Περί χρήματος και άλλων δαιμονίων λόγος, Μελέτες, εκδ. «Κοβάλτιο», Μάιος 2017, σ. 128

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική


Tο βιβλίο «Περί Χρήματος» είναι το τρίτο κατά εκδοτική σειρά, που ακολούθησε μετά το «Βορτιστικό μανιφέστο» και το «Περί τρέλας» από τις εκδόσεις «Κοβάλτιο»Ο Θωμάς Ακινάτης, ο Αριστοτέλης, ο Σούσουι Κότοκου, ο Καρλ Μαρξ, ο Λεβ Τολστόι, ο Άντι Ουόρχολ και ο Μπωντλαίρ, είναι οι μεταφρασμένοι συγγραφείς που συμμετέχουν, με  άγνωστα για το ευρύ κοινό, αλλά προσεκτικά επιλεγμένα από τους μεταφραστές κείμενά τους με θέμα το Χρήμα. Θα μπορούσε επομένως να οριστεί ως ένα συλλογικό έργο, στο σήμερα, από διανοητές που δεν είναι όμως εν ζωή, μα που η ικανότητα και το ένστικτο των μεταφραστών των κειμένων τους, τούς μεταφέρει ψυχή τε και σώματι στο τώρα και τους καθιστά αφηγητές της σύγχρονης ζωής και των προβλημάτων της. Επομένως τα προαναφερθέντα ονόματα της παγκόσμιας πνευματικής σκηνής, μέσα από τον μεταφραστικό φακό της Λαμπριάνας Οικονόμου (που μεταφράζει Ακινάτη, Αριστοτέλη και Άντι Ουόρχολ), του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου (που μεταφράζει Τολστόι και Σούσουι Κότοκου),  του Γιώργου Μπλάνα (που μεταφράζει Καρλ Μαρξ) και του Ζήση Αϊναλή (που μεταφράζει Μπωντλαίρ), έρχονται από τα διάφορα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας να μας μιλήσουν, μέσα από εσώψυχες τις περισσότερες φορές αφηγήσεις, και μη αναμενόμενες, εν συγκρίσει με την γνωστή ή ευρέως αναγνωσμένη βιβλιογραφία τους, για το Χρήμα σε γλώσσα άμεση και σύγχρονη. Ένα μεγάλο μέρος της αμεσότητας αυτής κερδίζεται από την μεταφραστική μαεστρία της ομάδας των εκδόσεων  «Κοβάλτιο», που τοποθετεί τα ονόματα αυτά της παγκόσμιας πνευματικής σκηνής σε μια υψηλής ταχύτητας σκυταλοδρομία λόγου με μοναδική σκυτάλη το Χρήμα και όσα δαιμόνια έπονται μετά από αυτό.

Με την  εισαγωγή με τίτλο « Περί χρήματος τοις μετρητοίς», ο Γιώργος Μπλάνας ανάβει  την μηχανή της αφήγησης ή μάλλον ρίχνει την πιστολιά κρότου λάμψης, για να τρέξουν οι αφηγήσεις σε χρόνο «χημικής εγκεφαλικής ανάφλεξης», μιας και το βιβλίο διαβάζεται ταχύτατα πιάνοντας τον δικό του τόπο στο μυαλό, δίνοντας τροφή για σκέψη και, επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι οι σύντομες διηγήσεις εξάπτουν την φαντασία και πυροδοτούν  έναν  πρωτογενή προβληματισμό. Αν και το βιβλίο θα μπορούσε, ίσως, να αναγνωστεί  και αποσπασματικά, δηλαδή κάθε μεταφρασμένος συγγραφέας χωριστά, ή από το τέλος προς την αρχή, μιας και στη δισέλιδη βιβλιογραφική ενημέρωση στο τέλος του βιβλίου γίνεται μια ακριβής αναφορά στην προέλευση των κειμένων που μεταφράστηκαν,  στην χρονολογία γραφής ή δημοσίευσης τους,  καθώς και στα ονόματα των έντυπων μέσων της εποχής που γράφτηκαν.  Έτσι  την τελευταία αυτή πινελιά της βιβλιογραφικής σημείωσης, τόσο ακριβά διατυπωμένης, ο αναγνώστης πρέπει να την πάρει  αρκετά της μετρητοίς μιας και αφενός λειτουργεί ως μια αυτοδύναμη αφήγηση, αφετέρου  όλα τα κείμενα των συγγραφέων για το Χρήμα ζυγίζονται ως προς αυτή,  αφού  καταλαμβάνει ένα  «έκκεντρο» ιστορικής  βαρύτητας  μεταφέροντας τον αναγνώστη, με συνεχείς  αναφορές, από  το ξεκίνημα του βιβλίου μέχρι το τέλος του. Αλλά μπορεί να ακολουθηθεί και η αντίστροφη πορεία. Ξεκινώντας την ανάγνωση  από  το τέλος  προς την αρχή.

Μεγάλη βέβαια είναι και η συνάφεια ανάμεσα στα ξεχωριστά μέρη του βιβλίου (κάθε κεφάλαιο και συγγραφέας), όχι εξαιτίας του ότι όλοι τους αναφέρονται στο Χρήμα, αλλά γιατί η επιλογή των κειμένων που μεταφράστηκαν συγκλίνει σε έναν κοινό στόχο, τον οποίο τον προσδιορίζει ο αναγνώστης όσο βαθύτερα μπαίνει στη μελέτη του, και  εκεί  έγκειται η επιτυχία του όλου μεταφραστικού και εκδοτικού εγχειρήματος, στο να αναζωπυρώσει δηλαδή και να αναδιατυπώσει  έναν αρκετά σύγχρονο προβληματισμό. Έτσι, όλοι οι συγγραφείς  που βρίσκονται στην παγκόσμια σφαίρα της διανόησης, που απλώνεται χρονικά από το 384 π.Χ (γέννηση  του Αριστοτέλη) μέχρι το 1987 μ.Χ (ημερομηνία θανάτου του Άντι Ουόρχολ), αντιμετωπίζουν εν τέλει το Χρήμα όχι απλά ως το μέσο που παρεμβάλλεται στις ανταλλαγές των αγαθών και χρησιμοποιείται για πληρωμές, αλλά ως έναν μεσολαβητή ανάμεσα στον άνθρωπο και τον ίδιο τον  εαυτό του. Το Χρήμα είναι ο « Άλλος», και αυτός ο « Άλλος», ο οποίος φέρνει σε επαφή την ανθρώπινη ανάγκη με το αντικείμενό της, καταλήγει να γίνεται ένας παντοδύναμος μαστροπός, και οι αφηγήσεις του βιβλίου μέσα από τον καθένα ξεχωριστά συγγραφέα καταφέρνουν να ξαπλώσουν αυτόν τον « Άλλο» στο ανατομικό τραπέζι της ταυτότητας.

Ο Τολστόι μέσα από ένα μεταφρασμένο απόσπασμα από το δοκίμιο του «Τι πρέπει να κάνουμε;», το οποίο πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στη λογοτεχνική και επιστημονική επιθεώρηση (1884-1886), και που ευστόχως παραπέμπει ο τίτλος του  στο «Τι  να κάνουμε;»  του  Β.Ι. Λένιν, αναφέρει πως «…Ο δυνάστης δεν έχει ανάγκη το χρήμα για σκοπούς συναλλαγής ή για να δημιουργήσει ένα μέτρο αξιών -τις ρυθμίζει ο ίδιος-, αλλά ως βολικό όπλο καταπίεσης, εφόσον το χρήμα διατηρείται εύκολα και του παρέχει τη δυνατότητα να κρατάει σε υποτέλεια την πλειονότητα του λαού…».  Το ενδιαφέρον με το δοκίμιο αυτό του Τολστόι είναι ότι αποδίδει ευθύνες και στην ίδια την Επιστήμη και ειδικότερα στην Πολιτική Οικονομία η οποία δεν αναδεικνύει τους συσχετισμούς μεταξύ των φαινομένων και την εν γένει εσωτερική  ακολουθία τους, αλλά κάνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή αποκρύπτει τους συσχετισμούς, αποφεύγοντας επιμελώς να απαντήσει στα πιο θεμελιώδη ερωτήματα. Ο Τολστόι τελικά θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως το Χρήμα με τις ευλογίες της Επιστήμης οδηγεί στην Σκλαβιά. Και η οποία θα εξακολουθεί να υπάρχει όσο θα υπάρχει έστω και ένας ένοπλος με το αναγνωρισμένο δικαίωμα να σκοτώσει οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, ώστε ο πλούτος να διανέμεται άδικα.

Αυτός ο «Άλλος», το Χρήμα δηλαδή, δημιουργεί μια παραληρηματικού τύπου εξομολόγηση που μοιάζει να είναι προϊόν μιας επίκτητης διαταραχής  που προκάλεσε η ίδια η  καταναλωτική κοινωνία  σε έναν από τους πρωτοπόρους του κινήματος της Ποπ Αρτ, τον Άντι Ουόρχολ. Μέσα από το κείμενό του « Οικονομικά», που περιλαμβάνεται στο βιβλίο « The Philosophy of Andy Warhol», και που μεταφράζει εδώ  η Λαμπριάνα Οικονόμου, παρουσιάζοντάς μας με αναλυτικό, γλαφυρό και αρκετά χιουμοριστικό τρόπο τις νευρώσεις ενός από του κύριους  εκφραστές της Ποπ Αρτ, ο Άντι Ουόρχολ γίνεται απόλυτα δέσμιος του χρήματος και πολλές φορές των καθαρά υλικών του χαρακτηριστικών όπως του χρώματος, του σχήματος, της υφής, ακόμα και της μυρωδιάς του δολαρίου. «… Για μένα το χρήμα είναι η ΣΤΙΓΜΗ… Το χρήμα είναι η ΔΙΑΘΕΣΗ μου…». Και συνεχίζει. «…Έχω μια Φαντασίωση με το Χρήμα: προχωράω στον δρόμο και ακούω κάποιον να μου λέει – ψιθυριστά: Ιδού ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο…». Οι εμμονές και οι φόβοι του Ουόρχολ που διαρκώς πυροδοτούνται από αυτόν  τον « Άλλο», δηλαδή του Χρήμα, προσδίδουν στα γραπτά του κείμενα όχι τον χαρακτήρα της οικονομικής ανάλυσης, αλλά μιας προσωπικής εξομολόγησης που τον οδηγεί στο παραλήρημα, ίσως και στην παράνοια. «… Δεν νιώθω σαν να πιάνω μικρόβια όταν κρατάω χρήματα. Το χρήμα διαθέτει κάποιου είδους αμνηστία. Όταν κρατάω χαρτονομίσματα, αισθάνομαι πως το δολάριο δεν έχει πιο πολλά μικρόβια από τα χέρια μου…».

Έρχεται όμως o Σούσουι Κότοκου να βάλει τα πράγματα στην θέση τους  με κατά μέτωπο επίθεση ενάντια σε  αυτόν τον « Άλλο», δηλαδή το χρήμα. «Καταργήστε το χρήμα!», είναι ο τίτλος του κειμένου που δημοσιεύτηκε σε Ιαπωνική εφημερίδα το 1900 από τον σοσιαλιστή  και μετέπειτα αναρχικό, ριζοσπάστη δημοσιογράφο Σούσουι Κότοκου, ενός από τους κύριους μεταφραστές του « Κομμουνιστικού Μανιφέστου» στην γιαπωνέζικη γλώσσα. «… Το χρήμα είναι σαν τα βακτήρια, καθότι διαθέτει απεριόριστη εξουσία πάνω στη γη, είναι βέβαιο πως το σύστημα αξιών της ανθρωπότητας θα διαφθείρεται ολοένα και περισσότερο. Αργά η γρήγορα η ηθική θα γκρεμιστεί και η ανθρώπινη φύση θα βρεθεί αντιμέτωπη με την εξαχρείωση. Εντέλει η κοινωνία θα οδηγηθεί στον όλεθρο…Καταργήστε το χρήμα! Και αντικαταστήστε το με το σθένος και την τιμή, με το σωστό και το καθήκον. Πράγματι, αλήθεια και ήθος εδράζονται σε αυτή την πράξη…». Αυτά κατέγραψε ο Κότοκου για το χρήμα, αλλά και πολλά άλλα είπε και ελάλησε, μέχρι να  εκτελεστεί  με απαγχονισμό στις 24 Γενάρη του 1911 κατηγορούμενος για εθνική προδοσία. Τι ειρωνεία;

Το βιβλίο «Περί Χρήματος» καταγράφει επίσης τις απόψεις του Θωμά Ακινάτη, του Ιταλού ιερέα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, σημαντικού φιλόσοφου και θεολόγου, εκπρόσωπου της σχολής του σχολαστικισμού. Όλα γυρνούν γύρω από το ερώτημα τού αν η τοκογλυφία είναι αμάρτημα. Με συνεχείς αναφορές στα Ευαγγέλια, αλλά και τον Αριστοτέλη, δεν φαίνεται ο ιερέας αυτός να παίρνει μια σαφή θέση για το Χρήμα και τα λοιπά δαιμόνια. Με τη μορφή ερωτήσεων (Άρθρων), αλλά και αντιρρήσεων, κρύβεται πίσω από τις ηθικολογίες ή τις γενικότητες της Βίβλου, καταφεύγοντας κάποιες φορές στα «Ηθικά Νικομάχεια» του Αριστοτέλη. Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος  στο «Περί γενναιοδωρίας» ( μέσα από τα «Ηθικά Νικομάχεια»), αναπτύσσει το αξίωμα της μεσότητας,  το σωστό μέτρο ανάμεσα σε δύο ακρότητες. Έτσι η γενναιοδωρία για τον Αριστοτέλη είναι το σωστό μέτρο μεταξύ φιλαργυρίας και σπατάλης. Η φιλαργυρία σε αντίθεση με τη σπατάλη είναι ανίατη ασθένεια για τον φιλόσοφο, ενώ η σπατάλη επιδέχεται διορθώσεις μέσα από την εκπαίδευση.

Στο Επίμετρο του βιβλίου ο Μπωντλαίρ μας σιγοψιθυρίζει πως «…ο κόσμος θα τελειώσει…Διότι υπάρχουν πράγματα στον άνθρωπο που ενδυναμώνονται και ακμάζουν, και άλλα που ατονούν και φθίνουν, και χάρη στην πρόοδο αυτής της εποχής, μόνο τα έντερα θα απομείνουν από τα σπλάχνα σου! Ω Μπουρζουά! Φύλακας άγρυπνος και ερωτευμένος του χρηματοκιβωτίου σου… Οι καιροί αυτοί ίσως είναι αρκετά κοντά μας…». Ο Μπωντλαίρ μας παραπέμπει άμεσα με αυτά τα λόγια του στους αρχαίους Αιγυπτίους και τις ταριχεύσεις, που αφαιρούσαν πάντα τα έντερα του νεκρού μιας και η παραμονή τους στη σωρό του θα πυροδοτούσε, λόγω της μεγάλης μικροβιακής εντερικής ανάπτυξης, τη Σήψη. Ο σύγχρονος αλλά και παλαιός μα πάντα επίκαιρος ορισμός του Χρήματος ως ο « Άλλος»,  αναγνωρίζεται και ταυτοποιείται μέσα από τα  κείμενα αυτού του βιβλίου ως ο «μεσολαβητής» ανάμεσα στους ανθρώπους και τις ζωές τους. Ως  ο  παράγοντας εκείνος που αλλοτριώνει και ταυτόχρονα ενεργοποιεί τη διαδικασία της Σήψης, της οργανικής αλλά και της ηθικής, της πνευματικής, της κοινωνικής. Ο Καρλ Μαρξ το αναφέρει μέσα από τα λόγια του Μεφιστοφελή στον Φάουστ του Γκαίτε και μέσα από τον Σαίξπηρ στον Τίμωνα τον Αθηναίο. Χρήμα, ο χημικός καταλύτης της κοινωνίας, η πόρνη και ο προαγωγός των ανθρώπων και των εθνών.

Όλα τα κείμενα που περιέχονται μέσα στο βιβλίο αυτό με τον τίτλο «Περί Χρήματος» είναι σύντομες αφηγήσεις, ευκολοδιάβαστες, με συμπυκνωμένη σοφία και γνώση. Ενεργοποιούν τον προβληματισμό και εξάπτουν την φαντασία του αναγνώστη. Η σύντομη φόρμα τους άπαξ και κατατεθεί στον σκληρό δίσκο, δηλαδή στη μνήμη του αναγνώστη, περνώντας τον φυσικό του ηθμό, αυτόν που ιατρικά αποκαλούμε αιματοεγκεφαλικό φραγμό, σίγουρα θα αποδώσουν μεγάλο «πνευματικό τόκο»  στο μέλλον. Πολύ μεγαλύτερο από την ευτελή, για τον κόπο και το χρόνο που του αποδόθηκε, αγοραστική  αξία  του ίδιου του βιβλίου, στην σύγχρονη κοινωνία του κέρδους και του θεάματος.

Σπύρος Μπρίκος

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία