Ποίηση
Αλέξανδρος Αραμπατζής | Ποιήματα
Κουτσό βάδισμα
Ο ενενηνταπεντάρης παππούς βγαίνει στο δρόμο
Και με το κουτσό του βάδισμα εισχωρεί
Στα ενδότερα ενός άστρου που κατέγραψε
Τη θνητότητά του σ’ αρχαίο μητρώο θανατοποινιτών
Κάτω από τον βαρύ ρουχισμό το σκέλεθρο παραληρεί
Και μοντάρει όλες τις οικείες συναρτήσεις των εικόνων
Που συγκρότησαν το κραταιό νήμα της ματαιοπονίας
Της έκρυθμης ροής του χρόνου δηλαδή που αναλώθηκε
Σε ηχηρές αντιμεταθέσεις βίαιων και βουβών αρχαϊκών σκηνών
Η βαριά αναπνοή εξομολογείται τη δολοφονική κακουργία
Όλης εκείνης της μίζερης αυταπάτης που διαρθρώθηκε σαν βιογραφία
Και το μενεξεδένιο στο βάθος δείλι δεν είναι παρά ένα διμεταλλικό έλασμα τύχης που διαστέλλει την ορφάνια του αναπόφευκτου
Στυφή επίγευση
Το κρασί που ’γινε ξίδι
Εμπότισε τον ουρανίσκο μου
Με την στυφή επίγευση
Ενός αποτσίγαρου
Ίσως είμαι ο μόνος
Μοναχικός μαχητής
Που εκστράτευσα στο κενό
Με το έμβλημα ενός αποτσίγαρου
Πόλεμος και καταχνιά
Κι ένα αποτσίγαρο στα χείλη
Να κατευνάζει τα πυρά
Των εχθρικών πολυβολείων
Πυροβασία
Νύχτες έγκλειστες σε μελανοδοχείο
Κράζουν κοάζουν φτεροκοπούν
Μορφάζουν από τον πόνο
Από την πυροβασία που εκτελεί στην πλάτη τους
Η αναστενάρισσα Ανατολή
Στο ίδιο μελανοδοχείο έγκλειστοι
Και οι στίχοι μου
Σφιχταγκαλιασμένοι με τις έγκλειστες νύχτες
Κράζουν κοάζουν φτεροκοπούν
Μορφάζουν από τον πόνο
Από την πυροβασία που εκτελεί στην πλάτη τους
Η αναστενάρισσα Ανατολή
Θρήνοι
Ο παππούς μου και η γιαγιά μου
Ο μπαρμπα-Αλέξης και η κυρά Σμαρώ
Ήρθαν πρόσφυγες το ’22
Τραβήξανε πολλά
Και όλοι τους τη ζωή δουλεύανε στα καπνά
Τώρα θα μου πεις γιατί τους θυμήθηκα
Ίσως γιατί ενώ αυτοί θρηνoύσανε τη μοίρα τους
Και τη μαύρη προσφυγιά
Με θάρρος την παλέψανε
Ενώ εγώ μόνο θρηνώ τη μοίρα μου
και κουράστηκα από πολύ νωρίς
από πολύ πολύ νωρίς αλλοίμονο
τους δαίμονες της μοίρας να παλεύω
Share this Post