α΄. Η στάση της Ευτυχίας
Ένα γουρούνι με όμορφο πρόσωπο ήταν. Ωραίος, καίτοι χοίρος και… ζωντοχήρος -που θα ’λεγα, αν ήθελα να κάνω πλάκα. Και μου είχε φέρει τον συναισθηματικό κόσμο τα πάνω κάτω. Διότι δεν μπορούσα να διαχωρίσω το σεξ από τον έρωτα· ακόμα…, τουλάχιστον. Στα είκοσι ένα μου νιώθω να μην έχω πάνω μου ούτε ένα νεκρό κύτταρο, και, μολονότι με έλκουν οι εμπειρίες, δεν βιάζομαι ν’ αποκτήσω πείρα: υποψιάζομαι πως ετούτη προϋποθέτει αρκετό μπαγιάτεμα.
Τον είχα γνωρίσει στη θεατρική ομάδα της Σχολής. Λόγω λειψανδρίας –Φιλοσοφική γαρ- τον είχε φέρει ο Μίλτος, ο σκηνοθέτης μας, από τη Δραματική της Αγίας Βαρβάρας. «Από δω ο Δάκης. Θα παίξει τον Χουάν, το σύζυγο της Γέρμα.». Φαινόταν πως ο Μίλτος γούσταρε τον Δάκη, ο οποίος, όμως, δεν του «καθόταν». Σιγά το κελεπούρι, δηλαδή. Ως χαρακτήρας ο Δάκης -τόσο στη σκηνή όσο και στη ζωή- ήταν σκέτο «αγγούρι». Κόντευε να σαρανταρίσει κι ακόμα σπούδαζε… υποκριτική. Λες και δεν κατείχε την υποκρισία σαν δεύτερη φύση! Αν υπήρχε, θα είχε αποκτήσει από καιρό, μετ’ επαίνων, το επαγγελματικό δίπλωμα ζιγκολό. Περιστασιακά, δούλευε σεκιουριτάς ή μπράβος σε κωλάδικα. Η πρώτη σύζυγός του τον είχε παρατήσει, γιατί δεν άντεχε το κέρατο και την κοροϊδία. Πετυχημένα, αποκαλούσε πούτανους αυτούς τους άντρες η γιαγιά μου. Το πόσο πούτανος ήταν ο Δάκης, βέβαια, θα το μάθαινα σιγά σιγά κι αργότερα. «Άμα δεν πληρώσεις, δεν μαθαίνεις», που λέει κι ο θείος Φάνης, ο χαρτοπαίκτης.
Από το πρώτο κιόλας βράδυ της πρόβας ο λεγάμενος προσφέρθηκε να με συνοδεύσει σπίτι. Μολονότι μέσα μου είχε προκληθεί η περιέργεια και ο πόθος, δεν θέλησα να φανώ εύκολη και αρνήθηκα.
Πάντως, η κατάσταση δεν άργησε να εξελιχθεί. Επέμεινε ευγενικά να συναντηθούμε κι έπειτα από μερικές εξόδους μας γίναμε ζευγάρι. Ήταν έμπειρος εραστής, ήξερε πώς να φερθεί και με ικανοποιούσε απόλυτα.
Είναι λοιπόν το σεξ μια συναισθηματική παγίδα; (Μια φεμινίστρια μπορεί να έκρινε κάτι τέτοιο ως ύποπτο.) Πώς επηρεάζει ο πόθος για ένα πρόσωπο τον ερωτικό μου πυρήνα; Και τούτος δα ο πυρήνας να ’ναι μόνο συμπαγής σάρκα, που βρέχεται απ’ το μάγμα των αισθημάτων ή μήπως διαθέτει και ρήγματα για να διαποτίζεται, αναλόγως την περίπτωση; Ερωτήματα δύσκολα, ιδίως όταν συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να έχει παθιαστεί με τον γλυκοψώλη. Ερωτήματα που γίναν διλήμματα, μιας κι ο πραγματικός χαρακτήρας του Δάκη δεν τον κράτησε μακριά από τις γκομενίτσες και τα πουτανάκια.
Άσε που άρχισε να ζητάει και λεφτά για δήθεν ανάγκες. Κι εγώ, το ζώον, ό,τι μπορούσα του έδινα. Πού να τα βρω; Απ’ το φοιτητικό χαρτζιλίκι μου έκοβα.
β΄. Στάση Κατσιρέλου
– Και καλά, ακόμα να τονέ παρατήσεις, τον τζερεμέ;
– Ήθελα πρώτα να κουβεντιάσω μαζί σου, θείε Φάνη.
– Κορίτσι μου γλυκό, εγώ χαίρομαι να σε βλέπω –ομορφαίνεις όλο το επισκεπτήριο. Ειδικά τέτοιες γιορτερές μέρες μοιάζεις με άγγελο που έπεσε απ’ τον ουρανό. Μα τι συμβουλή να σου δώσω, που ’μαι χειρότερος από κείνον, σωστό τομάρι.
– Ακριβώς επειδή καταλαβαίνεις τι καπνό φουμάρει, θέλησα να σε ξεψαχνίσω, για να δω αν αξίζει δεύτερη ευκαιρία. Είναι δυνατόν ν’ αλλάξει αυτός ο άνθρωπος;
– Με τούτα που μόλις μου είπες, ποτέ. Ακόμα κι αν αγαπήσει, αφού έχει χαρακτήρα τυχοδιώκτη, θ’ αρπάζει τις ευκαιρίες για χρήματα και γυναίκες όπως το πουλάκι τα έντομα: στον αέρα…
– Το ’ξερα! Το ’ξερα και δεν ήθελα να το παραδεχτώ, επειδή μου αρέσει ο παλιάνθρωπος.
– Σε… ικανοποιούσε σα γυναίκα;
– Πολύ. Είναι τέλειος εραστής.
– Μωρέ κι εγώ τέλειος ήμουνα. Αυτό όμως δεν με έκανε καλό άνθρωπο. Ίσα ίσα, που χρησιμοποίησα εσκεμμένα κάποια κόλπα, για να φέρνω κοντά μου και να κρατώ μια γυναίκα από ιδιοτέλεια.
– Δηλαδή;
– Ας πάρουμε το κύριο στοιχείο που, κατ’ εμέ, μπορεί να κάνει έναν άντρα ακαταμάχητο. Δεν είναι το κορμί, το φυζίκ που λένε, αλλά η τρυφερότητα. Ο πραγματικός εραστής δεν χρειάζεται την οικειότητα για να γίνει τρυφερός, αλλά χρησιμοποιεί την τρυφερότητα για να γίνει οικείος στο γυναικείο σώμα και μυαλό. Εγώ το έκαμα ενστικτωδώς, μα κάποια στιγμή συνειδητοποίησα τη δύναμή του και το αξιοποίησα στο έπακρο για τις βρωμοδουλειές μου.
– Θείε είσαι φοβερός. Μόλις μου περιέγραψες την ερωτική πρακτική του Δάκη.
– Τότε, όντως, τα πράγματα είναι σοβαρά. Η ξύπνια γυναίκα, πάντως, μπορεί να ξεχωρίσει την μπεσαλίδικη τρυφερότητα. Όπως και να ’χει, θέλω να πιστεύω πως το άγγιγμά μου έμεινε στις καρδιές των γυναικών που χαροποίησα…
– Τι θα κάνω, θείε μου;
– Να σου πω, δεν έχεις τίποτα άλλο στα σκαριά, για να τον ξεπεράσεις, τον καθίκη;
– Πράγματι, προέκυψε μια περίπτωση. Με άλλον. Τον Αντώνη τον γνώριζα από το Λύκειο -σαν φίλο. Τελευταία, έτυχε να συναντηθούμε ξανά σε μια βραδιά επανένωσης της τάξης μας. Ενώ προχωρούσε το ρεγιούνιον, μείναμε μόνοι, να μιλάμε απορροφημένοι για τα δικά μας, με μια ζεστασιά πρωτόγνωρη. Μας φάνηκε πολύ φυσικό να ξαναϊδωθούμε, και τότε κατάλαβα πως, καίτοι άτολμος, με βλέπει ερωτικά. Δεν τον θέλω σαν τον Δάκη, μα σκέφτομαι να του δώσω μια ευκαιρία.
– Μάλλον είναι το καλύτερο που έχεις να κάνεις. Δοκίμασε και κρίνε. Ανεξάρτητα όμως του τι θα κάμεις με τον… Αντώνη, τον άλλον, τον πούτανο, πρέπει να τον διαγράψεις οριστικά.
– Κι αν τον αγαπώ;
– Καλή σου τύχη τότε, αν θες να κολυμπάς στα σκατά.
– …
– Να σου πω μια μικρή ερωτική ιστορία, απ’ τη δική μου μεριά, ώστε να βγάλεις τα συμπεράσματά σου; Αγάπησα κι εγώ, λοιπόν, ναι. Ήταν η εποχή που είχα φύγει από το χωριό ακολουθώντας σαν παλικαράς το βουλευτή του νομού μας, για να μείνω στην Αθήνα. Σύντομα, με τις πολιτικές διασυνδέσεις να με στηρίζουν στις βρωμοδουλειές, ξεκίνησα να προμηθεύω κόκα και συνοδούς στην υψηλή κοινωνία.
– Τι; Και νταβατζής και ντίλερ;
– Για έναν πούτανο και χασικλή, σαν την αφεντιά μου, ήταν μια αναβάθμιση καριέρας…
– Πέφτω από τα σύννεφα! Εγώ νόμιζα πως το κακό σου χούι ήτανε μόνο η χαρτοπαιξία· πως σε κατηγορήσανε για χρέη…
– Η οικογένεια δεν το διατυμπάνιζε, αφού δεν είν’ και για καμάρι. Τέλος πάντων, με όλα τούτα δεν ήτανε παράξενο να καταλήξει κανείς στην ψειρού.
– Παρ’ όλα αυτά, μπόρεσες ν’ αγαπήσεις στ’ αλήθεια;
– Ναι. Μια πολύ καθώς πρέπει κυρία, σύζυγο κάποιου επώνυμου εγκληματία της πολιτικής. Τη λέγαν’ Ευτυχία, όπως εσένα, αγγελούδα μου. Είν’ ένας λόγος που σ’ αγαπάω περισσότερο.
– Θειούλη μου…!
– Ήταν ένας έρως αμοιβαίος και ωραίος. Επιπλέον, η γυναίκα εκείνη μ’ έμαθε λιγάκι να μιλάω και να φέρομαι. Αλλά, τι τα θες. Τη σωστή στιγμή, μου το ’πε η Ευτυχία πως αν αποφάσιζα να κόψω τις τσιριμόνιες, θ’ άφηνε τον άντρα της να ζήσουμε μαζί. Δούλευε, δεν είχε ανάγκη. Σιγά μην απαρνιόμουνα εγώ την ντόλτσε βίτα, τη ζωή που μέχρι τότε ήξερα! Έτσι, με παράτησε. Κι έκαμε καλά.
– Δεν το μετάνιωσες;
– Κι άμα το μετάνιωσα; Κι αν τώρα λέω πως, όντως, τι διάολο: μπορούσα να αλλάξω, για εκείνη, τη συμπεριφορά μου! Ποτέ μου, ωστόσο, δεν μεταμελήθηκα, να πω ότι αλλάζω χαρακτήρα. Εμένα η φύση μου ήταν να ενωθώ με την Ευτυχία. Με τις δουλειές όμως που έκανα και στο περιβάλλον που ήμουνα επικράτησε η φτιάξη μου ν’ ανταγωνίζομαι, να τα κονομήσω, να γίνω δυνατός. Γκέκε, Ευτυχία;
– Πώς δεν κατάλαβα;… Μιας και τελειώνει το επισκεπτήριο, έχεις κάτι άλλο να μου συμπληρώσεις; Σήμερα ειδικά, τα ’χω ακούσει όλα…
– Με το συμπάθιο, μα μπορώ να σου αποκαλύψω το μυστικό της Ευτυχίας. Της δικής μου δηλαδή, απ’ τα παλιά.
– Άμα το μάθω και αυτό…!
– Την πρώτη φορά που ήταν να συνευρεθούμε, ήμαστε αμήχανοι. Σαν να δοκιμαζόμαστε στην αγάπη. Εγώ δεν είχα νιώσει έτσι για γυναίκα. Αν τις ήθελα, για όποιο λόγο, τις κυνηγούσα και τις έπαιρνα.
– Όλες;
– Άντε να μου ξέφευγε καμιά στις τόσες. Άσε με να τελειώσω, γιατί δεν έχουμε χρόνο. Η Ευτυχία μου έδειξε τότε το κόλπο και τον τρόπο. Μου έμαθε, πάντα με το συμπάθιο, μία ερωτική στάση που δεν την περιγράφει ούτε το κάμα σούτρα.
– Για λέγε…
– Δυο πρόσωπα που δεν γνωρίζονται, μα θέλουν ν’ αποκτήσουν οικειότητα, μπορούν, σαν ένα πρώιμο παιχνίδι της αγάπης, να ενωθούν με το θηλυκό στην πλάτη του αρσενικού.
– Πώς…;
-Η Ευτυχία, ξαπλώνοντας επάνω μου, κολλούσε τα εσωτερικά της χείλη και την κλειτορίδα της στον κόκκυγά μου, στην ουρίτσα που λέμε. Ερεθιζόταν, έτσι, κατά πώς τη βόλευε και τα κορμιά μας μπλέκονταν με πάθος, ωσότου να οργάσει. Τι κάθομαι και σου λέω τώρα, ε;
– Και ήταν τόσο διεγερτικό;
– Όχι μονάχα διεγερτικό. Από τη θέση των σωμάτων τους, μοιάζει καθένας απ’ τους εραστές να δέχεται χαρακτηριστικά ερωτισμού, που δεν είναι συνηθισμένα για το φύλο του. Αν ελευθερώσουν και μοιραστούν τον ερωτισμό που φωλιάζει, μπορούν να γίνουν πραγματικό ανδρόγυνο.
– Είναι σχεδόν πλατωνικό,… συμποσιακό!
– Με ό,τι ακολουθούσε, σε διαβεβαιώ πως κάθε άλλο παρά πλατωνικός ήταν ο έρωτας μας. Για ν’ αρχίσει κανείς, όμως, τούτη η στάση μοιάζει να είναι η πιο αισθησιακή οδός προς την οικειότητα. Λέω πως αν το εφαρμόζαν τα ζευγάρια –όχι μονάχα στην αρχή-, θα καταλάβαιναν αν ταιριάζανε ή όχι –περνώντας μέσ’ από την ηδονή. Δεν είν’ σπουδαίο πράγμα να διαλέγεις σύντροφο, έτσι σκατά που είναι η ζωή; Μπορεί να χάσεις τους γονείς σου, να ρεζιλευτεί η ομάδα σου, να μη σε παίρνουν σε δουλειά, να γαμηθεί ο βουλευτής σου, να βρεθείς στα σίδερα. Συγκρίνεται άλλος καημός με την απώλεια μίας αγάπης που αξίζει;
– Ενός παιδιού;
– Κοίτα, δεν μεγάλωσα παιδί να ξέρω τέτοια βάσανα. Ίσως για τούτο να ’μαι μεγαλύτερος μαγκούφης… Μα τώρα δεν μιλάμε για το αίμα μας. Το σύντροφό σου τον διαλέγεις.
– Λες, θείε μου, ε;
– Στο διά ταύτα, λοιπόν. Χωρίς περιστροφές. Πέρνα μια νύχτα με τον Αντωνάκη, αν τον θες· βάλε μπροστά το μυστικό της Ευτυχίας -κι αν δεν σου φέρει ο άντρας στο κρεβάτι πρωινό, μένα να μη με λένε Φάνη.
– Πολύ τολμηρό σε βρίσκω, θείε!
– Σε ό,τι αφορά το σεξ μόνο μικροαστό, υποκριτή κι ανίδεο δεν με λες. Κι όσοι φωνάζουνε για προσοχή στα ένστικτα και δήθεν σοβαρότητες, είναι κυριολεκτικά μαλάκες.
– Είσαι φοβερός!
– Μπράβο μου! Φτύστε τον σοφό του κελιού 33, να μη τονέ ματιάσετε!
– Πριν φύγω, ένα τελευταίο: έχει όνομα μήπως το μυστικό της Ευτυχίας; «Στάση του κόκκυγα» να τηνέ πούμε, θείε;
– Α, σε παρακαλώ, η Ευτυχία, για να με τιμήσει, την ονόμασε στ’ αστεία «Στάση Κατσιρέλου».
– Το επώνυμό μας δηλαδή;
– Ναι, μόνο να μην το μαρτυρήσεις αμέσως στον Αντωνάκη. Μπορεί να μας περάσει για σόι όλο βίτσια.
Χριστούγεννα 2018