Αστυπάλαια

Δημήτρης Τζουμάκας | Ημερολόγιο 24 : Ο κ. Τζουμάκοβιτς ξεκινά για την Αστυπάλαια

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras


Χρονογράφημα 


23    Ιουλίου Κυριακή πρωί ο κ. Τζουμάκοβιτς ξεκινά για την Αστυπάλαια. Στον ηλεκτρικό προς Πειραιά μικρό διαταραγμένο παιδί της κουρδικής ή της γκιουγκακιρικής γλώσσης, μόνο και απροστάτευτο, κοιτάζει και μιλάει στο κενό. Μία κυρία του δίνει είκοσι λεπτά, τα κοιτάζει δεν τα αποδέχεται.

 

Πρόσωπα σε διέγερση και πρόσωπα απονεκρωμένα. Η μελαγχολία του σημερινού τοπίου. Τουρίστες και βιοπαλαιστές, ξένοι εργάτες που δεν πάνε σε εργοστάσιο, κυρίες υπερφίαλες, τύποι ανθρώπων κενού περιεχομένου, ελαφρώς ενδεδυμένοι διέρχονται μπροστά σου ξανά και ξανά. Καμιά διαδρομή δεν υφίσταται πια. Η πολεοδομία του Πειραιά σαν υπενθύμιση θανάτου, η γέφυρα Φασούλα αποκλεισμένη, σκουπίδια κι ένα γατί που μυρίζει ψόφο εκεί που κινείσαι γερασμένα, ενώ θέλεις να τρέξεις. Άνθρωποι βρυκόλακες κορνάρουν για να κορνάρουν σε γρήγορα αυτοκίνητα, γρήγορα αυτοκίνητα σε αργοκίνητες πόλεις –πόσες ικεσίες ζητιάνων και κραυγές βασανισμένων να ακουστούν μέσα σε τόση φασαρία; Ο λευκός με το χρυσό ρολόι κατεβάζει το φυμέ τζάμι της σπορ μερσεντές του κι όταν τον πλησιάζει ο πακιστανός στο φανάρι, τον φτύνει στο πρόσωπο και φεύγει με κόκκινο. Στα λεξικά του καθεστώτος δεν περιλαμβάνονται οι άναρθρες κραυγές, το λυγμικό παράπονο, οι μονόλογοι των Πειραγμένων και των προσφύγων. Δεν περιλαμβάνονται οι ύβρεις των φυλακισμένων και οι προσευχές των χειρουργημένων.

 

Χαρές και γαυγίσματα σκύλων πάνω στο καράβι, ανυπομονησία, καφέδες, κουλούρια. Πάμε σε άλλες πολιτείες, στην Αστυπάλαια για πρώτη φορά. Γλάροι μας συνοδεύουν κι αέρας κόντρα στο πρόσωπο με άρωμα από αλάτι, ιώδιο και καπνό. Κοιτάζω και βλέπω βιβλία. Οι ξένοι τα πιο πολλά. Δεν έχω πάρει κάτι καλό, ένα αστυνομικό και την Αμνησία μπας και τη διορθώσω. Περνώντας την νήσο Κέα μία κοπέλα αρχίζει να κάνει γιόγκα στο κατάστρωμα. Είναι λεπτή, καλή και λίγο επιδειξίας. Κάνει επί πολύ μέχρι την Κύθνο. Μπράβο της. Ζευγάρια με τρυπημένες μύτες και κουρεμένα πανκ μαλλιά, εναλλακτικοί για τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα με μπλουζάκια τύπου: Normal people scare me. Σουηδός πατέρας παίζει με το μικρό του γιο σκάκι. Καλή παρτίδα. Έλληνες, Αλβανοί και Άραβες χαρτιά. Έχει το χαβαλέ της η συνάθροιση. Χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα (Καρούζος) αλλά χρειαζόμαστε και τη συμβολή και τις περιγραφές Μουρσελά, καθώς μία κυρία τρώει και το χαρτί μαζί με την τυρόπιτα.

 

-Αστυπάλαια. Μόλις βγαίνουμε στο νέο αφιλόξενο λιμάνι πηγαίνω κατ’ ευθείαν σε μία ρουμτζού που φαίνεται ζωηρή. Περιγράφει το προσφερόμενο δωμάτιο σαν τον παράδεισο επί γης, στο κέντρο της Χώρας. Ο σύντροφός της μιλάει αγγλικά. Μεγάλης ηλικίας άνθρωποι. Από πού είσαι; τον ρωτάω. Από Αυστραλία. Πόλη; Αδελαΐδα. Ο Τέρυ είναι ο αντιπροσωπευτικός Αυστραλός που έχει κάνει στο πολεμικό Ναυτικό κι οδηγεί ένα σαραβαλάκι σαν ναύαρχος. Με κάτι τατουάζ δυο χιλιόμετρα, αλλά με μάτια αγαθά. Από 13 χρονών είμαι στην Αυστραλία, λέει η Σουλτάνα, ο μπαμπάς από το 1962, αλλά τώρα είναι στο γηροκομείο με κομμένο πόδι από ζάχαρο ε, είναι κι ενενήντα χρονών και βάλε, λέει. Κι αδελφή μου δεν νοιάζεται καθόλου μόνο τα λούσα της κοιτάει. Και τη μάνα μας εγώ την ντάντεψα, στα χεράκια μου πέθανε. Ενενήντα χρονών και βάλε κι αυτή. Είναι εδώ η αδελφή σου; Όχι στην Αυστραλία ζει, δεν έχει έλθει φέτος.

Το δωμάτιο είναι με χολ μεγάλο, με ακόμη μεγαλύτερη κουζίνα με τεράστια βεράντα που μπορεί να παίξεις πινγκ πονγκ και βλέπει το Αιγαίο με τις βραχονησίδες μπροστά. Η αδελφή μου έχει βάλει αυτή τη σιχαμένη, συνεχίζει η κυρία Σουλτάνα, ποια σιχαμένη; αυτή απέναντι που μένει στο νησί όλο το χρόνο και πουλάει καπνά να μαζεύει τα νοίκια και λέει δεν είχαμε κόσμο, αλλά εμείς με τον Τέρυ βρήκαμε κομμένα τα νερά γιατί είναι απλήρωτα και δυο χιλιάρικα για ΔΕΗ. Του βγήκε η ψυχή του Αυστραλού να βάφει να ράνει, μας τρύπησαν και το πλυντήριο. Πήρα κι εγώ τα κλειδιά από τη Σιχαμένη, τέλος η μαλακία. Συγνώμη αλλά εμείς μείναμε νταντέλα. Κι έχω οκτώ κόρες κι έχασα και πέντε αγόρια. Γι αυτό τους καταράστηκα και τον αδελφό μου τον Μπιλιονέρη το γύφτο που έχει όλο το Ντάργουιν δικό του και θέλει μερίδιο χωρίς να κάνει τίποτα. Τάπα του παπά εγώ ότι τους καταράστηκα και μου είπε: Σουλτάνα ο Θεός σε συγχωρεί γιατί είσαι αδικημένη. Ένιωσα να ξελαφρώνω. Τούδωσα κάτι κι αυτουνού. Εμείς παίρνουμε σαράντα ευρώ, αλλά από εσάς που είστε καλά παιδιά και φωτορεπόρτερ θα σας το αφήσω είκοσι. Δημοσιογράφοι είμαστε. Ωραία. Μπορείτε να πάτε για μπάνιο κάτω στο λιμάνι ένα βήμα είναι. Πάμε. Μπάνιο νούμερο τριάντα δύο.

 

Το κάστρο εντυπωσιακό χωρίς φύλακα, χωρίς εισιτήριο, αντάξιο, αν όχι καλύτερο της Λίνδου, όπου εκεί σου ζητάνε 12 ευρώ. Κλειστό και το αρχαιολογικό Μουσείο όπως στη Νίσυρο. Ανεβαίνουμε, είναι μαγεία το Αιγαίο να το κοιτάζεις από δω, κάποιοι είναι προνομιούχοι, έχουν τις κατοικίες τους, τα ψυγεία και τα πλυντήριά τους εν λειτουργία, είναι οι καλλιτέχνες με κιθάρες και κληρονόμοι. Αλλά τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, το κάστρο δεν στέκει πια και πολύ στα καλά του, η ανεμοπίεση από τους ισχυρούς αγέρηδες, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, έχει επιδεινώσει δραστικά την κατάσταση των λιθοδομών και από το σεισμό των 7.1 ρίχτερ το 1956 (που έφερε ένα παλιροιακό κύμα ύψους είκοσι μέτρων) ταρακουνήθηκαν τα θεμέλια του που δεν είναι και τα καλύτερα, καθώς το ένα σπίτι ακουμπάει στο άλλο. Μια κοπέλα με γυαλιά διαβάζει πάνω σε ένα λιθάρι το Φράγμα του Πλασκοβίτη.

Ιστορικά το κάστρο υπήρξε ο πρώτος οικιστικός πυρήνας στην Χώρα. Πρόκειται για αληθινό μνημείο των συνθηκών διαβίωσης στο Αιγαίο την εποχή της πειρατείας.

 

Τρώμε στο εστιατόριο «Αγέρι» στη γραφική πλατεία με τους μύλους εξαιρετικά φτηνά, κατσικάκι και τοπικό τυρί χλωρή. Στις εννιάμιση το βράδυ η Ξενούλα που είναι ξεναγός ανοίγει την Ναρκίσσειο Βιβλιοθήκη. Σε μια τέτοια Βιβλιοθήκη ήθελα πάντα να εντρυφήσω. Είναι δανειστική και παίρνω ένα σωρό βιβλία, τα πιο πολλά για την Αστυπάλαια. Τουλάχιστον να τα ξεφυλλίσω. Μαθαίνω για το Νεκροταφείο Βρεφών. Θα πάμε να το δούμε αύριο στο Λιβάδι και να κολυμπήσουμε.

 

  1. Δευτέρα. Το πρωί στο καφενείο του Μουγγού πίνουμε καφέ με ένα ευρώ, ντρέπομαι και παραγγέλλω γλυκό κουταλιού και βλέπουμε φωτογραφία σε δεσπόζουσα θέση του Εθνάρχη Καραμανλή κι από κάτω του Άντονυ Κουήν. Ο πρώτος στείρος, ο δεύτερος με μια μάντρα παιδιά ήθελε να μείνει αθάνατος και τα φτιάξε και με τη χούντα των Αθηνών για ένα ατέλειωτο περιβόλι στη Ρόδο.

 

Ένας πρωινός κύριος, προύχοντας του νησιού, αφηγείται σε δυο γερόντια: «Μου φέρνει ο κυνηγός μια γουρονοκεφαλή τέτοια που δεν χωράει σε καζάνι. Τι να την κάνω χριστιανέ μου; του λέω, δεν χωράει ούτε σε κατσαρόλα, ούτε σε καζάνι Θα δεις, μου λέει και παίρνει παιδιά και παίρνει ένα μεγάλο ταψί κι ένα μαχαίρι και ξεκοκαλίζει, μόνο τα κόκκαλα μείνανε». «Έγινε καλή;» ρωτάνε οι άλλοι. «Έγινε λουκούμι».

 

Στο Λιβάδι με το λεωφορείο της γραμμής. Κολυμπάμε, μπάνιο 33, με Ελληνοαυστραλούς από το Χόμπαρτ. Δεν κάνει κρύο εκεί προς Ανταρκτική μεριά; ρωτάω. Όχι πολύ. Ερχόμαστε κάθε χρόνο εδώ έχουμε και διπλό σπίτι στη Χώρα με όλα μέσα. Ήταν κι ο γιος μου ο γιατρός εδώ. Πολλά λεφτά! Με τη νύφη και τα παιδιά. Τώρα είναι στο Λονδίνο και μετά πάνε Μπαλί. Πολλά λεφτά. Όλοι εκεί ζούμε τώρα.

 

Πηγαίνουμε στο Νεκροταφείο των Βρεφών. Ένας μικρός χώρος, δεν καταλαβαίνεις πολλά.

«Νεκροταφείο μωρών ή ταφικό ιερό;» διερωτάται η αρχαιολόγος Μαρία Μιχαλάκη-Κόλλια σε ανακοίνωσή της που έκανε εν έτει 2013 πολύ πλησίον της οικίας μου αλλά δεν πήρα είδηση. Δεν είναι μικρό πράγμα να βρίσκεις μωρά παστωμένα σε πήλινες χύτρες από το 1996 κι ο αριθμός τους να πλησιάζει τις τρεις χιλιάδες.

Η ταφή μέσα σε πήλινα αγγεία, ο «εγχυτρισμός», όπως υδρίες, πίθοι, αμφορείς, χύτρες ήταν βέβαια ο συνηθέστερος τρόπος ταφής για τα μωρά στην αρχαιότητα, συμβολίζοντας πιθανόν τη μήτρα της μητέρας τους. Αλλά 2770 νεκρά μωρά μαζεμένα; Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται το Αθηναϊκό Πρακτορείο, το μεγαλύτερο ποσοστό των μωρών, περίπου 77%, πέθαναν σε διάστημα από 37 έως 42 εβδομάδων, δηλαδή κατά τη στιγμή της γέννησής τους ή λίγο μετά. Σε ποσοστό 9% ήταν έμβρυα ή πρόωρα, που πέθαναν μεταξύ 24 και 37 εβδομάδων.

Στο νησί φιλοξενείται αυτή την περίοδο από το Δήμαρχο ο διεθνούς φήμης ανθρωπολόγος Σάιμον Χίλσον μαζί με μία ομάδα φοιτητών, παλαιοανθρωπολογίας από το Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου UCL, προκειμένου να μελετήσει το περίφημο βρεφικό νεκροταφείο. Το νεκροταφείο βρισκόταν κοντά σε Ιερό της Ειλειθυίας που ήταν θεότητα-προστάτιδα της λοχείας. Να ήταν, διερωτάται η Κόλλια, οι πρώτοι κάτοικοι της νέας πρωτεύουσας του νησιού οι Μεγαρείς ή οι Αργείοι που έφεραν μαζί τους τη λατρεία της Ειλειθυίας; Μην ήταν κάποιοι περαστικοί Φοίνικες ή μήπως Καρχηδόνιοι που θυσίαζαν το πρώτο τους αγόρι στη θεά Τανίτ και στον Βάαλ, όπως ισχυρίζονται κάποιοι μελετητές που μελέτησαν ευρήματα στη Motsia της Σικελίας και στις καρχηδονικές νεκροπόλεις της Σαρδηνίας και το Tophet της Τυνησίας; Βέβαια όλες αυτές οι θεωρίες για αφιερώσεις παιδιών, συζητήσεις που είχαν ξεκινήσει από το 1920 με την αποκάλυψη των Tophet έχουν αναθεωρηθεί σε πρόσφατες δημοσιεύσεις. Οπότε ακόμη ο κάθε Σίμσον ψάχνει και ψάχνεται.

Αξιοσημείωτο ότι στο κοσκίνισμα των χωμάτων βρέθηκαν πολλές καμένες μάζες απροσδιόριστες και καμένα οστά από κατσίκια, καθώς και θραύσματα από ανθρώπινα οστά και καναδυό δόντια. Η καύση των καμένων οστών παραπέμπει, λέει η αρχαιολόγος κα Κόλλια, σε επιγραφή από τη Δήλο, που αναφέρει θυσία στην Ειλειθυία. Οπότε το μυαλό πάει αναγκαστικά και σε «αβάφτιστες» Ιφιγένειες!

Σε σχέση με το μεγάλο σύνολο των μωρών εξετάζεται και η παρουσία μίας συριακής θεότητας της Αταργατίδος καθώς σε μία επιγραφή τιμάται ο ιερέας της θεάς Ωφελίων του Εναντίωνος, για τις καλές του υπηρεσίες στη θεά.

 

Βράδυ dinner πάλι στο Αγέρι που πράγματι χαλάει ο κόσμος απ’ τους ανέμους, σηκώνει τιμοκαταλόγους, πετσετάκια, τραπεζομάντηλα. Εδώ τρώει και η «αφρόκρεμα» του νησιού, δηλαδή οι νεόπλουτοι και οι Ογκοδεσπότες. Μία καλοβαμμένη κυρία με ένα σκυλάκι μέσα στην τσάντα της σουφρώνει τα χείλη της με αποστροφή καθώς ο νεαρός σερβιτόρος αφήνει κάπως αδέξια το πιάτο με τον ξιφία. Ο ευτραφής σύνοδός της ιδρώνει κι όλο σκουπίζεται με χαρτοπετσέτα. Είναι κάτι που δεν το αντέχω. Οκέι με το σκυλάκι τσέπης αλλά αυτό το βιολί με τη χαρτοπετσέτα! Πληρώνουμε. Σουτζουκάκια με πιλάφι τέσσερα ευρώ και δύο η μπύρα και τρία τα χόρτα. Δύο άτομα 18 ευρώ! Αφήνουμε και πουρμπουάρ δύο ευρώ σαν βασιλιάδες. Μα οι Έλληνες ζουν σα βασιλιάδες. Μην ακούτε μαλακίες.

Πάντα θα βρίσκουν τον τρόπο τους ακόμη και στην κόλαση να ανάβουν το τσιγαράκι τους από τα καζάνια, όπως θα έλεγε κι ο Μυριβήλης. Η μάνα μου λέει ότι και στην κατοχή φτιάχνανε ωραία πιάτα από λαχανίδες, τσουκνίδες μαζί και χαρούπι. Αν υπήρχε και λίγο λαδάκι βέβαια δεν θα τους μαζεύανε με τα καροτσάκια στα Χαυτεία. Από τότε έχει μείνει απωθημένο. Σερβίρεται με οικονομία και στα καλύτερα των καταστημάτων, υπαίθριας νησιώτικης γαστρονομίας.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία