Εικόνες | Ίσως τον έλεγαν Ζαν

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

«Ο Ζαν ήτανε Γάλλος και παραθέριζε τα καλοκαίρια στο σπιτάκι που είχε σκαρώσει ο Ζ. (δε γράφω ολόκληρο το όνομά του, έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία τώρα το πρόσωπο) κοντά στη θάλασσα, καμιά ώρα ποδαρόδρομο απ’ το χωριό. Το νοίκιαζε αυτό ένας ιδιόρρυθμος ξένος για να ξεφύγει, όπως έλεγε, απ’ τη ζαλάδα της χώρας του. Ο Ζαν ήτανε γιος του, ανιψιός του; Κανείς δεν ήξερε. Τον είχα συναντήσει μια φορά καταμεσήμερο στο δρόμο, ανεβασμένη στο γαϊδούρι μας.

Εκείνος γύριζε από το μπάνιο με το μαγιό του και μια πετσέτα στους ώμους, γυαλίζανε στα μαλλιά του οι σταγόνες του νερού. Είχε σταθεί στην άκρη του δρόμου και με παρατηρούσε. Απ’ τη μια μεριά του σαμαριού τα πόδια μου, από την άλλη ένα σακί ξυλοκέρατα, φαΐ για τις γίδες που βόσκανε σ’ ένα χωράφι μας μισή ώρα πιο πέρα.

Ποιος τα κανονίζει αλήθεια; Η μια, μαυροψειριασμένη πάνω στο γαϊδούρι και ανάμεσα στα κλήματα κι ο άλλος ηλιοθεραπεία δίπλα στο κυμοθάλασσο και μπλουμ! στο νερό για δροσιά και άσκηση.

Τον κοίταζα κρυφά κάτω από τα μισόκλειστα μάτια μου. Ντρεπόμουνα πολύ για τις μισοχαλασμένες σαγιονάρες, το παλιό φουστάνι, τα μαύρα μου νύχια. Τσίγκλισα το γαϊδούρι κι εκείνο με έκανε να ντραπώ περισσότερο γιατί άρχισε να τρέχει και να τσινάει σαν τρελό. Τίναζε τη μούρη του να πετάξει τα χαλινάρια και γκάριζε δυνατά πολύ, ταράζοντας την ησυχία του τοπίου.

Τον είχα συναντήσει πάλι. Μια φορά μάλιστα μου ζήτησε με νοήματα να με φωτογραφήσει. Ήμουνα και τότε με το ίδιο παλιό φουστάνι. Χαμογελούσα αμήχανα στη φωτογραφία. Τα μαλλιά μου πέφτανε κακοχτενισμένα στα μάτια, πετάγανε κοντά στ’ αυτιά και λίγα ήτανε δεμένα πίσω, μια φτωχή αλογοουρά.

Την έχω ακόμη αυτή τη φωτογραφία. Μέσα στο παλιό άλμπουμ πίσω από τη ζελατίνα. Μου την είχε στείλει ταχυδρομικώς κείνο το μακρινό φθινόπωρο απ’ τη χώρα του κι ακόμη θυμάμαι την ταραχή μου, όταν πήρα τον φάκελο. Απορούσα πώς είχε ανακαλύψει το επώνυμό μου, αφού δεν του τόπα ούτε τότε ούτε καμιά άλλη φορά.

Η καρδιά μου χτυπούσε για καιρό δυνατά κι ακατάστατα. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι στο μικρό δωματιάκι, πάνω στο σκληρό στρώμα που μύριζε ξεραμένο χόρτο και έτριζε σε κάθε κίνηση του κορμιού μου, ονειρευόμουν. Ήθελα να σπουδάσω για να μπορέσω να συνεννοηθώ με τον Ζαν. Να γίνω ανεξάρτητη γυναίκα για να μπορέσω να ταξιδέψω κιόλας στη χώρα του. Βιαζόμουν να μεγαλώσω, γι’ αυτό ξάπλωνα στο κρεβάτι κι ονειρευόμουν.

Στη μύτη μου έχω και τώρα ακόμη  τη μυρωδιά απ’ τις καλαμιές, τη σάλμη, όπως τη λέγαμε, που γεμίζαμε τα στρώματα, έτσι όπως ήμουνα ξαπλωμένη μπροστά στο στενό τοίχο κι απέναντι στα εικονίσματα. Μαζί και άλλες μυρωδιές, μουδιάζουνε τώρα το μυαλό μου. Δεν είναι να νιώθει κανείς νοσταλγία για κείνες τις στενεμένες εποχές. Μόνο τα νιάτα, που ’τυχε να ’χουμε τότε, νοσταλγούμε. Τα άλλα όλα δύσκολα και βαριά. Μην ακούς τι λένε όσοι δε θέλουν – για διάφορους λόγους – να ζήσουνε το παρόν».

Για την αντιγραφή Ελένη Γ.