33ο ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ – Βραβεία Ποίησης 2012

In Εκδηλώσεις by mandragoras

http://www.poetrysymposium.gr

Τελικός κατάλογος υποψηφιοτήτων

για τα Βραβεία Ποίησης  (1ο, 2ο και 3ο)

καλύτερου βιβλίου νέου ποιητή 2012

Δημήτρης Αθηνάκης, Δωμάτιο μικρών διακοπών, ένα ποίημα μικρού μήκους και άλλα πλάνα, εκδόσεις Κέδρος

Παναγιώτης Αρβανίτης, Λευκό χιούμορ, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Εσμεράλδα Γκέκα, Pulchritudo Bestiae, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, Ανεκπλήρωτοι φόβοι, εκδ. Πολύτροπον

Άννα Γρίβα, Οι μέρες που ήμασταν άγριοι, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Νικόλας Ευαντινός, Εννεός…, εκδόσεις Μανδραγόρας

Βασίλης Ζηλάκος, Ξύλο π’ αφράτεψε στο στόμα, εκδ. Οδός Πανός,

Βάγια Κάλφα, Απλά πράγματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Ανέστης Μελιδώνης, Επιστρέφω στο κύμα, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Νίκη Χαλκιαδάκη, ανάσκελη με πυρετό, εκδόσεις Μανδραγόρας

Τα ετήσια βραβεία (1ο, 2ο και 3ο) καλύτερου βιβλίου νέου ποιητή που θέσπισε το 2010 το Συμπόσιο Ποίησης, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης τριάντα χρόνων αδιάλειπτης παρουσίας του στα ελληνικά γράμματα, αφορούν βιβλία που εκδίδονται στη διάρκεια του αμέσως προηγούμενου από τη διεξαγωγή του Συμποσίου ημερολογιακού έτους, από ποιητές που δεν έχουν υπερβεί το 40ό έτος κατά την έκδοση του βιβλίου τους.

Εφέτος, τα βραβεία θα απονεμηθούν σε ποιητές που γεννήθηκαν μετά την 31.12.1972 και εξέδωσαν ποιητική συλλογή μέσα στο 2012.

Η Οργανωτική Επιτροπή κατέληξε στον τελικό κατάλογο υποψηφιοτήτων για τα βραβεία 2012, λαμβάνοντας υπόψη της τις συλλογές που υποβλήθηκαν, μετά από ανοιχτή προκήρυξη για την αποστολή βιβλίων στη διεύθυνση του Συμποσίου (Τ.Θ. 1142, Τ.Κ.26110, Πάτρα), αλλά και όλη, κατά το δυνατόν, την εκδοτική ποιητική παραγωγή του έτους

Η τελική επιλογή των τριών (3) πρώτων συλλογών που θα βραβευθούν με 1ο, 2ο και 3ο βραβείο θα γίνει με ψηφοφορία μεταξύ των συνέδρων του 33ου Συμπoσίου Ποίησης, και της Οργανωτικής Επιτροπής.

Ποιήματα από τις επιλεγείσες συλλογές θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα του Συμποσίου Ποίησης, www.poetrysymposium.gr, και θα διαβαστούν κατά τη διάρκεια των εργασιών του 33ου Συμποσίου που θα φιλοξενηθεί στο Συνεδριακό Κέντρο του Πανεπιστημίου Πατρών, στο Ρίο. Η ψηφοφορία θα διεξαχθεί μετά την ολοκλήρωση των ποιητικών αναγνώσεων, με το πέρας της πρωινής συνεδρίας του Σαββάτου, 6/7/2013.

Η απονομή θα γίνει με τη λήξη των εργασιών του Συμποσίου, το μεσημέρι της Κυριακής 7/7/2013. Οι τρεις βραβευθέντες θα παρουσιαστούν από κριτικούς στο επόμενο 34ο Συμπόσιο Ποίησης, και ποιήματά τους θα δημοσιευτούν στα Πρακτικά του και θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα του Συμποσίου.

Το Τριακοστό Τρίτο Συμπόσιο Ποίησης, με θέμα Το ά-λογο στην Ποίηση, θα διεξαχθεί στο Πολιτιστικό και Συνεδριακό Κέντρο του Πανεπιστημίου Πατρών, 5/7 – 7/7/2013.

Οργανωτική Επιτροπή του Συμποσίου Ποίησης

Γεώργιος Παναγιωτάκης, Πρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

Χρίστος Αλεξίου, τ. καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Birmingham, διευθυντής περιοδικού «Θέματα Λογοτεχνίας»

Σωτήρης Π. Βαρνάβας, καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών, ποιητής

Ξενοφών Βερύκιος, καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών, ποιητής

Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας, πρόεδρος Εταιρείας Συγγραφέων

Κώστας Καπέλας, υπεύθυνος Βιβλιοπωλείου Πολύεδρο

Γιώργος Κεντρωτής, καθηγητής Ιονίου Πανεπιστημίου, ποιητής, μεταφραστής

Κώστας Κρεμμύδας, ποιητής, διδάκτωρ, εκδότης περιοδικού «Μανδραγόρας»

Αλέξης Λυκουργιώτης, καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών, πρώην Πρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών, πρώην Πρόεδρος Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου

Σάββας Μιχαήλ, δοκιμιογράφος, κριτικός

Θανάσης Νάκας, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών

Σωκράτης Λ. Σκαρτσής, ποιητής, Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών

Ξένη Σκαρτσή, ποιήτρια, δρ φιλολογίας

Δημήτρης Χαρίτος, κινηματογραφικός κριτικός, ποιητής

Επίτιμος Πρόεδρος

Μιχάλης Γ. Μερακλής, Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικός

Το Συμπόσιο τελεί υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Πατρών

Δημήτρης Αθηνάκης

Δωμάτιο μικρών διακοπών, ένα ποίημα μικρού μήκους και άλλα πλάνα, εκδόσεις Κέδρος

Δημήτρης Αθηνάκης, Δωμάτιο μικρών διακοπών: ένα ποίημα μικρού μήκους και άλλα πλάνα, εκδόσεις Κέδρος 2012

 

 

Θεωρία του Χάους

Πού και πού, με πιάνει μια μανία να κλέψω την πεταλούδα

που ευθύνεται για τον ύπνο σου όταν εδώ γύρω βρέχει.

Την κρύβω στην τσέπη μου

ακούω συνέχεια το βόμβο της ― αν την καταλαβαίνω;

Η πεταλούδα με κάνει να φαντάζομαι:

Αν βρέχει εδώ,

σίγουρα κοιμάται ήσυχα σε κάποια άλλη πόλη.

Μα όταν ξυπνάς, εδώ ακόμα βρέχει.

Νόμιζα πως όλα τα ’βαλα σε τάξη

συνέχεια όμως γεννιούνται καινούργιες πεταλούδες.

Εγώ γιορτάζω κάθε φορά μια ολοκαίνουργια ληστεία

κι εσένα σ’ αφήνω να κοιμάσαι σε μια άλλη θεωρία.

Εκεί, οι πεταλούδες είναι άχρηστες

όπως και κάθε μου προσπάθεια να σου τις κλέψω.

*******

 

Η επίφαση της τάξης

Ένα συμμαζεμένο σπίτι μου ’χει μείνει.

Στις τσέπες ρούχων

που ’ναι καιρό αφόρετα

βρίσκω εισιτήρια από λεωφορεία ―

στο σπίτι ακόμα αναζητώ τον ιδρώτα

που ξέχασαν μάλλον κάποιοι επιβάτες.

Μπερδεύομαι.

Συνεχίζω με τις γωνίες. Τις σκάβω.

Κοιτάζω κάτω απ’ τα κρεβάτια

κι από τα πιάτα κάτω

που σωριάζονται με την επίφαση της τάξης.

Πρώτα τα βαθιά, μετά τα ρηχά.

Δεν πάω πουθενά· μόνο λυπάμαι.

Γλείφω το νερό που τρέχει από σπασμένες σωληνώσεις

βάζω τη γλώσσα μου στα λάστιχα του θερμοσίφωνα.

Την απλώνω μέχρι να τεντωθεί όσο μπορεί.

Επιμένω.

Όποτε θυμάμαι, ράβω κάποιες τσέπες

σάμπως να φυλακίσω ό,τι προλάβω.

Κι έχω όλη νύχτα τη γλώσσα τεντωμένη.

*******

Οι ιστορίες μου

Είναι ν’ αγριεύεσαι τα απογεύματα
εκεί γύρω στις πεντέμισι
γιατί αρχίζει να πέφτει ο ήλιος και τα μάτια σου ζαρώνουν
το σώμα σου χάνει κάτι απ’ την πρωινή του υγρασία.
Τότε βγαίνουν τα φαντάσματα που έχουν αϋπνία.
Κυκλοφορούν
― λες κι άλλη δουλειά δεν είχαν ―
για να τρομάξουν αδιάκριτα.
Έτσι, τα μάτια σου μένουν ξάφνου ορθάνοιχτα
κι οι ζάρες σβήνονται αμέσως.

Μόνο που στις ιστορίες που θέλω εγώ να διηγούμαι
ο τρόμος είναι αγοράκι που τρέχει με τα μάτια του κλειστά
απλώνεται, ξαπλώνει ανάσκελα και μοιάζει με χέρι ανοιχτό
αυτό που πάλι εσύ κι εγώ
θ’ αγγίξουμε όταν θα πέφτει ο ήλιος
εκεί γύρω στις πεντέμισι.
Τότε, όλα θα ’ναι πάλι ένα παιχνίδι ασαφούς αναμονής
κι εγώ αργά θα μετατρέπομαι σε φάντασμα με αϋπνία
που βέβαια καμιά επιθυμία δε θα ’χει πια για να τρομάζει.

*******

 

 

Κάποιος εδώ γύρω αναζητά μια εξίσωση

Ακούω θορύβους στο δωμάτιο.
Με μυρίζω παντού, θυμάμαι το πρώτο σώμα.
Δάχτυλο επίμονο, όρθιο να μιλήσει.
Ακούω κάτι· άλογα θα ’ναι· τρέχει απέξω.

Στομάχι αδύναμο· ονειρεύεται άλογα.
Σχεδιάζω με το νύχι.

Βράδυ· το δωμάτιο πνίγεται· εγώ κοιμάμαι.
Σώμα άλλο· επεμβαίνει, με κοιτά.
Κάθεσαι δίπλα μου και με χαζεύεις.
Τα νύχια μου μεγαλώνουν· φτάνουν ως το ταβάνι.
Το τρυπούν και χύνονται νερά.
Ρούχα παντού· δεν τ’ αναγνωρίζω.

Δε θέλω να ξέρω αυτόν που χαζεύει τα νερά.
Να πλένεται· αλλιώς: να πνίγεται.
Μέσα κι έξω θόρυβοι.

 

Τα νύχια μού τελειώνουν.

Ονειρεύομαι καινούργιο σώμα ή κάτι που να μου ανήκει.

Έσπειρα σώματα και τώρα θερίζω ρούχα.

*******

 

 

Συνηθισμένο

Τα δόντια μου τρίζουν κάθε βράδυ στο κρεβάτι

πασχίζουν στη θέση τους καλύτερα να μπουν

καθυστερούν να ησυχάσουν

και σαν κάτι να ζητούν

να δικαιολογηθούν.

Κριτς κριτς κρατς κάθε βράδυ

θαρρείς κι είναι σκαφτιάδες νεκροταφείων

που θέλουν ν’ αρπάξουν με μανία

κέρματα απ’ των νεκρών τα μάτια.

Τα δόντια μου ήσυχα ποτέ δε θα καθίσουν

ένα ένα θα βγαίνουν καθώς θα μεγαλώνω

και

ορμητικά θα πετάγονται στον έξω κόσμο

αφού περίκλειστα από χείλια σάλια ούλα μάγουλα

σκοτάδι τόσα χρόνια

το φως πεθύμησαν ―

το γέλιο, όσο να πεις, δεν ήταν μόνιμο ποτέ.

Σαν ξημερώσει

θ’ αρχίσουν πάλι

να υποδύονται πως κομματιάζουν λέξεις.

 

*******

 

 

Στα ερείπιά τους

Ζητάω ένα άλλο στόμα· να με γελά.

Για να πνιγώ.

Για να κρυφτώ στο λάκκο που χρόνια σκάβω.

Γυρίζει ανάποδα ο κόσμος

κι ο λάκκος μοιάζει θάλασσα.

Κρατιέμαι απ’ το δικό μου στόμα

αυτό που σε λίγο διάπλατα θ’ ανοίξω

για να στριμώξω αέρηδες

να στριμωχτώ στων ξένων τους θυμούς.

Ζητώ τις λέξεις μου

να τις κρατώ  απ’ το χέρι

και να τους δίνω ένα φιλί

σαν γάτες να μου τρίβονται

κι εγώ να τις κρατώ απ’ το σβέρκο.

Αύριο

που θα ’ναι πάλι άνθρωποι οι λέξεις μου

το ίδιο θα τους κάνω.

Ο Δημήτρης Αθηνάκης γεννήθηκε στη Δράμα το 1981. Σπούδασε Κοινωνική Θεολογία στην Αθήνα, Φιλοσοφία στη Θεσσαλονίκη και Φιλοσοφία της Επιστήμης στο Άμστερνταμ. Σήμερα, ζει κι εργάζεται στην Αθήνα ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Από την κοινωνία των (δε)κάτων κυκλοφόρησε το 2009 η συλλογή του χωρίσεμεις, που ήταν υποψήφια για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγρφαέα του περιοδικού Διαβάζω. Το 2012 κυκλοφόρησε η συυλογή του Δωμάτιο μικρών διακοπών, ένα ποίημα μικρού μήκους και άλλα πλάνα, από τις εκδόσεις Κέδρος.

Παναγιώτης Αρβανίτης

Λευκό χιούμορ, εκδόσεις Γαβριηλίδης

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΕ Α΄ ΕΝΙΚΟ

στον Νίκο Καρούζο

                                                                       

Απόμαχος της αθωότητας ταριχεύω το μέλλον

Γιορτάζω τα χέρια μου στο άπραγο

–Μη χάφτεις λεπίδες αλλήθωρε ποιητή

Μαγγανείες του ορατού είν’ τα ποιήματα

κολακείες θρασύδειλες του αοράτου

–Εγώ την αμαρτία μου την πορφυρίζω στο άπειρο

Στην τρέλα την αλογάριαστη υποφώσκω

σε στάση πρόωρου θανάτου

–Βούρτσιζε τα όνειρα μέχρι να σου ματώσουν

Τραγουδώ το αλφάβητο στο αυτί του Ομήρου

-–σόρυ του ονείρου ήθελες να πω– μα δε φτάνω ποτέ ως το ωμέγα

–Τραγούδα και τις τυπικές πριγκίπισσες των παραμυθιών άμα λάχει

Πού ’σαι; Ν’ ακονίζεις με νυχτέρια τις πληγές

να’ χεις να τις θυμάσαι να’ χεις να τις φοβάσαι

Ολημερίς ολονυχτίς σουλουπώνω τ’ αγκάθια μου στολίζω

τα κάδρα μου μαστορεύω τους τάφους μου

–Γεννήθηκε ένας και θα πεθάνει πολλοί

Φονεύω τους βλακώδεις ήλιους μου καθημερνώς

με φτυάρια και μέτωπα

–Ζάπλουτος από εκτίναξη ζάπλουτος από πλήξη

Διεθνής από έρωτα διεθνής από θλίψη

Τρεις στίχοι δυο γουλιές ύπαρξη

μια απουσία

Το βγάλαμε το μεροκάματο κι απόψε Νίκο

*******

ΣΤΕΦΟΜΑΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΣ

ζω ανάμεσα σε άγραφα ποιήματα

σας μιλώ από τα βάραθρα του μένους

μοιράζομαι τον θρήνο των ανθρώπων

μαστιγώνομαι την απελπισία τους

υποκρίνομαι τις θύελλές μου μόνο για να σας δώσω όραμα

μόνο για να βαρύνω το ήδη βαρύ κλίμα

στέφομαι ηττημένος

κι αν δε μιλώ για θάλασσα

είναι γιατί δε με γαλήνεψε ποτέ

κι αν δε σιωπώ αυτάρεσκα

είναι γιατί δε με σαγήνευσε ποτέ

η  ύπουλη αναπνοή μου

*******

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

είχα ένα ηλίθιο χαμόγελο

είχαμε

μια άχαρη αισιοδοξία

ένα αφελές «γιατί;»

αναπάντητο τεθλασμένο

όλο τρυφερότητα κι ευαισθησία

καθώς ξεκούμπωνα

μία μία τις σιωπές

χέρια που τρέμαν

έπαιζα

παίζαμε

θανάσιμο κρυφτό με τις λέξεις

*******

ΤΩΡΑ

στο Γ. Κ.

τώρα ήσυχα περνάμε τον καιρό μας

γράφουμε  νόστιμα ποιήματα

κρυβόμαστε σε γυάλινα καταφύγια

περιφέρουμε χαμόγελα στα πλήθη

φωταγωγημένες χαρές στις επετείους

ρητορικά γεωτρύπανα στις διαβουλεύσεις

λογοκριμένα δάκρυα στις φυλακές

τώρα ήσυχα περνάμε τον καιρό μας

συμμαχούμε με συμφεροντολόγες Συμπληγάδες

συνθηκολογούμε με το αυτονόητο

βάζουμε νερό στο κρασί μας

στο μεταξύ πολιτείες καταποντίζονται

θάλασσες μεταναστεύουν σπίτια καίγονται

αλήθειες φιμώνονται παιδιά πυρπολούνται

άνθρωποι εξημερώνονται

κι αξημέρωτοι εμείς

σκάβουμε ποιήματα    

*******

ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

πλοηγός του παράφορου στις παρυφές του χάους

/αυτός ο στίχος δεν ήταν αναμενόμενος/

μήπως όμως μαινόμενος

τι πάει να πει γράφεις ρε αγεωγράφητε

γράφω για να αποπλανήσω την πλήξη μου

μην κοιτάς το φεγγάρι ρε και μη σου τρέχουν τα σάλια

μη σκαρφίζεσαι θαύματα και μη σκουπίζεσαι μύξες

γράφω θα πει προπονούμαι ασαβάνωτος πραγματικότητα

στα αποδυτήρια της ύπαρξης

ωχού! την τύχη μου μέσα!

πότε επιτέλους θα ισοφαρίσω τη λύπη μου;

*******

ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ           

Στους γονείς μου

Τα θυμόταν όλα. Με κάθε λεπτομέρεια. Το πατρικό του. Το πέτρινο πηγάδι στην αυλή. Τη σιδερένια σκάλα που έτριζε όταν την ανέβαινε γρήγορα. Την τουαλέτα έξω στο μπαλκόνι. Το κελάρι με τα κρυμμένα τσιγάρα του παππού. Τη χαμοκέλα με τα ξύλα για το τζάκι. Τον κήπο με τις γαρδένιες και τα κυκλάμινα. Το σπίτι της μάνας του. Το σπίτι της μάνας της μάνας του. Τα θυμόταν όλα με κάθε λεπτομέρεια. Τα συλλογιζόταν μη μπορώντας να πλαγιάσει. Αργούσε να κοιμηθεί τις νύχτες. Από φόβο ή από συνήθεια. Άφηνε το παράθυρο ανοιχτό. Ρέμβαζε σιωπηλά κοιτώντας το δρόμο. Του άρεσε να ακούει το θόρυβο των σκουπιδιάρικων. Πετούσε σκέψεις στα σκουπίδια. Μετρούσε τα βήματα των νυχτοπερπατητών. Υπολόγιζε τις σκέψεις σε χρονοδιαγράμματα βημάτων. Τικ τακ τικ τακ τικ τακ. Πόσες σκέψεις η μία δίπλα στην άλλη. Πόσα λάθη το ένα πάνω στο άλλο. Αέναη επανάληψη. Βουβή φρενίτιδα. Κύκλοι που πεισματώνουν. Ευθείες που στρεβλώνουν. Πόσες ευκαιρίες του είχε δώσει η ζωή. Θα κάνεις ετούτο ή εκείνο. Όχι όμως το δείνα ή το άλλο. Πόσες ευκαιρίες του δώρισε η ζωή. Θα ενεργήσεις τώρα. Όχι όμως πριν ούτε μετά. Αλήθεια πόσες μεγαλοφυΐες χάθηκαν κοιτώντας το παράθυρο. Πόσες μεγαλοφυΐες χάθηκαν μη μπορώντας να πάρουν τα μάτια τους απ’ το παράθυρο. Πόσες φορές τον αδίκησαν οι ευκαιρίες που γενναιόδωρα του χάρισε η ζωή. Πόσα σχέδια. Τι σταδιοδρομίες. Τι απέμεινε για να θυμάται. Τι ευοδώθηκε για να καυχιέται. Όχι δε μετάνιωνε για το παράθυρο. Το ήθελε ανοιχτό. Μισάνοιχτο καμιά φορά. Όταν ήταν στις κλειστές του. Μα ποτέ κλειστό ποτέ. Μια ζωή χάραζε ευθείες. Κατασκεύαζε λογάριθμους να ξεκλειδώσει την επιτυχία. Κι όμως τίποτα. Μια ζωή ομόκεντρες καμπύλες γύρω απ’ τον εαυτό του. Πάντοτε ελάχιστα κοντά στο τέλος. Ποτέ όμως στην επίτευξη. Δεν έχανε την υπομονή του. Είχε ένα όνειρο. Θα έφτιαχνε το πατρικό του. Είχε κάποιες οικονομίες στην άκρη. Έπρεπε να φτιάξει το πατρικό του που είχε ερημώσει από καιρό. Όχι φοβερά πράγματα. Καμία αλλαγή στη διαρρύθμιση. Η τουαλέτα θα παρέμενε έξω στο μπαλκόνι. Δίπλα στη σιδερένια σκάλα που είχε σκουριάσει τώρα κι έτριζε ακόμα πιο πολύ. Ένα σοβάτισμα μόνο ήθελε να κάνει. Ύστερα βάψιμο πρώτο δεύτερο χέρι. Τίποτα ιδιαίτερο. Θ’ ασβέστωνε πρώτα την αυλή. Θα φρόντιζε λιγάκι και τον κήπο. Θ’ άνοιγε το πηγάδι που ήταν κλειστό χρόνια. Όχι όχι δε θα άλλαζε τίποτα. Μια πόρτα αρκούσε. Δε χρειάζονταν παράθυρα εκεί. Τι δουλειά είχαν τα παράθυρα στο σπίτι των προγόνων του. Συχνά δε μιλούσε παρά μόνο για το πατρικό του. Ο χρόνος τον συνέθλιβε.

Ο Παναγιώτης Αρβανίτης γεννήθηκε το 1985 στον Πύργο Ηλείας. Σπούδασε Φιλολογία κι έκανε μεταπτυχιακό στην Κοινωνιολογία. Εξέδωσε τις συλλογές: Μια στάλα κατράμι σ’ ένα βαρέλι μέλι (2009) και Λευκό χιούμορ (2012) (εκδ. Γαβριηλίδης)

Εσμεράλδα Γκέκα

Pulchritudo Bestiae, εκδόσεις Γαβριηλίδης

1) ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Κάποτε μου εμφανίσθηκε μια νύμφη …

 

… ήταν απ΄ τον ήλιο πιο λευκή

Και φορούσε ένα λευκό φουστάνι

Και μια πλεξούδα ανέμων έπεφτε στα στήθη της.

Οι κόρφοι της φύλαγαν ένα μυστικό …

Ορφανή από γλώσσα

η μάνα της, της άφηκε χρησμό:

“να ‘σαι διάφανη λευκή

κομμένη από τυφλής μαντίλι

έτσι που να μην ξεχωρίζεις τους καιρούς

και τη γλώσσα τους να μιλάς με άκρατη ευφράδεια

κάθε που η ψυχή του κόσμου ζητά διερμηνέα.”

Την ομορφιά μου αντάλλαξα για ένα καρβέλι στίχους

Την ψυχή μου πούλησα στην Ποίηση.

Πιστεύω εις μίαν θεάν ερώτων παντοκράτειρα

ποιητήν ουρανών μα πεσμένην κατά γης

μουσών τε πάντων και νεράιδων.

Και εις μίαν ωκεάνιον ψυχήν, την αντεράστρια της θεάς την αειθαλήν

την εκ του έρωτος γονιμοποιηθείσα προ πάντων των θαυμάτων.

Ως εκ χάους, συνειδέναι αληθινόν εκ λήθης λιθίνου

κερασθέντα και ονομασθέντα άσπιλον ως εξ αυτής.

Εις μίαν αγείαν, καθολικήν και συμπαντικήν αλήθειαν.

Ομολογώ εν νύμφης άρπισμα γονίδιο ξωθιών.

Προσδοκώ ανάταση φτερών και ζωήν πέραν του νομικού κανόνος.

Αιθήρ

 

Πεντάμορφη: Η Ποίηση που σκύβει και φιλεί στα χείλια

τον μυκηθμό του κόσμου και τον κάνει διάφανη λαλιά.

Η ερωμένη και η μάνα

που γεννά τον έρωτά της κι αποκαμωμένη

στα χέρια του λιγοθυμά.

Τέρας: Δύσκολο πράγμα ν’ αρθρώσει καθάριο σύμφωνο ο όχλος.

Χρειάζεται αλλοτινή θρησκεία.

Να του γυμνάσει τα χείλια στην ευγένεια και να του πιαστούν

εκεί.

Κ.ΟΣΜΟΣ           Κ.ΟΣΜΟΣ

                  ΚΟΣΜΟΣ

*******

 

2) ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΟΣ

 

Πεντάμορφη: “Όμοιον ομοίω αεί πελάζει”, λένε …

Ο καρδιακός φίλος

Ένας κένταυρος που με χτύπησε

κατάστηθα … το χέρι του το αριστερό

γκρεμίστηκε στη δεξιά καρδιά μου.

Η ερωμένη

Οι θωπείες της

μου σκίζανε την πλάτη μου μ΄ αλάτι …

Σφάλιζε στα λέπια της τα όνειρά μου.

Η περιθωριακή

Η Μούσα Ουρανώ

Που ονειρώνει ό,τι αγγίζει.

Ο γητευτής των λέξεων

Έμοιαζε με Πάνας

Οχτώ λέξεις έρπονταν γύρω του υπάκουες

ΩΡΑ, ΩΡΙΜΟΣ, ΩΡΑΙΟΣ

Ωραίο είναι καθετί στην ώρα του.

ΈΡΩΤΑΣ, ΕΡΩΤΑ, ΕΡΑΤΩ

Για έρωτα; … ρώτα και μια Μούσα!

ΟΙΗΣΗ, ΕΚΠΟΙΗΣΗ

Η Ποίηση είναι τυφλή κι απόλυτη

Δεν επιδέχεται προθέσεις.

 

Του πέταξα στο καλάθι του την ένατη

ΚΟΣΜΟΣ

Οσμίστηκε ότι το παραμύθι του

Ήταν πραγματικότητα των άλλων.

*******

3) ΗΧΩ ΚΑΙ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ

Ηχώ

Σε πλαγιά της ιστορίας κατάφορτη από χρώματα

–          χρώματα που βάζεις στο στόμα σου κι ευφραίνεται –

έβλεπες κι άπλωνε φτερούγες η λέξη

Ηχάδιον

Ήχος                                    Ηχάδι

Ηχώ                                                                             Χάδι

Χάδι

Πτώση

Χάδι Ναρκίσσου, που νόμισες δικό σου.

Ηχώ, Ηχώ, Ηχώ, Εγώ, Εγώ …

Νάρκισσος

Γελά ο βυθός.

ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ

Μη φωνάζεις Ηχώ

Είν’ η ψυχή μου ένας Νάρκισσος.

ΔΕ ΝΙΩΘΩ

παρά τον έρωτα

που μαδά τα πέταλά μου στη λίμνη.

ΑΦΗΝΟΜΑΙ

σ’ αυτήν τη μουσική

που με παύει και μ’ αρχίζει.

*******

 

4) Γαλάτεια

Κορίτσι μου, εγώ δεν είμαι ποιητής

είμαι χαρτογράφος των ουράνιων αισθήσεων.

Γύρισα εδώ στο εργαστήρι μου το μυστικό

εκεί όπου τα μάτια μου σε πλάθαν και σε χτίζανε

απομυζώντας γάλα απ’ τον κόρφο τ’ ουρανού.

Μα αιωρείσαι ακόμη κει ψηλά

στων άστρων την ακαθόριστη αρχιτεκτονική

σε ρυθμό συμπαντικό Σειρήνων

με τις συντεταγμένες σου φρεσκοπλεγμένες στα μαλλιά της Πούλιας

Των αιθέρων άγαλμα κι ουράνιο βρέφος

συγχώρα με!

που ‘μαι τόσο δα μικρός και δεν φτάνω να κόψω

τον ομφάλιο λώρο σου.

*******

5) Τέρας: Την τέχνη την θέλουνε νεκρή. Αφού της σαβανώνουνε τις χίλιες μικρές ουρές της, την φυλακίζουνε σε μαυσωλεία – αλλιώς μουσεία -, να μη μιαίνεται από χρώμα και συναίσθημα η εγκεφαλική πραγματικότητα…

και πάρει άλλες στροφές ο νους του χρόνου.

Και παρατηρούν σχολαστικά τις πεθαμένες μούσες, τάχα ότι θαυμάζουνε και κρίνουνε τον παροξυσμό ενός τρελού, πάντοτε όμως υπό την ασφαλή και υπερέχουσα θέση του νοήμονος και τακτικού.

Ηλίθιε εγκέφαλε, δε σου αξίζει σώμα! Το σώμα είναι για να δοκιμάζει χρώματα, αλάτια και πληγές, έρωτα, οσμές και ήχους.

Η τάξη της φύσης είναι ΑΤΑΞΙΑ!

Πεντάμορφη: Σιχαίνομαι τη δική σου τάξη πραγμάτων.

Κάθε πρωί

αηδιάζω μ΄ αυτόν τον πυρήνα από σπέρμα πετεινού και θαύματος ιδρώτα

που εκρήγνυται μέσα από ατμούς

που φτάνει μέχρι και τους τοίχους, λες και σκότωσες

κανέναν Ερωτιδέα.

Και κείνα τα χάπια ονείρου κάθε βράδυ

που καταπίνουν αμάσητα οι ερωτευμένοι

και τους έρχεται ο κόσμος σειόμενος, μα αλαφρύς

σαν ονείρωξη.

Τέρας: Εκδικούμαι τον χρόνο που με σμίλεψε και μ’ άφησε να πέσω.

Τώρα το δημιουργηθέν πλάθει δημιουργό

τον χύνει σε εκμαγείο.

Και πριν καλά στεγνώσει

θα τον σπάσω

ρόδι

στο κατώφλι της ζωής μου.

*******

6) ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ

Τέρας: Αφού στα Τάρταρα μ’ αφήνεις

στη σκέψη μου αφρός θε να γενείς

άκου μονάχα πριν να φύγεις

την ιστορία αγάπης του Έρωτα και της Ψυχής:

 

Έρωτας

Απόγονος ενός πτηνού του χρόνου

που αποδημούσε σ’ άλλο υπαρκτό

σ’ έναν δικό του νότο

και χύθηκε σαν κρόκος κι έγινε πυρήνας

το Τυχαίο, αλώνοντας ανάμεσα στα σκέλια του

το Χάος.

Και τώρα να πάλι το ξανακερδισμένο γονίδιο

πασκίζει ν’ αρθρωθεί στο ύστερο σπέρμα της ψυχής μου

μπερδεμένη γλώσσα και τα χείλη μας δυο Συμπληγάδες.

Αφού ξανά η Ψυχή ξανά και ο Έρωτας

μην πασκίζεις δική σου ρότα

αφήσου σε τούτον τον νύμφιο ιστό

που σε ράβει και σκίζει.

 

Ψυχή

Το ύστερο σπέρμα της ψυχής μου

πασκίζει να σαρκωθεί στη ράχη του Μορφέα

γλαυκό και λουλακί

– όπως το πίσω του Μεγάλου Κηπουρού, καθώς στα γήινα φυτεύει

παραδείσια ιδέα. –

Μα σε κορμί βρίσκει δυσεπίλυτο

σχεδόν πέτρινο στην ευταξία του να γονιμοποιηθεί.

– Τί ‘ναι ψυχή μου έτσι που γελάς

και με τρομάζεις!

 

Άλλη δε σου γεννάω Ηδονή

κι αυτομολώ στον ήλιο.

Να πνιγεί! Να πνιγεί

το έμβρυο της Αρμονίας.

Η Εσμεράλδα Γκέκα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι φοιτήτρια της Νομικής Αθηνών. Το «Pulchritudo Bestiae» είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.

 

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

Ανεκπλήρωτοι φόβοι, εκδ. Πολύτροπον

μια ώρα αρχύτερα

Θυμάσαι τότε στο πάρκο ξημερώματα

που είδαμε τις έγκυες να περπατούν

πιασμένες χέρι χέρι,

μ’ ένα σάπιο καρβέλι ψωμί

η καθεμιά στην άδεια τους παλάμη;

Εμείς καθόμασταν κάτω στα φύλλα τα ξερά,

τα κόκκινα του φθινοπώρου αποφάγια,

τρίβαμε τα στομάχια μας

γιατί μας είχαν πει πως κάθε ανθρώπινη ανάγκη

ικανοποιείται μ’ ένα παραπλανητικό

υποκατάστατο άγγιγμα.

Μάταια, ακόμα ένα ψέμα, μονάχα μυρμήγκια

κυλούσαν από τους αφαλούς μας.

Τα δόντια μας ερμητικά σφιχτά,

δαγκώνανε τη γλώσσα κι αίμα πότιζαν τα χείλη

μην τυχόν και ξεχυθεί ο βούρκος απ’ το στόμα μας.

Μην τυχόν και πεις τίποτα για τις γυναίκες

πόσο όμορφες σαν το φθινόπωρο ήταν,

πόσο άπιαστες σαν την άνοιξη.

Μην τυχόν και με ρωτήσεις πού πάνε;

και σου απαντήσω: μα στο νεκροταφείο, φυσικά.

Για να γεννήσουν.

*******

ειδοποιητήριο θανάτου

Περπατούσα κι είδα καρφωμένη στην κολόνα

την αναγγελία της κηδείας μου.

Ένα σκισμένο, σαν τη ζωή μου, ήταν χαρτί.

«Τον αγαπητό μας εχθρό

κι αντίπαλο και σκουλήκι

κηδεύομεν σήμερον.

Απεβίωσε ετών μηδέν,

ώρα αγνοουμένη

κάπου μεταξύ μεσονυκτίου και χαραυγής,

εν μέσω ύπνου, δυστυχής,

κι ονείρων.

Οι τεθλιμμένοι, λατρευτοί του δολοφόνοι».

Φόρεσα το δέρμα μου και κίνησα για το μέρος.

Ένα μεγάλο φράκτη κάγκελα βρήκα

και μέσα άνθρωποι πολλοί γύρω απ’ τον τάφο

με το πρόσωπό μου στους ώμους τους.

Φύγε, φώναξαν όλοι μαζί,

καθώς άνοιγα με τα κλειδιά του σπιτιού μου.

Δεν επιτρέπονται ‘δω πέρα ξένοι.

*******

οικογενειακή γιορτή

Ήταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι

η μάνα μου, ο πατέρας, ο Φραντς κι εγώ.

Ο πατέρας μού έτρωγε το χέρι

κι εγώ με το άλλο ανακάτευα το μυαλό μου,

ψάχνοντας να βρω το κουτάλι που είχε πέσει μέσα.

Η μάνα,

μοναδική γυναίκα πια στον κόσμο,

κρατούσε την ομπρέλα για να μην πέφτουν

οι βόμβες στα κεφάλια μας.

Κι ο Φραντς στη μέση του τραπεζιού

περίμενε τον πατέρα μας να τελειώσει μαζί μου.

Ο Φραντς

πάνω στη μεγάλη ασημένια πιατέλα

μ’ ένα μήλο στο στόμα.

*******

ο κιτρινολαίμης

Ας κάνει κάποιος θεός

να προφτάσω τον κιτρινολαίμη.

Ας κάνει να μείνει ζωντανός

κάπου μες στο σύμπαν,

για να ξέρω απλώς ότι υπάρχει

κι ότι αναδεύει το τίποτα με τα φτερά του.

Να με κρατά η προσμονή

μην τύχει κάποτε και τόνε δω

να ξετρυπώνει με το ράμφος του μια νύμφη

απ’ τα σπλάχνα μιας βελανιδιάς.

Ας κάνει κάποιος άνθρωπος

Θεός να υπάρξει,

που θα μου φυλάξει

έναν μοναχά μικρό

κιτρινολαίμη.

*******

τα παιδιά του χρόνου

Είμαστε όλοι μας παιδιά του χρόνου.

Αυτός μας θρέφει,

αυτός μας σκεπάζει με σύννεφα το βράδυ,

σ’ αυτόν λέμε τα μυστικά,

τα όνειρά μας,

και μας φιλά στο μέτωπο, χαμογελά,

λέει:

όλα θα γίνουν, θα σας γεμίσω δώρα,

θα σας πάρω αγάπες και φωτιές,

ύστερα μας φορτώνει στους ώμους του

και τρέχει για τον ήλιο.

Κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι,

μέσα στην αγκαλιά, πάνω στο στήθος του

γελάμε.

Ξεχνάμε

πως ο χρόνος τρώει τα παιδιά του.

*******

ηδονίζονται

Με ρωτούν στον δρόμο οι περαστικοί:

Γιατί κρατάς τα φρύδια σου σφιχτά κατεβασμένα;

Ηδονίζονται να το ακούν:

Για να μην μου βγάλετε τα μάτια.

Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε στη Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου το 1988 και είναι απόφοιτος της σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ. Ποιήματα και πεζά του έχουν διακριθεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς κι έχουν δημοσιευθεί στον τύπο και στο διαδίκτυο. Το Ανεκπλήρωτοι Φόβοι είναι το πρώτο του βιβλίο (εκδ. Πολύτροπον).

.

Άννα Γρίβα

Οι μέρες που ήμασταν άγριοι, εκδόσεις Γαβριηλίδης

 

Οι τρόποι να μη λυπάστε

Προσέχτε τα βήματά σας

κάτω απ’ τις φυλλωσιές των δέντρων κρύβεται

το σώμα σας ντυμένο τα φτερά της νυχτερίδας

και τα τυφλά της μάτια

αν σκοντάψετε ξεγλιστρά πάνω σας

κρέμεται ανάποδα απ’ το σαγόνι σας

όπως απ’ της σπηλιάς τα εξογκώματα

και τα νύχια που χρόνια μεγάλωναν

κι ελίσσονταν στα κλαδιά

βρίσκουν επιτέλους μια θέση στο μυαλό σας

προσέχτε τη μήτρα σας αν είστε γυναίκες

το καρύδι που μεγαλώνει το λαιμό σας αν είστε άντρες

και παιδιά αν μείνατε βρείτε επιτέλους έναν τρόπο

να πεθάνετε ανώδυνα χωρίς να χρειαστεί ούτε άντρες

ούτε γυναίκες να φανείτε

προσέχτε τον κίνδυνο που ανατέλλει κάθε πρωί απ’ το βουνό

σταθείτε μακριά και δώστε του ονόματα να τον ξορκίσετε

κόψη ξυράφι

φλοιό ανθρώπου λιωμένη ύλη

μες στα χέρια

κάποτε  σύσπαση σιωπή

νύχτα πουλιά που τρόμαξαν

των κυνηγών το βόρβορο

και τις βαριές πατημασιές τους

ταίρι

προπάντων ταίρι

που οσφραίνεται το αίμα μας.

*******

Πλάνη

Φορτώνω στη ράχη μου

δύο νεκρά πουλιά

τα φτερά τους

-και πεθαμένα- κροταλίζουν

κρυφά περάσματα στις φυλλωσιές

και λιτανείες στο νότο

κι έναν παλμό που ήτανε κάποτε

κήπος ατίθασος

στην όψη του αμάραντου

και στην οσμή της σάρκας

φορτώνω στη ράχη μου

δύο νεκρά πουλιά

κι όνειρα αμέριμνα

που δεν κουράζονται ποτέ

να επιστρέφουν στη φωλιά τους

όπως το ψάθινο καπέλο του καλοκαιριού

που εκτελεί πάντα την ίδια πορεία

μακριά απ’ το κεφάλι μας

όταν τ’ αφήνουμε να το ρουφήξει

το πρώτο μελτέμι

και τα ξερά φύλλα του φθινοπώρου

κι ύστερα η μνήμη που δε συγκρατεί τίποτα

αληθινά δικό μας

παρά αυτή την τελευταία ανέλιξη

σε μιαν αόρατη σκάλα

ταλαντεύομαι

και πληρώνω το βάρος μου

σε κάθε βήμα

η πτήση ξεκινά από την πλάτη μου

και τελειώνει εκεί

δεν είναι ύψους ενατένιση

αλλά παράταση αναπνοής.

*******

Κωπηλάτης

Έχει αρμούς ό,τι μαθαίνεται:

το βήμα του γλάρου

το γέλιο της συνήθειας

η στήλη και το άγαλμα

που σέρνουν τα γράμματα

στη συμφορά του ονόματός τους

κρούω ψηλά

τ’ αστέρι μου

στον ουρανό

να βρω πιο εύκολα

σπασμένο το ρύγχος

του αλόγου

σκισμένα τα χείλη

του δρόμου

άγραφο και μαλακό

τον κανόνα

του διαστήματος

επίκουρες στη νύχτα

όλες οι θέσεις έναστρες

όταν δε θέλουμε

κανέναν να δούμε

και ξεμαθαίνουμε

το φόβο

με τα τετράδια

στη σάκα μας

πρώτη φορά

να ερωτεύονται

τις γομολάστιχες

θα ξεχαστώ

κωπηλατώντας

στο κελί

της αυλής μου

στην κουβέρτα

του σκύλου

στην κουκέτα

που χωρά

να κοιμίσει

το πόδι μονάχα

του ονείρου μου

το μέλλον γράφεται εκεί

που σβήνουν τα σημάδια του

γεωργός απόλυτος

και ναυαγός

της πιο τρελής λαχτάρας.

*******

Μόνοι

Απόψε μιλούν

τα σώματά μας

τα πτερόεντα

που μας ξεντύθηκαν

και λιγοστέψαμε

σαν υπέργηρα βρέφη

τόσο μικροί

να παραδέρνουμε

για λίγο φως

που δεν ανέχεται

ούτε στα πόδια του

να κατοικήσουμε.

Ρυθμίζουμε ανέστιες ζωές

συφοριασμένες εκκρεμότητες

την μήνιν που αφήνει ο άνθρωπος

πάνω στο είδωλό του.

Σταγόνες που πλέκουμε

για μιαν απόδραση.

Να φεύγουμε

να οστρακιζόμαστε.

Αυτό δε θέλαμε;

Όστρακο εμείς

και εξορία.

Παρά τις δοκιμές

παρά τα χρόνια

αυτή η λεπτομέρεια

ανήκεστος πάντα.

Αγάπα με -έλεγες-

κι άλλο δεν είμαστε

από το όχημα

προς λίγη σάρκα.

*******

Θέρος

Το φως κυλά

στην κατολίσθηση της πέτρας

και η κρυψώνα του φιδιού

λαθραία περνάει και βυθίζεται

κάτω απ’ την καμπάνα του ήλιου

μια ακτίνα σιωπής:

ποτέ δεν άκουσα ουρλιαχτά

τις χασμωδίες της αντανάκλασης

-τ’ αυτιά μου είχαν ματώσει

από το σάλεμα του τζίτζικα-

κι όπως του δέντρου ο μαρασμός

προσκύνησα το καλοκαίρι.

Είδα τα ρούχα μου καμένα σαν χαρτί

τραύμα το στόμα μου χάρτης του κόσμου

πλήγματα έβαλα και δαγκωνιές

σε όσον ίσκιο μού περίσσευε

να γίνει τρόμος

μη μου τον κλέψουν

όσοι παλεύανε το ρίγος τους

μέσα σε καύματα

και σκύλου δόντια.

O πυρετός κι αν μας νικά

τα χέρια δυναμώνει

με μιαν ανάκρουση

παλμών κι ερώτων:

εκεί που ούτε χορτάρι

δε βλασταίνει

σμίγει κι αφήνεται

κάμπος ονείρων

και δράκος τρυφερός.

Δίψα δεν έσβησε κανείς

όσο το ποίημα που γιατρεύτηκε

απ’ την κακή του σκέψη.

*******

Επίνικος

Τις νύχτες σκοτώνω την ώρα μου

πάνω στα έπιπλα

με ένα θερμόμετρο στη μασχάλη ταξιδεύω

απ’ το ένα δωμάτιο στ’ άλλο

και μαγειρεύω στο μπρίκι μου

το ταρακούνημα της κουρτίνας

η πόρτα κλειδώνει μόνη της πια:

δεν έχω τίποτα να δώσω

σε τόσους επισκέπτες

-γιατί έρχεστε; γιατί έρχεστε ακόμη

και σπαταλάτε τ’ αστέρια πάνω μου;

τόσα παιχνίδια γύρω μου

τόσες αφύλακτες χαρές

κάποτε τρεφόμουν με νερό μόνο

και είχα γίνει βαριά σαν πέτρα

με φυσούσες κι έμενα ακίνητη

στις πλαγιές των λόφων

τώρα βαδίζω κρυφά στα κοπάδια των ζώων

τα κάνω κομμάτια με τα δόντια μου

και δε χορταίνω δε χορταίνω το αίμα τους

(η ίδια δεν είμαι;)

κάποτε γυρόφερνα το θάνατο

σαν κουτσή γριά

που καθαρίζει την κουζίνα της

τώρα τον φυτεύω με τα χέρια μου

ανάμεσα στα λουλούδια

και τον βλέπω να μεγαλώνει

και να μαθαίνει το περπάτημα

τραβώ στα νύχια μου

τον κομπασμό της άνοιξης

κι αποκοιμιέμαι

πουλί εν πτήσει:

η ανακούφιση

θα μοιάζει πάντοτε

με το θυμίαμα

των ηφαιστείων.

*******

Νυχτερίδα

Καλύτερα να νιώσεις βαθύ το δάγκωμα της αμφιλύκης

παρά να ματώνεις σε ήλιους ψευδείς και πυρωμένους

φαεινή είναι μονάχα η αγάπη όταν πλανιέται

μέσα στο στρώμα του κινδύνου της

χωρίς διαστάσεις ένα παιχνίδι που διπλώθηκε στο ξένο σώμα

όπως σκιές λύπες πλεούμενες

και καραβάκια από χαρτί

κανείς δε φυγαδεύεται με τρόπο ασφαλή

στο λένε τα ζώα της νύχτας

που αναθερμαίνουνε τη σάρκα τους

σε μάτια όλο στίγματα

και σε κυνήγι σκοτεινό

όταν ορμούν και τρέπονται

με δωρικές αναρριχήσεις

και με καθόδους εγγεγραμμένες

απ’ τη χαρά της διαφυγής

καλύτερα να νιώσεις βαθύ το δάγκωμα της αμφιλύκης

παρά στη θάλασσα να ανοίγεις δρόμους

με φωσφορίζοντα φεγγάρια και ανακλάσεις λιμανιών

τόπος του ανθρώπου είναι το δάσος

στην πιο αδρή πυκνότητα

και δεν αφήνει να φανεί ούτε η μάστιγα

ούτε η χλεύη

ούτε ο φόβος μας που σβήνεται

στα καντηλάκια των νεκρών

όταν σκοτώνονται τα βλέφαρα

βρίσκουν μια ρύμη αφιλόξενη

και πεινασμένη

τρόπους μεγάλους να ονειρεύονται

σαν τον περίπατο του αστροναύτη.

Η Άννα Γρίβα γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στην Αθήνα. Το 2010 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Η φωνή του σκοτωμένου (Εκδ. Χαραμάδα) και το 2012 τη συλλογή Οι μέρες που ήμασταν άγριοι (Γαβριηλίδης).

Νικόλας Ευαντινός

Εννεός…, εκδόσεις Μανδραγόρας

Ενεός…

 

μέχρι να αρχίσουμε  να ζούμε σε κύκλο

 

Είδε κι απόειδε, αρπάζει την Πασιφάη από το χέρι και την βάζει να θηλάσει τον γιο της. Ο Μινώταυρος την ρουφά ολόκληρη και θρήνος ταύρου πέφτει από τον ουρανό.

Χορτάσαμε.

Έπειτα σημαδεύει την καρδιά του ανέμου που κατέβαζε το βουνό της εποχής, πυροβολεί και βρίσκει την ευτυχία στο σταυρό.

Ξαλαφρώσαμε.

Τότε βάζει την πορφυρή μπέρτα του τρελαμένου Ρήγα και μας μιλά: «Σπαρταράτε μωρέ, μην το ξεχνάτε!  Ίσως έτσι ξαναβουτήξετε στο όνειρο.»

Παλέψαμε.

Τέλος, βουτά δίχως μπουκάλες να βρει της θάλασσας τη ρίζα.

Ήταν μνήμη στο τετράγωνο!

Πιστέψαμε.

Από τότε ζούμε σε κύκλο, δηλαδή κοιταζόμαστε στα μάτια.

Τέρμα οι παρελάσεις!

 

 

*******

 

Ενεός…

 

μπροστά στην αναβράζουσα Κτίση

Υπόγεια γουργουρητά πείνας σαν να κροταλίζουν οι περσικές αλυσίδες από του Ελλήσποντου τα βάθη. Λογικό και αυτονόητο το φαινόμενο, ιδίως τώρα που οι άλγεβρες έχουν απολέσει τις ταυτότητές τους, οι γεωμετρίες τις αποδείξεις τους, οι φυσικές την φυσικότητα και οι χημείες την ύλη τους – ήδη από το απόγευμα του προηγούμενου αιώνα.

Γιατί κάποτε σε χώμα απάτητο χαράχτηκε η φράση: “Η ΓΡΑΦΗ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ» και λησμονήσαμε ότι το στόμα της φαντασίας είναι η είσοδος του απείρου, ότι εκεί φτιάχνεται το εναρκτήριο γράμμα των νόμων που έρχονται:  νομοταγείς οι αμοίραστοι  ουρανοί καθώς σπέρνουν εφηβείες στα κύματα της γης.

Δεν θερίζω πείνα. Δεν θερίζω δίψα. Θερίζω φως. Αχειροποίητο. Υψωμένο στο τετράγωνο και με το σώμα μπολιασμένο δίνει ενέργεια που στον χρόνο ταξιδεύει: …κάποτε ύψωσα το βλέμμα: Κτήτορες μοιράζουνε ψωμί. Με ποιο δικαίωμα;

 

*******

 

Ενεός…

 

μπροστά στο χιόνι

Μνήμη Αργύρη Χιόνη

Εκείνη τη στιγμή ήμουν απόγονος αμμοδαρμένων νομάδων, εθισμένων στην κάψα και την μονοτονία της τραχύτητας. Εκείνη τη στιγμή ήμουν ιθαγενής μιας χώρας αιώνια μαστιγωμένης από του ήλιου τα σχοινιά. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή εγώ, ένας γιος του καύσωνα, έπρεπε να εφεύρω μια λέξη για να ονομάσω το θαύμα που έβλεπα. Έτρεξα στους γέροντες, σε μύθους και παροιμίες, αρχαία αινίγματα, προϊστορικά βιβλία των θεών μου. Δεν βρήκα τίποτε. Πήγα ξανά στο σημείο του θαύματος. Ο χρόνος κυλούσε. Το θαύμα έλιωνε. Ήταν λευκό, ψυχρό και συμπαγές. Το έσφιξαν οι χούφτες μου μέχρι που κάηκαν. Το μάσησαν τα δόντια μου μέχρι που πάγωσαν. Ο χρόνος κυλούσε. Το θαύμα έλιωνε. Λέξη δεν έβρισκα. Στο τέλος γίνηκε νερό και χάθηκε. Ήταν αποτέλεσμα ακραίων καιρικών φαινομένων. Τότε κατάλαβα πόσο δύσκολη είναι η δουλειά των ποιητών.

*******

Ενεός…

 

γιατί δεν είχε γάλα

Ώρα κρατούσε το ακουστικό και έτρεμε. Δεν κρύωνε. Έκλαιγε. Σιγά-σιγά η άσπρη κελεμπία που στεκότανε στον θαλαμίσκο του καρτοτηλεφώνου γινόταν σύννεφο, ομίχλη παχιά.

Στο τέλος χύθηκε στο τσιμέντο σαν γάλα και δεν σταματούσε, έγινε αστείρευτο λευκό ποτάμι που άρχισε να κυλά και να κυλά, και έφτασε στη θάλασσα, πέρασε τη διώρυγα εισέβαλε στη μακρινή ήπειρο και κυλούσε και κυλούσε ώσπου εισήλθε στην πατρίδα, μπήκε στο χωριό, στο μαγαζί με το τηλέφωνο και σταμάτησε

στους αστραγάλους της γυναίκας που κρατούσε το ακουστικό μιλώντας στον ξενιτεμένο με το μωρό στη ρώγα και του έλεγε πως δεν είχε γάλα.

 

*******

Ενεός…

 

μπροστά στην όραση

Μια κοπέλα μεγαλώνει στα μάτια μου. Όσο τα ανοίγω, τόσο απλώνεται, εκπτύσσεται γαργαριστή σαν κάποιο πλατύμακρο ποτάμι, που τα υγραίνει. Με καθάρια υδάτινα βλέμματα κατακλύζω τον κόσμο και τα πράγματα μουσκεύουν, μαλακώνουν και παίρνουν σχήμα αληθινό.

Έτσι

πότε το σπίτι είναι ένα μεγάλο στόμα που καταπίνει σιωπές σαν ηρεμιστικά για να κοιμηθεί και πότε όχι,

πότε τα μάτια των ανθρώπων είναι ανάποδες πινέζες που εξακοντίζουν λήθη και πότε όχι,

πότε τα κορμιά κάτω από τα παλτά είναι οι πύρινοι κίονες της κόλασης, άκαυτα στην αιωνιότητα και πότε όχι,

πότε η κιθάρα είναι μια λεπτοκαρυά που στοίχειωσε στο ξύλο της των σπίνων το τιτίβισμα και πότε όχι,

πότε τα αστέρια είναι οι τρύπες που άνοιξε στον ύπνο του κόσμου το μυδραλιοβόλο του Θεού και πότε όχι,

πότε το ασταμάτητο γάβγισμα των πεινασμένων σκύλων οιωνός για κάποια παντοτινή παύση της Ιστορίας και πότε όχι.

Κι όμως στην χίμαιρα ζωή υπάρχει μια τρανή παρηγορία: η υδάτινη γυναίκα των ματιών μου που όλο μεγαλώνει, κάποτε θα σκίσει τα μάτια μου και θα νιώσει τον κόσμο έξω τους.

Τυφλός, θα είμαι ο πρόγονος μιας νέας όρασης.

*******

 

Ενεός…..

 

πριν να ξανακλειστώ στο ένα και ένα κάνουν δυο….

Υπό τους ήχους του Γαβριήλ που παίζει τον ταμπουρά του στην όχθη του νιογέννητου Αχέροντα  να σφυρηλατώ πύρινα δαχτυλίδια για να είμαι αόρατος

μια μέρα μπούχτισα, έστειλα γράμμα στον Άδμητο, του έλεγα «πως τα κατάφερες μπαγάσα να έχεις για τσοπάνη σου κοτζάμ Απόλλωνα» μου απάντησε σε ένα θολό μου όνειρο που από τότε προσπαθώ να θυμηθώ, λέω δεν βαριέσαι θα συνεχίσω κι όπου έβλεπα την Κυβέλη έτρεχα να πιω από το βυζί της, μια μέρα το μάτωσα με έβαλε σε ένα σεντούκι και με πέταξε στο πέλαγο, ξεβράστηκα πάνοπλος, έτοιμος για τη Μέδουσα, ποτέ δεν την βρήκα, μονάχα ένα φιδάκι σύρθηκε στα πόδια μου, το ακολούθησα, και πήγα ανατολικά, εκεί με συνεπήρε κείνος ο νεαρός καβάλα στη λεοπάρδαλη τον ακολούθησα με στύση παιδική για μια μαινάδα φτυστή με την ακροβάτρια πάνω στον ελέφαντα -κι έλεγα μέσα μου πως σίγουρα αυτόν τον έφερε δώρο από τις Ινδίες στον μπαμπά του ο Αλέξανδρος από την Πέλλα- ώσπου συνήλθα και έτρεξα στην τουαλέτα με κακό προαίσθημα,  τελικά επαληθεύτηκα γιατί από την λεκάνη ξεπήδησε ο Αζαζήλ «κάνε την από δω» μου είπε  «τελειώνουν τα ψωμιά μας», εγώ δεν κατάλαβα, έτρεξα στο κρεβάτι, το Κολλητήρι, ο Μορφονιός κι ο Σταύρακας με αποχαιρετούσαν δίχως τραγούδι, είχε πια ξημερώσει,  ήταν η ώρα να γεννήσω, το κεφάλι μου άνοιξε στα δυο και βγήκε ο οχτάχρονος εαυτός μου, υποχρεωτικά παλλάδιος με μια σάκα στο χέρι, να πρέπει σοκαρισμένος, να πάει ξανά πρώτη μέρα στο σχολείο.

Τέρμα τα παραμύθια. Ένα κι ένα κάνουν δυο.

 

Από το σχολείο του χειμώνα ξεμπέρδεψα.

Από το άλλο, ακόμα και ούτε πρόκειται.

Μετεξεταστέος, ως το τέλος!

 

 

Ο Νικόλας Ευαντινός γεννήθηκε το 1982 στην Ιεράπετρα της Κρήτης όπου μεγάλωσε και ζει. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στην νεοελληνική φιλολογία και υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Μικρές Αγγελίες και Ειδήσεις (2008, Γαβριηλίδης), Ρουβίκωνας στα μέτρα μας (2011, Μελάνι), Ενεός (2012, Μανδραγόρας). Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες ανθολογίες, ενώ έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και στα αγγλικά.

Παράλληλα ασχολείται με την μουσική. Το 2010 κυκλοφόρησε ο δίσκος Πανταχού Απών με τραγούδια δικά του, τα οποία ερμήνευσε ο ίδιος. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί και τραγουδηθεί από διάφορους καλλιτέχνες.

 

Βασίλης Ζηλάκος

Ξύλο π’ αφράτεψε στο στόμα, εκδ. Οδός Πανός,

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

1.

Ἂν ὁ χρόνος ἐκπορθεῖτο,

στὴ θάλασσα θὰ ἐπιστρέφαμε

Ἐκεῖ, ἐκεῖ θὰ ἔλειωνε ἡ σάρκα μας ἀβοήθητη

Ἐκεῖ θὰ μέναμε γυμνοὶ καὶ μόνοι.

2.

Ποτὲ τὸν δρόμο δὲν δείχνουν οἱ νεκροὶ

οἱ νεκροὶ δὲν ξέρουν:

τὸ σκοτάδι μπροστά μας σκάβουν

ἄλλοτε γιὰ θάνατο κι ἄλλοτε γιὰ γέννα

Χαμήλωσε, λοιπόν, τοὺς ὤμους κι ἄκουγε

τὸν ἦχο τους ψηλὰ στὸν ἀέρα

Θὰ μάθεις ὅλη τὴν ἀλήθεια

σὰν τὸ ψάρι ποὺ πιάνεται στ’ ἀγκίστρι.

3.

Στάζει ὁ θάνατος

στάζει ἀπ’ τὶς καρδιὲς τῶν νεκρῶν

σ’ ἐκεῖνες τῶν ζωντανῶν

Αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια συμμαχία τῆς Ἀγάπης

Οἱ πάγοι λειώνουν, ὁ πυρετὸς

κι ὁ ἱδρώτας ξαναρχίζουν

καθὼς τὴ μαύρη χολὴ του καταπίνεις

Μὴν πεῖς: ἐγὼ εἶμαι λλος

Μὴν πεῖς: θάνατος ὁ βαρὺς κάνθαρος

ποὺ ἀνάμεσα στ’ ἄστρα αἰωρεῖται.

4.

Ἡ καρέκλα δὲν εἶναι τραπέζι

Τὸ τραπέζι δὲν εἶναι τριαντάφυλλο

Τὸ τριαντάφυλλο δὲν εἶναι κυπαρίσσι

Τὸ κυπαρίσσι δὲν εἶναι φεγγάρι

Ξέχασε γρήγορα αὐτὴ τὴ γλώσσα ἂν θέλεις

πάνω στὶς ἑφτὰ νύχτες νὰ ὑψωθεῖς

μὲ τοῦ Ἀρνημένου μεθώντας τὸ κρασί.

5.

O τρόμος τοῦ θηρευτῆ κι ὁ τρόμος τοῦ θηράματος

εἶναι καὶ οἱ δυὸ ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε ἁμαρτία

Γι’ αὐτό, δύσκολα τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον ξεχωρίζεις:

Τὸ ἴδιο πυρακτωμένο πουκάμισο φορᾶνε

ποὺ ὑφάναν τὰ χέρια τῆς Ἀγάπης!

Κανεὶς τὸ πουκάμισο αὐτὸ δὲν μπορεῖ ἀπὸ πάνω του

νὰ βγάλει. Ἔτσι ὁ κόσμος μὲ μιὰ φωτιὰ μοιάζει

ποὺ ἂν ἔσβηνε ποτὲ,   λάθος τοῦτο θὰ λογιζόταν

Ὄχι, λοιπόν, δὲν πρέπει Ἀγάπη νὰ σημαίνει

σβήσιμο τοῦ τρόμου, ἀλλὰ ἀναγωγὴ τῆς θλίψης

ἀναγωγὴ τῆς κίνησης, στὴν ἐπιθυμία μας

νὰ ἐπιφέρουμε τὴ γαλήνη στὸν τρομαγμένο.

6.

Στὴ γέφυρα ποὺ χτίζεις καὶ δὲν πολυστολίζεις

γιατὶ πρέπει, ὢ ναί, ὡς γέφυρα πρέπει νὰ συνεχίσεις

Τώρα σ’ αὐτὴν προπάντων τὸ βῆμα σου ὁδήγα

Ξέρει ἕνα βραδυνὸ τραγούδι γιὰ τὸν ἔρωτα

Ξέρει τί περισώζει ὁ θάνατος ποὺ δὲν βλέπουμε.

*******

ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Κάποτε τὶς νύχτες

ἐνῶ ἕνας ἄνεμος δύστροπος

φυσᾶ ἀπ’ τὰ περασμένα

(τὸν σπόρο τοῦ πόνου

ὣς τὰ σύννεφα σκορπώντας)

τοὺς νεκρούς μου ἀκούω –

τὸ ρ στὴ φ μελωδία τραγουδοῦνε

μέσα στοὺς τοίχους τοῦ σπιτιοῦ μου

Τῆς ἐξόδου τότε ἡ πύλη κλείνει

καὶ βλέπω μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς

τὸ παράδοξο θαῦμα βλέπω:

τὰ χαμένα νὰ χάνονται ξανὰ

στὴ διαύγεια μιᾶς Ἄνοιξης

ἀκόμα μακρυνής,

ποὺ γιὰ κάτι τι μικρὸ

δείχνει νὰ κραυγάζει

Μικρὸ σὰν τὰ χέρια μου ἴσως

καθὼς σταυρώνοντάς τα

τὴ στιγμὴ προσμένω

ποὺ τὸ λίγο φῶς τοῦ ἑνὸς

μὲ τὸ λίγο φῶς τοῦ ἄλλου θὰ ἑνωθεῖ

κι ἀνάποδα θὰ γυρίσω

ὅπως οἱ φελλοὶ στὸ κύμα

νάποδα, νάποδα, γιατὶ

ἀπὸ νωρὶς τὸ ἀπόγευμα

τὴν παλιά μου βέρα φροντίζω

πάντοτε ν’ ἀφήνω

σὲ κάποια γνώριμη καὶ κρυφὴ γωνιά

Μὴν τύχει καὶ πιαστεῖ τὸ βράδυ

στὸ νύχι τοῦ πεθαμένου ποὺ θὰ προβάλει

Μὴν τύχει καὶ δὲν προλάβω

νὰ τὴν ξαναφορέσω

σὰν ἔρθει ὁ θάνατος τὸ πρωῒ νὰ μὲ ταῒσει

μὲ τὴν ξύλινη καὶ τραχειὰ κουτάλα του.

*******

ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

Στάσου, μικρή μου. Γιὰ ποῦ τώρα φεύγεις;

Ἐδῶ κοντά μου μεῖνε. Θὰ σοῦ δείξω

τὸ μῆλο ποὺ ξεφλουδίζει τὴν αὐγὴ

τὸ μπαστούνι τοῦ Θεοῦ

ποὺ ξυπνᾶ τὰ λάχανα στοὺς ἀγροὺς

τ’ ἀχυρένια πόδια τοῦ πράσινου ἄνδρα

τὰ μαῦρα πόδια τῆς λευκῆς γυναίκας

τὸ ἀσήμαντο εἴδωλό μας στὸ θαμπὸ τὸ τζάμι

Νά, δές: μία βαθύκολπη πολιτεία

ἀνυψώνεται τώρα: τὸ ἀνθισμένο καλώδιο

τῆς ἑταιρείας ἠλεκτρισμοῦ

ἡ φυλακισμένη ἀριθμητικὴ τῆς γριᾶς φωτιᾶς

μέσα στὴ σήραγγα μὲ τὰ ἀγάλματα

καί, νύχτα, ἀργά, τὰ μνήματα, μετρώντας

τὴν ἀπόσταση ἀπὸ τὸν ἕναν τόπο ζωῆς στὸν ἄλλον

Στάσου, μικρή μου. Στάσου, μὴ φεύγεις

Ἂν μεγαλώσεις οἱ τοῖχοι δὲν θὰ σὲ χωροῦνε πιὰ

Φωτιὰ καὶ κάρβουνο θὰ ζητᾶς

Χρώματα καινούργια ὅταν θὰ σκουριάζεις

Καὶ τζάμια κάθε τόσο νὰ σοῦ ἀλλάζουν

πράσινα, κόκκινα, χρυσαφένια της αὐγῆς…

Πάνω στὶς ράγες σου συνέχιζε νὰ σφυρίζεις

πονεμένη τὶς ὦρες τοῦ νεροῦ καὶ τῆς ὁμίχλης

Μέρα μὲ τὴ μέρα, μήτε ξερὸ μήτε μουσκεμένο

ἀλλὰ σχεδὸν αἰώνιο εἶναι τὸ ταξίδι αὐτό!

Στάσου, μικρή μου. Στάσου, γιατί φεύγεις;

*******

ΤΟ ΣΟΒΑΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ

Ὑπάρχει μιὰ ἐλιὰ στὴ μέση τῆς χώρας τῶν πάγων

Ὑπάρχει ἕνας δαίμονας ποὺ κάθεται ὀκλαδὸν στὴν κορφή της

Τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς πετ᾵ μὲ βία στὸ σκοτάδι

Ὑπάρχει ἕνα κορίτσι ποὺ κάθεται ὀκλαδὸν στὴ σκιὰ τοῦ δέντρου

Στρώνει τὰ μαῦρα της μαλλιὰ γιὰ νὰ μὴν τραυματι­σθοῦν ἐκεῖνοι

Τὸ παιχνίδι της εἶναι πιὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τοῦ δαίμονα

Τὸ παιχνίδι της εἶναι πιὸ ἀληθινὸ γιατὶ δὲν εἶναι παιχνίδι

Τὸ παιχνίδι της δὲν εἶναι παιχνίδι γιατὶ δὲν χρειάζεται

νὰ ξεριζώσει καὶ νὰ πετάξει τίποτα καὶ κανέναν στὸ σκοτάδι

ὥστε νὰ πείσει ἔτσι τὸν ἑαυτό της πὼς μόνο αὐτὸ ὑπάρχει.

*******

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ

Ἀπὸ δῶ, ἀπὸ δῶ, ἔδειχνε παρὰ τὴ λύπη του τὸ κολιμπρὶ μέσα στὸ δάσος τὸ μονοπάτι, μὰ ἐγὼ συνέχιζα στὸ δρόμο μου νὰ περπατῶ, ἀκολουθώντας σὰ μαγεμένος τὶς πυρόξανθες ἀνταύγειες τοῦ παγωμένου ἀπογεύματος, ποὺ σκορπίζονταν γύρω ἀπὸ τὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὶς καμένες φτέρες. Ξάφνου, σ’ ἕνα ποτάμι βρέθηκα μπροστά, ὅπου τὶς λασπωμένες ὄχθες του γεφύρωνε, στέρεα καὶ συμπαγής, ἡ σκιὰ ἑνὸς γιγάντιου πλάτανου, καὶ ἀφοῦ μὲ ἀνησυχία σήκωσα τὸ βλέμμα μου πολλὲς φορές, τὸ ἀπέναντι τοπίο κατάφερα στὸ τέλος νὰ κοιτάξω, τῶν Ἴσκιων ἐκεῖ τὴν πατρίδα· ἐκεῖ τὰ μυριάδες ἴχνη πελμάτων, ὅπως χάνονταν καὶ ἐμφανίζονταν ξανὰ στὸ κύλισμα τῆς πάχνης, καὶ τὸ μέγα πλάτος ἀκόμα, ποὺ λὲν ὅτι οἱ ἑφτὰ πανάρχαιες κουφοξυλιὲς τῶν Ἀγγέλων διαφεντεύουν. Κατόπιν, –ἀλήθεια μέχρι σήμερα δὲν ξέρω πῶς αὐτὸ συνέβη– ἕνα χρυσαφένιο μὰ ἄγραφο φύλλο χαρτιοῦ πήδηξε ἔξω ἀπὸ τὸ νερό, καθὼς τὸ νοῦ μου αἰστάνθηκα παραδόξως ἀπὸ ἀνάγκη νὰ μαλακώνει. Παραδόξως, ἐπειδὴ τότε γιὰ πρώτη φορά, θαρρῶ, τὸ τέλος τῆς εὐτυχίας ὑποψιάστηκα στὰ ἄδεια μου τὰ σπλάχνα νὰ σαλεύει, τὸ τέλος ποὺ τίποτα πιὰ δὲν περιμένει νὰ δώσει καὶ τίποτα νὰ πάρει, γνωρίζοντας καλὰ –καλύτερα ἀπὸ τὸν καθένα– πὼς τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ὑπάρξει ξανὰ κάθε προθεσμία ποὺ λήγει τῆς Ἀνάστασης εἶναι σημεῖο καὶ σταθμός.

*******

ΔΙ’ ΕΣΟΠΤΡΟΥ ΕΝ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙ

Γραφή μου πρώτη   κι ἔπειτα σκεπασμένη   ἄκου: Ἐχθὲς τὸν παλαιό μου Δάσκαλο συνάντησα

Στὰ χέρια σου   εἶπε   ἔμαθα νὰ ζωγραφίζουν ἀρραβώνα   Νὰ περνᾶς τὴ θάλασσα νὰ σμίγεις μὲ τὸν βράχο

Στὸ κεφάλι σου   εἶπε   ἔμαθα τὴν τέχνη τῆς ὑπόκλισης    Νὰ χαιρετᾶς τὶς λεμονιὲς   τὶς μακρυνὲς βροντὲς νὰ καλοσωρίζεις

Κι εἶπε: Πρώτη τοῦ μήνα σήμερα   ἔχε στὸ νοῦ    μ’ ἀκοῦς;   στοῦ ἥλιου τὶς σταγόνες νὰ πατᾶς ὥστε γινωμένος ξανὰ ἀπὸ λιβάνι καὶ θυμίαμα γαλήνη μέσ’στὰ ἀδύνατα τὸ μέτωπό σου νὰ σχηματίζει

Ἀμήχανος πρῶτα   πιὸ φοβισμένος κατόπιν   πίσω ἀπὸ τὸν τοῖχο τῆς κουζίνας προσπάθησα τρεῖς φορὲς νὰ κρυφτῶ

Τὴν πρώτη μίκρυνα σὰν κάποιον ποὺ γυρίζει νὰ κοιτάξει τὴ σελήνη   Τὴ δεύτερη οἱ θάλασσες καὶ τὰ βουνὰ ὅρμηξαν νὰ μὲ σκεπάσουν   Τὴν τρίτη ἀντηχοῦσαν μόλις στὸ κρανίο μου ὥριμες οἱ συμφορὲς

Ὥσπου τὸ μέσα φῶς ἔπαψε πιὰ τὸ ἔξω νὰ στυλώνει καὶ σὰν ἀνάθεμα ἡ γύμνια μου στοῦ Ἅδη τὰ σκοτεινὰ νερὰ ἀργὰ ὀπισθοχωροῦσε

Ἔτσι ποὺ μποροῦσε τέλος ἡ φωνή του σὲ κάποιον ἴσκιο ζαρωμένο στὸ πίσω βάθος τοῦ σπιτιοῦ ὁλοένα νὰ πηγαίνει

Νὰ πηγαίνει πρὸς τὰ χάμω   κεῖ ποὺ κάτι ἀργύ­ρια θαμπὰ πέφταν τῆς Ἀγάπης   γιατί δὲν προλά­-
βαι­να δὲν ἤθελα στὸ χέρι νὰ τοῦ τὰ δώσω…

(Πρώτη τοῦ μήνα σήμερα   τοῦ ’λεγε ξανὰ καὶ ξανὰ Πρώτη τοῦ μήνα   Οἱ ἐλάχιστοι πιστοί μου σήμερα δὲν δουλεύουν   Αὔριο ὅμως θὰ κρίνουνε οἱ δαι­μόνοι

Αριο αριο βροντοφώναξε τότε ὁ ἴσκιος θυμωμένος   κοιτώντας   ἴδια μὲ πρίν   εὐθεία μέσ’ στὸν καθρέφτη ἕνα πουλάκι κεῖ κοντά του   ποὺ παρακάλαε –τί ποιόν δὲν ξέρω– νὰ σύρει ξανὰ τοὺς ἤχους τῆς αὐγῆς)

Μ’ αὐτὰ κι ἄλλα γραφή μου πρώτη κι ἔπειτα σκεπασμένη ὀργίζομαι γιὰ τὸν θάνατο τῆς μέρας καὶ σκέφτομαι πόσο κοντὰ στ’ αὐτιά μου ἠχὼ φωνῆς παλαιᾶς τώρα καὶ πάλι ἀλαλάζει:

κουσέ τον   Εναι τ λάχιστο πο θ μποροσες γι’ ατν ν κάνεις   Ἐὰν φύγεις πρν τν ρα σου χάθηκες

Ἦταν αὐτὰ τὰ λόγια του Πατέρα στὰ χρόνια της ἐρήμου.

1 ανουαρίου, 20…

Ο Βασίλης Ζηλάκος γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα. Εξέδωσε στις Εκδόσεις Οδός Πανός τις ποιητικές συλλογές Η κούπα του τσαγιού (2010) και Ξύλο ξανθό π’ αφράτεψε στο στόμα (2012). Είναι εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Κουκούτσι.

Βάγια Κάλφα

Απλά πράγματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ

Είναι πολλοί οι νεαροί
Σαν του λόγου σου, Ευμένη
Πλησιάζουν
Κι επίμονα ζητούν χρόνο φανέρωσης του
Του θαύματος, οδηγίες
Ψάχνουν παραμυθίες
Και αποσπούν επαίνους θλιβερά- γι αυτό
Κι οι Θεόκριτοι έγιναν δύσπιστοι πια

Αν η γραφή
Είναι για σένα ανάγκη αναντίρρητη
Μην τους ακούς
Τους λόγους τους παρηγορητικούς
Πολιτεία δεν υπάρχει
Ούτε νομοθέτες να απονείμουν τον τίτλο
Κανείς να σου εγγυηθεί
Μα εσύ εκεί- αν έχεις ταχθεί

Γιατί το ξέρεις καλά
Κι αν λίγο δεν είναι
Δεν είναι πολύ

Το πρώτο σκαλί, Ευμένη

*******

ΣΠΟΥΔΕΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑΣ

Ήσουν σίγουρη
Κι έπειτα πόνταρες πολύ
Σε αυτή την εξάντληση:
Τα χέρια του
Θα επιβεβαίωναν τις άκρες σου
Κι όλες αυτές οι σαχλές φιλοσοφίες
Περί ανυπαρξίας
Θα σταμάταγαν

Όμως το πρώτο τσιγάρο
Είναι αμείλικτο

Πάντα

*******

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Τα επικίνδυνα ποιήματα
Τα ξέρεις, σε τραβάνε
Στο άπειρο
Το χάος
Το μηδέν

Χωρίς πρόσωπο

Είναι αυτά που
Σκίζεις ένα κάθετο πρωί
Και κάνεις πως

Ποτέ δεν υπήρξαν

*******


ΟΤΑΝ ΚΟΙΤΑΖΩ

Όταν κοιτάζω
Έξω απ’ το τζάμι
Σημαδεύοντας
Πέτρινες στέγες
Μυστικές διαδρομές
Κλαδιών και στενών
Καρέ καθαρών ουρανών
Μ’ ένα βλέμμα δραπέτη

Το κρεβάτι στενεύει -τα φτερά δε βολεύονται-
Και το χέρι σου
Μου δυσκολεύει τον ύπνο- τραβήξου

Η κοιλιά που κάνει
Άβολους ήχους
Είναι ένας φόβος πως
Γίνεσαι ανθρώπινος

*******

ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ

Όταν βραδιάζουμε
Και γινόμαστε γονείς μέσα στις έγνοιες
Κι εγώ προσποιούμαι
Πως δεν έχω καμπύλες
Και φοράω τα γυαλιά μου
Ανάβοντας και σβήνοντας
Το πορτατίφ
Δείχνοντάς σου πόσο μοιάζουμε
Αστείοι- τι κουλτούρα!

Ψάχνω διαγωνίως των λέξεων
Κάτω απ’ τα σκεπάσματα
Που στάζουν
Τους γερούς μηρούς σου
Μ’ ένα χέρι

Όλο απρέπεια

*******

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Διαφορές που τότε
Προσπαθούσες να κρύψεις
Βολεύοντας όπως όπως
Τη γλώσσα στα επόμενα σύμφωνα
Τώρα τις τονίζεις
Εμφατικά και με μομφή

Κι όταν μιλάς για μουσική
Ή το τυρί που τόσο σου αρέσει
Σε σχέση με τις δικές του
“Γλυκανάλατες” γεύσεις

Είναι σαν να υπερασπίζεσαι
Τα κυριαρχικά σου δικαιώματα
Απέναντι στις θρασύτατες προκλήσεις
Της εξ’ ορισμού απολίτιστης και
Βαθιά νυχτωμένης
Γείτονος χώρας

Η Βάγια Κάλφα γεννήθηκε το 1984 στην Αλεξανδρούπολη. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στη Θράκη και ολοκληρώνει το μεταπτυχιακό της στο Μπέρμιγχαμ. Το 2012 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Απλά Πράγματα (Γαβριηλίδης).

Ανέστης Μελιδώνης

Επιστρέφω στο κύμα, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Η πόλη γεμίζει λουλούδια

με το που βλέπω τον παππού της γειτονιάς

βόλτα με το καροτσάκι του μωρού

είσαι θλιμμένος γιατί είσαι όμορφος

και ο παππούς είναι πολύ πιο όμορφος

με μια ομορφιά ηρωική

ταγμένη στην πλεκτάνη του χρόνου.

*******

Ονειρεύτηκα πολλές φορές ότι είμαι κύμα

η ομορφιά μου ήταν θάλασσα

η αθανασία μου παραλία

η παγίδα μου ένα παιδί

που έχτιζε το κάστρο του στην άμμο.

*******

Μνεία φωτός σημαίνει πεμπτουσία

μες σε δεξαμενές απάνθρωπες στάζουμε

ασώματοι ερωτοτροπούμε κι αραδιάζουμε ηδονές

κάποτε γίναμε παιδιά -τώρα ήρθε ο πανδαμάτωρ στ’ όνειρό μας-

φύσαγε στη μνήμη μας ο αείμνηστος φτερωτός κρυμμένος

και είμαστε μόνο ουσία χωρίς φως και αίμα

χύσαμε το κρασί με τόση αμνησία

που ζήλευε ο Δίας τις κραυγές μας.

*******

Η μοναδική σου θέληση ασπαζόταν τις καλοκαιρινές νότες

το πράσινο ερωτευμένο φύλλο αγκάλιαζε το κρεβάτι

με βία απλωνόταν η ηδονή των βλεμμάτων μας

κρατούσαμε ζωντανές τις ιαχές των πολεμόχαρων πρωτόπλαστων

το μήλο διέθετε πλήκτρα -το απολαμβάναμε νηστεύοντάς το-

η ζωή κι αυτή πρωτόφαντη μέσα σε κάδρο άθραυστο

πηδήξαμε γλυκά τις διασπαρμένες ενοχές του Θεού

που ανήμπορος με την ευτυχία μας

έριξε το κάδρο μας με μεγάλο κρότο στο χώμα.

*******

Ο πιο όμορφος συρφετός είναι οι αναμνήσεις

που δεν αγγίξαμε δεμένοι στον πάσσαλο.

Οι πιο γλυκές μας στιγμές

αυτές που υπερβαίνουμε την καλοσύνη

μη ζητώντας να ανοίξει τα δώρα της.

Και το πιο ταιριαστό μας ανάχωμα

εκείνο που σκοντάφτουμε συνεχώς

ανίκανοι να το διακρίνουμε

ταγμένοι στη νηφάλια ευθεία της μοίρας.

*******

Στο σώμα σου δίνω την πρώτη μου ματιά

γελάω καθώς ξέρω πόσο κοντά σου βρίσκεται η μπόρα

κάθομαι μόνος μπροστά στα περιστέρια κοιτώντας τα

καταφέρνω να χωράω το μυαλό μου στην όψη σου

δίνω μια ορμή αποτρόπαια στη φορά των πραγμάτων

καταστρέφω ό,τι νόμισα πως έπλασα

σύννεφο ονομάζω κάθε τι που χαϊδεύει το πρόσωπό μου.

*******

Αν θες να θυμάσαι κάτι στον ύπνο σου

φρόντισε καλά ό,τι σε ξεχνά

φρόντισε σίγουρα την ομορφιά του βράχου

χάρισε στον εαυτό σου ό,τι πολυτιμότερο δεν έχει

(ούτε θ’ αποκτήσει)

κι όταν γυρίσει η ομορφιά

φρόντισε να μην είναι κανείς στο σπίτι.

Ο Ανέστης Μελιδώνης γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Αθηνών και κάνει μεταπτυχιακό στη Φιλοσοφία. Εξέδωσε στις Εκδ. Γαβριηλίδης τις συλλογές: Αστέρια από χαρτί (2010), Επιστρέφω στο κύμα (2012). Μετέφρασε Πωλ Ελυάρ.

Νίκη Χαλκιαδάκη

ανάσκελη με πυρετό, εκδόσεις Μανδραγόρας

Θυμός

Αν ήξερες ότι ήμουν γυάλινη

δεν θα με πετούσες στον τοίχο

Θα περίμενες να μεγαλώσω

Και αν ήξερα ότι θα πεθάνεις

θα σου έπλενα τα πόδια κάθε μέρα

Αλλά αν σου έπλενα τα πόδια κάθε μέρα

δεν θα πέθαινες. Θα ήσουν στο διπλανό δωμάτιο

Δεν φανταζόμουν ότι χωράς σε μια πλαστική λεκάνη

Σε μια πράσινη πλαστική λεκάνη

Δεν φανταζόσουν ότι θα πλύνω το κρανίο σου

στο νεροχύτη με τη λαστιχένια βρύση χωρίς να κλάψω

Έχουν αγριέψει οι άνθρωποι, τα πουλιά, οι σερβιτόροι

Και εσύ σʼ ένα μεταλλικό κουτί τι να μου κάνεις

Και εγώ με δυο πόδια όρθια τι να σου κάνω και σένα

*******

πι πι το παπί

Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ

έμοιαζε, λένε, αποδημητικός

η μάνα μου από αριστοκρατική οικογένεια

δεν «ήτο ηθικόν» να κλωσάει μπάσταρδα

μεγάλωσα σε ράμφος πελαργού

χωρίς παραλήπτη

κατέληξα σε αναμορφωτήριο πτηνών

μου έμπηγαν στον κόκκυγα φτερά παγωνιού

μου μάθαιναν να κλίνω: η γλαυξ, της γλαυκός

ανεπίδεκτη υιοθεσίας

ανάξια κλουβιού

στολίζω σήμερα σύρματα

ηλεκτροφόρα

μαδώ τα πούπουλά μου

γεμίζω μαξιλάρια βεράντας

ζευγαρώνω με παπαγάλους Σενεγάλης

γεννάω τηγανητά αυγά

τη βγάζω με ψίχουλα περαστικών [κουλούρια – σταφιδόψωμα]

μα κάθε μέρα σχεδόν περνώ και από ʼκείνον τον παραμυθά

που επιμένει να πιστεύει ότι θα γίνω κύκνος

*******

catwoman

περιμένω να γυρίσεις σπίτι, να βγάλεις τα ρούχα

-Θεέ μου πως περιμένω να βγάλεις τα ρούχα-

τα πόδια σου αγαπώ

τις κνήμες

ό,τι σε πάει και σʼ επιστρέφει

μʼ ένα σου νεύμα νʼ ανέβω στο κρεβάτι

να γίνω ολόκληρη κατοικίδια ηδονή

*******

 

Απλοποίηση

Πρωτότοκα επισφαλής παρατηρούσα τη μαμά

να φουσκώνει επικίνδυνα

Στην κοιλιά της, είπαν, είχε μπει ένα σποράκι

Πέντε μήνες μετά πέθαναν οι αγκαλιές

Τα παιχνίδια

Ο μπαμπάς

Από έξι χρονών έχω να φάω πασατέμπο

*******

Hide and Sick

Τους φίλους με τα ματωμένα γόνατα

τους έντυσαν με τα μακό

Τους έμαθαν να κρύβονται

-μόνο να κρύβονται-

Τους φίλους από μανταρίνι και χώμα

δεν τους έψαξε κανείς

Θα χουν σαπίσει στις αυλές

πίσω από τα αυτοκίνητα

Τα πτώματά τους ανήλικα

πάλλονται άθαφτα

Μαμά, βάλε με στην κοιλιά σου

-μόνο για απόψε-

και γέννα με αύριο στο δρόμο

Έχω μέσα μου

ΞΕΛΕΥΘΕΡΙΑ για όλους

*******

 

1984

Κρύβομαι κάτω απ’ το κρεβάτι

Είμαι τεσσάρων

Χωρίς κυνόδοντες

Με άσπρο δέρμα/Μνήμη από βούτυρο

Ψιθυρίζω τ’ όνομά μου

Δεν είμαι σίγουρη μ’ αρέσει

[μ’ αρέσει

δεν μ’ αρέσει

μ’ αρέσει

δεν μ’ αρέσει]

ο μπαμπάς είχε τα μάτια μου

και η μαμά ήταν σίγουρα κορίτσι

-βγαίνει απ’ τους τοίχους όταν πεινάω-

Δεν με ψάχνει κανείς πια

Είμαι ακόμη τεσσάρων και κάτι

Σ’ αυτό το σπίτι

το χτισμένο από τσιμέντο και θάνατο

υπάρχει μόνο ένα κρεβάτι

για να μπορώ

να κρύβομαι

από

κάτω

*******

αναλογισμός

Κουτσό δεν έμαθα ποτέ

Είχα δυο πόδια

Και άλλα δύο τα δικά σου

Ένα τετράποδο ίσον

Ήσσον

Με διαλύει αυτή η γλώσσα

Η Νίκη Χαλκιαδάκη γεννήθηκε το 1980. Αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α. Π. Θ. Εισήχθη με υποτροφία στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» του Π. Δ. Μ. Εξέδωσε την ποιητική συλλογή ο Έρωτας του Pied de Coq, εκδόσεις λογείον (2009) και την ποιητική συλλογή ανάσκελη με πυρετό, εκδόσεις Μανδραγόρας (2012). Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά και γαλλικά.

.

1)      Δημήτρης Αθηνάκης, [email protected]

2)      Παναγιώτης Αρβανίτης, [email protected],

3)      Εσμεράλδα Γκέκα, [email protected]

4)      Χρήστος Αρμάντο Γκέζος 698 83 26 954, [email protected]

5)      Άννα Γρίβα, [email protected]

6)      Νικόλας Ευαντινός, [email protected]

7)      Βασίλης Ζηλάκος, [email protected]

8)      Βάγια Κάλφα, [email protected]

9)      Ανέστης Μελιδώνης, [email protected]

10)  Νίκη Χαλκιαδάκη, [email protected]