Γιώργος Τσελώνης | Ποιήματα

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

Φαρσέρ ημών
ο εν τοις Παγεροίς
αγιασθήτω το ανόμημά σου·
απελθέτω η τυραννία σου·
γενηθήτω το μειδίαμά σου,
ως εν ουρανώ
κι επί της ακτής·
τον πόνον ημών τον περιούσιον
μετρίασον σήμερον·
και άφες ημίν τα ονειροπολήματα ημών,
ως και ημείς αφίεμεν τοις εγερθέταις ημών·
και εμβάπτισον ημάς εις ηδονισμόν,
αλλά ρύσαι ημάς
από του ανιαρού.

Το χρονικό της ασφάλτου

Ι. Ραδιενεργό δισάκι

Παραμονές της σφαγής
νύχτα γιασεμιού,
στη γλυκιά προσμονή
του Αθηναϊκού Εσπερινού
στη γωνιά του δρόμου
οι γενεές των ζητιάνων
διαδέχονται αρμονικά
η μια την άλλη.

Αδιακρίτως ο χρόνος
τους βασιλείς καταπίνει
αφήνοντας για το τέλος
την αφόδευση του στέμματος
και τα λοιπά τιμαλφή.

Ο Τειρεσίας των τσιμεντουπόλεων
σκύβει κάθε σούρουπο το κεφάλι του
πάνω από τα σπλάχνα της μπετονιέρας
για μια προφητεία ταχείας πήξεως.

Στο ψηλότερο μπαλκόνι
της πολυκατοικίας
ο τελευταίος ένοικος
στέκεται όρθιος
καθώς το οδόστρωμα
καταπίνει το κτίριο αύτανδρο.

Άσε με να σου εξιστορήσω
το χρονικό της ασφάλτου
που μόνο ο άνεμος
μπορεί να αφηγηθεί.

ΙΙ. Τριαξονικό θυσιαστήριο

Γρήγορο βήμα φάλαγγας.
Τυφλοί προελαύνουν
με το χέρι προτεταμένο.
Οι λεγεώνες του Καίσαρα
επιστρέφουν από την κόλαση.
Φλεγόμενες πιλοτές αυτοκινήτων.
Οι πόρτες ασφαλίζουν μόνες τους.
Κέρινα ανδρείκελα γίνονται
άμορφες μάζες στα καθίσματα.
Το είδωλο του Χριστού
εμφανίζεται στον τοίχο
με τα χέρια ανοιχτά
ευλογώντας τον τόπο της θυσίας.

Δερμάτινα γάντια
με κομμένα δάχτυλα.
Η πόλη βαριανασαίνει στραγγαλισμένη.
Το ηλεκτρικό περιδέραιο
τυλιγμένο στο λαιμό της.
Φωταγωγημένος βόθρος
με εορταστική ατμόσφαιρα.

Η αράχνη που σύνθλιψες
διαλύθηκε σε μυριάδες νησιά.
Τρομαγμένο ζώο γρυλίζει πανικόβλητο.
Τα φώτα των ΙΧ πέφτουν πάνω του
κάνοντας την αιωρούμενη τέφρα
να μοιάζει με χρυσόσκονη.

Οδηγοί τροχοφόρων
φασκιωμένοι με γάζες
υπνωτισμένοι από ασύρματες συσκευές.
Αόρατοι άνθρωποι
τυφλωμένοι επ’ άπειρον,
ανίκανοι να ενωθούν με τον ήλιο
πυρπολούν με μίσος τη σελήνη.
Μούμιες ψάχνουν για καταφύγιο
πριν τις διαμελίσουν τα σκυλιά της αυγής.

Μονοξείδιο του άνθρακα

Εις μνήμη Γεωργίου Προφήτου & αιωνίας
συντρόφου Κωνσταντίνας, κεκοιμημένων εν Σαμοθράκη Οκτ. 2008

Τα μάτια του νεκρού είναι πλανήτες.
Σβησμένα κάρβουνα
που λάμπουν στο σκοτάδι
καθώς γλιστρά γλυκά
στην Άλλη Όχθη
πνιγμένος στους καπνούς.
Όρθια τύμπανα του Μπουρούντι
σε κυκλικό χορό.
Τελετουργικό αστροναυτών
με σκάφανδρα από μέντα
σε υποσαχάρια άβυσσο.

Καλυψώ [Νυχτερινό]

Στοίχειωνες για καιρό
τις αντανακλάσεις και τις επιφάνειες
αφότου υπήρξαμε
φασματικοί εραστές
σε αόρατο καραβάνι
μια νύχτα χωρίς φεγγάρι.

Τώρα στέκεσαι όρθια
γέρνοντας γυμνή
σε πλάγιο καθρέπτη
τις τέσσερις άκρες του γραπώνοντας
με τα σγουρά μαλλιά σου
σαν κισσός.

Καθώς βυθίζω μέσα σου
το γυμνό μου κορμί
με υποδέχονται απέραντοι
παγωμένοι κρουνοί
από μαύρο αλάβαστρο
σε σκοτεινή δεξαμενή.

Και είμαι της γης
το αντικαθρέπτισμα,
ένα νόμισμα χλωμό
που σε κοιτά θλιμμένο από ψηλά
μέσα απ’ την κόγχη της σελήνης.

Απόγευμα στη σπηλιά

Ξύλινες ριζωμένες πόρτες
κρέμονται ξεμανταλωμένες
από τους βράχους.

Προχωράμε προς τα μέσα,
εκεί που τ’ απογεύματα παγιδεύονται
σε βελούδινες ενέδρες
σκαρωμένες με πυροφάνι.

Εκεί,
ανάμεσα σε κλαδιά,
κάτω από ένα στρώμα
πηχτής κηρομπογιάς
αναπνέει ακόμα
μια καστανιά πρεσαρισμένη στον καμβά.

Δυσδιάκριτες λεπτομέρειες:
Η φλογέρα που σύριξε,
άρπυιες και γονυπετή πετούμενα
η παντοτινή σου συντροφιά,
εκεί που τ’ απογεύματα επανέρχονται
μες απ’ τα αγκαθωτά μακροβούτια των σφουγγαράδων.

Η Ισαβέλλα των ιστιοφόρων [Μικροσκοπικό απόγευμα]

Στο θάμπος του απογευματινού ήλιου
το λευκό σκουλήκι αφυδατώθηκε
στην άδεια γλάστρα
που κάποιο χέρι ακούμπησε στο περβάζι.
Σαν μπει στο νερό
η ζωή ξεζαρώνοντας
θα μεταμορφωθεί σε κήτος
γλιστρώντας μακριά με το μπουγάζι.

Τον λευκό τοίχο πλημμυρίζοντας
με κεράτων σκιές
απ’ τον οίκο του Ταύρου ξεπροβάλλουν
τα σπίτια της θάλασσας.
Πετώντας πάνω από αφρισμένα κύματα
αναπολώ τον μύθο της Ευρώπης.

Σταγόνες βροχής ανοιχτά στο πέλαγος.
Το μικροσκοπικό σου απόγευμα
λουσμένο στο φως.

Κάνοντας τσουλήθρα σε πλατύ ρείθρο
κοιτάζεις τον στόλο που ζυγώνει τη στεριά.
Σε λένε Ισαβέλλα
και είσαι μόλις δύο χρονών,
μα ήσουν η γυναίκα μου
θυμάμαι μια φορά.

Τριήρης

Τις τοξωτές καμάρες διασχίζοντας
κάτω απ’ τα ορθάνοιχτα σκέλια σου,
οι λαμνοκόποι της αυγής
περνούν γρήγορα εν ρυθμώ,
το βλέμμα σου πάνω τους πριν πέσει
αγριεμένο από ψηλά,
με παφλασμούς καταποντίζοντας
τους κωπηλάτες στα βαθιά.

Πες μου γιγάντισσα: ζει ο βασιλιάς Ατέρμονος;

Γιώργος Τσελώνης