Νικόλαος Κάλας: Ουδέν εχάθη/ τα πάντα μου ανήκουν

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική

 

Ο Κάλας ήταν ένας πληθωρικός ποιητής και εξίσου πληθωρικός θεωρητικός και κριτικός της τέχνης. Τηρουμένων των αναλογιών θα τον κατέτασσα στους μεγίστους τρεις πατέρες της σύγχρονης ελληνικής γραμματολογίας: τον Ηλία Πετρόπουλο που είχε αυτοσαρκαστεί με την αποκαθηλωτική φράση «Επέπρωτο να γίνω η Αλίκη Βουγιουκλάκη της λαογραφίας μας» και τον Μιχάλη Κατσαρό με την περίφημη ρήση «Τι θέλετε την ποίησή μου, δεν παίρνετε καλύτερα κανένα video;». Στην ίδια κλίμακα ριζοσπαστικά κριτικός κι ο Νικόλας Κάλας: «Ξέρετε, υπάρχει μια τάξις Ελλήνων η οποία νομίζει ότι η Λωζάννη είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδος»!..

O Δημήτρης Τζουμάκας στο ξεκίνημα του βιβλίου του Nicolas Calas, Ο Ερμαφρόδιτος στον Κήπο των γραμμάτων, (εκδ. «Ηρόδοτος», 2018, σε. 537) χαρακτηρίζει τον υποψήφιο διδάκτορα ως άτομο ιδιαιτέρως αγχωμένο και μανιοκαταθληπτικό. Νομίζω ότι αυτό ισχύει δια βίου σε κάθε έκφανση της δημιουργίας καθώς πάντα έρχεσαι στη θέση αυτού που προσπαθεί να δώσει νόημα, δομή κι υπόσταση σε έναν όγκο κοπιώδους έρευνας παρουσιάζοντας στο κοινό μια νέα και πρωτότυπη δουλειά που έρχεται να αντιπαρατεθεί ή να συμπληρώσει τα πολλά σπουδαία και σημαντικά που έχουν ως τώρα διατυπωθεί. Ισχύει σε κάθε αφιέρωμα του Μανδραγόρα, σε κάθε λογοτεχνικό εγχείρημα, στη σημερινή μου παρέμβαση, σε ένα δοκίμιο, στην ολοκλήρωση ενός έργου τέχνης λίγο πριν δοθεί στο κοινό –στην αδέκαστη κρίση του ή στην παγερή αδιαφορία του.

Ο Κάλας μάλιστα, που υπέγραφε ως «ποιητής, διαγνωστής και ασκών την πολεμική», έδινε έμφαση στα σχίσματα: πολιτικά, ιδεολογικά, καλλιτεχνικά, σε ό,τι ξεφεύγει του κανόνα (αυτό δεν είναι άλλωστε η πραγματική τέχνη; άσχετα αν ζήσαμε και ζούμε τον οδοστρωτήρα των κέντρων ανάδειξης ταλέντων από τα χρόνια του Καραντώνη, του Σπύρου Μελά, του Σαββίδη, μέχρι τον αλησμόνητο ΔΟΛ, το Μέγαρο Μουσικής του Λαμπράκη και τώρα το Ίδρυμα Νιάρχος). Αυτό που ονομάζουν εις την ιατρική σχιζοφρένεια είναι μια κατάστασις παραδειγματική, έλεγε ο Κάλας, όπως του Βαν Γκογκ, του Χαίλντερλιν στην ποίηση, του Μπλέικ, οι οποίες όμως είναι πολύ ενδιαφέρουσες για την ποίηση, διότι η ποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται μόνον εις [ ] το τακτικό. Τουναντίον, [ ] η τέχνη γενικώς η μοντέρνα είναι εξπρεσιονιστική, δηλαδή είναι εκφραστική του ατόμου, και σε μεγάλο μέρος είναι και σχιζοφρενική. Δηλαδή ο ειρμός λείπει. Αντί να έχομε μια δομή λογική έχομε μια σειρά από διακοπές και διαφοροποιήσεις οι οποίες πολύ δύσκολα συνενώνονται. Και αυτό έχει το ενδιαφέρον κατ’ εμέ εις την ποίησιν. Εδώ μια σημείωση αναγκαία γιατί τίποτε δεν είναι αυτονόητο: όταν αναφέρομαι στη σχετική με τη «σχιζοφρένεια» ρήση του Κάλας, την οποία επικροτώ, ασφαλώς και δεν αφήνω καμία αιχμή. Τουναντίον έχω τη βεβαιότητα ότι η υγιής και ρηξικέλευθη φύση του αποτελεί πρότυπο απέναντι στη σεμνότυφη αστική υποκρισία. Αλλά και στη πλαδαρή πληκτική τέχνη που προβάλλεται ως θέσφατο κι αποθεώνεται στην κοινοτοπία της. Τέχνη σημαίνει σχίσιμο, κόψιμο στα δυο κι αυτό εννοεί ο Κάλας. Όπως κι ο Κafka ο οποίος βλέπει  «ένα βιβλίο [ως] τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας». Φράση που, παρεμπιπτόντως, προτάσσει ο Ηλίας Πετρόπουλος στο «εγχειρίδιον του καλού κλέφτη». ο.ε.δ. Ο νοών νοείτω, ή κατά τον Μπιθικώτση «Πού να σου εξηγώ;».

Επομένως η αξία του βιβλίου του Τζ. εξαρτάται από τον βαθμό απόκλισής του απ’ τον κανόνα, αλλά και της πολλαπλότητας των αναγνώσεων με την αποφυγή κάθε είδους «μονοθεΐας» που είναι απευκταία, κατά τον Κάλας, ο οποίος υπεραμύνεται της συνύπαρξης όλων των ρευμάτων και όλων των αληθειών σε μια δημιουργική αντίθεση του ενός απέναντι στο άλλο.

Κι από την άποψη αυτή ο Τζουμάκας καταφέρνει να είναι συνεπής με τις αρχές του Κάλας εκθέτοντας στον αναγνώστη του ένα πλήθος στοιχείων μέσω των οποίων σκιαγραφείται το έργο και η προσωπικότητα του Κάλας και αναδεικνύεται η βαρύνουσα θέση του όχι μόνο στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα αλλά και στην ταξική διαπάλη μέσα στην κοινωνία. Όπως σωστά σημειώνει ο Τζ. ο Κάλας ήρθε να αντιτάξει μια διεθνιστική και κοσμοπολίτικη αντίληψη απέναντι στη φιλτραρισμένη (άνευρη και ακίνδυνη θα πρόσθετα) ιδεολογία της ελληνικότητας που διαμόρφωσε η γενιά του: «Κάποιοι από τους εκπροσώπου της γενιάς του ’30, είδαν στο πρόσωπο του Κάλας έναν επικίνδυνο εχθρό που δεν επιζητούσε μόνο διαρθρωτικές αλλαγές του λογοτεχνικού κανόνα, αλλά την ολοσχερή ανατροπή του, έναν αντίπαλο που επιζητούσε την ανατροπή της ίδιας της τάξης που διαμόρφωνε αυτόν τον κανόνα. Έτσι εξηγείται η εμπαθής επίθεση του Καραντώνη ο οποίος σε μακροσκελές άρθρο του στο περιοδικό Ιδέα το 1933, με ψηφισμένο το Ιδιώνυμο του Βενιζέλου από το ’29, κατηγορεί τον Κάλας για κομμουνιστή, φροϋδιστή και υπερμοντερνιστή». φθάνοντας έως του σημείου να τον λοιδορεί επειδή είναι πλούσιος και ωραίος σημειώνοντας ο Καραντώνης ότι ο Κάλας «είναι πλουτοκράτης και γράφει για να γοητεύει τις πολυτελείς δεσποινίδες» (σ. 28)

Το πρόβλημα έως τις μέρες μας είναι ότι ο Κάλας έμεινε παραγνωρισμένος ακόμη και από ΥΠΠΟ. Αν εξαιρέσουμε κάποιες ελάχιστες και σύντομες αναφορές, 1-2 άρθρα σε ελληνικά περιοδικά και το βιβλίο του Κείμενα Ποιητικής και Αισθητικής με επιμέλεια των Αλέξη Ζήρα και Αλέξανδρου Αργυρίου (εκδ. Πλέθρον, 1982) στις αρχές της δεκαετίας του ’80, κι ελάχιστα στην επέτειο των δεκάχρονων από τον θάνατό του –να εντάξουμε εδώ και το βραβευθέν πόνημα της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, Ά-νοστον ήμαρ, οδοιπορικό της σκέψης του Νικόλα Κάλας (εκδ. Άγρα, 1998)[1], για πολλά χρόνια υπήρξε σιωπή κι επομένως δικαιολογημένη άγνοια του αναγνωστικού κοινού. Πάντως, κι εδώ εντάσσεται και η δημοσίευση της μελέτης Ο Ερμαφρόδιτος στον κήπο των γραμμάτων του Τζ., τα τελευταία χρόνια –ιδίως από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα που συνέπεσε με τη συμπλήρωση των εκατοντάχρονων από τη γέννησή του[2]– δικαιώνει τον αφορισμό του Κάλας «Δεν γράφω για να διαβαστώ, αλλά για να ξαναδιαβαστώ».

Τα αυτονόητα:

  1. Σκοπός της έρευνας να εξεταστεί το ποιητικό και κριτικό έργο του κατά κόσμον ελληνοαμερικανού συγγραφέα Νικολάου Καλαμάρη (Λωζάννη 1907-Νέα Υόρκη 31.12. 1988) γνωστού και ως Μ[αξιμιλιανός] [Ροβε]Σπιέρος, Νικήτας Ράντος και Nicolas Calas με το οποίο το 1938 υπέγραψε στο Παρίσι το θεωρητικό του έργο Εστίες πυρκαγιάς που μεταφρασμένο από τη Γιάννα Σαββίδου, πρόλογος της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, κυκλοφόρησε, εξήντα χρόνια μετά στην Ελλάδα, τον Δεκέμβριο του 1997. Όπως σημειώνει ο Τζ. (σ. 53-54), από ένα κείμενο του Κάλας δημοσιευμένο το 1945 στη Ν. Υόρκη στον Εθνικό Κήρυκα, το «Κάλας» δεν αποτελούσε μόνο σύντμηση του πατρωνυμικού του (θέλοντας ούτως ή άλλως να διακόψει κάθε δεσμό με τον φιλοβασιλικό, μεγαλοαστό και αποτυχημένο ποιητή πατέρα του) αλλά και συνταύτιση του ονόματός του «με εκείνο του ατυχούς θύματος εκκλησιαστικού φανατισμού, τον Ζαν Κάλας, τον οποίον υπεστήριξε με το υπέροχόν του θάρρος ο Βολτέρος. Το όνομα αυτό», συνεχίζει ο Κάλας «αποτελεί για μένα τρόπον τινά μια εγγύηση ότι θα αφιέρωνα τη ζωή μου στον αγώνα κατά της αδικίας».
  2. Ο τόμος των 538 σελίδων ξεκινά με ένα σύντομο (άλλωστε δεν είναι και πολλοί σύγχρονοί του που ασχολήθηκαν με το έργο του) απάνθισμα κριτικών κειμένων. Προφανώς για να προλειάνει το έδαφος της αποσιώπησης/άγνοιας του πολυσήμαντου έργου τους Κάλας και να εκθέσει τις εμπαθείς επικριτές του. (Δεν μπορεί να δηλώνεις κομμουνιστής και να χαίρεις άκρας υγείας στο σύστημα. Πέραν του Ρίτσου που ’χε πίσω του ένα κομμουνιστικό κόμμα και μάλιστα στη μουδιασμένη για τους αστούς περίοδο της μεταπολίτευσης, κανείς άλλος ξεκρέμαστος δεν μπόρεσε να «επιβιώσει» του συστήματος.)

Στη συνέχεια του τόμου έχουμε τα βιογραφικά στοιχεία, τις αρχειακές πηγές και την εργογραφία του Κάλας και στη συνέχεια σε δύο μέρη τον εξετάζει ως ποιητή και ως θεωρητικό

  1. Στη διατριβή ακολουθείται μια χρονολογική περιδιάβαση στο ποιητικό έργο του Κάλας (που εμπεριέχεται στην Οδό Νικήτα Ράντου και στο Γραφή και φως, Ίκαρος, 1983) και στο δοκιμιακό –κατά τη γνώμη μου ο σημαντικότερος θεωρητικός του υπερρεαλισμού και εκ των σπουδαιοτέρων τεχνοκριτικών, βαθύς γνώστης της λογοτεχνικής και εικαστικής τέχνης, με έναν συγκριτικό λόγο που βρίθει αναφορών, φιλοσοφικών στοχασμών και πολυπρισματικών ρηξικέλευθων αναζητήσεων.

Όλα αυτά εμπεριέχονται στα αποσπάσματα κριτικών κειμένων, άρθρων και αλληλογραφίας του, υλικό που διατρέχει τις σελίδες της μελέτης. Ο ποιητής Κάλας καταλαμβάνει τις σελίδες 107-268 και ο θεωρητικός τις σελίδες 271-464. Στο Β’ κεφάλαιο αυτό του θεωρητικού ο Κάλας εξετάζεται τρισυπόστατα: ως κριτικός/θεωρητικός της ελληνικής λογοτεχνίας, στην πρώτη του περίοδο, ως θεωρητικός του υπερρεαλισμού στη Β’ γαλλική περίοδο της ζωής του και τέλος από το 1940 και μετά ως αμερικανός θεωρητικός του υπερρεαλισμού και ως αμερικανός τεχνοκριτικός. Η περιοδολόγηση ακολουθεί και οργανώνεται με βάση το περιεχόμενο/ενδιαφέροντα των κειμένων του Κάλας.

Σε ένα από τα σημαντικά περιοδικά του Μεσοπόλεμου, «Κύκλος» (1931-1939 και 1945-47) του Απόστολου Μελαχρινού[3] ο Κάλας, (Απρίλιος 1933, σελ. 85-86) δηλώνει: «Είμαι κομμουνιστής στις πολιτικές μου πεποιθήσεις, ο υπερρεαλισμός με ενδιαφέρει στη τέχνη και στη ζωή περιφρονώ πολλούς ηθικούς κανόνες». (Τζ. σελ. 165). Σε αυτές τις αρχές/υπόβαθρο εστιάζεται η πεμπτουσία του έργου του Κάλας που κινείται μεταξύ Μαρξ, Φρόιντ και υπερρεαλισμού, με το τρισυπόστατο «ποίηση, έρως, ελευθερία», όπως το προσδιόριζε ο Μπρετόν, ν’ αποτελεί το γνώμονα του έργου και της ζωής του Κάλας, που όπως γράφει κι ο Τζ (σελ. 179) «τράβηξε μέχρι τα άκρα την υπερρεαλιστική θεωρία, όπως φαίνεται και από το Προς ένα τρίτο σουρεαλιστικό Μανιφέστο.» Άλλωστε οι υπερρεαλιστές δεν ήθελαν να κάνουν τέχνη, ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, έτσι τουλάχιστον δήλωνε το 1930 ο Μπρετόν στο Δεύτερο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού: «Ο σουρεαλισμός δεν φοβάται να αποβεί ένα δόγμα της απόλυτης εξέγερσης».

  1. Ενδεικτικό και το ποίημά του Κάλας που αποτέλεσε (πιθανόν) και την έμπνευση του τίτλου στο βιβλίο του Τζ.: Ο Ερμαφρόδιτος [ένα κράμα του Ερμή με τη θεά Αφροδίτη] στον κήπο των γραμμάτων, δανεισμένος από τους στίχους του Κάλας:

Άθεος μονάχα ο Ερμαφρόδιτος
του κήπου των Γραμμάτων
«Ειμί ο ων». Πρεσβεύει
πως το καλόν είναι ασθένεια του
κακού
και ότι καταπολεμιέται
απ’ τους αλχημιστές του λόγου
από πλανόδιους ταχυδακτυλουργούς
κι άλλους πεπλανωμένους
σε μια διασταύρωση τέμνει
η τύχη την ιστορία
σε άλλη την αγάπη.
Έτσι ξαναγεννιέται η Ελευθερία.

(Τον Κήπο των γραμμάτων μπορεί να εμπνεύστηκε ο Κάλας από τον  Κήπο των χαρίτων του Καισάριου Δαπόντε). Ως έργο δε εξωφύλλου επιλέγεται, ελπίζω όχι τυχαία από τον Τζ., η εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας με τον Άγιο Χριστόφορο κυνοκέφαλο, μια απεικόνιση της ύστερης περιόδου της Τουρκοκρατίας 17ο-18ο αι. Μια εικόνα που ταιριάζει στην ανθρωποφάγα μανία που ανέπτυξαν οι σύγχρονοι του Κάλας απέναντί του).

  1. Ο επίλογος είναι σύντομος, δεν περιέχει συμπεράσματα, δεν φιλοδοξεί να καταφύγει σε νέες θέσεις. Αρκεί στον Τζ. η έκθεση των απόψεων του Κάλας και η υπεροχή τους έναντι των συγχρόνων του. Ο Τζ. επιλέγει να σχολιάζει εν τη γενέσει τους τα κείμενα που παραθέτει. Ενώ για το επίμετρο διάλεξε το κριτικό σημείωμα του Καραντώνη που προαναφέραμε στο περιοδικό «Ιδέα», (τχ. 7, Ιούλιος 1933, σελ.120-126) και το σημαντικότατο κείμενο του Κάλας, του 1940, «Προς ένα τρίτο υπερρεαλιστικό μανιφέστο», όπου μεταξύ άλλων γίνεται λόγος για το τέλος του ουμανισμού, την έξαρση του ατομικισμού, για την [ανάγκη] εκδίωξης των τελευταίων λειψάνων του σταλινισμού –ήταν νωπή η δολοφονία του Τρότσκι, ενώ δηλώνει ότι προβλέπει την αποτυχία του υπερρεαλισμού εάν δεν πραγματοποιηθεί η επανάσταση που επαγγελόταν. Στο Μανιφέστο αυτό ο Κάλας καλεί τους σουρεαλιστές να δώσουν νέα πνοή στο κίνημα πυκνώνοντας τις τάξεις του υπερρεαλισμού στη Νέα Υόρκη. (Καταφέρεται κατά του Ελυάρ, που παραμένει πιστός στο κομμουνιστικό κόμμα παρά τις σταλινικές παρεκβάσεις, επικρίνει τον κοσμοπολιτισμό του Νταλί, για τον οποίο προβλέπει τις παλινωδίες και τις ακρότητες των απρόβλεπτων συμπεριφορών του, ενώ αποστασιοποιείται δικαίως από τη άκρατη θρησκοληψία του Έλιοτ την οποία προλέγει πριν την εμφάνισή της με τη λήξη του πολέμου.)
  2. Στη γραφή του ο Τζ. είναι ζωντανός, επαναστάτης και αναπαραστατικός, διαπνέεται από πάθος, χαρακτηρίζει τον Κάλας ως τον πρώτο και τελευταίο Έλληνα ουμανιστή που αποζητά μια νέα αντίληψη να αντιτάξει στον «αποθνήσκοντα ανθρωπισμό», ως τον διανοούμενο «που πιστεύει στη “συγκίνηση” ως τον κύριο επαναστατικό μοχλό που παράγεται στο πεδίο της τέχνης». Ένα έργο βαθειά πολιτικό που αντιστέκεται στην ισοπεδωτική αποκαθηλωτική μανία των καιρών μας. Τείκά δεν υπάρχει μόνον ο μεταμοντέρνος νεοφιλελευθερισμός της Μέρκελ και του Τσίπρα. Υπάρχει και η επαναστατική διαχρονική τέχνη του Νικόλαου Κάλας.

 

Κώστας Κρεμμύδας

 

[1] Να εντάξουμε εδώ και το Γιώργος Θεοτοκάς-Νικόλας Κάλας, Μια αλληλογραφία, σε εισαγωγή και επιμέλεια της Ι. Κωνσταντουλάκη Χάντζου, εκδ. Πρόσπερος, 1898 και τις Εστίες πυρκαγιάς, εκδ. Gutenberg, Δεκέμβριος 1997.

[2] Στην αλλαγή του κλίματος των τελευταίων ετών να προσθέσουμε το πρώτο Διεθνές συνέδριο για τον Κάλας που οργανώθηκε από τον Μανδραγόρα, τον Τομέα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και τον Δήμο Κομοτηνής, τον τόμο του Μανδραγόρα Νικόλαος Κάλας, Ξαναδιαβάζοντας το έργο του (2006), το αφιέρωμά μας στον Ν.Κ. στα τεύχη 35 και 36 του Μ., τα Δεκαέξι Γαλλικά ποιήματα & την αλληλογραφία του Νικόλαου Κάλας με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς, σε επιμέλεια και μετάφρασηΣπήλιου Αργυρόπουλου-Βασιλικής Κολοκοτρώνη, εκδ. Ύψιλον 2002, τον τόμο του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου, “Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι”, Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης, (Εμπειρίκος, Κάλας, Εγγονόπουλος), εκδ. Άγρα, 2012, Νικόλαος Κάλας: Βίος και πολιτεία, Η συνέντευξη για τα Αρχεία της Αμερικανικής Τέχνης το 1977, Νικόλαος Κάλας, Πολ Κάμινγκς, σε επιμέλεια μετάφραση: Σπήλιος Αργυρόπουλος, Βασιλική Κολοκοτρώνη, εκδ. Ύψιλον, 2012, τη διατριβή της Λένας Χοφ που εκδόθηκε το 2014 στην Κοπεγχάγη με τίτλο Nicolas Calas and the Challenge of Surrealism, το βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιωργη Ο Μοντερνιστής κριτικός Νικόλος Κάλας, Μια ποιητική εικόνων, ρημάτων, πραγμάτων, εκδ. Αρμός, 2018)

[3] Αφιέρωμα στον Μανδραγόρα, τεύχος 20-21.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία