[στο γκρι]
απλώνεις τα χέρια
σε γκρίζο φόντο το κόκκινο
στα χείλη διαγράφεται
μεθυστικός καρπός τη γλώσσα σου νοτίζει
σάμπως στ’ αλήθεια θέλησες την Περσεφόνη να φιλέψεις;
μα, ξέρε πως εκείνη τρέφεται
μόνο με μνήμες και σκοτάδια
και τους καρπούς που μάζεψες
φύλαξε για τη Δήμητρα.
έξω, κάπου κοντά, ξεπροβάλει.
[συγκομιδή]
και ξημέρωσε μέρα φθινοπώρου
και βούτηξα με τα δυο μου χέρια
στο νωπό, ακόμη, χώμα,
γονάτισα στις λάσπες,
στάλες του πρότερου βραδιού
τα άκρα να μουσκεύουν
εγώ, πιστός εργάτης της φύσης,
έμεινα εκεί να κλέβω τα κομμάτια,
να βαστώ πάνω στα στήθια μου τις πρασινάδες,
να χάνομαι στην πρωινή δροσιά και στη θύμηση του μαϊντανού,
μέχρι να γίνω κι εγώ ο ίδιος συγκομιδή.
***
Ο Αργύρης Φυτάκης είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Δημιουργική Γραφή και freelance συγγραφέας. Γράφει ποιήματα, διηγήματα και μικρούς θεατρικούς αυτοσχεδιασμούς στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα. Έργα του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και διεθνή ψηφιακά και έντυπα μέσα. Είναι μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης και συμμετέχει στις λογοτεχνικές του δράσεις. Το πρώτο του αφήγημα «Ημέρα Γενεθλίων» και η πρώτη του συλλογή χαϊκού «Διαθλάσεις Φωτός» βρίσκονται σε ψηφιακή μορφή στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη (openbook.gr). Αντλεί έμπνευση από την τέχνη, τη φωτογραφία, την Sylvia Plath, την Virginia Woolf και την Florence Welch.