Σόνια Μασσάρου, Poetica Povera, Ποίηση, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2019, σελ. 40
Poetica Povera είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής της Σόνιας Μασσάρου, που κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Ξεχώρισε από την ετήσια παραγωγή και κατατάχθηκε δεύτερη στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενοι ποιητές των λογοτεχνικών βραβείων του Αναγνώστη 2020. Στο πρώτο αυτό βιβλίο της η ποιήτρια δεν δίνει στο ‘αυτί’ ή στο οπισθόφυλλο της έκδοσης κανένα βιογραφικό στοιχείο της ταυτότητάς της· από κάποια ταπεινοφροσύνη άραγε ή μήπως επειδή περιφρουρεί έτσι την αποκλειστικότητα της ποιητικής ιδιότητας με την οποία συστήνεται στον αναγνώστη της; Ταπεινή, όμως, χαρακτηρίζει η Μασσάρου την ίδια την ποιητική τέχνη, παραπέμποντας τόσο στο κίνημα των νέων ιταλών καλλιτεχνών Arte Povera, που στα τέλη της δεκαετίας του 1960 καταπιάστηκαν με ευτελή υλικά στην τέχνη τους, όσο και στον Κώστα Καρυωτάκη του μεσοπολεμικού 1927: «Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,/πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!» αναφωνεί κοιτώντας το ταβάνι, χορεύοντας με τους μαιάνδρους και φορώντας το γύψινο στεφάνι στο «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» των (Ελεγειών και) Σατίρων.
Παράλληλα με τους πρώτους συνειρμούς από τον τίτλο του βιβλίου, εντύπωση στον αναγνώστη προκαλεί η εικόνα του εξωφύλλου της άρτια επιμελημένης έκδοσης από τον Δημήτρη Δημόπουλο: Έργο του Αμερικάνου ζωγράφου Robert Motherwell με τίτλο At five in the Afternoon του 1949. Ο Motherwell, γεννημένος το 1915, πρωτοστάτησε στο κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού (the New York School) τη δεκαετία του 1940. Η σχέση του με την ποίηση ήταν διαρκής και γόνιμη· έχοντας διαβάσει συμβολιστές και μοντέρνους ποιητές, ταυτίστηκε με τους υπερρεαλιστές και υιοθέτησε τη χρήση της αυτόματης γραφής στη ζωγραφική. Το έργο του εξωφύλλου υποδεικνύει την επίδραση της ποίησης στον Motherwell. Όπως δηλώνει ο τίτλος του, είναι εμπνευσμένο από τον κυρίαρχο στίχο «at five in the afternoon» στο ποίημα του Gabriel Garcia Lorca «Lament for Ignacio Sanchez»: Θρηνεί το θάνατο του ταυρομάχου στις πέντε το απόγευμα.
Με τον απόηχο του πένθιμου εμβατηρίου του Καρυωτάκη στον τίτλο του βιβλίου και τις μαύρο χρώμα των επιφανειών του Motherwell στο εξώφυλλό του ο θάνατος εισδύει και στο σώμα των ποιημάτων της Μασσάρου. Στο ποίημα «Η πτώση» το ποιητικό υποκείμενο παρακολουθεί και καταγράφει την αγχωτική πορεία ενός άδειου από ψυχή κουφαριού προς την αυτοκτονία. Στις τρεις λέξεις του τελευταίου στίχου αποκαλύπτει ότι «έκανε πέντε ακόμη βήματα/ και μου ’πεσε απ’ το παράθυρο/ το κόκκινο μελάνι» (σ. 14), μια συνεκδοχή, δηλαδή, πέραν του αίματος και της ίδιας της γραφής φέρνοντας πάλι στο νου του αναγνώστη τον Έλληνα αυτόχειρα ποιητή, αλλά και καθιστώντας ταυτόχρονα το συγκεκριμένο ποίημα και «ποιητικής».
Πριν τη μαρτυρία του τέλους της ζωής η Μασσάρου ψηλαφεί την έκπτωση ύστερα από την ακμή της. Στο ίδιο ποίημα ο θάνατος επακολουθεί μιας διαδρομής με ζωτικές τη φυσική και ψυχική λειτουργία του υποκειμένου: «Έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού/–το συναίσθημα πρώτο αυτοκτονεί-/λίγη ψυχή ψαχούλευε. Τίποτα./Ξερά τρίμματα καπνού/από τη φωτιά που έκαιγε άλλοτε στην καρδιά του.» (σ. 14) Σαν τη στάχτη, προϊόν καύσης μίας πρώτης ύλης, ο θάνατος είναι παρεπόμενο της βιωμένης ζωής και σε άλλα ποιήματα της συλλογής. Το «Κυριακή πρωί» δίνει τη συμβουλή «Μη βιάζεσαι…εσύ το ξέρεις καλά/δεν είναι πολύ ώρα δρόμος το χώμα απ’ την άσφαλτο/που λιώνει τα κοντά τακουνάκια/του χρόνου που φοράς» (σ. 23) και περιγράφει την οδοιπόρο μετωνυμικά «με τη σοφή σου τσάντα και τη γηραιά γούνα.» (σ. 23). Δηλαδή, η Μασσάρου θωρεί το θάνατο μετά από ένα βίο πλήρη ημερών στη γραφή της. Ηλικιωμένη και ανάπηρη απεικονίζεται η ζωή και έτσι ετοιμόγεννη του θανάτου στο ποίημα «Το σπίτι»: «Το σπίτι γερασμένο […] επωάζει την ιδέα του θανάτου μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια./Ακούνητο. Καθώς κατάκοιτοι οι κάτοικοί του […] βαθιές πληγές ακινησίας […]» (σ. 17).
Με την ίδια και σταθερή αντίληψη ο βιολογικός θάνατος ενέχει την ανάπαυση στο ποίημα «Λίμνη»: Ως ποιητική Αχερουσία αυτή περικλείει τον υδάτινο κόσμο της μυθολογικής χώρας του Άδη και το θάνατο του ανθρώπου ως μέρος της φύσης: Πλάι σε «απολιθώματα ψαριών και αποξηραμένες ρίζες φρούτων» τα νεκρικά νερά
«στο βυθό τους ξεκουράζουν πολιτείες πτοημένων λαμνοκόπων.» (σ. 20). Το τέλος ως συνέπεια της βιολογικής κόπωσης από τη ζωντανή κίνηση επέρχεται και στο ποίημα «Η εκδρομή»: «όταν ρώτησε για το νερό και του είπαν πως ξεψύχησε κι αυτό απ’ την κούραση της ροής ένα μεσημέρι στ’ αυλάκι. (σ. 24).
Τέλος, με black humour σχολιάζεται το μοιραίο τέλος στο διάλογο ενός νεκρού και του κόσμου που οδεύει «στην οδό Ζώντων Τεθνεώτων», άκαμπτος, ψυχρός και βλοσυρός ο πρώτος, σε ένδεια και υπό διάλυση ο δεύτερος («Τυχαίο και μάταιο συναπάντημα ενός ανθρώπου και ενός κόσμου», σ. 32).
Τόσο στα δύο προαναφερθέντα όσο και σε δύο τουλάχιστον ακόμη ποιήματα ο ποιητικός λόγος της Μασσάρου γίνεται αιχμηρός με πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό στίγμα. Στη «Λίμνη» η ακροτελεύτια εικόνα είναι «αποσύνθεσης μιας κοινωνίας που συντηρείται όπως όπως με το λιγοστό αλάτι των δακρύων» (σ. 20). Στο «Τυχαίο και μάταιο συναπάντημα ενός ανθρώπου και ενός κόσμου» γίνεται μια αντιπαραβολή του νεκρού πλούτου του ενός και της ημιθανούς επαιτείας των «αναρίθμητων» (σ. 32). Το αμέσως επόμενο ποίημα, η «Μεταμεσονύχτια προβολή», έχει ως πρωταγωνιστή «έναν κόσμο ναυάγιο», «ένα θλιβερό θίασο» που εμπορεύεται τον έρωτα και πνίγεται στο αλκοόλ (σ. 33) Και το «Απονενοημένο διάβημα» αποτελεί μία ποιητική διαμαρτυρία για την κακοποίηση των λέξεων από τους εκφραστές και εκπροσώπους «της ξύλινης εξουσίας», «των δημοκόπων», «των ενεχυροδανειστηρίων», «των τοκογλύφων», «των δικολάβων», «των λογοκριτών», «της ανίατης εθνικοφροσύνης», «των ευφημισμών» (σ. 30).
Παρ’ όλα τα παραπάνω, πάντως, η σκιά του θανάτου και οι κηλίδες της κοινωνικής ανισότητας δεν καλύπτουν την ποίηση της Μασάρου. Ο πρώτος τοποθετείται στον τερματισμό μία πορείας, δεν τη διακόπτει πρόωρα και αδόκητα, όχι, επομένως, άδικα, από μία ανθρώπινη σκοπιά. Ο κόσμος της ποιήτριας είναι ο ολοκληρωμένος κύκλος της ζωής, που βιώνεται έντονα έξω από την οριοθετημένη κοινωνία μέσα στη φύση και μετουσιώνεται αισθητικά στην τέχνη της.
Η σκηνογραφία της συλλογής δεν περιορίζεται στο χειμώνα και στα σημαινόμενά του, εκτείνεται σε όλες τις εποχές του χρόνου, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και την άνοιξη («Μακιγιάζ 2008», σ. 18, «Προσωπογραφία», σ. 21, «Η εκδρομή», σ. 24, «Προσμονή», σ. 34). Τα στοιχεία της φύσης περιβάλλουν τον άνθρωπο, συνοδεύουν τα βήματά του και σημαδεύουν την παρουσία του στον ποιητικό κόσμο της Μασσάρου. Τον κατακλύζουν από το φυτικό βασίλειο «τα ξερά φύλλα» («Το σπίτι», σ. 17), «στο χώμα βλεμμάτων φύλλα» («Μακιγιάζ 2008», σ. 18), «μήτρες φύλλων» («Προσμονή, σ. 34), «δέντρα», «φύλλα των δέντρων» («Τα δέντρα της αυλής μου» σ. 19), «αδριάντες αρσενικών δέντρων/αναμαλλιασμένες φυλλωσιές» («Ταξίδι με τρένο», σ. 39), «μεταξωτά φυλλώματα πλατάνου και φλαμουριάς» («Προσωπογραφία», σ. 21), «φοινικόκλαδα» («Ζάβια», σ. 11), «κλωνάρια», «οι ρίζες των δέντρων» («Τα δέντρα της αυλής μου», σ. 19), «μια Βελανιδιά» («Ικριώματα πάνω σε χαρτί», σ. 16), «το κυπαρίσσι» («Το κυπαρίσσι», σ. 35) κ.α. Επίσης, λουλούδια και καρποί, «φλογερό ψηφιδωτό από κατακόκκινες παπαρούνες» («Προσωπογραφία», σ. 21), «ρόδια» («Τοπία από εκείνη», σ. 29), «λίγα άνθη εσπεριδοειδών» («Εσωτερική ύλη», σ. 37).
Αλλά και από το ζωικό βασίλειο ξεπροβάλλουν μικροσκοπικές και μεγαλόσωμες μορφές της ύπαρξης, «στρειδιών» («Ζάβια», σ. 11), «οστράκων» («Λίμνη», σ. 20), «μιας αχιβάδας», («Τοπία από εκείνη», σ. 29), «μια γάτα» («Αστική σοφίτα», σ. 15), αγριοπεταλούδες («Το κυπαρίσσι», σ. 35), «μέλισσες» («Ταξίδι με τρένο», σ. 39), «ένα μαύρο πουλί» («Ταξίδι με τρένο», σ. 40), «ο γλάρος» («Τοπία από εκείνη», σ. 29), «τα άλογα» («Οικόσιτα ζώα», σ. 38), «κοπάδια αλόγων» («Ταξίδι με τρένο», σ. 40)
Και στη μεγάλη εικόνα της συλλογής της Μασσάρου απλώνεται το νερό, όπως στο σύμπαν και τη γη, πολύμορφο και ζωτικό, από τις μικρότερες έως τις μεγαλύτερες εκτάσεις: με τη βροχή και τη μπόρα («Στις 5 το απόγευμα», σ. 26, «Προσμονή», σ. 34), «στ’ αυλάκι» («Η εκδρομή», σ. 24) και «σε βεραμάν ποτάμια» («Ταξίδι με τρένο», σ. 40), στο βυθό («Ζάβια», σ. 11) των λιμνών («Λίμνη», σ. 20, «Προσωπογραφία», σ. 21) και «στο γαλαζωπό της θάλασσας κύμα» («Τοπία από εκείνη», σ. 29), ωκεάνιο («Ικριώματα πάνω σε χαρτί», σ. 16).
Από την παραπάνω στοιχειοθέτηση προκύπτει η θέση που επιφυλάσσει η ποιήτρια για τον άνθρωπο στον κόσμο που καταγράφει, ως μέρος, δηλαδή, ενός συνόλου, με το οποίο, μάλιστα, σε ευτυχείς στιγμές των στίχων της, το ποιητικό υποκείμενο επικοινωνεί αντλώντας απ’ το σύμπαν και τη φύση εφόδια αυτογνωσίας και ενσυναίσθησης. Τα τρία πρώτα ποιήματα της συλλογής -και από τα πιο ενδιαφέροντά της- ιχνηλατούν την υπαρξιακή ενδοσκόπηση. Στο «Ζάβια» το κοντινότερο στη Γη ουράνιο σώμα ασκεί, πέρα απ’ τη βαρυτική, λυτρωτική επίδραση στο καθρέφτισμα του είναι: «τους αστικούς λεκέδες έτριψε με το λευκαντικό φως του φεγγαριού καθαρός πια κάθε που σε κάποιο βότσαλο γλιστρούσε έβλεπε κι έναν του αγνοημένο εαυτό.» (σ. 11) Λευκά βότσαλα πάλι συμμετέχουν στην ξαγρύπνια του αμνήμονα ενοίκου στο ποίημα «Το ταξίδι του Ξι» (σ. 36), μια υπαρκτική προβολή συντελείται επίσης στο ποίημα «Αστική σοφίτα»: «εσύ είμαι ένστικτο φύλλου» (σ. 15), ενώ κάτω από τη σελήνη και τα αστέρια εκτυλίσσονται ακόμη τα ποιήματα «Ικριώματα πάνω σε χαρτί» (σ. 16), «Το σπίτι» (σ. 17), «Τοπία από εκείνη» (σ. 29) «Τοπία από εκείνη» (σ. 29).
Συμπερασματικά η «Poetica Povera» της Μασσάρου εμπεριέχει πλούσια δείγματα γραφής των δώρων της πλάσης και της ύπαρξης μέσα σε αυτήν. Η στωική εναρμόνιση του ποιητικού υποκειμένου με το σύμπαν προσδίδει ένα θετικό πρόσημο στο φιλοσοφικό στοχασμό και μια θέση κατάφασης στα ποιήματα της συλλογής για τη ζωή και το θάνατο: Όπως στην αλληλοδιαδοχή των τεσσάρων εποχών και της ημέρας με τη νύχτα, που καταγράφει η Μασσάρου, έτσι παρακολουθεί και τη βιολογική φθορά του ανθρώπου, ως αναπόφευκτη εξέλιξη της ακμής του που προηγείται. Και το τελευταίο ποίημα του της συλλογής της μπορεί να διαβαστεί με αυτήν την προοπτική («Ταξίδι με τρένο», σ. 39-40).
Για τη διαδρομή της ποιήτριας στο χρόνο και το χώρο μιλά σε πρώτο πρόσωπο το ποιητικό υποκείμενο, που ταυτίζεται μαζί της στο «Απαγορευτικό απόπλου», όπως το ίδιο υποδηλώνει στους τρεις τελευταίους στίχους (σ. 31) Το ποίημα απευθύνεται σε ένα πλήθος αποδεκτών και τους οποίους ψυχογραφεί: «[…] όλους εσείς/ που αρέσκεστε σε κοντινά ή μακρινά ταξίδια/κοινωνικής ψύχωσης κι αναψυχής/καταγοητευμένοι/-σκλαβωμένοι σχεδόν-από τις ζωές των άλλων». Η διαπίστωση καταλήγει με τη βαθύτερη ερμηνεία της αλλοτρίωσης: «το σκάτε/αηδιασμένοι/-κυνηγημένοι σχεδόν/από τον ίδιο σας τον εαυτό-/από κει που είναι η ζωή σας». Το ποιητικό υποκείμενο, όμως, αφού παρατηρεί την κοινωνική σύμβαση και απορρόφηση των άλλων διαφοροποιείται ως μονάδα. Όπως δηλώνει «δεν ταξιδεύω/κι αρέσκομαι να φτιάχνω εδώ χάμω χάρτινες σχεδίες.» Οι δέκα μόλις αυτές τελευταίες λέξεις του ποιήματος, απλές και καίριες, συμπυκνώνουν την «Poetica Povera» της Μασσάρου, το αίσθημα ευχαρίστησης και τη δημιουργία ταπεινών ποιημάτων ως χειροποίητων μέσων πλοήγησης στην πορεία μιας ζωής αυθεντικής. Στο εσωτερικό ταξίδι της η ποιήτρια αξιοποίησε την πνευματική κληρονομιά του κινήματος του υπερρεαλισμού αυτοματοποιώντας σε αρκετά σημεία τη γραφή της για να ανασύρει το ασυνείδητό της και να αποδώσει συστατικά του με λεκτικές παραστάσεις. Στοχάζεται ιδιαίτερα για τα εκφραστικά μέσα της στα ποιήματα «Λέξεις» και «Σημεία τήξης» (σ. 22, 27-28). Μένει ξάγρυπνη, όπως στο ποίημα «Οικόσιτα ζώα», όπου «τη νύχτα τα άλογα χλιμιντρίζουν στο στάβλο/τη μέρα τάισμα και πότισμα» (σ. 38) και φωτίζει τα σκοτάδια με τις λέξεις, όπως στο ποίημα «Το ταξίδι του Ξι», «δύσκολος ο «Υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής», ξομολογήθηκε σε μια άγνωστη γλώσσα.» (σ. 36).
Διατηρώντας την πίστη στην τέχνη της και στη ζωή η Μασσάρου θα δώσει στο μέλλον και άλλα δείγματα από την ενδοσκόπηση στον άνθρωπο και τον κόσμο της ποιητικής γραφής της, που η ίδια ονομάζει ταπεινή, αλλά είναι ακμαία τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή της.
Σάββας Καράμπελας