Γιώργου Συμπάρδη, Αδέλφια

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

Οικογενειακά Συμπλέγματα

Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη Αδέλφια, Μεταίχμιο 2018 έχουν γραφεί ήδη πολλά. Μια ακόμη τοιχογραφία χαρακτήρων της μικρομεσαίας τάξης των Ελλήνων όπως διαμορφώνεται από τις κοινωνικές συνθήκες. Ήρωες της καθημερινής ζωής, δίπλα μας, που στα έργα του Συμπάρδη φωτίζονται, όπως αξίζει να φωτίζεται κάθε άνθρωπος, με κατανόηση. Όπως φωτίστηκαν και στα έργα του οι γυναίκες στην Υπόσχεση γάμου, Μεταίχμιο 2012 και Μεγάλες γυναίκες, Μεταίχμιο 2015. Η κυρία Μπρομπονά.

Τα αδέλφια κινούνται σε βάθος χρόνου, κατά εκεί που πάει η οικονομία, από τα πρώτα μεταμφυλιακά χρόνια μέχρι τη δεκαετία του 1960 σε μια επαρχιακή πόλη κοντά στην Αθήνα, που είναι η Ελευσίνα και ας μην κατονομάζεται. Είναι χρόνια που η Ελλάδα προσπαθεί να σηκωθεί στα πόδια της και είναι και τα χρόνια ενηλικίωσης του αφηγητή, δευτερότοκος γιος οικογενείας, με τον πατέρα καφετζή και ταβερνιάρη στο επάγγελμα και τη μάνα στα οικιακά. Όλη η οικογένεια, μάνα και παιδιά, βοηθούν στο μαγαζί, τη μοναδική πηγή εσόδων. Και τα δύο αδέλφια λοιπόν εμπλέκονται στο επάγγελμα του πατέρα –πατέρας αφέντης στην κυριολεξία– μέχρι που ο μεγάλος διαρρηγνύει τις σχέσεις μαζί του –χωρίς όμως να ξεκόψει πραγματικά. Όσο μεγαλώνει ο αφηγητής τόσο ψηλώνει κι η πόλη. Οικοδομές και ο πρωτότοκος προσανατολίζεται σε μικρή ηλικία να εργαστεί στον τομέα των οικοδομών μέχρι που φτάνει να δημιουργήσει δικό του συνεργείο.

Τα αδέλφια ανήκουν στη σχολή του Ρεαλισμού όπως την ήθελε ο Γκέοργκ Λούκατς. Την οργανική σύνθεση του γενικού και του ιδιαίτερου τόσο στους χαρακτήρες όσο και στις καταστάσεις. Έτσι ορίζει τον Ρεαλισμό στον πρόλογο των μελετών του για τον Ευρωπαϊκό Ρεαλισμό (Εκδοτικό Ινστιτούτο Αθηνών 1957, μτφρ. Τίτος Πατρίκιος). Ένα ξεχασμένο, σημαντικό βιβλίο.

Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος γράφοντας για τα αδέλφια στο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» για τον Συμπάρδη (τεύχος 1881, Ιούνιος 2019) αναφωνεί «Ρεαλισμός λοιπόν, με το συμπάθιο… ο Ρεαλισμός ζει». Είναι οι χαρακτήρες, οι συγκρούσεις των δύο αδελφών, ο πατέρας αφέντης, η τρυφερή και θεληματική μάνα. Είναι η Ελευσίνα ο περίγυρος γειτόνων και συγγενών και οι καταστάσεις των ετών εκείνων που επηρεάζουν τα δύο αδέλφια. Οι χαρακτήρες του βιβλίου ολοκληρώνονται –κυρίως του πρωτότοκου Θανάση– όπως τους βλέπει ο γυμνός οφθαλμός του δευτερότοκου αφηγητή.

Θέλω να σταθώ ιδιαιτέρως, στην ρεαλιστική απόδοση της σχέσης των δύο αδελφών μεταξύ τους και την ποίηση του ρεαλισμού αυτού όταν πηγαίνει προς το τέλος της η ιστορία. Η σχέση των δύο αδελφών είναι η κόκκινη κλωστή που γυρίζει την ιστορία.

Ο αφηγητής είναι τρία χρόνια μικρότερος του πρωτότοκου. Η διαφορά τριών-τεσσάρων ετών μεταξύ δύο αγοριών αδελφών είναι η κατάλληλη κατά τους ψυχαναλυτές για τα συμπλέγματα που αναπτύσσονται εντός της οικογενείας αρχικά από τον πρωτότοκο κι αργότερα από τον δευτερότοκο. Για να επακολουθήσουν στις μεγαλύτερες ηλικίες οι ανταγωνισμοί για τον θρόνο, την περιουσία κ.λπ.

Τόσο ο Φρόυδ όσο κι ο Λακάν έχουν γράψει για τα συμπλέγματα του πρωτότοκου προς τον μικρότερο κατά τη γέννησή του αλλά και ο Λακάν περί του συμπλέγματος «παρείσφρησης» του ενός στη θέση του άλλου. Πρόκειται για κοινωνικο-ψυχολογικά συναισθήματα που βοηθούν στην κοινωνική προσαρμογή, στην κατανόηση κοινωνικών κανόνων συμπεριφοράς, ή όχι; Μπορεί να καταλήξουν σε νευρολογικές παθήσεις; Στην νεοελληνική βιβλιογραφία αξίζει να αναφερθούν οι μελέτες του περιοδικού «ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ», τεύχος 2ο, Πλέθρον, Ιούλιος 2010, που απαντούν στα ερωτήματα αυτά για τον αδελφικό δεσμό και το βιβλίο του ψυχαναλυτή και συγγραφέα Ζαν-Μπερτράν Πονταλίς Αδελφός του προηγούμενου, Εστία, 2009, με αυτοβιογραφικές αναφορές και ανθολογήσεις μύθων, μυθιστορημάτων και μελετών σχετικές με τις αντιπαλότητες των δύο αδελφών με μικρή διαφορά μεταξύ τους ή και την αλληλοεξάρτησή τους.

Στο περιοδικό «ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ» έχει δημοσιευθεί το κείμενο του Φρόυδ μια παιδική ανάμνηση που αναφέρεται σε συμπτώματα ασθενών του κατά την παιδική τους ηλικία εν σχέσει με τη γέννηση δευτερότοκου αδελφού. Με αυτήν την αφορμή, αναλύει ένα συμβάν της παιδικής ηλικίας του Γκαίτε, όταν τριών ετών και τριών μηνών γεννήθηκε ο δευτερότοκος αδελφός του. Ο Γκαίτε τότε έσπαγε πιατικά στον δρόμο. Μια ενέργεια, –όπως συμπεραίνει ο Φρόυδ–, διοχετεύοντας την οργή του κατά του «παρείσακτου» αφενός, αφετέρου συμβολικά για να τον εξορίσει από το σπίτι. Μάλιστα όταν ο δευτερότοκος ασθένησε και πέθανε μικρός, παρατήρησαν στον εξάχρονο τότε Γκαίτε, ότι δεν έκλαψε για τον θάνατο του αδελφού του. Τότε ο Γκαίτε τους οδήγησε στο δωμάτιό του για να δείξει ζωγραφιές που ζωγράφιζε για να διδάξει με αυτές τον αδελφό του.

Από το ίδιο περιοδικό αντλώ τις παρατηρήσεις του Rene Kaes για το αδελφικό σύμπλεγμα. Το σύμπλεγμα ορίζεται κλασικά σαν ένα οργανωμένο σύνολο ασυνείδητων αναπαραστάσεων και ασυνείδητων επενδύσεων το οποίο συγκροτείται βάσει φαντασιώσεων και διϋποκειμενικών σχέσεων στις οποίες το άτομο παίρνει τη θέση του ως επιθυμούντος υποκείμενου σε σχέση με άλλα επιθυμούντα υποκείμενα.. Αυτό συμβαίνει με το οιδιπόδειο αλλά και με το αδελφικό σύμπλεγμα. Επομένως και τα δύο διαπερνώνται από τη συγκρουσιακότητα.

Ανάμεσα στις κριτικές ανθολογήσεις του Πονταλίς είναι και αυτή που αφορά τη σχέση των αδελφών Προύστ, του πρωτότοκου Ρομπέρ που έγινε γιατρός, όπως ο πατέρας του, και του δευτερότοκου Μαρσέλ του μεγάλου συγγραφέα, όπως η σχέση αυτή προκύπτει από την αλληλογραφία τους. Αναρωτιέται ο Πονταλίς: Δεν εξαναγκάζονται (τα αδέλφια) να χωρίσουν, να καταστήσουν σαφή τη διαφορά τους; Να πάει ο ένας από τη μεριά της λατρεμένης περιφρονημένης μητέρας και ο άλλος από τη μεριά του θαυμαστού και αξιοσέβαστου πατέρα; Έτσι έγινε. Ο μικρός αφιερώθηκε στη λογοτεχνία κι ο μεγάλος ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα.

Αν οι ψυχαναλυτές σήμερα θα ήθελαν να εμπλουτίσουν τις μελέτες τους, θα έβρισκαν στον ρεαλισμό του βιβλίου του Συμπάρδη, παραδείγματα και αναφορές για τα αδελφικά συμπλέγματα. Πως ο μεγάλος κάνει το δάσκαλο στον μικρό, πως ο μικρός αρχίζει να βοηθά στο μαγαζί του πατέρα του μιμούμενος τις κινήσεις του μεγάλου, πως ο μεγάλος με το δικαίωμα του πρωτότοκου –όπως λέει– βουτά και φορά αυτό το καινούριο σακάκι του μικρού, πως ο μικρός παρακολουθεί κρυπτόμενος τις ερωτικές επιτυχίες του μεγάλου παρεισφρέοντας νοητικά στη θέση του αλλά και στη θέση των κοριτσιών που προδίδει ο σκληρός γυναικοκατακτητής, ο μεγάλος. Πως ο μικρός κλίνει προς τη μεριά της περιφρονημένης μητέρας και οι επιθυμίες του είναι προς τις τέχνες ενώ ο μεγάλος γίνεται επαγγελματίας σαν τον πατέρα του. Ένας μεγάλος που επιμένει να υποτάξει τον μικρό κι ένας μικρός που δεν το βάζει κάτω. Στους καυγάδες, δεν αμύνεται μόνο. «Όλο κάτι ζητούσε ο ένας από τον άλλον και δεν το έδινε ο άλλος». Μια συνεχής επιθυμία κι από τους δύο να γίνουν ένα. Να ’ναι άραγε σύμπτωμα αυτής της επιθυμίας, που ο μικρός διαβάζοντας τους αδελφούς Καραμάζοφ στο δωμάτιό του, παίζει τους ρόλους διαδοχικά όλων των αδελφών; Στο θαυμάσιο βιβλίο του Συμπάρδη οι απαντήσεις.

Βασίλης Λαδάς
24.1.2021

*  Γιώργου Συμπάρδη, Αδέλφια, Μυθιστόρημα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα Οκτώβριος 2018, σελ.312