Διήγημα
Απόστολος Παλιεράκης | Μια λευκή σελίδα διαλόγου˙ ωδή στην άνω τελεία
Έσφιξε τα χείλη σε τέλειο Ο
και με βαθιά υπόκλιση
το αφιέρωσε στη νύχτα.
Φωτίστηκε, τότε, κάπου
λευκή σελίδα διαλόγου.
Δεν σε πάνε μακριά τα σφιγμένα χείλη.
Όμως, δεν πάω πουθενά χωρίς σελίδα διαλόγου. Ας αφήσουμε τις παρανοήσεις˙ το αποτύπωμα δεν παραπέμπει στη σφραγίδα, αλλά στο αίτημά του. Τώρα διαλέγομαι σε μια λευκή σελίδα˙ αν και δεν γνώριζα πώς είναι˙ ξεκίνησα παρακαλώντας εύνοια μονολόγου. Σε καλοδέχομαι, παρ όλα αυτά, κάπως αμήχανα˙ συμπάθα με. Δεν είχα τίποτε άλλο, παρά αυτό, αυτό το αποτύπωμα να αρχίσω, να αρχίσω κάτι˙ προσπάθησα την τέλεια απόδοσή του. Συγγνώμη, δεν σε είχα καθόλου φανταστεί˙ δεν είχα δύναμη να ορθώσω ρωγμή στη νύχτα. Δεν είσαι ψευδαίσθηση˙ βεβαίωσέ μου το˙ δεν πειράχτηκα, κι ας μου καταλόγισες πρόθεση, σπεύδοντας, μάλιστα, να την καταδικάσεις. Μου αρκεί να μην είσαι ψευδαίσθηση. Σου απαντώ, πριν με ρωτήσεις. Γνώριζα άλλους φόβους πριν έλθεις στη σελίδα μου. Τώρα, φοβάμαι κι αποστρέφομαι την ψευδαίσθηση. Επιβεβαίωσε την ύπαρξή μου˙ σε ικετεύω!
Προσήλθα στη σελίδα σου, μελέτησα το ποίημα σου
έφθασα στη καρδιά σου, πέρασα τις συμπληγάδες σου
με μια ανάσα άνω τελείας˙
δεν διαπραγματεύτηκα πέρασμα αβλαβές˙
πλήρωσα φόρο καλών φτερών.
Δεσμεύσου, μόνο, να συνεχίσεις να σχολιάζεις˙ δεσμεύομαι να σου διηγηθώ για το αποτύπωμα˙ τη σχέση του, για παράδειγμα, με την αρχή. Ξέρω πόσο σε καίει ετούτο το ερώτημα.
Σκέπτεσαι εξουσία˙
δεν έχω ερώτημα που μπορείς να υποθέσεις.
Σκέπτομαι ένα λαβύρινθο νημάτινο˙
σαν τον τραβάς από τις άκρες και γίνεται χορδή,
το φως να δονείται στους πιο καλούς του ρόλους.
Δεν μου αρέσει η λέξη «μη», αλλά έτσι όπως κινείσαι θα σε πάρει ο αέρας˙ τότε θα γίνω λύπη.
Ζητάς να δοξαστείς˙ τι χρώμα θες τη δόξα σου;
Ζητώ να δοξαστούν τα χρώματα.
Τα χείλη σου συνεχίζουν να είναι σφιγμένα.
Η επανάσταση είναι στιγμιαία˙ μετά είναι συντήρηση.
Αλλά είμαι στη σελίδα σου και επιθυμώ να μείνω˙
επιθυμώ να μη με πάρει ο αέρας.
Αυτό είναι κάτι άλλο˙ επανάσταση μέσα στην επανάσταση, χαρά μου˙
θα έχει ωραίο όνομα˙ δες τώρα τα χείλη μου… Τι λες;
Μετρώ με ανυπομονησία προς τα επόμενα.
Nα μη μου πεις για την αρχή, ανήκω στα επόμενα˙
που δεν μετεωρίζονται στη νύχτα.
Πάλι εντρυφώ στους στίχους σου˙
από ποια μάκρη ταξίδεψαν οι λέξεις σου
ποιους τόπους, ποιους αιώνες˙
γνώρισαν τις ομίχλες του Περσέα;
Οι λέξεις μου είναι ΕΓΩ˙ εγώ ταξιδεύω σε τόπους και αιώνες˙ και στα δικά μου βράχια ήταν δεμένη Ανδρομέδα˙ κι απ΄ της δικής μου Μέδουσας το αίμα πέταξε Πήγασος˙ έτσι τόλμησα ως εδώ, ως ετούτη τη σελίδα.
Περπάτησα, ως κάπου πριν
μ ένα μικρό παιδί στους ώμους˙
σε όνειρο μπορεί˙ ήταν χαρούμενος
θυμάμαι, δρόμος στην αρχή
και είχε παρατάξει κήπους θεατές
να ενθαρρύνουν τα βήματά μου.
Περπάτησα, μετά, ανάμεσα σε μετανάστες˙
μέσα από ναρκοπέδια
κι από νερό που έπνιγε τα πάντα.
Ακολουθούσαν πεινασμένα περιστέρια
Μ΄ ευνόησε, σκανδαλωδώς ο δρόμος
και σαν σε όνειρο
έφτασα ως εδώ, ακρωτηριασμένος˙
δεν νιώθω πια παιδί στους ώμους.
Απαιτώ εξηγήσεις, κατά προτεραιότητα.
Σκέπτεσαι οικειοποίηση˙ σκέπτομαι ένα λαβύρινθο συρμάτινο που σαν τραβώ τις δυο του άκρες, να χωρίζεται η αλήθεια απ΄ το ψέμα. Ποιος απαιτεί και ποιος οφείλει; Δεν έχει απάντηση αυτό˙ μπατάρει το σκάφος που κουβαλάει τέτοιο φορτίο. Καλλίτερα ποιος ζημιώνεται, ποιος ωφελείται˙ μπορεί- λέω μπορεί- να προκύψει κάποια απάντηση.
Τρίζει, μίζερα, η σελίδα σου;
Μετρώ σωστά;
Μετρώ αγωνία για το τέλος;
Δεν μου αρέσουν πια οι λέξεις σου
αποπνέουν συντήρηση.
Όχι μίζερα˙ τρίζει από κατασκευής. Έτσι γινόταν πάντα, βεβαιώνουν οι λέξεις μου. Τι μας ενώνει, τι μας χωρίζει ταξιδεύουν με τα σύννεφα. Εδώ κάτω, σχολιάζουμε ή κάποτε αποκρυπτογραφούμε τις συμπλέξεις τους ή τα παιχνίδια τους με τον ήλιο, σε σελίδες διαλόγων που διακόπτονται αιφνίδια, μου λένε τώρα οι λέξεις μου. Η νύχτα επιτρέπει την ύπαρξή σελίδων για τους δικούς της λόγους, αν έχει τέτοιους λόγους, μου λένε πάλι οι λέξεις μου, δε νοιάζεται για κάθε μια ξεχωριστά˙ επιτρέπει να αλλάζουν απεριόριστα.
Όχι, μας δοκιμάζει, ακούω
να ψιθυρίζουν λέξεις νεοφερμένες
πιο πειστικές απ΄ τις δικές σου˙
το αίτημά σου αποδοκιμάστηκε.
Μετρώ σωστά απόσταση; Με ποια κριτήρια, τάχα, μπορείς να ισχυριστείς πως πέρασες τις δοκιμασίες επιτυχώς; Εγώ πώς δοκιμάζομαι εν αγνοία μου; Το αίτημά μου εκφράστηκε από ένα τέλειο Ο˙ το μόνο που μπορούσα. Τώρα πια θέλω νέες σελίδες και να μην πετάω τις παλιές. Δεν έχω και δεν έχεις τίποτε άλλο, παρά αυτό, μόνο αυτό˙ κι έτσι, αυθαίρετα, το λέω…
Αεί διαλανθάνει η σκοτεινή εκδοχή της ανάστασης.
Ως υποθήκη θανάτων , πολλών θανάτων˙
σε στρώμα από όνειρα, πεσμένα φύλλα.
Η επανάσταση διαρκής επανάληψη˙
λουλούδι της στιγμής στον τάφο μιας ασχήμιας.
Μετά, ποτίζονται οι πόροι των σελίδων
χάλκινη πατίνα ψευδαισθήσεων.
Σιγομουρμουρίζει η νύχτα σκοπούς της μοναξιάς της.
Αρετή και τόλμη εν υπνώσει σε μνήμες βραχύβιες.
Αυγαταίνει η σιωπή με σιωπή
και ρωγμή δεν είναι να την κόβει
παρά μόνο κάτι της στιγμής που δεν πτοείται.
Απόστολος Παλιεράκης. Ιούνιος 2015
Ο Aπόστολος Παλιεράκης γεννήθηκε το 1943 στους Aγίους Aναργύρους Aττικής, πατρίδα του η Kρήτη. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ποιητικές συλλογές:
Ενήμερα-εφήμερα-αν…
Μεταποίηση σε στιγμές διαρκείας (imiteleis)
Διήγημα:
Υδάτινος ταξιδιώτης
Share this Post