Πρώτα η Έλενα μας μίλησε για την αίθουσα. Μας έδειξε πώς σχηματίζει μια μικρή ανωφέρεια και πώς συνδέεται με τα γύρω κτίρια και τον χαρακτήρα τους. Απέξω το εβραϊκό Μουσείο ANOHA για παιδιά, μας είπε, κι εκείνος ο βραδύπους από τα ανακυκλωμένα υλικά, που μια φορά τη βδομάδα κατεβαίνει απ’ την οροφή. Μόνο μια φορά την εβδομάδα. Γαντζωμένος ο βραδύπους μεταξύ οροφής και ορόφων αγκάλιαζε το τελευταίο Α της επιγραφής, φωτισμένος και ορατός μέσα σ’ αυτή τη βραδινή του κάθοδο.
Δεν είχα διαβάσει τα κείμενα, δεν είχα υποψιαστεί τα έργα. Μόνο τα ονόματα των εφτά αρχικών σταθμών ήξερα και τον αινιγματικό τίτλο της έκθεσης, Medusa.
Η Μέδουσα, θυμόμουν απ’ το σχολείο, ήταν μια από τις τρεις Γοργόνες, η θνητή, που την αποκεφάλισε ο Περσέας. Τα κρυμμένα, όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν όμως, δεν τα είχα μάθει στο σχολείο. Για την πανέμορφη ιέρεια της Αθηνάς δηλαδή, τη Μέδουσα με τα υπέροχα μαλλιά, που την πόθησε πολύ ο Ποσειδώνας και την έκανε δική του στον ίδιο της το ναό μέσα, και ύστερα για την Αθηνά, που πολύ θυμωμένη, αντί να τιμωρήσει τον βιαστή – ήταν θεός και αδερφός της και πώς να τα βάλεις με τους θεούς, ακόμη κι αν είσαι ο ίδιος θεός – ξέσπασε το θυμό της στην αθώα Γοργόνα, επειδή, τάχα, αυτή ήταν υπεύθυνη για το βιασμό της. Φίδια γίνανε τα πανέμορφα μαλλιά της και τρομακτική η όψη της, έτσι που όποιος την έβλεπε πέτρωνε αμέσως. Τέρας η Μέδουσα, η βιασμένη από θεό και τιμωρημένη από θεά. Όποιος τολμούσε να την κοιτάξει, θα το πλήρωνε το βλέμμα με την ίδια του τη ζωή. Γι αυτό και ο Περσέας, αργότερα, ακολουθώντας θεϊκές συμβουλές, μόνο μέσα στο μυθικό καθρέφτισμα της ασπίδας του είδε το τρομερό κεφάλι. Αυτό που έκοψε με το σπαθί του κι ύστερα, στις απεικονίσεις της αρχαιότητας το κρατάει στο χέρι του, να κρέμεται πεθαμένο πια και ακίνδυνο.
Πάνω από δυόμιση χιλιάδες χρόνια ο μύθος για την τρομακτική Μέδουσα και μόνο το 2008 στο Μανχάταν της Αμερικής, έξω από το δικαστήριο που καταδίκασε σεξουαλικούς εγκληματίες, ένας καλλιτέχνης έκανε την παράξενη ανατροπή, γιατί έτσι είναι οι μύθοι, διασχίζουν τους αιώνες και παίρνουν το νόημα των καιρών. Η Μέδουσα λοιπόν στον 21ο αιώνα, πανέμορφη και ολόγυμνη, κρατάει το κεφάλι του Περσέα κρεμασμένο στο χέρι της. Κι από αυτή τη στιγμή είναι, που αρχίζει πια να γίνεται το σύγχρονο σύμβολο δικαιοσύνης, όπως λένε οι αναλυτές, για τα θύματα του βιασμού.
Τούτες τις σκέψεις και τις συνδέσεις τις κάνω τώρα, μετά από την επίσκεψη στην έκθεση Medusa. Τις παραθέτω όμως πρώτες αυτές για να ενισχύσω τις διαστάσεις της μεταφοράς, στην προσπάθειά μου να διευκολύνω την πρόσληψη του έργου από τον αναγνώστη, καθώς το έργο είναι πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο νομίζω, μια σύνθετη εγκατάσταση, που περιλαμβάνει εικαστικά εκθέματα, κείμενα διαφορετικών συγγραφέων, ηχητικά θέματα, βίντεο και οπωσδήποτε φωτισμό, επιλογή χώρου κλπ. Έχουν περάσει πολλές μέρες από το βράδυ της επίσκεψής μου, ως ένα βαθμό έχει κατακάτσει η εμπειρία, το κείμενό μου το δουλεύω ξανά και ξανά, όμως πώς να επικοινωνήσω το ανεπαίσθητο σφίξιμο, το πετάρισμα στο στήθος και το πλάτεμα της ζωής που συμβαίνει έστω και με την ατελή μέθεξη της τέχνης.
Η έκθεση, όπως ανέφερα, έγινε στο Βερολίνο σε μια από τις πιο κεντρικές του πλατείες. Εμείς, ξεκινήσαμε από την Αθήνα και φτάσαμε στη μαγική πόλη μέσα στο καταχείμωνο. Περιηγηθήκαμε δυο μέρες δρόμους, μνημεία σταθμούς, κτίρια και την Κυριακή το βράδυ, αφού πήραμε το κατάλληλο μετρό και κατεβήκαμε στον κοντινό σταθμό, περπατήσαμε ως την Mendelssohn-Platz.
Η Έλενα, μας υποδέχθηκε ζεστά πολύ, και αφού μας τοποθέτησε κάπως στο χώρο, μας έδωσε και τις σελίδες με τα κείμενα στο χέρι – να μη σκύβετε είπε –, μας άφησε να δούμε την έκθεση. Τους έξι πρώτους σταθμούς, αρχικά.
Ξεκινήσαμε από τον Πυλώνα, δηλαδή τη γέννηση, κάτω δεξιά στην αίθουσα. Η γυμνή γυναίκα σε μια στάση που υποθέτεις τοκετού, χυμένη και φωτισμένη στη βάση ενός τραπεζιού και από πάνω της ο τροχός με τις κούνιες. Εκεί, αριστοτεχνικές μινιατούρες αναπαριστούν λεπτομέρειες από τη ζωή των γυναικών: Θα γεννηθούν τα κορίτσια, θα παίξουν, θα μάθουν τις δουλειές του σπιτιού, θα τους χαρίσουν λουλούδια, θα γεννήσουν οι ίδιες, θα μπουν στο μαγκανοπήγαδο… Κάτω από το τραπέζι Πυλώνα, ένας δρόμος από χαρτί λευκό με σημάδια για να τον περπατήσουν τα κορίτσια. Αφημένα στο δρόμο και τα δυο λογοτεχνικά κείμενα που συνοδεύουν αυτό τον πρώτο σταθμό. Της Αργυρώς Κωνσταντάκη «Πύλη» και της Μαριάννας Παπουτσοπούλου, «Κλίμακα».
Αφήνουμε τον Πυλώνα, διασχίζουμε την αίθουσα διαγώνια και φτάνουμε στο δεύτερο σταθμό, το Τρόπαιο. Σπασμένα γυαλιά, το μπανταρισμένο ψηλοτάκουνο, πανέμορφο σε ρόλο ακίδας πάνω στο βάθρο του πικάπ, κι ένας ήχος επανάληψης. Αυτός μας οδηγεί σχεδόν στον επόμενο σταθμό, αφού διαβάσουμε τα κείμενα που είναι πάνω στα γυαλιά. Της Σοφίας Γιοβάνογλου «Τετράπτυχο των Ορχιδοειδών» και του Θανάση Κριτσινιώτη «Κλεοπάτρα σε κομμάτια». Μετακινούμαστε λίγο – σύντομος εδώ ο δρόμος – ως την Τροφό, που είναι ο τρίτος σταθμός. Ο ψίθυρος από τις ακατάληπτες λέξεις του Τρόπαιου, σχεδόν φτάνει σε τούτη τη φωτισμένη γυναίκα, που από τις θηλές της σκαρφαλώνουν μικρά ανθρωπάκια και της ρουφάνε τη ζωή. Δύο μεγάλα δοχεία πιο δίπλα. Λίγη μέσα τους τροφή και πάνω τους στερεωμένα τα συνοδευτικά κείμενα του σταθμού. Της Κούλας Αδαλόγλου «Ισόβια γέννηση» και της Πόλυς Χατζημανωλάκη «Θήλαστρο».
Μετά την Τροφό οδηγούμαστε στη Μέδουσα. Βρίσκεται στο κέντρο της αίθουσας. Πίσω της ο κήπος. Γυάλινα παράθυρα στο ανάμεσά τους. Το κεφάλι της φίδια, στα μάτια της μια οθόνη με εικόνες που εναλλάσσονται και στ’ αυτιά μας με ακουστικά, ο ήχος. Ανάσες και κύμα. Θάλασσα και βόγκοι. Μια ζωή, ένας πόθος, μια καταδίκη, κραυγή και ψίθυρος, ένα μυστήριο, πλήθος όνειρα, ενοχές, καθήκοντα, αναζητήσεις και όλα πίσω από το μαύρο δίχτυ, που τη σκεπάζει σκισμένο. Εδώ τα κείμενα είναι γραμμένα από άντρες. Δυο νέοι σφριγηλοί έλληνες λογοτέχνες, ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης «Μέδουσα» και ο Χρίστος Κυθρεώτης «Μια στιγμή βεβαιότητας». Ανομολόγητα, μυστικά, χωρίς να το καταλάβω, ένας ύπουλος συνειρμός τρυπώνει στο κεφάλι μου. Όπως στην ταινία του Αλμοδόβαρ. Όταν ο άντρας χωνόταν σε κείνο το αβυσσαλέο χάος του γυναικείου κόλπου.
Με τούτη την απρόσμενη αίσθηση, στάθηκα ύστερα στην Κορυφή. Μια νέα σύγχρονη γυναίκα φιγουράρει σαν μοντέλο διαφήμισης στη μεγάλη φωτογραφία όρθια μπροστά στον τοίχο. Φυσικό μέγεθος, ολόσωμη. Στα πόδια της, κάτω στο δάπεδο, κλειδιά πλήθος. Τα έχει κατακτήσει. Άνοιξε τις κλειδωμένες πόρτες, σήκωσε τον κομψό χαρτοφύλακα στα χέρια. Όμως στο πόδι της, αυτό που στέκεται μπροστά, στο ανοιχτό της βήμα βλέπουμε τη χρυσή αλυσίδα. Μια χοντρή αλυσίδα που καταλήγει σε ένα μικρό άντρα λίγα εκατοστά μπροστά της. Μικρός, πολύ μικρός, λες και είναι από τη χώρα των Λιλιπούτειων. Που όμως τη σέρνει. Μια χρυσή αλυσίδα και στο λαιμό της. Από αυτήν κρέμεται το κεφάλι ενός ταύρου όμως. Σαν εκείνον τον ταύρο της Κρήτης, με τον οποίο παίζανε γυναίκες και άντρες γιορτάζοντας. Μας κοιτάει ο ταύρος στη ρίζα του λαιμού, στο άνοιγμα του πουκάμισου, μέσα από το κουστούμι της. Εδώ τα κείμενα είναι της Αλεξίας Καλογεροπούλου «Να φτάσεις στην κορυφή» και της Μαρίας Λιάκου «… για ένα δικό σου γραφείο…»
Η επόμενη φάση είναι η Χίμαιρα, όπου συμμετέχει και το δικό μου κείμενο. Τη βλέπουμε πίσω από τούλι και είναι σε κομμάτια η γυναίκα εδώ. Όπως τα δείχνει η διαφήμιση τα γυναικεία της μέρη. Χρυσό μπούστο και προφίλ. Μάτι τεράστιο κόκκινο. Πιο κάτω της κάνουν μπότοξ, της σημαδεύουν τις περιφέρειες, την αποτιμούν. Τα κείμενα της Πέμης Γκανά «1907, Μάρτιος» και το δικό μου Ελένη Γούλα «Δεν κατάφερε να τον κρατήσει», χύνονται και σχολιάζουν. Πίσω από το άσπρο τούλι. Όλα.
Με τελευταία τη Χίμαιρα, στην άκρη αριστερά, απέναντι από τον Πυλώνα, είχαμε επισκεφθεί και τους έξι σταθμούς, που περιλάμβανε η αίθουσα. Αυτή με τη μικρή ανωφέρεια για να την ανέβεις, τη τζαμαρία γύρω -γύρω χωρίς κουρτίνες, την εσοχή όπου η τροφός για λίγο είχε κουρνιάσει. Τις εικόνες από τη ζωή μας, τον πόνο, το μαστίγιο, την καταπίεση, τα πρέπει, τα μη, τα όνειρα, τις ματαιώσεις…
Μας έμεναν άλλοι δυο σταθμοί τώρα, που βρισκόντουσαν όμως στη δεύτερη αίθουσα. Γι αυτήν δεν είχαμε συστάσεις. Χρειάστηκε μόνο να ανοίξουμε τη βαριά πόρτα, από όπου είχαμε μπει, να περάσουμε ένα μικρό χωλ και να βρεθούμε σε μια άλλη πόρτα, ολάνοιχτη αυτή και μετά κατευθείαν στη Λήθη. Αυτός ήταν ο τελευταίος σταθμός, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό του έργου, όταν δηλαδή δεν είχε ακόμη συμβεί η μόλυνση στη Γιουχάν και δεν είχε μπει ολόκληρη η ανθρωπότητα στην περιπέτεια των εγκλεισμών, των θανάτων και της τρέλας των δυο τελευταίων χρόνων.
Ένα μπαστουνάκι, το δαντελένιο σκουφί της γηραιάς κυρίας, ένα γάντι. Πάνω στην άμμο στερεωμένα όλα και τριγύρω φλούδες από κορμό δέντρου. Δύο κείμενα για τη λήθη, αυτή που ξεχνάει πώς είναι, τι είναι, πώς έτρεχε, πώς την ετοίμαζαν για τη ζωή. Της Έλενας Ακανθιάς «Λήθη» και της Νίκης Τρουλλινού, «Λήθη».
Στην αίθουσα αυτή υπάρχει όμως κι άλλος ένας σταθμός. 7+1 ο αριθμός. Ένας όγδοος σταθμός που προστέθηκε όσο η έκθεση περίμενε έτοιμη, να επιτρέψουν οι συνθήκες την, έστω και με δυσκολίες, επικοινωνία των ανθρώπων. Την μετακίνηση, την επίσκεψη, την ανταλλαγή λέξεων, χαμόγελων και άλλων ζωντανών εκδηλώσεων. Έστω και κάτω από πρωτόκολλα, διατυπώσεις και βαριά γραφειοκρατία.
Γι αυτό, λόγω αυτής της αναγκαστικής αναβολής που επέβαλε η πραγματικότητα, μετά τη στάση στη Λήθη και σε όλο το μήκος της ορθογώνιας αίθουσας ως την άκρη της, σκορπισμένα κομμένα χεράκια σε δύο σειρές, μας οδηγούν κάπου ακόμη. Είναι άσπρα γυαλισμένα χεράκια από ένα υλικό που μοιάζει με γύψο. Χωρίς πόρους όμως, Στιλπνός, λείος. Τα δαχτυλάκια άλλοτε ενωμένα, άλλοτε μαζί με ένα δεύτερο χέρι, άλλοτε να τρίξουν πάνω στο χορό το όπα, δείχνουν όλα την Πανδημία. Εκεί μας πηγαίνουν τα χεράκια, τα δάχτυλα, τα κομμάτια του κόσμου μας που διαλύεται για να ανασυντεθεί. Κι εδώ άμμος. Ένας άμορφος σωρός. Δύο κείμενα κι εδώ από γυναίκες γραμμένα. Της Μαρίας Καντ (Καντωνίδου), «Με λένε Μέδουσα Τάδε» και της Μαρίας Μαραγκουδάκη «Η σιωπή της σιωπής». Το κείμενο της Μαρίας Καντ, που διάβασα τελευταίο, μιλάει για φιδίσια μαλλιά στερεωμένα σε τσιμπιδάκια και μου φαίνεται σα να περιγράφει ελλειπτικά ολόκληρο το ταξίδι.
Στάθηκα στην άκρη, ακούμπησα στον τοίχο. Όλη την ώρα, μονότονα εξακολουθητικά, οι χτύποι ενός ρολογιού που ήταν κι αυτό ακουμπισμένο στο χώρο της Πανδημίας. Ασταμάτητα, επαναληπτικά, συνεχώς.
Να κάτσω εκεί, σε αυτή την υποβλητική αίθουσα, πεθύμησα. Έτσι ήσυχα μέσα στους χτύπους του ρολογιού, έτσι σκεπασμένη από τη λήθη. Ως που να περάσει η πανδημία. Όλα περνούν. Μια ολόκληρη ζωή στο άλλο δωμάτιο. Το αδιάκοπο μαστίγωμα, ο αγώνας, η αγωνία…
Η νεαρή συντροφιά μου – γυναίκα κι αυτή αλλά στα μισά μου χρόνια –βγήκε γρήγορα από την αίθουσα. Δεν της άρεσε ο χτύπος ο εξακολουθητικός. Την άγχωνε και την απωθούσε. Προτιμούσε την αίθουσα με τα Τρόπαια, την Κορυφή, την Τροφό. Έτσι όπως κάνουν οι νεώτεροι επισκέπτες, σύμφωνα με την παρατήρηση της Έλενας.
Θα ήθελα να ξαναδώ όλη την έκθεση. Να σταθώ πάλι μπροστά στους σταθμούς. Να περιεργαστώ τις μινιατούρες του Πυλώνα, με τα όνειρα των γυναικών. Ποια είναι δικά τους, ποια της οικογένειας, της κοινωνίας, της εποχής, του ενστίκτου, της επιβίωσης, της δημιουργίας. Να επικοινωνήσω ακόμη με το Τρόπαιο και τα σπασμένα γυαλιά της ευαισθησίας και του πόθου. Στην Τροφό να θαυμάσω και να γονατίσω θα ήθελα. Τίποτα πιο σπουδαίο και μαγικό. Και στους άλλους σταθμούς να σταθώ, να ξαναδιαβάσω παράλληλα τα κείμενα, να συγκρίνω τη μετάφρασή τους στα γερμανικά, την αντιστοιχία των λέξεων, τους ήχους. Να παρατηρήσω ακόμη κι άλλες λεπτομέρειες, να αφήσω εκτός από το μυαλό μου και το σώμα μου να αντιδράσει.
Είναι σπουδαία καλλιτέχνης η Έλενα Ακανθιάς και σε καλεί να εμπλακείς με το έργο της. Γνωρίζοντάς την και από κοντά, γοητευμένη εκτός από την καλλιτέχνη και από τον άνθρωπο, αισθάνομαι ότι και η επόμενη επιλογή – χώρου, χώρας, πόλης κλπ – θα είναι μια καινούρια εμπειρία. Για τον επισκέπτη που εμπλέκεται με το έργο, αφού δε μπορεί να κάνει αλλιώς. Έτσι όπως εκτίθεται, έτσι όπως στήνεται, έτσι όπως υπάρχει και σε τραβάει κοντά του. Να σου ψιθυρίσει, να σε αγγίξει, να σε τυλίξει με κάτι από τον πόνο της ομορφιάς και από την αλήθεια της δικής σου ζωής.
Η πόλη, η πλατεία, το εβραϊκό μουσείο, ο πολύποδας, η ανωφέρεια, το φωτεινό πρόσωπο της Έλενας… Δεν ξέρω πόση σημασία έχουν αυτά. Ο μύθος της Μέδουσας επανανοηματοδοτείται, είναι όμως και η εμπειρία της περιήγησης, η καρδιά της γυναίκας, ο κόσμος μας, κι ακόμη μια στάλα ζεστασιά μες το καταχείμωνο της εποχής, αλλά και της ίδιας της ζωής μας.
Ελένη Γούλα
Σημειώσεις
- Η έκθεση πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα τέχνης feldfünf, Fromet-und-Moses-Mendelssohn-Platz 7–8, 10969 Berlin κατά την περίοδο: 01.12-07.12.2021. Η δική μου επίσκεψη έγινε την Κυριακή 6-12-21
- Οι έλληνες λογοτέχνες που συμμετείχαν με κείμενά τους ύστερα από πρόσκληση της Έλενας Ακανθιάς είναι με αλφαβητική σειρά: Κούλα Αδαλόγλου, Iakovos Anyfantakis, Sophie Giovanoglou, Πέμη Γκανά, Ελένη Γούλα, Alexia Kalogeropoulou, Maria Kant, Thanasis Krits, Christos Kythreotis, Αργυρώ Κωνσταντάκη, Μαρία Λιάκου, Maria Maragudaki, Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Niki Troullinou, Poly Hatjimanolaki.
- Το εισαγωγικό σημείωμα που συνόδευε την έκθεση:
Medusa-Midusa ELENA AKANTHIAS Installation – Literature:
An Encounter Medusa [gr. Μέδουσα]: the female monster in Greek mythology that turned anyone who caught sight of her to stone. Midusa [gr. Μηδούσα]: alliteration of the name of Medusa. In Greek, “Midusa” [from the Old Greek Μηδέ-ούσα] means “the non-existent one.” The work explores the effective power of the ancient Greek myth and reflects on its metaphor. The narrative installation is a psychogram opening a horizon of thought: Do women consciously, subconsciously or forcedly choose the life they lead? The works combine philosophical examinations of life: How much baggage, guilt, and joy is necessary to create freedom and justice? Elena Akanthias questions the underlying ideological structures of society. The everyday objects she uses enact messages and embody different aspects of the female being: dream of life, expectations, love and its power to give birth and reproduce life, suffering, achievements and victories, the search for the ideal self, the end of the journey. As a parody of stereotypes and common clichés of the dominant value system, microcosm and macrocosm meet in Akanthias’ works. The linking of literary texts by Greek authors and poets to the works creates a poetic ensemble that addresses the role of women in patriarchy. Through theatrical and atmospheric staging, Akanthias offers a way to question certainties.
Elena Akanthias was born in 1972 in Famagusta, Cyprus and grew up in Rethimnon, Crete, Greece. Akanthias explores women’s issues, identity, and cultural and existential questions through a variety of media including objects, text, video, performance, and installation. She became known as a writer when she was nominated for the 2016 Debut Writer Award in Greece. She lives and works in Berlin and Athens.