Οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να ακινητήσεις. Διάφορο απ’ το φως, η δική σου ακτίνα ζωής μπορεί να κάμπτει τον χρόνο κάθετα και οριστικά. Η δράση σου ατροφεί γιατί θες να υπάρξεις κόντρα στη ροή. Στη ροή σου. Εκούσια είτε ακούσια βλέπεις τον εαυτό σου να παγώνει για δευτερόλεπτα, ώρες, μήνες, χρόνια. Το νομίζεις, το πιστεύεις, το ποθείς. Μπορεί και να το απεύχεσαι. Νομίζεις.
Κι όμως. Την ώρα που διαβάζεις αυτές τις λέξεις μετακινείσαι. Όσο κι αν μέσα σ’ έναν κύκλο υπαρξιακό εγκλωβισμένος χάσκεις, προχωράς. Η ταχύτητά σου είναι ευθύγραμμη και ομαλή. Κινείσαι όταν κοιμάσαι, όταν ξυπνάς. Δεν είναι ιδέα μου η πλαστότητα της ακινησίας όταν κατορθώνω ακόμα και τώρα να κινούμαι ενώ διαβάζεις.
Ο Νεύτωνας το είχε από αιώνες διατυπώσει. Ο πρώτος του νόμος μας μιλάει για την κίνηση των σωμάτων. Αλλιώς, ο νόμος της Αδράνειας περιγράφει την κατάσταση των όντων όταν διατηρούν την κίνησή τους ευθύγραμμη και με σταθερή ταχύτητα, εφόσον δεν επενεργεί καμία άλλη δύναμη πάνω τους. Εν κινήσει άραγε ακινητεί κανείς; Είναι αυτό εφικτό; Για τον Νεύτωνα ήταν κάτι το πραγματικό, για τον Ζήνωνα όμως αιώνες πριν, ήταν μια ψευδαίσθηση.
Στα Παράδοξά του καθώς μαθαίνουμε από τον Αριστοτέλη, ο Ζήνων ο Ελεάτης επιδίωξε ν’ ανασκευάσει την καθιερωμένη άποψη για την κίνηση, θεωρώντας ότι η εικόνα την οποία έχουμε για την μετακίνηση των όντων δεν ισχύει στην πραγματικότητα και ότι, ως εκ τούτου, η αντίληψη που έχουμε γι’ αυτή δεν είναι παρά μια απάτη.
Στο παράδοξο της διχοτομίας για παράδειγμα, ο χώρος μπορεί να διχοτομείται χωρίς τελειωμό, έτσι ώστε ο δρομέας κάθε φορά που πάει να τρέξει μια απόσταση, να πρέπει πρώτα να διατρέξει την αμέσως προηγούμενη. Αυτή η κατάσταση διαρκούς και αέναης ετοιμότητας κατά τον Ζήνωνα λειτουργεί ανασταλτικά για τον φέρελπη δρομέα, ο οποίος τελικά αναστέλλει την απόφασή του να διατρέξει ένα τμήμα της απόστασης μπροστά στην ιδέα του ότι πρώτα θα πρέπει να διατρέξει το ήμισυ του τμήματος αυτού στον αιώνα των αιώνων.
Η ικανότητα να αντιβαίνουμε στις καθιερωμένες πεποιθήσεις ήταν κάτι το οποίο ο Ζήνωνας μπόρεσε να ασκήσει στοχαζόμενος πάνω στο ότι είναι αδύνατον ένα όν να μετακινηθεί από ένα σημείο στο χώρο σε κάποιο άλλο σημείο ή ότι ένα ον μπορεί να κινηθεί ταχύτερα από κάποιο άλλο ον. Η ακινησία άλλωστε και για τον Νεύτωνα όπως ήδη έχουμε αναφέρει, πέρα από ένα φιλοσοφικό τρικ στοχασμού, αποτέλεσε ισάξια δύναμη μετακίνησης όταν χαρακτηρίζει όλα τα πράγματα που ευθύγραμμα και ομαλά κινούνται. Εν τέλει, και συνυπολογίζοντας τα πιο πάνω αξιώματα και παραλογισμούς, κινούμαστε εν αγνοία μας ή δεν έχουμε ποτέ στη ζωή μας μετακινηθεί;
Οι κανόνες της λογικής μας υποχρεώνουν να κάνουμε έλεγχο εξονυχιστικό γύρω από την ικανότητά μας να μετατοπιστούμε. Στη φυσική εκδοχή μας, οι αποστάσεις πολλές φορές μοιάζουν απροσπέλαστες, κάποτε και η επιθυμία μας για συναισθηματική εγγύτητα αδρανεί. Ίσως μόνο όταν κάτι «κινηθεί» μέσα μας πρώτα, μπορούμε ακολούθως να πάρουμε την απόφαση να πλησιάσουμε οτιδήποτε και οποιονδήποτε. Παράδοξο ή όχι, μετρήσιμο ή μη, η κίνηση την οποία θέτουμε τους εαυτούς μας αντιπαραβάλλεται πολλές φορές στα περιβαλλοντικά μας ερεθίσματα, τα οποία αναλογούν στις διαθέσεις και τις προθέσεις μας.
Στο ποίημα «Φθορά», η ποιήτρια Αναστασοπούλου Θεώνη (Ανθολόγιο ποίησης, Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 2, εκδ. Ρώμη 2021) αντιλαμβάνεται την έννοια της αδράνειας ως μια διάχυτη συνθήκη από την οποία αν και όλα δείχνουν κινητικά – άρα και ζωντανά, για εκείνη φθίνουν και χάνονται. «Διάχυτη αδράνεια./ Τη χούφτα της/ απλώνει η μέρα,/ ξέχειλη απ’ τη σκουριά/ του κόσμου./ Πτήσεις πουλιών/ σταματημένες/ απ’ την παρεμβολή/ του ιώδους./ Ολοένα πληθαίνουν οι οριζόντιες γραμμές/ μες στην ομιχλώδη/ νηνεμία του θανάτου./ Τώρα/ που σε βαθιές χαράδρες/ ο χρόνος παγιδεύεται/ κι αργεί να ξημερώσει,/ θα ‘θελα να ‘χα/ των λιμνών/ τη γαλήνια βεβαιότητα/ για την απρόσκοπτη διαδοχή/ των ωρών.» Η μετοχή «σταματημένες» περιγράφει μια οξύμωρη κατάσταση πετάγματος των πουλιών μέσα σε μία μέρα διάχυτη από αδράνεια. Το ρήμα «παγιδεύεται» κρατά τον προσωπικό χρόνο της ποιήτριας αλλά και τον δικό μας, εξωαφηγηματικό χρόνο, σε μια ατελείωτη πτήση η οποία παγιδεύει μονίμως το βλέμμα της και το βλέμμα μας στο ποιητικό τοπίο. Στη συνέχεια, η επιθυμία της ποιήτριας να ταυτιστεί με την λίμνη, δίνει μια προσωρινή λύση στο αμετάβλητο του περιγραφόμενου τοπίου. Οι ώρες άρα και ο χρόνος μπορούν να μετακινήσουν αργά και ομαλά τη φυσική ύπαρξη κόντρα στη φθορά, κόντρα στον τίτλο του ποιήματος. Μπορούμε επομένως να καταλήξουμε πως η αδράνεια ορθώνει καλοπροαίρετη το ανάστημά της σ’ αυτόν τον ποιητικό πίνακα, ως μια «γαλήνια βεβαιότητα» κόντρα στην «ομιχλώδη νηνεμία του θανάτου».
Πράγματι, η κίνηση στο ενστικτώδες μας μυαλό παραπέμπει σε ζωή. Ό, τι κινείται είναι ζωντανό, φέρει την ζώσα ενέργεια της ύπαρξης. Ακόμα κι ένα «τρελομπαλάκι» ως αναλογούν αντικείμενο μεταφοράς, μπορεί να περιγράψει την κινητική διάθεση της ζωής μας πηγαίνοντας πέρα δώθε. Τα αισθήματα που επενεργούν στο βίωμα, έρχονται να ανακινήσουν τη μνήμη και να δώσουν νόημα στη διαπροσωπική αλληλεπίδραση. Δεν αδρανεί ο νους μας στην προσπάθεια να συγκινηθεί, να αλλάξει θέση και να γνωρίσει τον άλλο, απέναντί του. Ίσα ίσα που η δράση αυτή μπορεί να αναπλαισιώσει την αρχική μας ακίνητη θέση και να μας πάει παρακάτω, είτε στεφτεί με επιτυχία η συνάντηση αυτή είτε όχι.
Συγκεκριμένα, η ερωτική διάθεση που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ δύο υποκειμένων, είναι κάτι που θίγεται στο ποίημα του Νικόλα Κουτσοδόντη με τίτλο «Αποβλακωμένος» (Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι, εκδ. Θράκα 2021). Ο ποιητής αναφέρει χαρακτηριστικά «Αποβλακωμένος τόσο απ’ το σώμα/ που πάσχισα να ενώσω μια δω μια κει/ σαν τα τρελομπαλάκια που είχαμε παιδιά/ θα σπάσει ο πάγος λέγοντας/ τις ιδιαίτερές μας κλίσεις και τη μάρκα/ στο γαλάκτωμα για χέρια ή τον όρμο/ που το καλοκαίρι επιλέγει για βουτιές/ κι άλλα πολλά ίσως ακόμη και τα πέντε ευρώ/ στο διανυκτερεύον πάρκινγκ/ πάνω στην κουβέντα πρίν το λήξουμε./ Μάντεψε τι/ δεν είχε ο έρωτάς μας μήτε/ των αυτοκινήτων τα φτερά.» Ο αόριστος των ρημάτων «πάσχισα», «είχαμε» και «δεν είχε», αναδύει μια στατικότητα μέσα στον χρόνο της ανάμνησης από τον ποιητή. Εκείνος νιώθει «αποβλακωμένος», και τότε και τώρα, καθώς η έλλειψη της θέλησης εξισώνεται με την έλλειψη ουσιαστικής συνεύρεσης με τον άλλο. Η ακινησία «σπάει» μαζί με τον πάγο της γνωριμίας, όμως επανέρχεται με τη λήξη της κουβέντας. Τελικά ο «έρωτας» σύμφωνα με τον ποιητή αδυνατεί να μετουσιώσει με σάρκα και οστά τον πόθο του καθώς η αμηχανία της γνωριμίας κρατά δέσμια επομένως και αδρανή την πρωταρχική επιθυμία του να ερωτευτεί. Αυτό που απουσιάζει από τα «φτερά» των αυτοκινήτων, απουσιάζει και από τα πρωταρχικά του συναισθήματα με αποτέλεσμα η ακινησία να επέλθει ως απότοκο της ανύπαρκτης ερωτικής μετατόπισης.
Αν η ακινησία αποτελεί από μόνη της ένα παράδοξο, ένα άτοπο συμβάν, κόντρα στα παράδοξα της κίνησης του Ζήνωνα, τότε η αδράνεια περιγράφει τέλεια τη μόνιμη και δυναμική αιώρηση των πάντων με έναν ρυθμό εγγενή του κόσμου. Όλα είναι υπαρκτά επειδή κινούνται, περιδινούν ατελεύτητα στο διαστημικό κενό. Η ακινησία σε αυτή την περίπτωση αποτελεί αδυναμία της υπόστασής μας, της σκέψης μας, των πράξεών μας. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε άρα ότι μόνο με την επενέργεια της αδράνειας θα λειτουργούσαμε δυναμικά κόντρα στον στάσιμο και απροετοίμαστο εαυτό μας.
Στο ποίημα «Το πιο παράδοξο», από τον Παναγιώτη Μηλιώτη (Λιώναν με τις μπότες το χορτάρι, εκδ. Ενύπνιο 2021), διαβάζουμε πως «Στον κόσμο το δικό τους/ τον άγριο, τον ταχύ και τον παμπάλαιο/ μαίνεται η παγκόσμια ναυμαχία,/ η δίνη ανοίγει το στόμα της το μαύρο/ κι ανακοινώνει πως ο πάτος είναι η Ιθάκη,/ κι εσύ κοιτάς κι ακούς/ άοπλος κι ακίνητος το πυρ να σε αρπάζει./ Χωρίς ν’ ακούγεσαι ότι πονάς,/ δίχως να μοιάζει ότι σε τρώει.» Ο κόσμος για τον ποιητή αποτελεί μια ταξική αρένα όπου «μαίνεται» η διαπάλη. Είναι «ταχύς», επομένως μετακινείται πάνω σε μια ανελισσόμενη σπείρα εξέλιξης των κοινωνιών, όμως και «άγριος» καθώς οι εχθροπραξίες των αντιθέτων απειλούν εκατέρωθεν τη βιωσιμότητά τους με πιο εκτεθειμένους πάντα τους αδύνατους . Η αναφορά της «Ιθάκης» ως σύμβολο τελικού προορισμού, μας προβληματίζει πάνω στις προσωπικές σκοπιμότητες της ζωής μιας και βρίσκεται στο τέλος μιας μαύρης και απειλητικής «δίνης». Το β’ ρηματικό πρόσωπο στο ποίημα «κοιτάς», «ακούς», «ακούγεσαι», «πονάς», εμπλέκει με γλαφυρό και δραματικό τρόπο τον αναγνώστη στα δεινά που μας παρουσιάζονται. Ο ποιητής επισημαίνει ότι παραμένει «ακίνητος» και «άοπλος» μπροστά σ’ αυτή την αποκαλυπτική οπτική και ηχητική εικόνα μιας φωτιάς μέσα στη δίνη που τον κατατρώει, που μας κατατρώει. Η κοινωνική εκμετάλλευση που μαίνεται διαχρονικά αλλά και πιο έντονα στις μέρες μας, κάνει τον ποιητή να απορεί και να βρίσκει «παράδοξο» και άδικο το γεγονός αυτό όπως δηλώνεται και από τον τίτλο. Όλοι εμείς, τα θύματα των εκμεταλλευτών, μένουμε «ακίνητοι», άρα ανίκανοι να δράσουμε κόντρα στην απειλή του τελειωτικού μας αφανισμού. Με την επίφαση ίσως μιας «Ιθάκης», των ιδιοτελών στοχεύσεων δηλαδή του καθένα, ανταλλάσσουμε προοδευτικά την ταξική μας πυγμή με την αδράνεια των κοινωνικών μας αγώνων.
Είναι αλήθεια πως ο Ζήνωνας με τις παραδοξολογίες του στόχευσε στον πυρήνα της διδαχής της ύπαρξης πέρα από κοινωνικές διαμάχες και ιστορικότητα. Παρατήρησε τους παραλογισμούς του νου, για να κρατήσει αυτό που τελικά έβγαζε νόημα. Ο Νεύτωνας ακολούθησε μιαν άλλη πορεία, παρατήρησης της φύσης και των φαινομένων της για να συμπεράνει βασικές αρχές και αλήθειες δυνάμεων και κίνησης. Το κοινό τους σημείο έγκειται στην παρατήρηση της μεταβολής, τόσο σε νοητικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο. Όλα συνεχώς και μονίμως μεταβάλλονται, αλλάζουν, πορεύονται σε μια διαρκή ποσοτική και ποιοτική αλλαγή.
Με τη σειρά της, η ποιήτρια Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου, με το ποίημα «Πέρα από το ποτάμι, ένα ποτάμι» (Δεύτερη νεότητα, εκδ. Θράκα 2020), παρατηρεί τη φυσική κίνηση ενός ποταμιού και στοχάζεται γύρω από την ανθρώπινη επινόηση πάνω στα πράγματα. Μας λέει συγκεκριμένα: «Τι οφελεί να μιλώ για ποτάμια;/ Είμαι τόσο μακριά./ Τα ποτάμια παραμένουν αόριστα./ Προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μεταφορά/ που βλέπει σε αυτά τον χρόνο να κυλά./ Τα ποτάμια θέλουν να γίνουν ποτάμια/ πέρα από το τσιμέντο, πέρα από τη μεταφορά./ Ίσως μόνο έτσι ωφελεί να μιλάς για αυτά./ Εμένα/ όλα μου/ τα ποτάμια/ είναι/ φανταστικά./ Να μιλήσω/ πώς;» Η μεταφορά ως σχήμα λόγου, αισθητοποιεί την προσπάθεια της ποιήτριας να αποσυμβολοποιήσει το ποτάμι ως φυσική και κατ’ επέκταση χωροχρονική έννοια. Το τσιμέντο, το φυσικό όριο μπορεί να κάμψει την ορθοδρομική πορεία του ποταμιού όπως και η τάση του ανθρώπου να εννοήσει τον ρέοντα χρόνο, ανεξάρτητα από τον περιβάλλοντα χώρο. Τι συμβαίνει τότε; «Τα ποτάμια παραμένουν αόριστα» μας διαβεβαιώνει η ποιήτρια, και αναρωτιέται λίγο παρακάτω για το ανέφικτο της έκφρασης γύρω από αυτά, για το αδύνατο της κατανόησης του χρόνου πέρα και πάνω από αυτό που αντιλαμβανόμαστε, αφού «ίσως μόνο έτσι ωφελεί να μιλάς για αυτά». Η αδράνεια ελλοχεύει πρωτίστως στο άρρητο, μιας και το τελευταίο δίστιχο του ποιήματος με το ερωτηματικό «πώς», τοποθετεί το ποιητικό υποκείμενο σε μια εναγώνια προσπάθεια άρθρωσης ανέφικτης τόσο για τον χρόνο όσο και για τα πράγματα. Η άγνοια παραμένει εκείνη η αναπόδραστη συνθήκη του ανθρώπου από την οποία δεν ξεφεύγει ποτέ, παραμένει αδρανώς και επιμόνως παρούσα.
Με τη σειρά μου κι εγώ αγνοώ αν τελικά η ακινησία μέσα στο αχανές σύμπαν που διαστέλλεται κάθε στιγμή, αποτελεί κάτι το ανέφικτο. Σίγουρα είναι κάτι το οποίο δεν υφίσταται ως φυσική κατάσταση. Μάλλον με την αδράνεια μπορούμε να κινηθούμε καλύτερα και ελεύθερα χωρίς κανείς και τίποτα να εκτρέψει την ομαλή μας πρόθεση να μετατοπιστούμε και άρα να υπάρξουμε. Όταν όμως κάτι απτό ή άυλο θα μας συγκλονίσει, θα μας μετακινήσει από την ευθεία μας ρότα και θα αναδομήσει εσωτερικά και εξωτερικά τα πρωταρχικά μας υλικά (συναισθηματικά και συμπεριφορικά). Αυτή την ιδιαίτερη στιγμή που θα διαταραχτεί η αδράνειά μας, θα ξαναβιώσουμε την ύπαρξή μας με μια ηχηρή αυτοσυνειδησία.
Καταλήγοντας, είμαι βέβαιη πως όταν η αδράνεια ατροφήσει, τότε θα ζήσουμε πραγματικά. Κι ας είναι μόνο μια στιγμή, ένα συναίσθημα, μια ιδέα πεπερασμένη. Αρκεί για να ζήσουμε παραδόξως για πάντα. Αναιρώ άλλωστε την αδράνεια, σημαίνει σταματώ. Κοιτάω μέσα και πέρα, πάνω και πίσω απ’ ότι είχα στο μυαλό και στην καρδιά μου ως δεδομένο. Ακινητώ κόντρα στη δράση της ρουτίνας. Βγαίνω από το αναμενόμενο, αλλάζω ροή. Διατρέχω αλλιώς στο αχανές του απείρου. Μάλιστα, γράφοντας ήδη αυτές τις γραμμές έχω αλλάξει δρόμο, ταχύτητα, ρυθμό. Εσύ, θα μείνεις ακόμα αδρανής;
Πηνελόπη Ζαρδούκα
(Ευχαριστίες στον φίλο και εκπαιδευτικό Δημήτρη Παπαδόπουλο, ποίημα του οποίου αποτέλεσε έναυσμα για το θέμα του παρόντος λογοτεχνικού δοκιμίου.)
* ο πίνακας “Seated man and sleeping dog lazy day” είναι της Ivanka Kutner (2017)