Ποίηση
Δανάη Κατσαμένη | Maison de Santé
Τις μνήμες των τρελών τις συναντά κανείς στους κήπους των ασύλων να κρέμονται απ’ τα κλαδιά των δέντρων. Βουίζουν σα σφήκες μες τη νύχτα. Δεν έχουν ύπνο. Δεν
ξεκουράζονται σχεδόν, ποτέ. Κι εμείς, όλοι εμείς,είμαστε τα απομνημονεύματα ενός ολοκληρωτικού παραληρήματος. Παλεύουμε στο κρεβάτι κάθε σούρουπο να
αρθρώσουμε ένα ρο η ένα σίγμα. Ο πατέρας κι η μητέρα. Φόρτωσαν τις ζωές τους στο καροτσάκι με τα ψώνια της ημέρας. Ζωές στριμωγμένες στα ράφια ενός
παντοπωλείου. Ζωές με ημερομηνία λήξης. Ζωές σε προχωρημένη αποσύνθεση. Από το χώμα αναδύονται οσμές. Το άπειρο…Μυρίζει θάνατο.Το μηδέν δεν αφήνει ίχνη
πίσω του. Μόνο έναν ήχο.Tου φόβου τον απόηχο. Ο τελευταίος κλαυσίγελος της θύμησης. Ένας εκνευριστικός συριγμός. Η τελευταία φορά που λες το όνομα σου.Κι έπειτα
δεν έχεις ταυτότητα πια. Αρχίζεις και Ξεχνάς. Τριγύρω ερείπια.Το τίποτα. Έχεις. Ένα λερωμένο ρούχο μόνο. Και κάποιες σκέψεις. Πάντα οι ίδιες. Όχι. Δεν είναι
καν σκέψεις. Πια. Είναι απελπισία. Συμπτώματα μιας απελπισίας ανίατης. Μιας μεταστατικής απελπισίας….Έχεις παρατηρήσει πως κάποιοι άνθρωποι μοιάζουν με
ψάρια; Αυτοί οι άνθρωποι έχουν το σχήμα μιας αλήθειας που ποτέ δεν ειπωνεται. Όπως η λέξη “μανούλα μου” στα χείλη των πεθαμένων.
Δεν μπορούν να μιλήσουν επειδή είναι βαριά άρρωστοι. Βγάζουνε λέπια πίσω απ΄ τη γλώσσα! Και μαραζώνουν απ’ το βάρος της μετάληψης χωρίς εξομολόγηση.
Αυτό το είδος ανθρώπων ολοένα αυξάνεται. Διάδρομοι νοσοκομείων .Κατάλευκοι τοίχοι. Αποστειρωμένοι. Διεσταλμένοι. Σαν τα μάτια σου. Σαν τα δικά μου μάτια.
Μάτια χωρίς προσωπικότητα. Όλα άσπρα. Άνθρωποι άφυλλοι που ψαλιδίζουν τα μαλλιά τους και τα φρύδια.
Πάσχεις από δύσπνοια. Ξυπνάς μέσα στον ύπνο σου. Δεν κοιμάσαι. Νομίζεις πως κοιμάσαι. Δεν έχεις καν σώμα. Ποτέ δεν είχες. Μόνο στομάχι. Ένα στομάχι
φουσκωμένο από χάπια. Για τη δύσπνοια, για τις εγκεφαλικές διαταραχές, για την παράλυση των άκρων σου, για τον φόβο της κατάποσης,για το επίμονο κροτάλισμα
των επιλογών σου, για το ατίθασο έντερο που στρίβει τις κουβέντες σου ώσπου να ξεψυχήσουν, για την μόνιμη αίσθηση της ανυπαρξίας σου.
Καταδικασμένος να σηκώνεις για πάντα, το βάρος του αδιεξόδου, του πνιγμού, του άφταστου, του ανθρώπου χωρίς ιστορία πια, του ανεπίστρεπτου,
του ανομολόγητου θανάτου σου. Οι φωτογραφίες των πεθαμένων συγγενών σου. Εκεί. Δείχνουν πιο ζωντανές από εμάς τους ζωντανούς.
Έτσι τακτοποιημένες πάνω στο πιάνο καθώς είναι. Χαμογελαστές. Έστω και με κάποια επιτήδευση. Άκουσες;; Δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα της μεταμόρφωσης.
Κανείς δεν σε περίμενε. Ποτέ κανείς. Σήμερα το πρωί, αγόρασα μερικά λουλούδια από έναν πλανόδιο. Γύρισα σπίτι κι έψαξα για το κρυστάλλινο βάζο της γιαγιάς στο ντουλάπι της αποθήκης.
Κάθε σπίτι έχει ένα τέτοιο ντουλάπι. Εκεί συνηθίζει να κρύβει ο κόσμος προσεχτικά τον μαρασμό του. Ώσπου οι μεντεσέδες δεν αντέχουν να κλείνουν άλλο το βάρος αυτό,
του ατελείωτου κενού.Τα λουλούδια !!!
“Η μαμά σας παρακαλεί να μην κόψετε τα λουλούδια του κήπου πριν από την αναχώρηση της !!!”
Άνοιξα τη βρύση και πλημμύρισε το δωμάτιο. Ξεχείλισε. Οι πρίζες δάκρυσαν. Εικόνες της Παναγίας χωρίς την ευλογία της συγχώρεσης.
Κι έγινε θάλασσα το σπίτι. Γεμάτο ανεμώνες. Και η μπανιέρα ένα πλοίο καθισμένο στον πάτο της θάλασσας. Πρέπει να προφτάσω τον πνιγμό. Πρέπει.
Σειρήνες βιαστικών ασθενοφόρων. Μα όσο κι αν τρέξουν δεν θα προφτάσουν τον καιρό.
Ο θάνατος είναι τα νύχια σου μπηγμένα στο δέρμα. Ένα χαλασμένο τραγούδι.
Ακίνητα ονόματα καρφωμένα στο χώμα. Ο θάνατος. Ένα έντομο με χίλια μάτια καρφωμένα στο κεφάλι. Ικεσίες στον Θεό κι εμμονικά δαγκώματα στα χέρια.
Κομμένα δάχτυλα από τη λαιμαργία της αυτοτιμωρίας είναι ο θάνατος.
Μια μελανή οπή, πάνω στη μαύρη λάσπη που σέρνει πίσω της η νύχτα.
Μανούλα μου…
Share this Post