Δήμος Χλωπτσιούδης | Όταν η ποίηση αρνείται να καεί σαν κλαδί

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική

Δήμος Χλωπτσιούδης | Όταν η ποίηση αρνείται να καεί σαν κλαδί

Γράψαμε κι άλλη φορά ότι παρατηρείται μία τάση να γράφονται ποιητικά βιβλία που λειτουργούν, παρά το διαχωρισμό τους σε επιμέρους συνθέσεις ή ενότητες, ως μία ενιαία ποιητική σύνθεση. Την ίδια στιγμή καταγράφεται μία αναζήτηση στον ποιητικό υβριδισμό και το συνδυασμό διαφορετικών φορμών στην εκφραστική, ξεπερνώντας την ελευθεροστιχία ή ακόμα και την κλασική πρόζα• συχνά δηλαδή ποιητικά βιβλία συνδυάζουν μία ποικιλία ύφους.
Και τα δύο ανωτέρω στοιχεία συνδυάζει μέσα σε ένα πεδίο συνεχών σουρεαλιστικών συμβολισμών για το κοινωνικό μας παρόν και η νέα (τέταρτη) ποιητική συλλογή του Νικόλα Ευαντινού «Λιγωσάδικο» (Μανδραγόρας, 2016).
Το ποιητικό βιβλίο διακρίνεται από μία ζωντανή υβριδικότητα συνδυάζοντας το έμμετρο στοιχείο με το πεζό και την ελευθεροστιχία στο πλαίσιο του διαχωρισμού της σε τέσσερις ενότητες με τιτλική αναφορά στη φωτιά. Η φωτιά καταστρέφει στο διάβα της τα πάντα και αφήνει κάρβουνα.
Οι ολιγόστιχες συνθέσεις της πρώτης ενότητας, με τον τίτλο “προτού με κόψει η άλυσος”, είναι έμμετρες με σαφείς επιρροές από την κριτική ποιητική παράδοση. Η μουσικότητα διαποτίζει το θρυμματισμένο στίχο σε συνδυασμό με μία λυρική ρυθμική προσέγγιση και μία υπόκωφη ένταση. Η λακωνικότητα συχνά μοιάζει με συνθήματα τοίχου κι άλλες φορές με καταρρακωμένη μαντινάδα με επιμύθιο.
Τον έμμετρο λόγο διαδέχεται η πεζή, μικροπερίοδη, δεύτερη ενότητα (φωτιά…) με κέντρο αναφοράς τις διηγήσεις του χρονικογράφου των Ισπανών κονκισταδόρων, Juan Rodriguez Freyle. Η αναζήτηση του χρυσού και της εξουσίας καθίσταται κεντρικό θέμα της σουρεαλιστικής αφήγησης με την αλληγορική ένταση για τα δρώμενα της εποχής μας. Η φωτιά, προαιώνιο στοιχείο καταστροφής, προσδίδει μία διαχρονικότητα στην ενότητα καθώς η αναζήτηση του πλούτου σε βάρος των άλλων αποκτά μία υπερρεαλιστική ιστορική βάση.
Το “άκαυτο”, χωρίς μέτρο μα με εσωτερική ένταση αναδύει το αίσθημα της απογοήτευσης και της αηδίας του ποιητή για όσα παρατηρεί να λαμβάνουν χώρα γύρω του. Η ενότητα απαρτίζεται από σύντομα και μέσης έκτασης ποιήματα με μία “τυπογραφική” στιχουργική κίνηση και επιμελημένη “ανισορροπία”. Η στιχουργική γίνεται οπτική και ο ρυθμός εξάγεται από τη στοίχιση του θρυμματισμένου στίχου αισθητοποιώντας την αποσπασματικότητα του κοινωνικού και φυσικού χώρου.
Συνεχείς κοινωνικές αναφορές μέσα σε ένα συνειρμικό καταιγισμό -φενάκη αυθόρμητο- παρουσιάζουν με αλληγορίες και καυστικό πόνο όσα συμβαίνουν γύρω μας• η κοινωνική εκμετάλλευση, ο αγώνας για εξουσία και οικονομική ισχύ εκτίθενται μέσα από τον υπερρεαλιστικό φακό της αμφισβήτησης και της άρνησης του ποιητή.
Δυναμικές εικόνες με νατουραλιστική υφή (σε αντίθεση προς το λυρισμό της πρώτης ενότητας), γεμάτες κίνηση ξεπηδούν από τη στιχουργική του Ευαντινού, καθώς οργανώνονται σουρεαλιστικά πάνω σε θρυμματισμένα ονοματικά και ρηματικά σύνολα. Η ανισοκατανομή των στίχων βρίσκεται σε απόλυτη σύμπνοια με τον υπερρεαλιστικό εικονοπλαστικό λόγο. Ταυτόχρονα, ενισχύει τη φωνητική διάσπαση της απαγγελίας εντείνοντας το αίσθημα αποφοράς, ενώ εκφράζεται και μία άρνηση προς τη στοιχισμένη στιχουργία.
Αν και τα σουρεαλιστικά στοιχεία παραμένουν στην τελευταία ενότητα (κάρβουνα τριγύρω), οι κοινωνικές παραστάσεις είναι πιο απτές, πιο οικείες. Ωστόσο, αποκαλύπτουν το αίσθημα της δυσωδίας που καίει τον ποιητή. Η εικονοπλασία αναδύεται αυθόρμητα με μία ρεαλιστική διάθεση (σε αντίθεση με το νατουραλιστικό ύφος της προηγούμενης ενότητας) από την αφηγηματική πορεία. Η τοπική παράδοση (ρακή, Ερωτόκριτος, θάλασσα) συνδέεται εικονοπλαστικά με το σκληρό παρόν (προσφυγικό, μοναξιά, κρίση) μέσα στο υπερρεαλιστικό πλαίσιο.
Η διάθεση του Ευαντινού γίνεται πιο στοχαστική. Ωστόσο, το μήνυμα δεν εγκαθίσταται στο κέντρο της σύνθεσης. Ο ποιητής αφήνει τον αναγνώστη/ακροατή εκείνος να στοχαστεί ελεύθερα αξιοποιώντας τη δύναμη των λέξεων και των συναισθημάτων.

Ο Νικόλας Ευαντινός διατηρεί την ποιητική ταυτότητά του, καθώς με τη φαντασία και την ιδιαίτερη εικαστική του ταξιδεύει τον αναγνώστη στη χώρα των συναισθημάτων και των συμβολισμών. Ήχοι και χρώματα εμπλουτίζουν την πλαστικότητα των συνθέσεών του εντυπωσιάζοντας με την επεξεργασία του στίχου και την επιλογή των λέξεων.
Η ποίηση του Ευαντινού όμως είναι πολιτική. Η ένταση του κοινωνικού άλγους ορίζει τη δική του ποιητική ένταση και μετατρέπεται σε δημιουργικότητα. Η ποίηση δεν χρειάζεται να πολιτικολογεί άμεσα. Μπορεί να οδηγήσει στα ίδια συμπεράσματα μέσα από την οδό των αισθήσεων και των συναισθημάτων.

Δήμος Χλωπτσιούδης

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία