλου τη μάνα και τις φύτευε εκεί. Μετά διεκδικούσε μαζί με τις άλλες λέρες, περισσότερο μορφωμένες από εκείνον, το δάσος -ελαιώνα πια. Αυτός λάδωνε πολεοδομίες, δικαστές και παραδικαστές, κλέφτες κι αστυνόμους, αυτός κινούσε το χρήμα, αυτός δούλευε σαν το σκυλί. Αυτόν είχανε βάλει μπροστά, για να φαίνεται, οι άλλοι, οι καθώς πρέπει. Γι’ αυτό και ο «Γκαστόνε» κρατούσε -κρυφά- τη μερίδα του λέοντος για πάρτη του.
«Χαρτογιακάδες και πολιτικάντηδες, οι χειρότεροι άνθρωποι είναι», έλεγε συχνά στον Άρη, βάζοντας το ρήμα πάντα στο τέλος. Μάλλον του έγινε συνήθειο από τα χρόνια της νιότης του, που ήτανε γκαστ αρμπάιτερ στη Γερμανία. «Εμείς, οι άνθρωποι του λαού, και συναισθήματα έχουμε, και πονόψυχοι είμαστε, και την πείνα τη ζήσαμε και ψωμάκι και οι άλλοι να τρώνε θέλουμε. Πιο φαταούλες και σπαγκοραμμένους από δαύτους δε βρίσκεις. Σκληροί, ψυχροί κι ανάποδοι όλοι τους είναι», έλεγε, συμβουλεύοντας το γιο του, μην τυχόν και πάρει στραβό δρόμο.
Έβγαζε λοιπόν λεφτά με το τσουβάλι ο γέρος του Άρη. Τα περισσότερα όμως τα ’τρωγε με τα γκομενάκια που τραγουδούσαν μισοτσίτσιδα στα μαγαζιά του. Στην οικογένεια, τα ακούμπαγε με το σταγονόμετρο, ίσα να περνάνε και να μην τον καταριέται το συγγενολόι και να μην μουρμουράνε οι γειτόνοι.
Εκείνος ζούσε μόνιμα σε καλά ξενοδοχεία, στο Χίλτον, τις καλές εποχές επί χούντας, στο Κάραβελ επί Νου Δου, ή στο Παρκ της Αλεξάνδρας επί Πασόκ, μέχρι να βρει κι εκεί τις άκρες του και να απογειωθεί ξανά.
Σπίτι του, στο Περιστέρι, πατούσε μια φορά το μήνα. Σαββατοκύριακα συνήθως. Ερχότανε για να κοιμηθεί -να τον βλέπει η γειτονιά για να μην τον κουτσομπολεύουν. Ήτανε και συντηρητικός, βλέπεις, ο Γκαστόνε. Μη τυχόν και λέει ο κόσμος ότι παραμελούσε τη φαμίλια κι ότι δεν ήτανε σωστός οικογενειάρχης.
«Θάνατος στις φαρμακόγλωσσες, όλες να ψοφήσουνε», έλεγε όποτε άκουγε ότι τον έπιασαν στο στόμα τους.
Δε σήκωνε παράπονα και διαμαρτυρίες, ούτε από τη γυναίκα του, την κυρά Παναγιώτα, ούτε από κανέναν. «Για σας σκοτώνομαι», τους έλεγε. «Σε σας, στα παιδιά μου όλα θα τ’ αφήσω».
Κι εκείνοι τον πιστεύανε ή έδειχναν ότι τον πιστεύανε. Κι έκαναν οικογενειακώς τουμπεκί.
«Καλώς τον πατέρα», «καλώς τον μπαμπά», «σε αγαπάμε» κι άλλες αηδίες όποτε τονε βλέπανε. Κι όταν έπεφτε για ύπνο, ξενύχτης και σουρωμένος τύφλα από τα μπουζούκια, γεμάτος κραγιόνια και αρώματα, εφορμούσανε όλοι στις φουσκωμένες από το μετρητό τσέπες του, και αρπάζανε ό,τι μπορούσανε από τα ήδη λεηλατημένα πάκα. Μιλάμε για χρήμα με τη σέσουλα, όχι αστεία. Χαμπάρι δεν έπαιρνε εκείνος την άλλη μέρα. Φαντάσου τι ξόδευε κάθε φορά στη σούρα του.
Η κυρά Παναγιώτα άρπαζε για να περάσει ένα μήνα το σπίτι -μέχρι να τον ξαναδούνε-, η μεγάλη αδελφή για τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική Αθηνών, ο Άρης για τα χασίσια, τις βόλτες και τις γκομενοδουλειές του και ο μικρός –που δούλευε πόρτα στο Μπουρνάζι– μάζευε χρήμα για να ανοίξει μια καφετέρια στην πλατεία της γειτονιάς. Είχε, βλέπεις, βαρεθεί να δέρνει φλώρους και να τον δέρνουν άλλοι, πιο μάτσο απ’ αυτόν. Η πιο μικρή αδελφή ήταν μόλις δώδεκα χρονών, χαμπάρι δεν έπαιρνε απ’ όλα αυτά, ούτε το τρίχρονο αγοράκι, ο βενιαμίν της οικογένειας.
Ώσπου ένα ξημέρωμα, μια βροχερή ανοιξιάτικη μέρα θυμάμαι, το άστρο του τυχερού Γκαστόνε έσβησε απότομα. Και τον παράτησε σύξυλο στους πέντε ανέμους. Και μαζί του την οικογένεια όλη.
Τράκαρε στο ύψος της Βαρυμπόμπης. Κοιμήθηκε ξημερώματα στο τιμόνι. Οδηγούσε σουρωμένος, όπως πάντα. Γύριζε από τα μπουζούκια με μια τραγουδιάρα της κακιάς ώρας, ένα τσόκαρο ήτανε, Αλέξια τη λέγανε, Ευλαμπία το κανονικό της. Τραβιότανε μαζί της τον τελευταίο χρόνο, και του ’χε φάει τα άπειρα λεφτά. Ανάμεσα στα άλλα κι ένα ρετιρέ στο Κολωνάκι, τη «φωλίτσα» τους. Τον είχαμε παρακολουθήσει με τον Άρη, ένα Σαββατόβραδο που ο Γκαστόνε τηλεφώνησε ότι δεν θα πάει στο σπίτι γιατί είχε «δουλειές». Ο Άρης ψυλλιάστηκε ότι κάποια ερωτοδουλειά ήτανε πάλι στη μέση κι είπε να τον ακολουθήσει κατά πόδας, από την ώρα που σχόλασε ο γέρος από την επίβλεψη μιας οικοδομής. Με παρακάλεσε να τον συνοδεύσω και να τον κουλάρω «για να μην τον σκοτώσει». Ανέβηκα πίσω του στο ΧΤ και ακολουθήσαμε τη Μερσεντές μέχρι το σκυλάδικο, όπου και τους είδαμε να μπαίνουν.
Εκείνη ήτανε ένα λειψανέβατο αγοροκόριτσο με αγριοφωνάρα σκυλούς. Κι ο Γκαστόνε, άρχοντας καμαρωτός. πρώτο τραπέζι πίστα να πετάει γαρύφαλλα αβέρτα. Ο Άρης πήγε κοντά του και τον κοίταξε με μίσος. Εκείνος αιφνιδιάστηκε, προς στιγμήν. Συνήλθε όμως γρήγορα και χασκογέλασε αμήχανα.
«Τι να κεράσω; Μια μπύρα θα πιεις;» του είπε.
«Είσαι μαλάκας και αλήτης ρε!», του απάντησε αγριεμένος ο Άρης κι έτζασε ηρωικά.
Η Μερσεντές έγινε αλοιφή κι εκείνος έπεσε σε κώμα. Η Αλέξια, η πετσικόκαλη, τίποτα, τη σκαπούλαρε, ούτε γρατζουνιά. Οι γιατροί είπανε ότι οι πιθανότητες να ζήσει ο γέρος ήτανε μηδέν κι ότι, άμα τα κατάφερνε, δεν θα γλίτωνε τις ανήκεστες βλάβες. Για φυτό τον είχανε δηλαδή. Μάθανε τα μαντάτα οι τράπεζες, οι συνέταιροι και οι τοκογλύφοι και όρμησαν αμέσως. Και τα πήραν όλα. Μηχανήματα, εκσκαφείς, γερανούς και φορτηγά. Μιλάμε όλα, ό,τι είχε και δεν είχε στο όνομά του. Μαγαζιά, σπίτια, μέχρι και το ΧΤ, τη Γιαμάχα που είχε πάρει δώρο στον Άρη άρπαξαν οι καριόληδες γιατί την είχε αφήσει ο βλάκας ο Άρης στο όνομα του γέρου του για να πληρώνει εκείνος την ασφάλεια και τις κλήσεις. Ευτυχώς το σπίτι ήταν στο όνομα της μάνας τους, της κυρα Παναγιώτας, προίκα της βλέπεις, κι έτσι το γλιτώσανε.
Τον έκτο μήνα, ο Γκαστόνε συνήλθε παραδόξως από το κώμα, λίγο πριν τραβήξουν τα καλώδια. Κι όταν έμαθε τι είχε συμβεί, κατά τη διάρκεια της «απουσίας» του, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη. Ήτανε, βλέπεις, πια ανάπηρος και άφραγκος. Στο εξής θα ζούσε με την κυρά Παναγιώτα του και με τη μικρή αναπηρική σύνταξη. Και τα χρέη τον κυνηγούσανε ακόμη. Τα σκυλάδικα δεν τα ’χε στ’ όνομά του, κι έτσι του τα φάγανε κι αυτά οι συνέταιροι. Μπουμπούκια, καλοί άνθρωποι. Στείλανε κανά δυο φορές κάτι γαλακτομπούρεκα για τα χαιρετίσματα στην οικογένεια και μην τον είδατε τον Παναή. Άρρωστος άνθρωπος πια ο γέρο Γκαστόνε τι να σου κάνει; Ίσα που μιλούσε, μόνο μικρές λέξεις και σύντομες φράσεις. Ουσιαστικό, αντικείμενο και ρήμα, αυτό πάντα στο τέλος, χωρίς περικοκλάδες. Υποκείμενο, επίθετα, επιρρήματα και προθέσεις είχαν χαθεί για πάντα από τον εγκέφαλο.
«Φαγί φέρε», «Έξω θέλω», «Ύπνο θέλω», «Τσιγάρο δώσε». Κι αυτά ήθελες μεταφραστή για να καταλάβεις γιατί έπνιγε τα φωνήεντα. Έπαθε και καμιά δεκαριά εγκεφαλικά κατά τη διάρκεια των επεμβάσεων και, μεταξύ άλλων, σακατεύτηκε και «η έλικα του Μπροκά», είπε ο γιατρός του, ένας εξαιρετικός επιστήμων, με γνώσεις αεροναυπηγικής, θα ’λεγε κανείς αν τον άκουγε μιλάει για έλικες και υποθάλαμους, ιστία, ψαλίδες και πέταλα.
Για να μην τα πολυλογούμε, σιγά σιγά οι κοντινοί άνθρωποι του Γκαστόνε τον συνηθίσανε σε αυτήν την κατάσταση. Τότε, στην αδυναμία του, έτσι που τον είδανε και τον ζήσανε, τον φοβερό και τρομερό ξεροκέφαλο τραμπούκο, κάτι παράξενο συνέβη. Ενώ στην αρχή όλοι τον βασανίζανε για να τον τιμωρήσουνε που τους έβγαλε το Χριστό και τους άφησε μέσα στα χρέη, μόλις τον είδανε τελειωμένο σαν να απέκτησε ο λεχρίτης στα μάτια τους ένα φωτοστέφανο αγίου. Μεταλλάχτηκε σε κάτι σπάνιο, σε κάτι μεταξύ Ιησού και Βούδα. Σιωπηλός, υπέμενε τα βασανιστήρια της κυρά Παναγιώτας, των τέκνων και όλων των άλλων, με χαμόγελα κατανόησης και αγάπης.
«Δίκιο έχτε, δίκιο έχτε», ψέλλιζε κάθε φορά που δεν του ικανοποιούσανε μια επιθυμία, όποτε του στερούσανε τον αγαπημένο του καπνό ή δεν τον έκαναν μπάνιο, ακόμη κι όταν του ρίχνανε καμιά ανάποδη για να μη διαμαρτύρεται.
Σύντομα όμως ο θυμός τους έσβησε. Περάσανε στην κατάσταση της συγχώρεσης και του οίκτου. Και καταλήξανε να τον προσέχουνε σαν έναν καλό πατέρα που έχει νοιαστεί για τα παιδιά του και έχει σκιστεί για την οικογένειά του. Μέχρι που παρακάλεσε τον Άρη να του πηγαίνει πότε-πότε ’κανα χασίσι για να φουμάρει -κι εκείνος το ’κανε.
Κι ύστερα ο Γκαστόνε αρρώστησε βαριά. Άρχισε να τον κατατρώει ο καρκίνος. Τότε πέρασε στη φάση του κυνισμού. Μάζευε γύρω του συχνά και μερικούς άλλους μελλοθάνατους και πήγαιναν όλοι μαζί για μπύρες στην καντίνα του νοσοκομείου. Άμα του έλεγε ’κανάς καρκινοπαθής ότι έχει κάτι ανώδυνο, και καλά καμιά «πνευμονία» ή «φυματίωση», τον κορόιδευε μέχρι θανάτου και άκουγε μετά τον εξάψαλμο από το προσωπικό του νοσοκομείου. Έβριζε τους γιατρούς και τις νοσοκόμες ώσπου εκείνοι για να τον πλησιάζουν τον πότιζαν με αναισθητικό ορό. Έγινε αφόρητος.
Η μόνη μέρα που τον είδανε να χαμογελάει ήτανε, λέει, η μέρα που τον επισκέφτηκε η Αλεξία. Πήρε τηλέφωνο τον Άρη και τον παρακάλεσε αν θα μπορούσε να τον δει «για λίγο, πολύ λίγο». Ο Άρης δέχτηκε, ήξερε ότι τα ψωμιά του γέρου του ήταν λίγα κι είπε να του δώσει λίγη χαρά.
«Ήταν στις ομορφιές της η αλανιάρα», μου είπε μετά ο Άρης. «Αν δεν το ήξερες δεν θα σου περνούσε από το νου ότι ήταν σκυλού. Τον έβαλα στο αναπηρικό και άφησα να τον σπρώχνει εκείνη. Μετά έμεινα πίσω, είπα να τους αφήσω μόνους».
Έκαναν μια μικρή βόλτα σαν ερωτευμένο ζευγαράκι στον κήπο του νοσοκομείου, κάτω από τη διακριτική παρακολούθηση του Άρη. Κάποια στιγμή μάλιστα την είδε που έβγαλε ένα κουτάκι μπύρα από την τσάντα της και του έδωσε να πιει σαν μπιμπερό.
«Μόλις τον άφησε κι έφυγε, πάσαρα την αναπηρική πολυθρόνα με το γέρο σε μια νοσοκόμα και πήρα την τραγουδιάρα από πίσω», μου είπε αργότερα ο Άρης. «Σκόπευα να τη βρίσω ή να της ρίξω καμιά μπάτσα, αλλά μόλις είδα τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι και τα μάτια της κατακόκκινα, κώλωσα κι έφυγα τρέχοντας, φίλε. Μόνο συγγνώμη που δεν της ζήτησα.»
Δυο μέρες μετά, μόλις είχε νυχτώσει, Σαββατόβραδο ήταν θυμάμαι, τηλεφώνησαν στην οικογένεια από το νοσοκομείο. Ήταν, είπανε, στα τελευταία του, κι έπρεπε να πάει κάποιος συγγενής. Πήγαμε πρώτοι, μαζί με τον Άρη, που είχε καβατζώσει ένα ξεγυρισμένο τρίφυλλο, όπως είχε υποσχεθεί στο γέρο, άμα ερχόταν η ώρα του Χάρου. Εκεί μας είπαν ότι άρχισε να συνέρχεται και δεν ήταν του θανατά.
Τον είχανε μόνο του, στο ισόγειο, σε ένα σκοτεινό θάλαμο αναμονής του τέλους. Στην αρχή πιστεύαμε ότι δεν θα συνερχόταν ποτέ και ότι θα το πίναμε εμείς. Κάποια στιγμή εκείνος ξύπνησε, μας είδε κι έκανε νόημα να πάμε κοντά του. Ο Άρης ενίσχυσε το αρκεβούζιο με μπράουν σούγκαρ δυναμίτη, έσταξε και μερικές τζούρες οπιούχο λαδάκι πρώτης διαλογής, το άναψε και το έβαλε κάτω από τη μύτη του γέρο- Γκαστόνε, ο οποίος με μάτι θολό το άρπαξε από το χέρι του κι άρχισε να τραβάει τη μια τζούρα μετά την άλλη.
«Τι κάνεις ρε μαλάκα», του λέω, «θα τον ξεκάνεις μια ώρα αρχύτερα το γέρο, αυτό σακατεύει ακόμα κι εμάς».
«Να πεθάνει ο παλιόπουστας στα σίγουρα να ησυχάσουμε επιτέλους, κι εμείς κι αυτός», μου απαντάει.
Κάνω να αρπάξω το γάρο από τα χέρια του γέρου, τίποτα. Δάχτυλα πένσα. Έβγαλε και ένα αλλόκοτο ουρλιαχτό πόνου, σαν να τον σφάζανε, μας άκουσε το σύμπαν. Ο Άρης με απομάκρυνε βίαια από το κρεβάτι. Φοβήθηκα μην μπουκάρει καμιά νοσοκόμα. Αλλά στη νυχτερινή βάρδια, τις παρακαλάς μισή ώρα να ’ρθουνε -και αν τις δεις.
«Άσ’ τον τον καριόλη», μου λέει. «Να ψοφήσει, να τελειώνουμε, στα τελευταία του είναι, δεν το βλέπεις;»
Το ’βλεπα. Και λοιπόν;
«Είναι πατέρας σου, ρε άρρωστε», του λέω. «Την ψώνισες; Άσ’ τον άνθρωπο να πεθάνει στην ώρα του!»
«Κουμάντο να κάνεις στον δικό σου το γέρο», μου λέει. «Εδώ είναι δική μου ιστορία. Άμα δεν αντέχεις βγες έξω».
«Πάει, παλάβωσες, ρε αρχίδι», του λέω.
«Σσστ, σκάσε ρε», μου λέει. «Άκου!»
Είχε αρχίσει κάτι σαν ρόγχος.
Κώλωσα: ‘’Τι ’ναι αυτό;’’
Η «Ωδή στη Χαρά!», μου απάντησε καγχάζοντας o Άρης. «Αυτό θα ακούει τώρα, με φωνητικά της αγαπημένης του και την ορχήστρα του σκυλάδικου, του Μπάμπη».
Άρπαξε το χοντρό γάρο την ώρα που έφευγε από τα δάχτυλα του γερο Γκαστόνε. Τράβηξε μια τζούρα διαρκείας, έσκυψε και φύσηξε όλο τον καπνό στα ρουθούνια του γέρου. Ο ετοιμοθάνατος τεντώθηκε σαν ελατήριο. Γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε στο ταβάνι λες κι έβλεπε τον Αρχάγγελο Μιχαήλ να κατεβαίνει από ψηλά. Σαν να ζωήρεψε λίγο κι έκανε να ανασηκωθεί καταβάλλοντας προσπάθεια.
«Αλέξια! Αλέξια!», μούγκρισε.
«Η Αλέξια είναι στο μαγαζί τώρα! Τραγουδάει Στελάρα, το κομμάτι “Tου κόσμου ο περίγελως”», του λέει δυνατά ο Άρης. «Σου λέει τίποτα ο τίτλος;»
«Το Χριστό σας», μούγκρισε τότε ο γέρος, παραδόξως με καθαρή άρθρωση. Και πρόσθεσε ξεψυχισμένα, όπως κάθε φορά στο τέλος, και το ρήμα: «γαμώ». Κι αμέσως μετά άφησε την τελευταία του πνοή.
Έτσι πέθανε ο τυχερός –μέχρι ενός σημείου –Γκαστόνε.