Ήρθες. Δεν σε
περίμενα στο αεροδρόμιο – ο πατέρας σου το έκανε πάντα αυτό όταν ταξιδεύαμε – είχα
όμως καθαρίσει το σπίτι, είχα πλύνει και τα σκεπάσματα.
Τίναξα γερά το στρώμα, να φύγει η σκόνη η παλιά.
Μαγείρεψα και το μπελαλίδικο φαγητό που αγαπούσες – έκπληξη να το βρεις και να το απολαύσεις – ντολμαδάκια με κληματόφυλλα κατεψυγμένα στη δική μου κατάψυξη για σένα όταν θα ερχόσουν. Έπεσες στην αγκαλιά μου χωρίς να ντρέπεσαι – τι να ντραπείς, η μάνα σου είμαι.
Μετά, δεν πεινάω ακόμη μαμά, είχαν φαγητό στην πτήση, ήρθα με την ακριβή εταιρία. Άφησες το σακίδιο και τη βαλίτσα στο παλιό σου δωμάτιο – όχι πάνω στο πάπλωμα τη βαλίτσα, δεν ξέρεις τι μπορεί να έχουν τα αεροδρόμια! Τόσοι άνθρωποι ταξιδεύουν – μετά με φίλησες και – θα βγω. Περιμένουν τα παιδιά.
Μόνη μου κάθισα στο τραπέζι – ο πατέρας σου όπως ξέρεις δε μένει πια εδώ, άδειασε τελείως η φωλιά με το που εσύ έφυγες – όχι μην αλλάξεις το πρόγραμμά σου να μου κάνεις παρέα, πήγαινε να διασκεδάσεις. Μα και μαζί σου διασκεδάζω. Θα βάλω νερό στο ποτήρι μου. Κοίτα αυτό με το γαϊδουράκι.
Δε μου κατέβαινε το φαΐ. Πιο πολλή ώρα να τον κοιτάω. Πόσο είχε γίνει άντρας. Λίγες τρίχες στο πρόσωπο, τα μαλλιά πιο μακριά και κείνο το ύφος ότι μπορώ και τα καταφέρνω, είμαι πια μεγάλος! Δυνατός, στέκομαι στα δυο γερά μου πόδια, απλώνω τα χέρια μου και πιάνω τα όνειρά μου.
Πήγαινε αγάπη μου δεν πεινάω άλλο.
Με βοήθησες με το πιάτο – μάζεψες εσύ το ψωμί και τα ψίχουλα – πού είναι η ψωμιέρα μαμά; Δεν τη χρειάζομαι πια – ένας άνθρωπος πόσο ψωμί; Φυλάω τις φετούλες μου στο ψυγείο.
Δεν είπαμε όχι ψωμί στο ψυγείο;
Χαμογέλασα και τον έσπρωξα να φύγει, να βγει να βρει τους φίλους του, όσους δεν είχανε ξενιτευτεί όπως αυτός κι είχανε μείνει εδώ στους γονείς, στις κακοπληρωμένες δουλειές, κάτω από τον γαλανό ουρανό και την απέραντη θάλασσα.
Ελένη Γ.