Ο ερωτευμένος θάνατος του Αντώνη Φωστιέρη | Κυριάκος Μαργαρίτης

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική



Ο ερωτευμένος θάνατος του Αντώνη Φωστιέρη[1]

 Την Τετάρτη, ανήμερα των ερωτευμένων, έσβησε σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας, στα 95 της χρόνια, έχοντας φτάσει σε κατάσταση άκρας εκλέπτυνσης, την οποία συγγενικό πρόσωπο περιέγραψε ως: ένα μάτσο κόκαλα, ας πούμε, λευκασμένα οστά, ή τίμια λείψανα, μια από τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες της βιογραφίας μου, η παλαιά και αγαπημένη μου φίλη Αλεξάνδρα Τσιφτσή. Προηγουμένως, συγκεκριμένα προ δεκαετίας, η Αλεξάνδρα είχε περιέλθει σε άνοια, έναν αδιαπέραστο ζόφο, υπουργό της μονώσεως, εκ του οποίου για μια μόνο στιγμή τής δόθηκε ν’ αποδράσει, να ανάψει ένα κεράκι συνείδησης, και να βρει τον εαυτό και τους άλλους της, τα Χριστούγεννα του 2010, όσο χρειάστηκε ώστε να πενθήσει, τότε, τον θάνατο, από καρκίνο, της μεγάλης της κόρης, Μαρίας.

Προφανώς: η σκέψη ανήκει στο πένθος. Το ίδιο και ο εαυτός, η ζωή, η συνείδηση.

Την Αλεξάνδρα, που λέτε, την έχω ήδη μνημονεύσει, στις τελευταίες σελίδες ενός κειμένου που δούλευα αυτό τον καιρό, με θέμα την εκ του θανάτου διάνοιξη της δυνατότητάς μας για την εργασία της μετάνοιας, δηλαδή την υπέρβαση της άνοιας, καθώς και της καθ’ ημέρα παράνοιας, αλλά δεν πειράζει που τη μνημονεύω πάλι, ενώπιόν σας, ή μαζί μ’ εσάς, εφόσον, έτσι κι αλλιώς, η μόνη δουλειά που με απασχολεί σ’ αυτή τη ζωή είναι η διαφύλαξη ενός τάφου, προ παντός η κηπουρική του: ένα καντήλι, και ολίγα άνθη, ένα παρτέρι που, αν φανώ τυχερός, πρωτίστως θα απαρτίζεται από το ηλιοτρόπιο και τον ηλίανθο.

Γι’ αυτό, ίσως, όταν έβαλα τελεία, και ενόψει της παρούσας μας συνάντησης, επέστρεψα στον τόμο με τα Κριτικά κείμενα για τον Αντώνη Φωστιέρη, από τις εκδόσεις Αιγαίον, οι οποίες, παρεμπιπτόντως, εδράζουν στον τόπο μου, και άρα, και εκ του ονόματός τους, συνάπτουν, για παράδειγμα, την Αμοργό με την Κύπρο. Ιδού, σκέφτομαι, ένα καλό σημάδι.

Λέω, όμως, επέστρεψα διότι είχα ήδη, καίτοι διαγωνίως, εξετάσει το βιβλίο, όταν το παρέλαβα πριν από έναν μήνα, από τον ίδιο τον πυλωρό του, συγγραφέα της εισαγωγής, αλλά και ανθολόγο και επιμελητή του, ιδιότητες τις οποίες ενδεχομένως να συνιστά πλεονασμό που τις αναφέρω ξεχωριστά, εφόσον τι άλλο είναι η επιμέλεια, η εργασία του Αδάμ στην Εδέμ, αν όχι η κηπουρική και η ανθοκομία της Κτίσεως, η φροντίδα της, εκ του ρήματος κήδομαι: μια ωραία κηδεία, λίγα άνθη στο φέρετρο.

Προτού με πείτε μακάβριο ή πεισιθάνατο, σπεύδω να επισημάνω ότι η ημέρα, όταν συνάντησα τον ανθοφόρο συντάκτη της έκδοσης, ήταν η 18η Ιανουαρίου, κατά την οποία τιμούμε τον Άγιο Μέγα Αθανάσιο, οπότε, πριν από το ραντεβού, πήγα να λειτουργηθώ στον άγιο Χαράλαμπο, στα Ιλίσια, για να ακούσω εκείνο το απολυτίκιο που λέει: Αθανάσιον και θανόντα ζην λέγω. / Οι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες.

Εύχομαι ο χριστιανισμός μου να μην ενοχλήσει ούτε να προσβάλει κανέναν. Το ξέρω κι εγώ ότι ο Φωστιέρης δεν πιστεύει στην Ανάσταση, με παρηγορεί, όμως, που πιστεύει, μάλιστα με πάθος, στον Θάνατο: και η Ανάσταση τι νομίζετε ότι είναι;

Το αγιορείτικο ρητό είναι γνωστό: Άμα πεθάνεις προτού πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις, σοφό απόφθεγμα το οποίο αισθάνομαι να αναιρεί την άλλη σοφία, τη λαϊκή εκείνη που λέει: τι να πεθάνεις Σάββατο, τι Κυριακή πρωί, σαν να μην είναι αυτονόητο ότι, έτσι και πεθάνεις την Κυριακή, την έχασες τη λειτουργία και τη μετάληψη, ενώ, αν καταφέρεις και πεθάνεις μια ώρα αρχύτερα, θα είσαι στην ώρα σου, τζέντλεμαν, στο μεγάλο και φρικτό ραντεβού, επί του φοβερού βήματος.

Με αυτό κατά νου (εννοώ: τον Θάνατο, και εννοώ: την Ανάσταση), έφτασα κι εγώ στο ραντεβού μου εγκαίρως, και ενεός αντιλήφθηκα ότι η καφετέρια βρισκόταν πλάι στο Ολύμπια, αλλοτινή στέγη της Λυρικής Σκηνής, μια πολεοδομική ραδιουργία που μου επέβαλε να συλλαβίσω εκείνο το αγλαές του Ίωνος Δραγούμη: «Ο θάνατος μου θέλω να έρθει σε ώρα μουσικής». Αν το συνδυάσουμε με τον άλλο του πόθο («Η ζωή μου θέλω να μείνει ποίημα»), θ’ αντιληφθούμε πού έψαξε, και πώς επικαλέστηκε ο Ίων τον θάνατο, και πού τον βρήκε κιόλας, τουλάχιστον σύμφωνα με όσα τραγουδά ο Παλαμάς, πάνω σ’ εκείνη την παντέρημη στήλη αντίκρυ στο Χίλτον.

Φαίνεται ότι αν εκ του θανάτου δεν μελοποιήσουμε τη ζωή, αν δεν τη ρυθμίσουμε στον δικό του φωτεινό μετρονόμο, για να λεπτύνει, όπως η μακαρίτισσα φίλη μου, κι έτσι να απλωθεί, να γίνει πλατύτερη, θα μείνει ακοινώνητη, μικρόψυχα και αποκλειστικά δική μας, εν ολίγοις αβίωτη. Ίσως, δε, να ισχύει και το αντίστροφο, και τότε τι νόημα έχει να υποστεί κανείς έναν αβίωτο θάνατο;

Μιλάμε για μια σπατάλη που εκδηλώνεται ως τσιγκουνιά. Ο Φωστιέρης δεν έχει τέτοια προβλήματα.

Η προαναφερθείσα, λοιπόν, συρροή σκέψεων, με έκανε με δέος να ασπαστώ τον άνθρωπο που παιγνιωδώς υπαινίχθηκα νωρίτερα, τον Θεοδόση Πυλαρινό, όταν εκείνος μου εμφάνισε τον τόμο περί Φωστιέρη, εφόσον ήταν φως φανερό ότι είχα μπροστά μου την πρόσκληση, ή το κατώφλι, για να εισέλθω στον γνόφο, το ζείδωρο έρεβος, αυτό που ο Ιωάννης του Σταυρού αποκαλεί σκοτεινή νύχτα της ψυχής, ήτοι το στάδιο που απαιτείται, προκειμένου να ιδεί κανείς τ’ αστεράκι.

Προς το παρόν, δεν αναφέρομαι καν στα περιεχόμενα του βιβλίου αλλά στο πορτρέτο του ποιητή, το οποίο κοσμεί το εξώφυλλο, είδος νεύμα για να βαδίσουμε σε έναν τόπο Κρανίο: μάτσο κόκαλα, λευκασμένα οστά, τίμια λείψανα. Την τάση τους να ευωδιάζουν την έχετε ακούσει, αλλά μπορώ να μιλήσω και για νεκράνθεμα, ώστε να μην υπάρξουν επιστημονικές περί οστών αντιρρήσεις. Τέλος πάντων, το άρωμα δεν σηκώνει συζήτηση, έτσι θυμήθηκα τα νιάτα μου, κάτι λαθραναγνώσεις σχεδόν, από βιβλία με τίτλους όπως: Το θα και το να του θανάτου και Πολύτιμη λήθη, όπου τα τρία τελευταία ι γραμμένα με ήτα, μεγεθυμένα μέσα στην ήττα που γίνεται θρίαμβος, και κάπως έτσι άρχισα να υποψιάζομαι σε τι λογής νέκυια με καλούσε ο Πυλαρινός.

Να μπει κανείς ή να μην μπει;, αλλά είναι αργά για τέτοιες απορίες, από τη στιγμή που έχουμε γεννηθεί – σωστά;

Γι’ αυτό, λοιπόν, ομολόγησα, ήδη από τότε, την ανεπάρκεια του παιχνιδιού μου με τη λέξη πυλωρός, και ηθελημένα έσφαλα, διαβάζοντας στο εξώφυλλο, επί της κεφαλής του Φωστιέρη, υπό τύπον θυρεού, το όνομα Πυλαρινός ως Πυλάδης, για να αναφωνήσω, κομμάτι δραματικά: εδώ είμαστε!, στις Πύλες του Άδου, που είναι τα εξώφυλλα όλων των βιβλίων, αρκεί να πρόκειται περί μεγάλης και αληθινής τέχνης.

Θα μου πείτε, εδώ πρόκειται περί κριτικής: αυτό είναι το καλύτερο, το οποίο με στέλνει, με ένα παράδοξα πρωθύστερο σχήμα, στην Κεφαλονιά, στην Πύλαρο, συγκεκριμένα στη θέση Παλάτια (λόγου χάριν: της Σοφίας), δηλαδή στα μετά τον Φωστιέρη και τις φωτισμένες αβύσσους του ανεγερθέντα ανάκτορα ή, και για να επιμείνω στην εικονογραφία του κοιμητηρίου, στα επί του Φωστιέρη χαραγμένα και ανθοστόλιστα μάρμαρα, αναθήματα ή αψίδες, ή σε μιαν άσπρη και παντέρημη στήλη, ίσως στην οδό Σόλωνος, ίσως στα Κατάπολα, οπωσδήποτε, όμως, παρά θίν’ αλός.

Η πρώτη εντύπωσή μου, λοιπόν, ήταν ότι ο Πυλαρινός, τω όντι πανούργος, συγκρότησε ένα ιλιγγιώδες επιτύμβιο για τον ποιητή μας, ένα επίγραμμα κοντά στις τετρακόσιες σελίδες, γεγονός που μας υποχρεώνει να επανεξετάσουμε την αρνητική χροιά στο σχήμα λόγου: τον έθαψε, το οποίο περιγράφει την ειδεχθή συνήθεια της καταλαλιάς, και να το επαναφορτίσουμε με την απεριόριστη φροντίδα που απαιτεί η κηδεία για να είναι ωραία, δηλαδή γόνιμη, ανθοφόρος και αναστάσιμη.

Περαιτέρω, η τέχνη του επιγράμματος, η οποία μορφοποιείται στον εν λόγω τόμο εξαιτίας της ορισμένης (αλλά όχι οριστικής) συγκεντρωτικής του δυναμικής, συσσωματώνοντας υπό μορφή ψηφιδωτού τις περί τον Φωστιέρη κριτικές, κατά ένα χρονικό εύρος τεσσάρων δεκαετιών, υπομνηματίζει την υφαντική διάσταση αυτού του εγχειρήματος, και εμπλουτίζει την κηπουρική του Πυλαρινού, την ανθοκομία και την ανθολογία του, εκτός από τα νεκράνθεμα, να περιέχει επίσης τη μυρτιά και τη δάφνη, μπορεί και τα κυπαρίσσια και λίγους κλάδους ελαίας και, εν πάση περιπτώσει, όσα υλικά απαιτούνται για να προκύψει το έτερο σχήμα λόγου: πλέκω εγκώμιο.

Χρειάζεται κι εδώ προσοχή: μετά την καταλαλιά στην ταφή, είναι ανάγκη να ξεπεράσουμε και την κολακεία που παρεισέφρησε και αλλοίωσε την εντιμότητα του εγκωμιασμού, διότι, μία φορά αν έχουμε πάει στον Επιτάφιο, θα θυμόμαστε ότι το εγκώμιο, πολύ περισσότερο από έπαινος, είναι μια κατακόρυφη απαίτηση, μια ικεσία διέγερσης, ας πούμε κατά τον οίστρο της Παναγίας που φωνάζει: δος μοι λόγον, Λόγε!

            Βλέπετε γιατί λέω ότι ο Πυλαρινός είναι πανούργος; Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, έχει καθίσει τον ποιητή στο φέρετρό του, επί του φοβερού βήματος, και τον καλεί να λογοδοτήσει, όχι για αλλά τον βίο, δηλαδή τα έργα του: τη μελουργία του θανάτου και τη ζωή του που έγινε και έμεινε, και μένει ποίημα.

Εδώ που τα λέμε, τα λόγια μένουν, τα άλλα όλα παρέρχονται.

Η πλάκα, πάντως, (κι εδώ μπορεί να εννοώ την ταφόπλακα) είναι ότι ο λόγος, η ποίηση, που ποτέ δεν τελειώνει, έχει ήδη δοθεί, ακριβώς όπως στην παρομοίωση με τον Επιτάφιο έχει ήδη συμβεί η Ανάσταση. Προς τι, λοιπόν, οι απαιτήσεις;

Αίφνης, σκέφτομαι τις πολύτιμες κριτικές που φυλάσσει ο τόμος περίπου ως τις απελπισμένες χειρονομίες ενός ναυαγού, ο οποίος ματαίως φαίνεται να ζητά την αποκάλυψη του ποιητή, ή τη σωτήριά του παρέμβαση, πλην, κατά βάθος το ξέρει ότι ο ποιητής, ο βίος, τα έργα του, είναι ήδη η θάλασσα: ο πνιγμός, ο θάνατός του – του ποιητή; ή του αναγνώστη; Λοιπόν, αν είναι να λάβουμε τον προσφερόμενο λόγο, θα πρέπει να μετάσχουμε στον θάνατο του ποιητή, μετ’ έρωτος και στοργής, μιμούμενοι, ήτοι μυούμενοι, στις δικές του απελπισμένες χειρονομίες προς το μέρος μας, μάλιστα όταν εμείς τυρβάζαμε περί πολλά: μηνύματα στην μποτίλια, ραβασάκια στην άβυσσο.

Άραγε θυμάστε το λατινικό ρητό που λέει: η άβυσσος την άβυσσο επικαλείται; Στον κόσμο μου το λέμε: τα άγια τοις αγίοις. Ίσως ακούγεται κουραστικό, αλλά όλα δείχνουν ότι για να διαβάσουμε ποίηση πρέπει να γίνουμε ποιητές, όπως και για να γίνουμε άνθρωποι, καταπώς έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ, πρέπει να γίνουμε καλλιτέχνες.

Για να ζήσουμε, πρέπει προηγουμένως να πεθάνουμε, ενίοτε πολλάκις. Για να βγούμε, εν τέλει, από το ποίημα ζωντανοί, ως ουσιωδώς επί-ζώντες (δήλον ότι, η ζωή στο πολλαπλάσιο, στο ακέραιό της), πρέπει μέσα στο ποίημα να πεθάνουμε, αλλά και να πεθάνουμε το ποίημα: φυσικά και είναι μεταβατικός ο θάνατος, αεικίνητος στάση που συναιρεί το φτερό και την πέτρα, τον ουρανό και τη γη, το κενό και το πλήρωμα.

Αντιλαμβάνομαι, λοιπόν, ότι, με τόσες απελπισμένες χειρονομίες, ο κριτικός, όπως και ο αναγνώστης, κάποτε μαθαίνει να κολυμπά, αλλά αποκλειστικά στον βυθό, και καταδύεται στο αΐδιο παρόν, στη λυτρωτικά ανεπίκαιρη, υπέρ-χρονική ποίηση του Φωστιέρη, εκεί όπου το γνωστό του Ηρακλείτου, τα πάντα ρει, μπορεί να δεχτεί και μιαν ενδιαφέρουσα, αν μου επιτρέπεται, προσθήκη: για πάντα ρει, ειδικά όταν η εκπύρωση μεταστοιχειώνει το ύδωρ σε ποτάμι πυρός. Αυτή τη δροσιά προσδοκούμε.

Επειδή, όμως, μίλησα για μαθήματα κολύμβησης, αισθάνομαι υποχρεωμένος να διευκρινίσω ότι ο Πυλαρινός δεν έχει συγκροτήσει κανένα εγχειρίδιο με οδηγίες ανάγνωσης, κάθε άλλο. Στην πραγματικότητα, ο τόμος συνιστά έναν όντως οδηγό ανάγνωσης, υπό την έννοια ότι οδηγεί προς την ανάγνωση του ποιητικού έργου, ακόμα και κυριολεκτικώς, μέσα στο ίδιο το βιβλίο, οι συναγμένες κριτικές του οποίου εκβάλλουν στη θάλασσα, στο επίμετρο όπου ανθολογούνται ποιήματα του Φωστιέρη.

Όταν το είδα, σ’ εκείνη τη διαγώνια προσπέλαση, μετά τη συνάντηση με τον Πυλαρινό, γεννήθηκε η δεύτερη εντύπωσή μου γύρω από αυτή την υπόθεση, καθώς διαπίστωσα ότι, αν η ανθολόγηση αφορά στα ποιήματα, τότε η σύναξη των κριτικών σημειωμάτων θα πρέπει να αποδοθεί, επί το ακριβέστερο, με τον όρο σταχυολόγηση.

Υποθέτω ότι θα έχει πάρει το μάτι σας την εβραϊκή εκείνη λέξη, το σύνθημα schibboleth, που σημαίνει στάχυ, και που η προφορά του λειτουργούσε ως κριτήριο για να επιτρέπουν οι φρουροί των συνόρων την είσοδο, νομίζω ες γην Χαναάν: δεν θυμάμαι τώρα λεπτομέρειες, αλλά οι εχθροί τους δεν μπορούσαν να προφέρουν τη λέξη με σίγμα παχύ, όπως στην κυπριακή προφορά, έτσι έμεναν εκτός του νυμφώνος.

Προφανώς και δεν εννοώ ότι ο τόμος αποτελεί προϋπόθεση για να διαβάσει κανείς Φωστιέρη, μόνο που, έτσι και δεν τον έχει διαβάσει ή, όπως εγώ, δεν τον έχει διαβάσει ολόκληρο, σύγκορμο, μπορεί να θεωρείται βέβαιο ότι, κατόπιν του τόμου, με τα τσαρούχια ο αναγνώστης θα μπει στον νυμφώνα: παστάδα και νεκροκρέβατο, λίκνο και κάσα, ζωή και θάνατος, σκότος και φως, χωρίς καμιάν απολύτως αντίθεση.

Ας πούμε, λοιπόν, ότι σε μια δέσμη στάχια, προϊόν θέρους, ανασαίνει ο έρως, η υπόσχεσή του, καθώς ο Πυλαρινός μάς τάζει λουλούδια, προϊόντα του έαρος. Η τακτική, που επιβεβαιώνει την πανουργία του ανδρός, είναι γνωστή, στην εκδοτική βιομηχανία, υπό τον όρο teaser, νεοελληνιστί τηζεράκι, αρχαιοελληνιστί προδόρπιο, το δείγμα εκείνο που σου ανοίγει την όρεξη και σε ρίχνει στη μεγάλη περιπέτεια ενός ασυντέλεστα τελεσφόρου κορεσμού – για να μην πω οργασμού, μέρες που είναι.

Παρ’ όλο, όμως, που είναι αυτές οι μέρες, δεν γίνεται να αποφύγω την ακριβή απόδοση του αγγλικού όρου στα καθ’ ημάς, και μάλιστα στο συγκείμενο της ιστορίας μου, ως το ερωτικό πείραγμα, τον πειρασμό, με τον Πυλαρινό σε ρόλο Μεφιστοφελή, ή ορθώς μελωδούντος διαβόλου, αγγελιαφόρου, αγγέλου, να προωθεί τη στρατηγική της σαγήνης. Καίτοι άμοιρος φαουστικών αξιώσεων, φοβάμαι ότι έπεσα στην παγίδα, και η νεανική, σχεδόν ξεχασμένη μου σχέση με τον Φωστιέρη αναζωπυρώθηκε, σε ένα καμίνι ερωτικού και ερωτευμένου θανάτου, μισού δικού του, μισού δικού μου.

Και να σκεφτείτε ότι όλες κι όλες οι χοές, για να μπω στον Άδη, και εκεί ν’ ακούσω τον ποιητή μας, κατά το λογοπαίγνιο του Πεντζίκη, να άδει, ήταν ένας καφές και μια τυρόπιτα, κι αυτά κερασμένα.

Έτσι έφτασα στην τρίτη και τελευταία, προσώρας, εντύπωσή μου, σχετικά με τη συγκίνηση που προσπαθώ να σας εκφράσω εδώ, την ήμερα του Βαλεντίνου, όταν πέθανε η γηραιά μου φίλη Αλεξάνδρα, και έπιασα να ξαναδιαβάσω τον τόμο, αυτή τη φορά προσεκτικά, με το μολύβι και τους σελιδοδείκτες μου.

Συνειδητοποίησα, λοιπόν, ότι διάβαζα ένα νουάρ αστυνομικό μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να το είχε γράψει εξίσου ο Αισχύλος, ο Ντοστογιέφσκι ή ο Ρέιμοντ Τσάντλερ (όχι, όμως, η Αγκάθα Κρίστι) και που, εν προκειμένω, το έχει συνθέσει ο Θεοδόσης Πυλαρινός, διά της μεθόδου κολάζ, πυροδοτώντας έναν μεγάλο διάλογο εναρμονισμένων και ασυγχώνευτων φωνών, με ποικίλες εμβαθύνσεις, με αμέτρητα τεκμήρια, αποδεικτικά και πειστήρια, όσα ιερουργούν στο κενό την πληρότητα και στην απουσία την πεμπτουσία της σκοτεινής υποθέσεως, επιφορτισμένα, εν τέλει, και ευτυχώς, να τελούν το μυστήριο αντί να το λύνουν ή, προς Θεού, να το κόβουν.

Έτσι κι αλλιώς, δολοφόνος και θύμα εδώ πέρα ταυτίζονται, είναι ο Αντώνης Φωστιέρης, πιθανώς, και επειδή το έχω καημό να παίξω λίγο με το όνομα του ποιητή, ένας φωστήρ αμυδρός, η ηλιαχτίδα που ματαίως το παιδάκι πάει να αρπάξει στην κούνια του ή ο forestiere, ο μέγας ξένος, ο ανεξιχνίαστος. Μα είναι τυχαίο που ο Άγιος Αθανάσιος, επί τη μνήμη του οποίου έλαβα αυτό το θρίλερ, έχει βιογραφηθεί ως ο Μέγας Εξόριστος; Ο άλλος ξένος, που δεν είχε τόπο να γείρει το κεφάλι, απαντά με όσα ονόματα θέλουμε: ο Λόγος, ο Έρως, ο Ων: αυτόν ουδείς εώρακε πώποτε, παρά ως υπέρφωτο γνόφο, σκοτεινό έρωτα, μέσα σε απέραντη και μυστική ησυχία.

Το όνομα Θεοδόσης, από την άλλη, περιττεύει να πω τι δωρίζει και που, προ πάντων, δωρίζεται. Τούτων δοθέντων, θα πρότεινα αποφατικά να διαβάσει κανείς το παρόν μυθιστόρημα, μέχρι τη σελίδα υπ’ αριθμόν 431, οπότε θα έχει σχηματιστεί το αναγκαίο μηδέν, ο γνόφος για να πράξουμε τη μεγάλη κατάφαση, και ο Φωστιέρης θα μπορεί να κοιμάται ήσυχος, να πεθαίνει δηλαδή, στην ωραία ταραχή της γαλήνης. Σαφώς κι έχω κατά νου το ποίημα «Τα λόγια μένουν», το τέλος του.

Δηλαδή: Το μόνο που με ανησυχεί / (Καθόλου δεν με ανησυχεί, αστειεύομαι) / Είναι που απ’ όσα έγραψα / Από εκεί μονάχα θα με νιώσουν. / Στίχος γνωστός, καβαφικός. Και αξίωμα / Μα περισσότερο αντικλείδι για ν’ ανοίγουνε / Τα πιο ανοιχτά συρτάρια εξιχνιάζοντας / Φέρνοντας άνετα στο φως οι κρίνοντες / Τα φανερά. Συνθήκες βίου προσωπικού, / Του περιβάλλοντος, της εποχής. Πράξεις / Και λόγια που έφυγαν / Μένουν για πάντα, ως φαίνεται, να μας θυμίζουν. / Ποιες πράξεις απ’ τις τόσες άραγε, ποια λόγια; / Το μόνο που με ανησυχεί. // Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί / Τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν. // Δεν αστειεύομαι.

Με όλη την ελαφρότητα της αφήγησής μου, θα ήθελα να μη με πάρετε κι εμένα τελείως στ’ αστεία, γιατί τα πράγματα είναι σοβαρά: όλη η φροντίδα και ο κόπος που απαιτούνται, η μεγάλη μέριμνα της κηδείας, η κηπουρική της, η αφή του κεριού, δεν είναι για να μάθουμε τον ποιητή, τον βίο, το έργο του, παρά για να τον ξεχάσουμε σε μια μνήμη πλατύτερη, στην πολύτιμη λήθη της ατομικής και μαζικής μας στενότητας, στην αλχημική διά του θανάτου και του πένθους εκλέπτυνση που θα μας αποδώσει σε αληθινή κοινωνία με κόσμο, ανθρώπους και πράγματα, με τον ίδιο τον εαυτό μας, μεγαλύνοντάς μας στη διεύρυνση, όπως τη μακαριστή μου φίλη, ως μάτσο κόκαλα, λευκασμένα οστά, τίμια λείψανα.

Εκεί θάλλει η μόνη περίσσεια, η υπερχείλιση ζωής αθανάτου, μια σταγόνα ελαίου, πυρός ή θαλάσσης, η διαφάνεια που μου επιτρέπει να κοιτάζω, μέσα από τον επιζώντα νεκρό Αντώνη Φωστιέρη, τον ευρύ και κοινό ανθρώπινό μας χρονότοπο, τη γενική πατρίδα του Λόγου: τα λείψανα: τα λόγια: τα πρόσωπα.

Έκλεισα, που λέτε, το βιβλίο, αγνόησα τις σημειώσεις και τους σελιδοδείκτες μου, και κάθισα να γράψω αυτό το κείμενο, Κυριακή της Τυροφάγου, ανάμνηση της από του Παραδείσου τρυφής εξορίας του Αδάμ, κοιτώντας μόνο το εξώφυλλο, το πορτρέτο του ποιητή, το οποίο, ασχέτως αν ισχύει αντικειμενικά, μου αρέσει να το σκέφτομαι ως ακουαρέλα, υδατογραφία, νερομπογιά, ένα ντελικάτο αποτύπωμα: η ηχώ του νερού, η μνήμη της λήθης του, το φως του ζοφερού του βυθού.

Κάπου εκεί, σκέφτομαι, ανεμίζει ή αρμενίζει το αιώνιο κόκκινο φουλάρι σας, δάσκαλε, που εύχομαι να αυξηθεί ακόμα πολύ, και που είναι, όμως, από τώρα, όπως ήταν ανέκαθεν, το ολομέταξο μαντήλι που μένει, για τον αποχαιρετισμό και το αντάμωμα, μετά που η πεταλούδα έχει για πάντα χαθεί, μετά που έχει πράξει, δηλαδή, αυτό που ευαγγελίστηκε ο Έλιοτ, που το διακρίνω ως πύκνωση του δικού σας έργου.

Τον εν ζωή θάνατο μες στην αγάπη.

 

Κυριάκος Μαργαρίτης

 

[1] Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου: Για τον Αντώνη Φωστιέρη, Κριτικά κείμενα (ανθολόγηση-εισαγωγή-επιμέλεια Θεοδόσης Πυλαρινός), Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2017, στο Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, στις 21-2-2018.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία