Μίκης Θεοδωράκης Έλληνας Αριστερός Καλλιτέχνης
Στον Κυριάκο Κατζουράκη με αγάπη και βαθιά εκτίμηση, γιατί τέχνη και αριστερά παραμένουν όνειρα ζωντανά
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, Αύγουστος του 1985, εισπνέω σαν τον Δία την καπνιά που κατεβαίνει από την ορεινή Κορινθία. Τέσσερα μέτωπα φωτιάς καίνε την περιοχή μας. Κάπου εκατό σ’ όλη την Ελλάδα. Κι απ’ την άλλη μεριά οι κάθε λογής υπεύθυνοι, συμπολίτευση-αντιπολίτευση, να δροσίζονται στις ακρογιαλιές και στα νησιά, σαν τον Νέρωνα που παρακολουθεί ατάραχος να καίγεται η Ρώμη. Τι Ρώμη θα πεις, τι ρωμιοσύνη. [ ] Εμείς, τη δουλειά μας. Δε συμβαίνει τίποτα, δεν τρέχει τίποτα, δεν γίνεται τίποτα. Και ποιαν αντίσταση έκανε ο Καράγιωργας, που κηδεύεται αύριο; Για ποιον και εναντίον ποιων έκανε αντίσταση; Και πού είναι όλοι αυτοί οι υπέρ και οι κατά; Από μνημόσυνα και παχιά λόγια άλλο τίποτα η τηλεόραση –τι τέρας αλήθεια… Άσε το άλλο: υπήρξε τάχα αντίσταση; Υπήρξε χούντα; Υπήρξε ξένη κατοχή και ντόπια Μακρονήσια; Υπήρχε Ασφάλεια; Και γιατί τάχα, αφού τόσο ωραία τα ’πιασα όλα και τα είπα στον «Ήλιο και το Χρόνο», δεν κάθισα μετά στ’ αυγά μου;
Πώς να περιγράψεις καλύτερα όσα εξακολουθούν να συμβαίνουν τραγικά επίκαιρα 36 χρόνια μετά σ’ ολόκληρη την Ελλάδα: βόρεια Εύβοια, Ηλεία, Μεσσηνία, Μάνη, Αχαΐα, Γρεβενά, Ολυμπία, Σαλαμίνα, Νέο Βουτζά, Μάτι… «Ακόμα και ούφο να κατέβαιναν στην Αττική, εμείς ατάραχοι», λέει ο Μίκης ακτινογραφώντας διαχρονικά την ελληνική κοινωνία που, αν πιστέψουμε το τηλεοπτικό «τέρας» που συνεχίζει ακάθεκτο να ασχημονεί, η μισή λικνίζεται α λα μπρατσέτα με τους σελέμπριτις της εποχής/ «δείξε μου τα ινδάλματά σου να σου πω ποιος είσαι» [κατά την παλιά κινέζικη παροιμία], κι η υπόλοιπη παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα μουχλιασμένα και μεταχρονολογημένα ριάλιτι, απ’ τα οποία λέγαμε πως θα ’χαμε δια παντός γλιτώσει.
Βασανίστηκα πολύ να συντάξω τις γραμμές αυτές κι ας γράφτηκαν κατά διαστήματα: στη μεγάλη μεταδικτατορική συναυλία του Μίκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη τον Οκτώβριο του 1974, στο Ηρώδειο με το Άξιον εστί 30 χρόνια μετά την πρώτη ιστορική συναυλία στο θέατρο Μαρίκα Κοτοπούλη (στις 19 Οκτωβρίου 1964), στις πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις και τις απεργίες μας στο κέντρο της Αθήνας, στην παρουσίαση του επικού Διόνυσου τον Φλεβάρη του 1985 στον Ορφέα, στη συναυλία για τη Φαίδρα πάνω σε ποίηση Αγγελικής Ελευθερίου με την Αλίκη Καγιαλόγλου και τον Πέτρο Πανδή, στο μεγάλο συλλαλητήριο της Κυριακής 12.2.2012 ενάντια στην ψήφιση του δεύτερου κατοχικού μνημονίου, όταν οι Μίκης Θεοδωράκης και Μανώλης Γλέζος δέχτηκαν ποσότητα από τα χημικά των δυνάμεων καταστολής [της δημοκρατίας], στη μεγάλη γιορτή της 19ης Ιουνίου 2017 στο Παναθηναϊκό στάδιο όταν για τελευταία φορά διεύθυνε δακρυσμένος την ορχήστρα και τη χορωδία. «Ήμουν κι εγώ εκεί» ζώντας από κοντά σημαντικές περιόδους της ιστορίας, σαν τον Άλκη, τον ήρωα των παιδικών μας χρόνων στα βιβλία που κάποτε μοίραζε το ROL. Και μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι στον Θεοδωράκη, όπως και στον Κολοκοτρώνη1, οφείλουμε τη λευτεριά και την ανεξαρτησία μας. Που ακόμα και σακατεμένη, κι οι δυο μάς έμαθαν να την παλεύουμε και να τη διεκδικούμε έστω και ως αποκοτιά.
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ήταν απλά η ανάμνηση της νιότης μας. άλλωστε παρέμενε εξοβελιστέος από τη χουντική εφηβεία μας. Απώλεια που δεν αποκατέστησε η ισοπεδωτική ποσότητα της μεταπολίτευσης. Δεν είναι μόνο ότι δεν ζήσαμε τη συνέχεια της πολιτισμικής άνθησης που ξεκίνησε από τους «Λαμπράκηδες» με την ίδρυση στις 8.6.1963 της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης, αλλά ότι στη συνέχεια βυθιστήκαμε στη σήψη του δικτατορικού καθεστώτος που οι συνέπειές του εξακολουθούσαν να βαραίνουν σε κόμματα, κοινωνία, παιδεία, πολιτισμό. Να βαραίνουν στα ήθη, την αισθητική («για ραγιαδισμό της αισθητικής» έκανε λόγο ο Μίκης), τις συνήθειες της ελληνικής κοινωνίας ακόμη και μετά την πτώση του καθεστώτος: από την αποστροφή μας στο θείο δημοτικό τραγούδι (που ’χε κακοπάθει στα χέρια των χουντικών καλαματιανών και τσάμικων) μέχρι την ενοχοποίηση της ελληνικής σημαίας ή της εθνικής μας ταυτότητας.
«Εθνικιστής» για πολλούς ο άνθρωπος που αγωνιζόταν για την εθνική ανεξαρτησία κάθε λαού. Με τη ρετσινιά για «γραφικότητα» και ανακολουθίες απ’ τη «μοναδική συνεπή γραμμή», όπως ο καθένας την έχει κατά νου ή όπως κατά περίσταση διευκολύνεται να την προβάλλει, εξαπολύοντας μύδρους κατ’ αυτών που επικαλούνται την έννοια πατρίδα αλλά και αφήνοντας ταυτοχρόνως πεδίο δράσης σε ακροδεξιά φασιστικά μορφώματα που καπηλεύονται την Ελλάδα και παραποιούν την ιστορία της. «Γνωρίζουμε πολύ καλά από πού φυσούν σήμερα οι άνεμοι που λυγίζουν τις καλαμιές και τις κάνουν μόδα», έγραφε ο Θ. στο εισαγωγικό σημείωμα για τον Διόνυσο και συνέχιζε: «Μοίρα της Ελλάδας να δέχεται πότε τον Πέρση και πότε τον Ρωμαίο, πότε τον Τούρκο και πότε τον Γερμανό ή τον Αμερικάνο. Και κείνη άλλοτε να γίνεται ραγιάς και υπήκοος και άλλοτε να “συνθέτει” υποτάσσοντας στο δικό της πνεύμα Ανατολή και Δύση και να τις κάνει “Ελλάδα”, ελληνική σκέψη, ελληνικό έργο, ελληνική συνείδηση. Μακάριοι οι εραστές της ελληνικής γλώσσας-έκφρασης του ελληνικού μέτρου. Αυτοί δεν είναι ποτέ μόνοι, όσες ορδές κι αν πατήσουν τη χώρα…»
Ήδη ο Θ. από τον Μάιο του 1963 έκανε λόγο για την ανάγκη «σημείου συναίνεσης όλων των δημοκρατικών κομμάτων ως μέτωπο για τη Δημοκρατία στη χώρα μας». Μια πολιτική που αν ακολουθείτο ενδεχομένως να αποτρεπόταν η δικτατορία. Αλλά εδώ καίγεται η Ελλάδα 40 χρόνια τώρα, μπήκαμε στα Μνημόνια με χρέος 160% του ΑΕΠ και μας έφτασαν, συμπολίτευση και αντιπολίτευση, έντεκα χρόνια μετά στο 212%, καταστράφηκε η ελληνική κοινωνία και διαγκωνίζονται ποιος θα την πρωτοσώσει, με τη διασφάλιση της δημοκρατίας θα ασχολούνταν τα αστικά κόμματα ή με το κομματικό τους συμφέρον και την εξουσία τους, όπως; «Στη Βουλή πήγα από καθήκον. Τώρα πάω από περιέργεια. Πάντως το αιρκοντίσιον λειτουργεί θαυμάσια. [ ] Κάθε λέξη –αληθινή, ουσιαστική– νιώθεις πως θα ηχήσει παράφωνα εκεί μέσα. Η συμφωνία εκεί είναι κακόφωνη2», με καυστικό χιούμορ αποτυπώνει τη διάσταση μεταξύ πραγματικότητας και δέον γεναίσθαι.
«Το κοινωνικό ον ξεχνά, γιατί το κάνουν να ξεχνά. Γιατί, αλίμονο, η Πυραμίδα της Εξουσίας αναγεννιέται σαν τον Φοίνικα, μέσα από της τέφρα της. Παίρνει χίλιες δυο μορφές. Όμως το αποτέλεσμα είναι πάντοτε το ίδιο: ο Λαός που βρίσκεται στη βάση της Πυραμίδας δεν έχει δική του σκέψη, θέληση, οράματα, αίσθηση, μνήμη. Δεν είναι ένας κανονικός άνθρωπος. Είναι ο άνθρωπος αγέλη, που εκτελεί πιστά, σαν ανδρείκελο, όλα τα κελεύσματα που του στέλνει η κορυφή της Πυραμίδας [πρβλ. Εξουσίας]…», είναι το πιστεύω του Μίκη. Που τον κάνει διαρκώς να εξεγείρεται, ακόμη και μόνος, κόντρα και με κόστος βαρύ, έναντι κάθε μορφή Εξουσίας, από την Γερμανική Κατοχή έως τα γερμανικά Μνημόνια: «Ήταν για μένα μια βιολογική αποκάλυψη η αντίδρασή μου στη βία».
Μίκης και Γλέζος, το άλλο δίπολο, στα σύγχρονα, που στήριξαν τις μάχες του λαού έως τέλους. Στα χαρακώματα. Δυο μορφές σύμβολα. Γιατί η ζωή προχωρά με πρότυπα-σύμβολα που διεγείρουν τις μάζες μετατρέποντάς τες σε δρώντα σύνολα εκεί όπου η μυσταγωγία της συντροφικότητας αντιμάχεται την ιδιοτέλεια της ατομικής ηθικής, κινητοποιεί τις δυνάμεις του καθενός σε μια δράση συλλογική, σ’ ένα όραμα που καταλαβαίνεις, μέσα στην ιερότητα των στιγμών, πως είναι κατορθωτό κάποτε και επί τέλους η ουτοπία να μετατραπεί σε πραγματικότητα.
Ο Μίκης υπήρξε ένας ακούραστος καλλιτέχνης, κάνοντας τα δύσκολα Ποίηση, προστρέχοντας συχνά στον Σολωμό και τον Παλαμά [Μέσα στους ξεχωριστούς/ ο ξεχωριστός εγώ είμαι./ Μες στης φυλακής τους διαλεχτούς/ είμαι ο διαλεχτός εγώ/ του φυλακιστή./ Μόνος και ψηλά. Χαμήλωσε,/ και λαός με το λαό/ γίνε], θέτοντας το σύνολο του έργου και της ζωής του [τα δυο αυτά ταυτίζονται στην αέναη αναζήτηση του απόλυτου] στην υπηρεσία του λαού. Γιατί αυτή είναι η πεμπτουσία της τέχνης: έργο ζωής που αντιμάχεται τον θάνατο. Δημιουργία απέναντι στην καταστροφή. Ρόλος ενεργού πολίτη έναντι του παθητικού θεατή/οπαδού. Κατεξοχήν και αποκλειστικά πολιτικός ο ρόλος της τέχνης αφού συμβολίζει αυτή καθεαυτή την άνοιξη δηλ. τη ζωή, την κίνηση, την πόλη με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου: «τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν». Για το δικαίωμα/υποχρέωση διαρκούς συμμετοχής στη διασφάλιση της δημοκρατίας πάλεψε ο Μίκης. Και η διαρκής δράση είναι συστατικό της ζωής. Γι’ αυτόν τον δημοκρατικό κομμουνισμό που δεν είναι ουτοπία αλλά ανάγκη σ’ εκείνον που σκέφτεται και για εκείνον που πράττει. Κι είναι γνωστό, σε όσους ενεπλάκησαν μέχρι σήμερα στα κοινά, πως η δημοκρατία και η ελευθερία δεν αποτελούν αυτονόητες παραμέτρους στους μηχανισμούς των κομμάτων. όπου διαχρονικές παρεκβάσεις κάθε έννοιας δημοκρατικής λειτουργίας δίνουν το στίγμα της πολιτικής ηθικής αλλά και δείχνουν τα αίτια της κομματικής χρεοκοπίας. «Η προσφορά μου με έκανε, όπως φαίνεται, αντιπαθή σε κείνους που κινούν τα νήματα από το παρασκήνιο», σημείωνε ο Μίκης.
Χίος, Μυτιλήνη, Σύρος, Αθήνα, Γιάννενα, Αργοστόλι, τα μέρη που έζησε. Τόπος μου όλη η Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη: Γεια σου Ακρόπολη/ Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου./ Ο Πολικός σημαδεύει με φως/ το σταθερό σημείο του κόσμου.// Αθήνα η πρώτη/ στο βυθό των αιώνων/ με το γυαλί/ σε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.// Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά/ η Γενική κέντρο του κόσμου.// Ο Πολικός γυρίζει σταθερά/ το φουγάρο του μαγειρείου/ σημαδεύει με καπνό/ το σταθερό σημείο του Στερεώματος.// Η Πούλια, η Αφροδίτη/ η Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώ.// Πέντε εκατομμύρια έτη φωτός/ σταθερή γραμμή διασχίζει./ Πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες/ σε πέντε μέτρα/ σε πέντε μέτρα/ σε πέντε μόνο μέτρα/ από το κελί μου. Ένα από τα ποιήματα του Ήλιου και του Χρόνου που ολοκλήρωσε τη μουσική τους [στα 16 απ’ τα 32] στο κελί αριθμ. 1, κάτω από την ταράτσα της Ασφάλειας, στις 12 Οκτωβρίου 1967.
Οι 4 εποχές του χρόνου, αγόρια και κορίτσια με προσφορές τα νιάτα τους, στ’ αρώματα της Άνοιξης, μάχες ειρηνικές και θανάσιμες μάχες, η φανταστική πομπή που περιδιαβαίνει τους δρόμους από του Μακρυγιάννη μέχρι τη Νέα Σμύρνη ανάμεσα σε Λόχους, Τάγματα, Συντάγματα, ήχοι και μελωδίες, το κεφάλι ψηλά, λαός, τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι, κατέχοντες και κατεχόμενοι, διηρημένοι κι ενωμένοι οι Έλληνες «ο Άνθρωπος πέθανε!», «Ζήτω ο Άνθρωπος!», «Ήρθε το τέλος δεν ήρθε ακόμα η αρχή»… είναι ο κόσμος του Μίκη που έγινε και δικός μας ιερός κόσμος.
Άνθρωποι σαν τον Μίκη Θεοδωράκη εκφεύγουν του μέτρου. Κι ευτυχώς. για να υπενθυμίζουν το ανθρώπινο μεγαλείο που παραμένει αίτημα στον καιρό μας. Σε κάθε εποχή.
“M”
- «Μπορώ να πω ότι είμαι πολιτικός από το 1942, στις 25 Μάρτη, όταν μ’ έπιασαν και με χτύπησαν οι Ιταλοί στην Τρίπολη, γιατί θέλησα με τους συμμαθητές μου να στεφανώσω τον τάφο του Κολοκοτρώνη.» σ. 87, Μ.Θ. Περί Τέχνης, εκδ. Παπαζήση, 1976, σελ. 239.
- σ. 127, ό.π.