Βασίλης Φαϊτάς * Ήρθα και δεν ήταν κανείς

In ΕΚΔΟΣΕΙΣ, Ποίηση by mandragoras

 

Στο μαιευτήριο της ουτοπίας

[ ] Δεν ξέρουν όλοι να μετατρέπουν την καρδιά τους
σε μια ηλιόλουστη μέρα μέσα στους παγετώνες
τι κάνω εγώ εδώ κάτω στο δωμάτιο των παραισθήσεων
σε αυτό το κοιμητήριο των ονείρων
ένα μέρος του εαυτού μου ανήκει ήδη
στο άπειρο
αργά η ψυχή μου αποσύρεται από το σώμα μου
έτσι κι αλλιώς πάει καιρός που άρχισα
να λησμονώ και να λησμονιέμαι.

(«Το κοιμητήριο των ονείρων»)

Ένατη ποιητική συλλογή την τελευταία 15ετία με τον χρόνο ως διαρκή και αέναη κίνηση ανά τους αιώνες να σηματοδοτεί το αλφαβητάρι της φθαρτής ύπαρξής μας: [ ] Δεν προλαβαίνω να μάθω/ το αλφαβητάρι της ύπαρξης/ πύλη στο άβατο η περιπλανώμενη στιγμή/ πληρωμή της μοίρας/ εκεί που δεν υπάρχει τίποτα.// Υπάρχω;// Στην άκρη του δρόμου/ μια αναλαμπή και ο χρόνος [«Στο μαιευτήριο ης ουτοπίας»].

Με ωριμότητα, σύνεση, μεστή ποιητική φόρμα ο Βασίλης Φαϊτάς διατυπώνει τα δίχως απάντηση ερωτήματά του. Μια σπονδή λες στο εφήμερο [χρόνος και ζωή εν εξελίξει που προσπερνούμε και μας προσπερνά]. Παρά τη φθορά των πεπερασμένων όντων το άπειρο ελλοχεύει στη συγγραφή:  Εφήμερα όντα εφήμερα έργα/ τίποτα δεν διαρκεί όσο το άπειρο/ στο αναπόδραστο ξέφωτο βαδίζοντας/ οι γέρικοι άνεμοι τον προσπερνούσαν/ μακριά ένα ακορντεόν έπαιζε/ για όσους είχαν πεθάνει/ μπορείς να ζήσεις και έξω από τις μέρες σου/ όταν έχεις ένα φως στην καρδιά σου [«Ο ποιητής μέσα στο ποίημα[1]»]. Διαπιστώνοντας με την πάροδο των ετών την μοναχική και εν πολλοίς ατελέσφορη(;) πορεία του (ενδεικτικός ο τίτλος της συλλογής Ήρθα και δεν ήταν κανείς) ο Φαϊτάς αποδελτιώνει εμφατικά, μέσω των στίχων του, μια έκδηλη πικρία κι ένα αίσθημα ματαιότητας. Κι όμως η ποίησή του είναι ορατή, παρούσα, υπαρκτή έτοιμος ν’ ανασύρει μια ψυχή καλύτερης της δικής του, πρόθυμος –παρά τα φαινόμενα για διάλογο– έστω κι αν αισθάνεται πως απευθύνεται εις «ώτα μη ακουόντων»: ασυναρμολόγητα ποιήματα οι θνησιγενείς αιωνιότητες/ στο βαθύφωνο τίποτα. της αγάπης.

Μια περιδιάβαση από το ξεκίνημα της ύπαρξης στο αναπόφευκτο τέλος με τις καταγραφές της τρυφερής ηλικίας να βρίσκουν τη θέση τους με γραφή όλο συγκίνηση: [ ] λάμποντας στο νερό/ το ρίγος των λέξεων/ κι η άγκυρα ψάχνει πυθμένα/ να πιαστεί/ όπως ένα παιδί στην αγκαλιά/ της μάνας του ονειρεύεται/ αγγίζοντας το ανείπωτο/ βαθύτερο από τον κόσμο [«Το χάραγμα του λίκνου»).

Παρά τον ζόφο στη συλλογή υπάρχει έκδηλος ο έρωτας (βλ. «Η φλαμουριά και το αηδόνι»), η ομορφιά, η υπεροχή του φωτός έναντι του σκότους: «Μόνο το φως ο θάνατος δεν υποτάσσει.»

Να σημειώσουμε πως τα δυο τελευταία ποιήματα της συλλογής είναι γραμμένα από το 1964 και αναφέρονται στην κρίσιμη περίοδο του Κυπριακού όπου ο Φαϊτάς υπηρέτησε στο νησί στο 21ο Σύνταγμα πεζικού. Ενδεικτικά των δεινών που ακολούθησαν: Ταξιδεύαμε με τον «Πήγασο» στο μέλλον/ πλέαμε σε θάλασσες πέραν του Αιγαίου/ για το νησί της Αφροδίτης/ με ρούχα τουριστών διαβατήρια/ με άλλα ονόματα και πατρίδες/ οι καρδιές μας έδειχναν κατακεί που μας περίμεναν/ φλόγες πολέμου λόφοι του αίματος/ προσωπεία θανάτου.// [ ] πάνω σε ένα κλεμμένο land-rover των Βρετανών/ στις βορεινές ακτές κάποιος έδειχνε/ το σκαρί ενός πολεμικού που φλεγόταν.// Αυτά συνέβησαν χρόνια πριν/ περαστική στιγμή μες στη ροή/ ο πλους του «Πήγασου» οι χαμένες ζωές της νιότης/ το κορίτσι με τα γράμματα/ δεν υπάρχουν πια/ άλλους τους βρήκε ο θάνατος εκεί/ άλλους αργότερα ο χρόνος. («Κύπρος: Φλόγες στη νιότη»)

Βαθειά υπαρξιακή, βιωμένη και βίωμα η ποίηση του Βασίλη Φαϊτά έρχεται να εκστομίσει τα δύσκολα όπως τραυματικά ενσκήπτουν. Δίχως ωστόσο να απορρίπτεται η ελπίδα, η προσμονή, ένα φως (που άλλωστε κυριαρχεί στους στίχους του).

Ωραίες παρηχήσεις: «Αγγελική Αλεξάνδρα Μαρία Λενού/ αγαπημένη Άγνωστη των αιώνων/ πατημασιές στην άμμο/ ανταύγεια δασών και μακρινή σιγή/ βήματα στο άπειρο/ η κλεψύδρα αδειάζει και το γνωρίζετε/ σύντομη ηδονή φωτός/ ανάμεσα στην έγερση και στο γέρμα.» («Ψυχές ιδιοφυείς δωρεές του χρόνου»)

Εναγώνια ποίηση πορείας, περισυλλογής, λύτρωσης: [ ] Ζωή πήγαινέ με εκεί που/ τα όνειρα διαχέονται στο αχανές/ εφήμερες πατρίδες και σύνορα/ αναθρώσκουν χωρίς τέλος/ και η μορφή της σβήνει και γράφει/ μες στο ανώνυμο φως.

***

Ο Βασίλης Φαϊτάς, με καταγωγή από την Κέρκυρα, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος ως το 2002. Στα λογοτεχνικά πράγματα εμφανίστηκε το 1966, για πρώτη φορά, στο περιοδικό «Νέα Εστία». Μεταφράσεις ποιημάτων του έχουν δημοσιευθεί, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, σε ξένες και ελληνικές ανθολογίες και περιοδικά στην Ιταλία, ΗΠΑ και Καναδά. Η συλλογή του Ο Αλχημιστής του Χάους μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε το 2016 στα γαλλικά από τον εκδοτικό οίκο «Le miel des Anges». Από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας» κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του Υστερόγραφα για το αύριο (2010), Συνάντηση με το σύμπαν (2011), Ρους και Ροή (2014), Ο Αλχημιστής του χάους (2015), Στο καφέ «Εντροπία», (2017), Το δάκρυ του Ηράκλειτου (2018), Σκάκι με την αιωνιότητα (2021) και Βαθύνοια (2023).

[1] Παράδειγμα διακειμενικότητας καθώς τον ίδιο τίτλο είχε χρησιμοποιήσει στην εισήγησή του και ο ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας σε εισήγησή του (12.5.1997, «Τρικαλινά», τ. 18ος, 1998).

***

Βασίλης Φαϊτάς, Ήρθα και δεν ήταν κανείς, Ποίηση, έργο εξωφύλλου: Βασίλι Καντίνσκι, εκδ. Μανδραγόρας, 15.5Χ24, Μάιος 2024, σελ. 48, Αριθμ. εκδ.: 405, ISBN: 978-960-592-187-3, τιμή 10.60 ευρώ